ΗΜΟΥΝ ΕΚΕΙ

Μόνος στο ασανσέρ. Κλεισμένος. Για ώρα

Τι συμβαίνει όταν ο Βαλάντης και η κρίση πανικού σπρώχνονται για το ποιος θα κυριαρχήσει στο θολωμένο σου μυαλό; Ένας συντάκτης περιγράφει τις άβολες στιγμές στον αέρα.

Ήταν ένα τυπικό βράδυ Κυριακής στη δουλειά, με άπειρες οθόνες να δείχνουν άπειρες μπάλες και εμένα να έχω μόλις ανεβάσει Αλεξάνδρα Χαρίτου και να γλιστράω έξω από τα γραφεία κατά τις 19.30. Μόνο ένας δυνατός σεισμός θα μπορούσε να αλλάξει τη ρότα της βραδιάς. Ή μια διακοπή ρεύματος.

Πριν το ασανσέρ της εταιρίας είναι οι τουαλέτες της εταιρίας. Αν δεν περνούσα 28 δευτερόλεπτα μπροστά απ’ τον καθρέφτη φτιάχνοντας τα μαλλιά μου (συζητιέται έντονα εδώ στο Παγκράτι ότι θέλω κούρεμα), δεν θα διάβαζες αυτές τις γραμμές, διότι δεν θα είχα κλειστεί ποτέ στο ασανσέρ της εταιρίας.

Τώρα εσύ περιμένεις να γράψω κάτι αστείο και να πεις “Χαχαχα, τι ωραία που τα λέει”. Χαχαχα, έχεις κλειστεί σε ασανσέρ; Δεν είναι τόσο αστείο.

 

Δεν είχα ξανακλειστεί σε ασανσέρ ούτε το ‘χουμε συνήθειο στην παρέα μου να λέμε ιστορίες για εγκλωβισμούς, απεγκλωβισμούς και θαλάμους που σταματάνε στον αέρα και ανάμεσα στους τοίχους (ωραία ταινία btw), οπότε συγγνώμη, αλλά δεν ήξερα πώς είναι.

 

Με λιγότερο ακατάστατο μαλλί πια, στέκομαι μπροστά στο ασανσέρ, πατάω το κουμπί για να ανέβει από το 0 στο 3 και όσο περιμένω, χρησιμοποιώ λίγο την πόρτα σαν καθρέφτη. (Όχι, δεν έχω τόσο θέμα με τα μαλλιά μου όσο φοβάμαι ότι έχει φανεί ως τώρα).

Μπαίνω στο ασανσέρ, μόνος, με το κινητό στο χέρι, κλείνει η πόρτα του ασανσέρ, αρχίζουμε να κατεβαίνουμε -εγώ κι αυτό-, βάζω το κινητό στην δεξιά τσέπη του παντελονιού (δεν σας καταλαβαίνω εσάς που το βάζετε στην αριστερή), ξανακοιτάω ευθεία και σκοτάδι. ΣΚΟΤΑΔΙ. Και ο θάλαμος σταματάει. Μας συγχωρείτε, διακοπή.

(Για ένα μιλισεκόντ, όντως ελπίζω να είναι διακοπή και να μην τυφλώθηκα, γιατί πολλές φορές φοβάμαι ότι εκεί που περπατάω, ξαφνικά θα σβήσουν όλα και δεν θα ξαναδώ ποτέ. Άστο, κάτι δικά μου).

Πρώτη σκέψη: “Έλα-μαλάκα-δεν-παίζει-να-κλείστηκα-στο-ασανσέρ”. Δεύτερη σκέψη: “Πού-είναι-το-κινητό;”. Ψάχνω όλες τις τσέπες, εκτός από την δεξιά τσέπη του παντελονιού. Τρίτη σκέψη. “Ρε-βλάκα-στη-δεξιά-τσέπη-το-βάζεις-πάντα”. Βρίσκω το κινητό. Είναι μια ανακούφιση.

Αμέσως μετά κόβονται πόδια, χέρια, αυτιά, μύτες, ό,τι προεξέχει τέλος πάντων, γιατί σε ένα χαρακτηριστικό σημείο του ασανσέρ -κάπου στη μέση δηλαδή- είναι παράδοση πια στην εταιρία να μας εγκαταλείπει το σήμα.

 

Μες στην αναμπουμπούλα, έριξα μια φορά το κινητό κάτω. Ξέρω, είμαι για να εκτελέσω δύο βολές σε νεκρό χρόνο και να πρέπει να τις βάλω για να πάμε παράταση. Είμαι αυτό που λένε κρύο αίμα. Με τα πολλά, έσκυψα το έπιασα, άναψε η οθόνη, είχε σήμα, ΠΑΛΙ ΚΑΛΑ.

