ΗΜΟΥΝ ΕΚΕΙ

Πρώτη φορά σε στριπτιζάδικο

Ένας συντάκτης του ΟΝΕΜΑΝ θυμάται σαν τώρα τη βασίλισσα των άβολων στιγμών και περιγράφει ένα βράδυ με πολύ ιδρώτα.

Δεν ιδρώνω εύκολα. Εκτός από τα προφανή πλεονεκτήματα όπως λιγότερα πουκάμισα με ‘στάμπες’ στις μασχάλες, αυτό δεν μου έβγαινε πάντα σε καλό, γιατί -αντικειμενικά- έπαιζα μπάσκετ καμιά δεκαριά χρόνια χωρίς να ιδρώνω τη φανέλα. Κι ας έτρεχα πάνω-κάτω 40 λεπτά. (Δεν έτρεχα πάνω-κάτω 40 λεπτά). Μη στα πολυλογώ, την πρώτη μου φορά σε στριπτιζάδικο, έσταζα ιδρώτα από παντού.

19 χρονών, παρέα με τους τρεις κολλητούς μου απ’ το σχολείο, στη Συγγρού -φυσικά-, στο ‘Baby Gold’ (ελάχιστη σημασία έχει το πού). Δύο πράγματα που πρέπει να ξέρεις γι’ αυτή την παρέα-συνονθύλευμα: Πρώτον, κανείς από τους τέσσερις δεν είχε ξαναπάει σε στριπτιζάδικο ως τότε. Δεύτερον, κανείς από τους τέσσερις δεν είχε (τότε) και δεν έχει (ακόμα) πάει σε οίκο ανοχής. Εξ όσων γνωρίζω, κανείς από τους τέσσερις δεν είναι διατεθειμένος να πάει στο μέλλον. Τέλος πάντων, τέτοιοι χαλβάδες ή τέτοιοι cool τύποι (εξαρτάται από ποια πλευρά το βλέπεις) ήμασταν.

 

Καθίσαμε σε ένα τραπέζι πολύ κοντά στην πίστα. Ήταν ξεκάθαρο από τις φάτσες μας ότι δεν είχαμε βρεθεί ποτέ ξανά ανάμεσα σε τόσα κορίτσια που φορούσαν μόνο το από κάτω εσώρουχο. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Δεν είχαμε συνηθίσει να φαινόμαστε τόσο ‘αρεστοί’ σε τόσα κορίτσια που βασικά δεν φοράνε τίποτα. Καταλαβαίνεις, νομίζω.

Επίσης νομίζω ότι και τα κορίτσια κατάλαβαν την αβγαλτοσύνη μας, όταν αντί να παραγγείλουμε ένα μπουκάλι κάτι, παραγγείλαμε τρεις μπύρες και μια κόκα-κόλα. Η μόνη φωτεινή ένδειξη ότι μπορούσαμε να φύγουμε μη αλλοτριωμένοι από αυτό το μέρος ήταν ο dj. Αυτός ο ένδοξος κολοσσός. Αυτός ο πρωταγωνιστής του ‘Peep Show’ (σ.σ. βρετανική κωμική σειρά, εξόχως βασισμένη στο Άβολο).

Αυτός ο τύπος με την καραφλοαφάνα που έπαιζε Saxon και στα καπάκια Madonna, ενώ προλόγιζε “τη Nikki από το Μαυροβούνι που έχει προκαλέσει δεκατέσσερα τροχαία στη Συγγρού, έ” (ΤΟ ΕΙΠΕ ΕΤΣΙ Ο ΓΙΓΑΣ).

Αυτός ο άνθρωπος μας έκανε να αισθανθούμε οικεία. Μας έκανε να βγάλουμε τα χέρια από τις τσέπες. Ευχαριστούμε, άνθρωπε. Τα ξαναβάλαμε λίγη ώρα μετά.

Μετά την τρικυμία του πρώτου δεκάλεπτου, από τη στιγμή που παραγγείλαμε (και φανήκαμε λίγο τσίπηδες), το θέμα καταλάγιασε για περίπου μισή ώρα. Κανένα κορίτσι δεν ασχολιόταν ιδιαίτερα μαζί μας, εμείς από την άλλη ασχολούμασταν φανατικά με τα κορίτσια που έκαναν pole dancing (sic) μπροστά μας αφήνοντας κάτω και τα λίγα που φορούσαν κι έτσι η νύχτα κυλούσε σχετικά ομαλά. Δεν ξέραμε πώς παίζεται το παιχνίδι, δεν είχαμε ιδέα.

 

Ξέχασα να αναφέρω ότι ήμασταν τόσο ‘ψαράδες’ που πήγαμε δέκα λεπτά αφού άνοιξε το μαγαζί, όπερ και σήμαινε ότι πετύχαμε αρκετά κορίτσια με τα κανονικά τους ρούχα και ότι δεν πετύχαμε κανέναν άλλο πελάτη μπαίνοντας. Όσο περνούσε η ώρα, οι θαμώνες συνέρρεαν, τα κορίτσια τους χαιρετούσαν έναν έναν (εμάς δεν μας χαιρέτησε καμία) και εκείνοι κινούνταν στον χώρο με την άνεση που κινούνται στο σαλόνι τους φαντάζομαι.

