ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Γιατί το Rambo: First Blood είναι ένα καλτ αριστούργημα

Είδαμε για πρώτη φορά την πρώτη ταινία της σειράς, 35 χρόνια μετά την κυκλοφορία της.

Μπαίνουν, λέει, ένα βράδυ του 1980, σ’ ένα μπαρ ο Sylvester Stallone, ο Michael Kozoll (σεναριογράφος), ο William Sackheim (τηλεοπτικός παραγωγός) και ο David Kozoll (σεναριογράφος). Παραγγέλνουν τέσσερα bourbon κι ένας από αυτούς -δυστυχώς δεν γνωρίζω ποιος και διστάζω να πάρω το ρίσκο να αυτοσχεδιάσω- λέει:

”Ακούστε παιδιά. Έχω μια τέλεια ιδέα για μία νέα ταινία που θα σαρώσει στο box office”.

”Για πες, για πες”, τον παροτρύνουν οι υπόλοιποι.

”Να. Θα φτιάξουμε έναν Αμερικανό ήρωα, του οποίου του έχει σαλέψει από τον πόλεμο στο Βιετνάμ και θα τον στείλουμε σ’ ένα χωριό των ΗΠΑ. Εκεί, θα συναντήσει τον σερίφη του χωριού και θα τον ρωτήσει αν υπάρχει κάποιο μέρος που θα μπορέσει να βρει φαγητό. Με το που ακούσει την ερώτηση ο σερίφης, όπως είναι φυσικό, θα τα πάρει στο κρανίο και θα διώξει τον θρασύ ήρωα από το χωριό. Εκείνος, όμως, δεν θα φύγει χωρίς να ξεκληρήσει πρώτα ολόκληρο το αστυνομικό τμήμα της περιοχής και δεκάδες στρατιώτες”.

”Πωωω πού το σκέφτηκες ρε μεγάλε! Τι ιδεάρα είναι αυτή”!

”Άλλη μία γύρα bourbon από μένα για να πιούμε στην υγειά της ταινίας”.

”Αφήστε που ο συγκεκριμένος ήρωας θα αγαπηθεί τόσο από το κοινό, που θα βασίσουμε πάνω του τουλάχιστον μια τριλογία”, λέει ο έχων την αρχική ιδέα και ολοκληρώνει τη συζήτηση λίγο πριν πέσουν οι υπογραφές με την εταιρεία παραγωγής.

Όχι, δεν πρόκειται για ανέκδοτο. Αν βγάλεις το μπαρ και τα bourbons, αυτή είναι πάνω κάτω η ιστορία του βιβλίου πάνω στο οποίο βασίστηκε το First Blood, η πρώτη ταινία με πρωταγωνιστή τον John Rambo, η οποία αυτό τον μήνα έκλεισε 35 χρόνια από την κυκλοφορία της.

Αν και 33, μέχρι πριν λίγες ώρες δεν είχα δει κανένα Rambo. Μετά από τα 93΄της ταινίας του Ted Kotcheff, είμαι έτοιμος να προσπαθήσω να εξηγήσω γιατί πρόκειται για ένα cult αριστούργημα, στο οποίο το imdb έχει δώσει 7.7/10 και αν κυκλοφορούσε για πρώτη φορά σήμερα θα το βλέπαμε τόσες φορές που θα αποστηθίζαμε τις ατάκες του, όπως στην περίπτωση του ‘Τσίου‘ ή του ‘The Κόπανοι‘.

>Το John είναι στον Rambo όσο χρήσιμο είναι το Γιάννης στον Πλούταρχο. Χωρίς πλάκα και χωρίς ίχνος ντροπής νόμιζα πως το John το λέγαμε μεταξύ μας για χαβαλέ και πως ο ήρωας λεγόταν σκέτο Rambo.  Παρόλα αυτά, από εδώ και πέρα θα τον αποκαλούμε Γιάννη. Σκέτο.

> Το χωριό το λένε Hope. Αντί για Μόρντορ.

> Οι μπάτσοι της Hope είναι οι πιο σκληροί καριόληδες του παγκόσμιου κινηματογράφου. Στα έξι πρώτα λεπτά ταινίας και αφού ο σερίφης έχει κάνει στον Γιάννη περισσότερες ερωτήσεις από όσες στον αντίστοιχο χρόνο ένα τρίχρονο στην μαμά του, ο κακομοίρης ο Γιάννης αναρωτιέται φωναχτά:

”Why are you pushing me”?

”What did you just say?”, ρωτά με τη σειρά του ο αστυνόμος.

-”Why are you pushing me? I haven’t done anything to you.”, συνεχίζει ο αφελής Γιάννης.

”First of all, I am the one that is asking the questions around here. Understand? We don’t want guys like you in this town”.

Κοινώς, το ”why are you pushing me?’‘ του Γιάννη στη Holidayland, ισοδυναμεί με αναρχία.

