ORIGINALS

9 ‘γλυκά’ fail που δεν θα ξανακάναμε ποτέ

Κάποιοι πήγαν για μαλλί και βγήκαν κουρεμένοι. Μεταφορικά και κυριολεκτικά. Κάποιοι ήταν οι πιο αδύναμοι κρίκοι.

Υπάρχουν τα σοβαρά fail, αυτά δηλαδή που είναι δύσκολο να γράψεις όχι απαραίτητα επειδή ντρέπεσαι γι’ αυτά, αλλά κυρίως επειδή το μόνο που δεν έχεις όρεξη να κάνεις άπαξ και σου τύχουν είναι να τα αναπαράγεις και υπάρχουν και τα ‘γλυκά’, αυτά που “δεν χάλασε κι ο κόσμος βρε αδερφέ”. Εννέα δημοσιογράφοι του ΟΝΕΜΑΝ ήταν απόλυτα κουλ να μοιραστούν από ένα τέτοιο fail με τους αναγνώστες. Ελπίζουμε οι αναγνώστες να είναι το ίδιο κουλ και να ανταποδώσουν.

Εν τω μεταξύ, επειδή υπάρχουν και υποθέσεις που δεν σηκώνουν fail και αποτυχίες, αν έχεις αρχίσει να παρατηρείς συμπτώματα τριχόπτωσης ή αν σε ανησυχεί η αραίωση των μαλλιών σου, μη χάνεις χρόνο πειραματιζόμενος με μεθόδους αμφιβόλου ποιότητας και αποτελέσματος. Δοκίμασε τη νέα σειρά προϊόντων της DHI για την καταπολέμηση της τριχόπτωσης για να έχεις το κεφάλι σου ήσυχο (και γεμάτο μαλλί) και να μπορείς να αφηγείσαι μόνο χαριτωμένες ιστορίες σαν αυτές που ακολουθούν.

Πήγε για φαΐ και βγήκε πεινασμένος ο Γιώργος Μυλωνάς

Μια Παρασκευή βράδυ ένας γνωστός μου που μόλις είχε ανοίξει ένα wine bar κάλεσε εμένα και την παρέα μου για να μας κάνει το τραπέζι. Αν και ήξερα πως μετά το wine bar λογικά θα πήγαινα για σουβλάκια, μιας και οι ποσότητες του φαγητού σ’ ένα τέτοιο μέρος θα ήταν περιορισμένες, δεν είχα φάει τίποτα από το μεσημέρι.

Φτάνοντας στο μαγαζί ο σομελιέ -τρομάρα του- μας γέμισε τα ποτήρια με κρασί και μας έφερε το μπουκάλι από ένα από τα ακριβότερα κρασιά του μαγαζιού. Προσοχή. Το κρασί που μας έβαλε στα ποτήρια ήταν διαφορετικό από το κρασί που κρατούσε στα χέρια του. Αφού μας παρουσίασε το μπουκάλι χαϊδεύοντας τις καμπύλες του και λέγοντας πως προέρχονταν από ένα μέρος εφάμιλλο της Βουργουνδίας το πήρε πίσω και μας άφησε να πιούμε το κρασί που μας είχε γεμίσει τα ποτήρια και στην καλύτερη είχε πατήσει ο ίδιος με τα πόδια του.

Παρ’ όλα αυτά, συνέχισε να θέλει να δείχνει κιμπάρης. Έτσι, λίγα λεπτά αργότερα μας ανακοίνωσε πως θα μας πρόσφερε τρία διαφορετικά πιάτα -σημειωτέον ήμασταν εφτά άτομα- και μας άφησε τον κατάλογο πάνω στο τραπέζι λέγοντας το αμίμητο: ”Οτιδήποτε άλλο χρειαστείτε από τον κατάλογο, μπορείτε να το παραγγείλετε”.