Σκέψεις από τη στιγμή που αντιλήφθηκα ότι έχει σήμα μέχρι τη στιγμή που πήρα το πρώτο τηλέφωνο. “Θα χτυπιέμαι στους τέσσερις τοίχους του θαλάμου μέχρι να αρχίσει να τσουλάει πάλι προς τα κάτω ή μέχρι να ηρεμήσω. Ή να πέσω κάτω. Ή να πεθάνω”.

(Να αναφερθεί εδώ ότι είμαι βετεράνος στις κρίσεις πανικού με περισσότερα από 7 χρόνια προϋπηρεσία, αλλά αισίως μια πενταετία χωρίς κρούσματα).

Δεν θέλω να ξέρω τι θα γινόταν αν κλεινόμουν στο ασανσέρ εντός εκείνης της χρυσής 7ετίας. Ούτε εσύ θέλεις να ξέρεις.

Is Anybody Home?

Πήρα τηλέφωνο τον Αλέξανδρο Βραχωρίτη (σ.σ. τον ακούς καθημερινά 7-10 το πρωί στον Rock Fm), τον άνθρωπο που ήταν θέμα χρόνου ότι θα πει “Έεεμ ,δεν σας αρέσουν οι σκάλες, θέλετε να ανεβοκατεβαίνετε με ασανσέρ”. Το σήκωσε. Δεν θυμάμαι τι είπαμε. Θυμάμαι ότι για 3-4 λεπτά γελούσα χωρίς λόγο.

 

Ήμουν κλεισμένος σε μια αμφίβολη θέση στο χωροχρόνο. Είχα σταματήσει ανάμεσα στον τρίτο και τον δεύτερο όροφο; Ανάμεσα στον δεύτερο και τον πρώτο; Υπήρχε στεριά έξω απ’ την πόρτα ή σκέτος, παγωμένος τοίχος; Δεν υπάρχει πιο κλειστοφοβικό σενάριο από το τελευταίο. Τα γελάκια κόπηκαν μαχαίρι. Το ότι μιλούσα με κάποιον από τους μη εγκλωβισμένους ήταν μια ευλογία.

Αφού κλείσαμε, ο Αλέξανδρος άρχισε να μου μιλάει από το ύψος της πόρτας του ασανσέρ στον τρίτο και εγώ απαντούσα από το κλουβί μου. Το σκηνικό πέρασε ξαφνικά στο ρεύμα του σουρεαλισμού. Άρχισα να σκέφτομαι ότι είμαι εγκλωβισμένος κάτω από συντρίμμια και ότι πάνω απ’ το σκοτάδι είναι άνθρωποι που μου δίνουν δύναμη. Αμέσως αισθάνθηκα τη γελοιότητα της σκέψης μου, γιατί κανείς δεν πέθανε επειδή κλείστηκε στο ασανσέρ. Νομίζω ότι κανείς δεν γρατζουνίστηκε καν.

Οι φωνές απ’ το υπερπέραν με ενημέρωσαν ότι το ρεύμα είχε πέσει σε όλη την εταιρία, ότι η ΔΕΗ έδινε από 5 λεπτά έως δις ισόβια μέχρι να επιδιορθωθεί η βλάβη και ότι ο Αλέξανδρος είχε πάρει ήδη την Πυροσβεστική.

Από ήρωας εγκλωβισμένος στα χαλάσματα της Ρικομέξ με χιλιάδες υποστηρικτές που προσεύχονται για μένα, ένιωσα σαν ακόμα ένα γατί που είχε κοκαλώσει σε ένα θεόρατο δέντρο και που ο μοναδικός άνθρωπος που ανησυχούσε γι’ αυτό ήταν η στριμμένη γιαγιά-κάτοχος.

 

Άναψα τον φακό του κινητού μου και το πλησίασα στις οδηγίες που βρίσκονται αναρτημένες για κάτι τέτοιες περιστάσεις. ‘Ο θάλαμος αερίζεται επαρκώς, όση ώρα κι αν παραμείνετε εγκλωβισμένος’ λέει στο νούμερο τρία κι εγώ δεν είχα κανέναν λόγο να μην πιστέψω το νούμερο τρία. Είπαμε, ανέκαθεν πίστευα ότι θα πεθάνω νέος, αλλά όχι και σε ασανσέρ.