Η φάση ήταν όπως στα προποτζίδικα. Εκτός του ότι οι φάτσες ταυτίζονταν αρκετές φορές (να, για παράδειγμα, αυτόν τον 60άρη που κάθισε μόνος στο τραπέζι από πίσω, τον βλέπεις εύκολα να περιμένει τις δεκάδες στο ΚΙΝΟ), το στριπτιζάδικο λειτουργεί, ως βασική δομή, πάνω στις αρχές τέτοιων καταστημάτων. Στην αρχή του Θαμώνα. Έτσι λειτουργεί και ο Σκαραβαίος, μην ξεχνιόμαστε.

 

Το ομαλό μισάωρο, για να γυρίσω στο φιλμ της εξόδου, ήταν δυστυχώς ένας σύντομος μήνας του μέλιτος. Μπροστά μας ξανοίγονταν δύο ώρες άβολων στιγμών, με ιδρωμένες παλάμες και χωρίς σίγουρη διέξοδο από όλο αυτό.

Σαν σε αποστολή, τέσσερα κορίτσια (και τα τέσσερα από το μπλοκ που αγαπήσαμε) μας πλαγιοκόπησαν, αποφασισμένες να κάτσουν πάνω μας με κάθε κόστος (για εμάς). Σκέφτομαι μέρες τώρα μια πιο άβολη στιγμή από αυτή (δεν διανοείσαι τι έχω σκεφτεί, θυμήθηκα για άλλη μια φορά εκείνο το πρωινό που ξύπνησα χωρίς το μπροστινό μου δόντι), αλλά δεν τα καταφέρνω.

 

Η εικόνα μας ήταν αποκαρδιωτική. Τέσσερις 19άρηδες που φοράνε πουκάμισα, ενώ είναι φανερό ότι στα κανονικά τους δεν φοράνε ποτέ πουκάμισα και ότι τα έβαλαν για την ‘περίσταση’, και τέσσερις επαγγελματίες να προσπαθούν να σκαρφαλώσουν πάνω τους κι εκείνοι να τις απωθούν. Μπουνιές στη μούρη και στα δόντια και στο στομάχι. Θα έπρεπε να συλληφθούμε, το ξέρω.

Δεν το διασκεδάσαμε όπως ο μέσος κανονικός άνθρωπος που πηγαίνει πρώτη φορά. Σαν 12χρονα, στέλναμε ο ένας το κορίτσι στον άλλον, τα δε κορίτσια έκαναν υπομονή -τι της βρήκε κι αυτές…- μπας και στο τέλος κάνουν τη δουλειά τους, αλλά μάταια. Ήμασταν από ένας Steve Carell στο ‘Παρθένος 40 Ετών’.

 

Ψέματα. Ένας από τους τέσσερις, όχι ο πιο θαρραλέος, αλλά το μεγαλύτερο θύμα εξαντλημένο πια από την υπερπροσπάθεια να αποφεύγει κορίτσια στα πόδια του λες και ήταν κουτσουλιές, πήρε χορό. Για την ακρίβεια, οι υπόλοιποι τρεις του πήραμε χορό. Ήμασταν έτοιμοι για το ενδεχόμενο να μην μας ξαναμιλήσει. Ρισκάραμε. Του τον πληρώσαμε επίσης.

Το σύστημα γλυκάθηκε λίγο από το παραπάνω έξοδο που -επιτέλους- κάναμε σαν τραπέζι και μάζεψε για λίγο τα κορίτσια από το κατόπι μας. Πήραμε μια ανάσα, ήπιαμε λίγη μπύρα και ο άλλος λίγη κόκα κόλα, και περιμέναμε τη στιγμή που ο Ήρωας μας θα βγει από τα ιδιαίτερα, που είχε χωθεί με τη Σβετλάνα. Όχι την Κουζνέτσοβα ευτυχώς. Φτηνό αστείο, ξέρω.

Ο Μ. ξεπρόβαλε από τις κουίντες και ήδη από τα πρώτα δέκα βήματα ήξερες ότι δεν είναι ο ίδιος άνθρωπος που σηκώθηκε πριν είκοσι λεπτά απ’ το τραπέζι μας. Ήταν ένας άλλος. Ένας που είχε πάρει πια έναν χορό. Νομίζω ότι μέχρι αργά την επόμενη μέρα, δεν μας μιλούσε καν. Ήταν αφηρημένος. Μάλιστα, λίγο πριν τον αφήσουμε σπίτι τη βραδιά του στριπτιζάδικου, αποκάλεσε τους υπόλοιπους τρεις, ανώριμους.

Το χειρότερο είναι ότι δεν είχε άδικο.

Επτά χρόνια μετά, ξαναπήγα σε στριπτιζάδικο για τις ανάγκες της φωτογράφισης του μυθικού Ηλία από το τελευταίο Big Brother. Πήγα με το ύφος παράγοντα που έχει πάει εκεί για δουλειά και όχι για διασκέδαση (πολλή διασκέδαση ρε, τι να σου πω). Τα κορίτσια ξετρελάθηκαν με τον Ηλία. Δεν μου έδωσαν καμία σημασία. Ήμουν τόσο ευτυχισμένος γι’ αυτό.  Εντάξει, εντάξει, φτάνει.