Έχοντας μείνει με ανοιχτό το στόμα από τα νεύρα και όχι από την πείνα, ορκίστηκα στην ομήγυρη πως δεν υπήρχε περίπτωση να βάλω στο στόμα μου ό,τι και να μας κερνούσε. Μόλις ήρθε το πρώτο πιάτο και αντίκρισα κάτι που δεν κατάλαβα τι ήταν και όπως μας ενημέρωσε εκείνος επρόκειτο για κιουνεφέ με μαρμελάδα ντομάτας, σηκώθηκα σαν κύριος μαζί με ένα ακόμα μέλος της παρέας, βγήκαμε από το μαγαζί και καθίσαμε για φαγητό σ’ ένα μαγειρείο λίγα μέτρα παραπέρα, όπου περιμέναμε και τους υπόλοιπους να τελειώσουν την αγγαρεία για να αρχίσουμε το τσιμπούσι.

Πήγε για all-in και βγήκε ηττημένος ο Δημήτρης Κουπριτζιώτης

Τα Χριστούγεννα είναι από τις πιο όμορφες γιορτές του χρόνου. Όχι γιατί έχει λαμπάκια και χρυσόσκονη παντού αλλά γιατί μας κινητοποιεί να παίξουμε κάνα χαρτί πάνω από φρεσκοσιδερωμένη πράσινη τσόχα. Όταν κάθε μέλος της παρέας έχει χάσει κάμποσα λεφτά τα οποία αν το δεις αθροιστικά απλά αλλάζουν χέρια κάθε χρόνο, τότε παύεις να παίζεις για τα λεφτά. Παίζεις για την καζούρα. Αυτή που θα κάνεις και θα φας μετά από κάθε νίκη και κάθε ήττα. Αυτή η καζούρα που θα σε κυνηγάει για τον επόμενο χρόνο. Αυτή η καζούρα όμως γίνεται δυσβάσταχτη όταν έχει κερδίσει τις δύο προηγούμενες χρονιές που έχετε μαζευτεί και έκανες μεγάλες, πολύ μεγάλες δηλώσεις. Νιώθεις λίγο σα να κόβεσαι στις εξετάσεις στο δίπλωμα ενώ έχεις λαδώσει.

Θυμάμαι είχα νικήσει οριακά την τελευταία χρονιά και είχα συρθεί με τα γόνατα στο χαλί του σαλονιού πανηγυρίζοντας. Αν με είδε κάποιος γείτονας θα νόμιζε ότι κέρδισα το τζόκερ. Όμως όχι, η μεγαλύτερη νίκη ήταν η ελευθερία που είχα στην καζούρα σε όσους είχα κερδίσει στην τσόχα. Ήταν τεράστια η χαρά. “Γατάκια, σας παστέλωσα”, “μάθετε μπαλίτσα από τον άρχοντα” και άλλα τέτοια βγήκαν από το στόμα μου εκείνη την μέρα. Το πρόβλημα είναι ότι δεν σταμάτησα εκεί, αλλά συνέχισα όλη την χρονιά. Σε άσχετες και σχετικές στιγμές ήμουν ο εκνευριστικός, αυτάρεσκος τύπος που έλεγε πώς είχε νικήσει τους υπόλοιπους στην 21. Μέχρι που την επόμενη χρονιά θυμάμαι δεν προλάβαινα να ποντάρω μάρκες. Τόσο χάλια χαρτί χρόνια είχα να πιάσω. Και όταν είχα κάποια ψήγματα ελπίδας και πόνταρα έβρισκα μπροστά μου έναν τοίχο. Έχασα όσα λεφτά είχα βάλει αρχικά και επειδή η καζούρα που δεχόμουν ήταν μεγάλη ζήτησα να βάλω κι άλλα, και το δέχτηκαν. Και μάντεψε, τα έχασα και αυτά. Και η καζούρα, με τα λεφτά που έχανα, ήταν ποσά ανάλογα. Ίσως δέχτηκα όσο δούλεμα είχα κάνει τις δύο προηγούμενες χρονιές αλλά επί δύο.