Εν τω μεταξύ, η περιπέτειά μου είχε διαδοθεί στην συσκοτισμένη εταιρία και μην έχοντας κάτι πιο ενδιαφέρον να κάνουν, οι αγαπητοί συνάδελφοι άρχισαν να ασχολούνται μαζί μου. Η Εύη Χουρσανίδη του Cosmo.gr μπήκε σε διαδικασία ενεργοποίησης του 3G για να ενημερώσει τον κόσμο της για τις εξελίξεις.

 

Ο Μάνος Χωριανόπουλος, αρχισυντάκτης του News247.gr με εμψύχωνε με το δικό του τρόπο, μόνο που κάθε φορά που σταματούσε να μου μιλάει, τον άκουγα να πνίγεται στα γέλια με όποιον ήταν δίπλα του. Δεν τον ρώτησα με ποιους ήταν. Δεν είμαι εδώ για να κρατήσω κακία σε κανέναν σας, παιδιά.

Ξέχασα να πω ότι στις 19.30 έπρεπε να είμαι στο Bankjob για το πρώτο κυριακάτικο πάρτι μας ever. Η ώρα ήταν ήδη 19.53 κι εγώ ακόμη στο ασανσέρ. Ευτυχώς που δεν παίζω μόνος μου.

 

Τα νέα από τους Έξω ήταν ότι η Πυροσβεστική βρίσκεται καθ’ οδόν. Οι Έξω με ρωτούσαν συνέχεια αν είμαι καλά, εγώ τους απαντούσα, μιλούσα στο τηλέφωνο και προσπαθούσα να τουητάρω μια φωτογραφία από τον θάλαμο. Τα κατάφερα με την πέμπτη.

Ενώ το πουλάκι κατσικωνόταν στην οθόνη του κινητού και μαζί του το tweet με την εγκλωβισμένη φωτογραφία, κάποιος φώναξε “Έλα, όλα καλά, έφτασε η Πυροσβεστική”. Το νέο ήταν καλό, από όποια άποψη κι αν το έβλεπες, αλλά το ΜΟΝΟ που δεν ήθελα ήταν οποιοσδήποτε με στολή ή χωρίς να με βάλει να κάνω κάτι.

 

Ευτυχώς δεν πήρα δράμα. Ένας πυροσβέστης άνοιξε το κλιμακοστάσιο και άρχισε να ελευθερώνει τον θάλαμο προς τα κάτω, πέντε εκατοστά τη φορά. Σκέφτηκα ότι θα τον προλάβει το ρεύμα. Ένας άλλος με περίμενε στο 0 (τελικά το ασανσέρ είχε κατέβει αρκετά πριν σταματήσει) και του έδινε οδηγίες.

“Άσε. Άσε. Άσε. Έχεις τρία μέτρα ακόμα. Άσε. Άφηνε. Άφηνε”. Ο θάλαμος κατέβαινε και ο πυροσβέστης που έδινε τις οδηγίες μου πρότεινε να φύγω από την πόρτα (σ.σ. με είπε με το μικρό μου, ήμουν ένα θύμα με όνομα πια), αν ήμουν κοντά στην πόρτα. Χωρίς φασαρία και χωρίς εργαλεία, ο κάτω πυροσβέστης (με τίποτα κάτω από δύο μέτρα μπόι) την άνοιξε με τα χέρια.

Στον τοίχο απέναντί από το ασανσέρ, εκεί που καμιά φορά στέκεται όποιος βαριέται να περιμένει όρθιος, τώρα στέκονταν 7-8 συνάδελφοι που περίμεναν το τέλος του event ή έστω ό,τι πιο ενδιαφέρον υπήρχε σε ένα απόγευμα χωρίς ρεύμα στη δουλειά.

Βγήκα, ευχαρίστησα τον Αλέξανδρο για την κινητοποίηση και τα παιδιά για το ενδιαφέρον και πήρα το δρόμο για το μαγαζί. Ήδη έγραφα την πρώτη παράγραφο στο μυαλό μου, όταν έσκασε το παρακάτω mention.

(του απάντησα ότι τον γνώρισα)

Το επόμενο πρωί, ο Στέφανος Τριαντάφυλλος πόσταρε μια διαφήμιση με έναν πυροσβέστη στο FB μου (πολύ σοβαρό παιδί ο Στέφανος, κατά τ’ άλλα).

Γι’ αυτό δεν ήθελα την Πυροσβεστική, κατάλαβες;

(η εγκλωβισμένη φωτό που λέγαμε)