> Η καλύτερη αιτία σύλληψης όλων των εποχών. Ο αγανακτισμένος σερίφης οδηγεί τον Γιάννη στην άκρη της πόλης και του δείχνει το δρόμο προς το Portland. Ο Γιάννης, όμως, δεν πάει προς εκείνη την κατεύθυνση. Απολύτως φυσιολογικά ο σερίφης βγάζει όπλο και τον συλλαμβάνει. Και λίγα του ‘κανε.

> Του φέρονται σαν να είναι θανατοποινίτης. Μέσα σε δύο λεπτά στη φυλακή τον σαπίζουν στο ξύλο και τον βρέχουν με μάνικες πυροσβεστικής. Αυτά παθαίνεις όταν αρνείσαι να πας στο Portland.

(Αυτός δεν φέρνει στον πατέρα από το My Big Fat Greek Wedding;)

> Ο Γιάννης κατά τη διάρκεια της δραπέτευσης κάνει αναίτιο τάκλιν. Έχει δεκάδες διαθέσιμους τρόπους να αποφύγει τον αστυνομικό που εμφανίζεται στο δρόμο του, παρ’ όλα αυτά επιλέγει να τον αφήσει εκτός υπηρεσίας για έξι μήνες με ρήξη χιαστών.

> Ενώ έχει όλο το δρόμο δικό του, οδηγεί μηχανή πάνω στο πεζοδρόμιο. Μηχανή με την οποία κάνει σούζες κατά τη διάρκεια της καταδίωξης, γιατί ως γνωστόν οι σούζες αυξάνουν την ταχύτητα της μηχανής.

> Στο ίδιο κλίμα, ενώ μπορεί να κατευθυνθεί προς οποιοδήποτε σημείο, εκείνος επιλέγει να περπατήσει πάνω σε ένα περιπολικό.

 

> Η σκηνή με το ελικόπτερο. Κατά πάσα πιθανότητα η καλύτερη σκηνή της ταινίας.

Μέσα σε δύο λεπτά:

i) Ακούγεται με παραμορφωμένη φωνή αλά Δάντης στο ‘Κομμάτια’ η εξής ατάκα: ”If you don’t fly this thing right, I swear to god I will kill you”.

ii) Ο Γιάννης πέφτει στο κενό από ύψος δεκάδων μέτρων και προφανώς δεν παθαίνει τίποτα.

 

iii) Αν και τον πυροβολούν σχεδόν εξ επαφής, δεν τον βρίσκει καμία σφαίρα, ενώ εκείνος με μία μόνο πέτρα καταφέρνει να ρίξει τον ένα από τους δύο επιβαίνοντες στο ελικόπτερο.

> Κάνει ράμματα στον εαυτό του με το ένα χέρι, σαν να γεμίζει ένα ποτήρι νερό.

> Αφού έχει σκοτώσει τον τύπο στο ελικόπτερο, προσπαθεί να κάνει ανακωχή. ”Τhere is one man dead, it’s not my fault. Ι do not want anyone else to get hurt”, λέει σε απόγνωση. ”Freeze”, του απαντούν. ”But Ι didn’ t do anything”, συνεχίζει μέσα σε ένα κόσμο γεμάτο αδικίες.

> Τον πυροβολούν ξανά εξ επαφής. Αυτή τη φορά δείχνουν να τον έχουν πετύχει. Εκείνος πιάνει το κούτελό του σαν να έχει χτυπηθεί, αλλά Γιάννης είναι. Μάλλον η σφαίρα έκανε γκελ στο κούτελο και έφυγε.

> Η ατάκα του Γιάννη στον σερίφη: ”Don ‘t push it. I will give you a war, you wouldn’t believe”. Ξεθάρρεψε.

> Αν και κατά τη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους της ταινίας ο Γιάννης μιλάει με συχνότητα αγγελοπουλικού ήρωα, στο τέλος -μάλλον από γλιστρίδα που θα έφαγε στο φαράγγι- μιλάει ακατάπαυστα για 1-2 λεπτά. Σ’ ένα μονόλογο -που ελλείψει υποτίτλων– δεν καταλαβαίνω ούτε μία λέξη, αφού τα αγγλικά του μου θύμιζαν εκείνα τα ‘σουμάο μάο’ που λέγαμε όταν ήμασταν 7-8 χρονών κάθε φορά που κάναμε πως μιλούσαμε αγγλικά.

> Η ατάκα του στρατιωτικού ο οποίος προσπαθεί να πείσει τον σερίφη να σταματήσει να κυνηγάει τον Γιάννη γιατί θα βρει τον μπελά του: ”Don’t forget one thing. A good supply of bodybags”.

Για κλείσιμο, η τραγουδάρα που πέφτει στους τίτλους τέλους:

*Και μην ξεχνάτε πως όλα αυτά έγιναν επειδή ο Γιάννης τόλμησε να ρωτήσει πού μπορούσε να βρει ένα μέρος για να φάει*