Με τα μαλλιά σου, πάντως, δεν έχεις ούτε λόγο, ούτε πολλά περιθώρια να ρισκάρεις. Με τα πρώτα σημάδια αραίωσης ή τριχόπτωσης, πρόλαβε τα χειρότερα με τη βοήθεια των προϊόντων της νέας σειράς της DHI.

Πήγε για ταχύτερα κι ακόμα κλαίει με λυγμούς στο τιμόνι ο Κωνσταντίνος Αμπατζής

Ήταν ένα ακόμη απόγευμα μετά τη δουλειά. Μόνο που αυτή τη φορά, ήταν Παρασκευή, κάτι που σήμαινε πως η όρεξη κι η ψυχολογία μου βρισκόταν στα ύψη. Μπήκα στο αμάξι, βέβαιος ότι θα αντιμετωπίσω τη συνηθισμένη κίνηση. Αλλά δεν είχε μεγάλη σημασία, μην τα ξαναλέμε, ήταν Παρασκευή. Η απόπειρα να στρίψω στην άνοδο της Συγγρού απέτυχε. “Κλειστό το κέντρο λόγω πορείας”, με ενημέρωσε ένας αστυνομικός αλλά εγώ αυτό που άκουσα ήταν “θα υποφέρεις μέσα στ΄αμάξι σου και δεν σε χάλασε και καθόλου”. Έκανα αναστροφή και πήγα προς την Πειραιώς, για να βγω στην Εθνική. Ένιωσα έξυπνος. Ίσως φτάσω και νωρίτερα στον προορισμό μου, σκέφτηκα. Προσπέρασα την στροφή για την Εθνική κι έφυγα για Ομόνοια. Οι δρόμοι ήταν πάλι κλειστοί. Έμπλεξα στα στενάκια γύρω απ’ το Γκάζι, ακινητοποιημένος. Ένιωσα πανηλίθιος. 1 ώρα και κάτι μετά, είχα φτάσει στον προορισμό μου, έχοντας χάσει κάθε ίχνος όρεξης. Γύρω γύρω ήταν Παρασκευή, στο αμάξι μου όμως ήταν επί 1,5 ώρα Δευτέρα.

Πήγε να πιάσει το πέναλτι ο Μάκης Ραπτόπουλος

Με εξαίρεση τους δύο τελευταίους μήνες, εδώ και 2 χρόνια παίζω μπάλα σε μία ομάδα που συμμετέχει σε πρωτάθλημα 7×7, σε ένα από τα χιλιάδες που διεξάγονται ανά τη χώρα και σαραντάρηδες διασύρονται από 20χρονα μοτεράκια. Μια φορά προσπάθησα να παίξω μέσα, ήμουν πιο αργός κι από τραμ που στρίβει (;), κόντεψα να βγάλω και τα πλεμόνια μου. Κάπως έτσι, οδηγήθηκα μια για πάντα στη φυσική μου θέση, τερματοφύλακας δηλαδή, που λένε ότι είμαι και καλός. Σε ένα από τα λίγα ματς που είμαστε μπροστά (κι εύκολα), βρισκόμαστε στο τελευταίο δίλεπτο. Στους αντιπάλους παίζει μια συμπαθητική κοπελίτσα, κοντά στα 20, ψαρωμένη μεν αλλά το τόπι το κατέχει. Βγαίνει λοιπόν τετ-α-τετ, με ντριπλάρει για πλάκα καθώς πλονζάρω και με το σκορ στο 9-4 κανονικά την αφήνεις να σκοράρει. Ο Καν βγαίνει από μέσα μου κι αποφασίζει να μην της δώσει έτσι εύκολα. Καθώς είμαι πεσμένος, με ένα καλά στοχευμένο τρικλοποδίδι, την ανατρέπω. Κίτρινη στον κάφρο, ουγκανικής καταγωγής πορτιέρε και πέναλτι. Το αναλαμβάνει η παθούσα, αφού πρώτα συναρμολόγησε τον αστράγαλό της.

Γενικά, πέφτω ωραιότατα στα αριστερά μου, στα δεξιά το κάνω με χρονοκαθυστέρηση (το πρόβλημα είναι μάλλον εγκεφαλικό, θα το ψάξω). Χτυπημένη λέω, ψαρωμένη ξαναλέω, ας μαγκέψουμε. Της δείχνω να το ρίξει δεξιά, ώστε να σουτάρει αριστερά, να πέσω από κει και να γίνω ο ήρωας (της φυλής μου). Ξεκινάει βηματισμό κι ένα κλικ πριν σουτάρει αρχίζω το θεαματικό αριστερό πέσιμο. Η μπάλα κατέληξε δεξιά χαμηλά, γλυκύτατα στο πλαϊνό δίχτυ. Ξεφτιλίστρα επί δύο, μία για το καφριλίκι και δύο για την ψευτομαγκιά. ΟΚ, αυτοτσαλακωθήκαμε και σήμερα.

Πήγε όντως για μαλλί και βγήκε πολύ κουρεμένη η Ιωσηφίνα Γριβέα

Είμαι 7 χρονών και η μητέρα μου κρίνει ότι το μαλλί μου έχει γίνει σφουγγαρίστρα. Εκείνα τα χρόνια τα πέτρινα λοιπόν που τα περισσότερα παιδάκια δεν είχαμε και ιδιαίτερο λόγο στο πώς θα κυκλοφορούμε στον κόσμο, στη μητέρα μου δεν έφτανε να κυκλοφορώ έστω σαν Playmobil, αυτή τη μάστιγα σε κοριτσάκια και αγοράκια που ακόμα καλά κρατεί. Διέταξε “α λα γκαρσόν”. Το αποτέλεσμα ήταν να ντρέπομαι τόσο πολύ για το αποτέλεσμα, που εκμεταλλεύτηκα την αφορμή των διακοπών του Πάσχα για να πω στους συμμαθητές μου όταν επέστρεψα στο σχολείο, ότι μου κάηκαν τα μαλλιά στον Επιτάφιο και αναγκάστηκα να τα κόψω. Φοβάμαι που φοβάμαι όντως φοβερά τη φωτιά (στον Επιτάφιο τα μαλλιά μπαίνουν μέσα στη μπλούζα και οι αναπτήρες που χρησιμοποιώ είναι όλοι αυτόματοι), είπα να το ζήσω και λίγο παραπάνω. Η πλάκα είναι ότι με τα χρόνια το πράγμα ξεχάστηκε, και αν δεν είχα διαπιστώσει πριν 3-4 χρόνια σε μια κουβέντα της παρέας ότι οι φίλοι μου ακόμα το θυμούνται, θα πίστευαν και τώρα που μιλάμε ότι κάποια στιγμή πήγα να γίνω παρανάλωμα.

Πήγε για κλέψιμο και βγήκε με λουμπάγκο ο Στέφανος Τριαντάφυλλος

Πριν μερικές Κυριακές είχαμε πάει για μπάσκετ στο ανεξάρτητο πρωτάθλημα. Μόνο που έκανα ένα σοβαρό λάθος. Ξέχασα ότι οδεύω ολοταχώς προς τα 35, οπότε δεν έδωσα καμία βάση στο γεγονός ότι την προηγούμενη ημέρα είχα ξενυχτήσει. Κατά τα άλλα ήταν ένα μπασκετικό πρωινό όπως όλα τα άλλα. Αντί για ζέσταμα πιάσαμε κουβεντούλα. Και αντί για διατάσεις κάναμε τρίποντα από τα δέκα μέτρα. Η συνταγή της επιτυχίας, με άλλα λόγια. Έπρεπε να καταλάβω ότι παίζω με τις πιθανότητες και το κακό μάτι, κακή ενέργειια, την οργή των Θεών αν είσαι ο Φλόκι – πες το όπως θέλεις, όταν απάντησα στην προτροπή “να κάνουμε λίγο τρέξιμο, λίγα lay-up γύρω-γύρω” με ένα απαξιωτικό ξεφήσυμα.

Λίγα δευτερόλεπτα μετά ξεκινούσαν οι πιο δύσκολες δύο βδομάδες της ζωής μου. Προηγουμένως, όμως, τίποτα δεν προδίκαζε την εξέλιξη. Στην προηγούμενη επίθεση έκανα το lift μου, ακολούθησα το pick-n-roll του Σπύρου, πήρα τη μπάλα και με τη χάρη του Ματ Λοτζέσκι ευστόχησα σε τρίποντο, εν μέσω ενθουσιασμό για μια φάση βγαλμένη από Ευρωλίγκα και όχι από πρωτάθλημα κάτι γέρων που παίζουν Κυριακή πρωί. Το ντελίριο ήταν τόσο έντονο που ούτε κατάλαβα πως ο προσωπικός μου αντίπαλος πήρε τη μπάλα. Έκανα ένα μικρό τσακ (δεν είμαι και ο Αρτέστ) να μαρκάρω το σουτ και με μια προσποίηση με περνάει. Τότε – δεν ξέρω γιατί – μου ήρθε να κάνω την κλασική κίνηση να του χτυπήσω τη μπάλα από πίσω μπας και διορθώσω τις κακές αμυντικές επιδόσεις 20 ετών. Μια τακτική που λειτουργεί άψογα για παίκτες όπως ο Δημήτρης Διαμαντίδης και ο Ραζόν Ρόντο. Παίκτες, δηλαδή ,με χέρια-πλοκάμια και όχι τα δικά μου που μπορούν να χαρακτηριστούν ως “χέρια playmobil”.

Ήταν ένα κλέψιμο που δεν είχα κάνει ποτέ στην ένδοξη καριέρα μου και πραγματικά δεν ξέρω τι σκεφτόμουν. Τέντωσα το χέρι και άκουσα τρία κρακ στους ραχιαίους. Το αποτέλεσμα να μείνω στήλη άλατος. Δεν μπορούσα ούτε να σηκωθώ, ούτε να κάτσω, ούτε τίποτα. Και αυτό κράτησε όχι απλά πολλές ώρες, αλλά πολλές ημέρες. Χρειάστηκαν ξάπλα, χάπια, θεραπείες και ενέσεις για να μου περάσει και να καταλάβω οριστικά ότι η άμυνα δεν είναι για μένα. Το μόνο παρήγορο όλο αυτό το διάστημα ξαπλωμένος στο κρεβάτι του πόνου, χωρίς να μπορώ καν να σηκωθώ χωρίς τη βοήθεια παρκαδόρου, είναι ότι θα έκλεινα την καριέρα μου με εύστοχο τρίποντο. Κάτι ήταν και αυτό. Οπότε ποιο είναι το ηθικό δίδαγμα: μην δοκιμάσετε να παίξετε άμυνα μόνοι σας σπίτι σας. Τέτοιες πράξεις στους αγώνες πραγματοποιούνται από επαγγελματίες.

Πήγε για πλονζόν και βρέθηκε στο Τζάνειο ο Πάνος Κοκκίνης

Πάνε 12 χρόνια από την τελευταία φορά που τόλμησα να πατήσω το πόδι μου εντός οποιουδήποτε είδους, τύπου και μεγέθους αγωνιστικό χώρο. Μέχρι τότε καυχιόμουν ότι, παρά τα κιλά μου και την έλλειψη αντοχής μου, ήμουν φοβερός και τρομερός τερματοφύλακας (για 5Χ5 μιλάμε τώρα). Και γιατί έχω αντανακλαστικά αίλουρου και γιατί δεν φοβόμουν να κατεδαφίσω (ακόμη και με κουτουλιά) όποιον επιθετικό τολμούσε να εμφανιστεί μπροστά μου. Όλα αυτά μέχρι εκείνη τη μέρα στο Ρέντη όπου κατάφερα να σπάσω τον αστράγαλό μου και από τις δυο μεριές. Και μάλιστα πριν καν ξεκινήσει ο αγώνας. Στην προθέρμανση. Ποια προθέρμανση; Ούτε καν σε αυτή. Πιάστηκε το πόδι μου στην πράσινη τσόχα ενώ απλώς περπατούσα. Οι φίλοι μου, προς τιμή τους, αν και ξενέρωσαν που έχασαν τον αγώνα, με πήγαν πρώτα στο Τζάνειο (όπου δεν είχαν βίδες) και μετά στο Ασκληπιείο. Απλώς δεν με ξανακάλεσαν ποτέ να παίξω μαζί τους. Ούτε καν Σουμπούτεο. Εντάξει, μια δεκαετία, μερικές βίδες και δυο εγχειρίσεις μετά, το βλέπω όλο αυτό ως γούρι, αφού έτσι, μπανταρισμένο, με είδε στο νοσοκομείο και με λυπήθηκε η μέλλουσα γυναίκα μου. Κάτι που, αν ήξερα ότι θα συμβεί, θα τον έσπαγα μόνος μου και μερικά χρόνια νωρίτερα

Πήγε για συνεπής και βγήκε αργοπορημένη η Ελιάνα Χρυσικοπούλου

Κάπου είχα διαβάσει πως “ένα διαμάντι είναι απλά ένα κομμάτι κάρβουνο που τα πήγε περίφημα υπό πίεση”. Εγώ είμαι αυτή. Μεγαλουργώ στην πίεση ρε παιδί μου, τα καταφέρνω καλύτερα στην εκπνοή του χρόνου απ’ ό,τι αν πιάσω να κάνω μια δουλειά μέρες πριν το deadline της. Και φυσικά φτάνω πάντα την τελευταία στιγμή, λαχανιασμένη και με τη γλώσσα έξω, σε meeting, ραντεβού, συναντήσεις, λιμάνια, αεροδρόμια. Αλλά φτάνω.

Μια φορά είπα να το αλλάξω αυτό. Χαιρέτησα την πανέμορφη καλντέρα νωρίς νωρίς και έφτασα στο τερατώδες λιμάνι της Σαντορίνης μια ώρα πριν την αναχώρηση του πλοίου μου. Αυτή τη φορά δεν θα αγχωνόμουν, αυτή τη φορά ήμουν σίγουρη πως θα επιβιβαστώ πρώτη πρώτη στο πλοίο που επουδενί δεν έπρεπε να χάσω. Έλα μου όμως που ήμουν εκεί μια ώρα νωρίτερα, οπότε κάθισα για τον καφέ της αναμονής σε κάποια από τις παρακμιακές καφετέριες. Δίπλα μου έρχεται και κάθεται συμπαθής Γάλλος μεσήλικας ταξιδιώτης. Αρχίζουμε να μιλάμε. Θέλει πληροφορίες για την Αθήνα. Του δίνω τα φώτα μου με ζέση. Λύνω όλες τις απορίες του. Και μετά μερικές ακόμα. Το πλοίο πλησιάζει. Ούτε που το βλέπω. Το πλοίο σφυρίζει. Ούτε που το ακούω. Το πλοίο γεμίζει με επιβάτες. Εγώ μιλάω για το Ηρώδειο και το Φεστιβάλ Αθηνών. Το πλοίο κάνει στροφή και βγαίνει από το λιμάνι. Εγώ ξυπνάω και ουρλιάζοντας “ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ ΤΟ!” αρχίζω να τρέχω και να παραπατώ, σέρνοντας τη βαλίτσα μου στην άσφαλτο και χτυπώντας στο διάβα μου ανυποψίαστους τουρίστες. Φυσικά το πλοίο δεν σταματά, μονάχα απομακρύνεται και χάνεται στον ορίζοντα.

Και κάπως έτσι έχασα το μοναδικό μέσο που έχω χάσει ποτέ στη ζωή μου. Επειδή προσπάθησα να είμαι συνεπής. Επειδή επέτρεψα στον εαυτό μου να χαλαρώσει, αντί να τρώω το στρες του “στο παρά πέντε”. Αυτά παθαίνει όποιος πάει κόντρα στη φύση του. Έκτοτε, last minute, μόνο.

Πήγε από τον περιφερειακό, ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε, η Μαρίνα Καρπόζηλου

Θεσσαλονίκη, κάπου στην Ευκαρπία. Νέα οδηγός και με πλήρη έλλειψη προσανατολισμού, βγαίνω από το γραφείο μαζί με τη συνάδελφό μου την Αθηνά. Γνωρίζουμε πως στη διαδρομή μας θα συναντήσουμε κίνηση λόγω οδικών έργων και η Αθηνά ήδη από την προηγούμενη μέρα έχει προτείνει να πάμε από τον περιφερειακό. Έχω ραντεβού στο κέντρο και βιάζομαι, οπότε συμφωνώ με την αλλαγή πλεύσης, αλλά με πλήρη γνώση του γιγαντιαίου μεγέθους του αποπροσανατολισμού μου την ρωτάω αν γνωρίζει το πώς ακριβώς θα βγούμε στον περιφερειακό ή μήπως να βάλω το GPS; “Ξέρω, ξέρω”. Αφού “ξέρει, ξέρει” ξεκινάω και εγώ ανέμελη και παίρνω τη στροφή προς τον περιφερειακό και μετά από λίγο αναρωτιέμαι πού να πηγαίνουν άραγε όλες αυτές οι νταλίκες. Αρκετή ώρα αργότερα, απολαμβάνοντας τον κατά τ’ άλλα έρημο δρόμο σκέφτομαι από μέσα μου πως “απάτη ο περιφερειακός, δεν συμφέρει τελικά, τόση ώρα και ακόμα δεν έχουμε φτάσει στην έξοδό μας”. Απέξω μου όμως είπα “Αθηνά, πες μου πότε είναι να πιάσω δεξιά, ναι;” “Ναι, ναι”. Δεν διέκρινα στη φωνή της την αμηχανία και συνέχισα.

Τα διόδια βέβαια που συναντήσαμε λίγα χιλιόμετρα αργότερα τα διέκρινα πολύ καθαρά. Είχε προηγηθεί το “Μαρίνα, νομίζω πως την περάσαμε την έξοδο”, αλλά ακόμα δεν είχα καταλάβει. Δεν είχα καταλάβει πως θα κατέληγα να οδηγώ σε χωματόδρομους, μέσα σε ένα έρημο χωριό, πως θα έφτανα τόσο κοντά στη λίμνη Βόλβη που μέχρι πριν λίγο δεν γνώριζα καλά καλά την ύπαρξή της, πως τόση ώρα δεν ήμουν στον περιφερειακό, αλλά στην Εγνατία οδό, και για κανέναν λόγο δεν είχα φανταστεί πως θα πληρώναμε (η Αθηνά δηλαδή) ΔΥΟ φορές διόδια -ούτε καν είχα διανοηθεί πως θα χαιρόμουν τόσο πολύ τη δεύτερη φορά που τα συναντούσα, καθώς ήταν το μοναδικό σημάδι πως ναι, πλέον ήμασταν στον δρόμο της επιστροφής.

Αυτές ήταν οι δικές μας πονεμένες ιστορίες που τώρα πια τις θυμόμαστε και γελάμε. Εννοείται ότι περιμένουμε και τη δική σου. Εννοείται, επίσης, ότι η υγεία των μαλλιών σου δεν μπορεί να περιμένει. Για να μη γίνει και η κόμη σου μια τέτοια πονεμένη ιστορία, δοκίμασε τα νέα προϊόντα της DHI και βάλε τέλος στα κακά σενάρια για τα μαλλιά σου. Happy end μόνο. Ακόμα και για τα fail.