REVIEWS

Οι ταινίες: Αμαρτίες γονέων

Στην περιπέτεια με τον Liam Neeson “Run All Night” και στο ανεξάρτητο διαμάντι τρόμου “Babadook”, γονείς προσπαθούν να προστατεύσουν τα παιδιά τους.

Επειδή τίποτα δεν συλλαβίζει καλύτερα ‘Πάσχα’ από αγωνιώδεις προσπάθειες μοναχικών γονιών να προστατεύσουν τα παιδιά τους όχι μόνο από τις εξωτερικές απειλές αλλά -κυρίως- από τις ίδιες τους τις ανθρώπινες αδυναμίες. O Λίαμ Νίσον και η Έσι Ντέιβις αμάρτησαν για τα παιδιά τους.

Με το “Run All Night” ο κίνδυνος είναι υπαρκτός να το προσπεράσει κανείς ως Κάτι Που Μοιάζει Με Το Taken, αλλά αυτό θα ήταν κρίμα κι άδικο και το λέμε ως κάποιοι που προσπεράσαμε το ίδιο το “Taken 3” προσφάτων με την ξερώ φράση “Στο ‘Taken 3’ ο Λίαμ Νίσον κάνει Λίαμ Νίσον πράγματα.” Αν’αυτού, αν κάποιος ζητά κάποιο πλαίσιο αναφοράς να εντάξει αυτή τη νέα Νισονειάδα, θα είχε πιο πολύ νόημα να κοιτάξει στις προηγούμενες συνεργασίες του τίμιου γίγαντα action star με τον ίδιο σκηνοθέτη.

Στο “Unknown” ο Νίσον έπαιζε έναν άντρα σε κυριολεκτική αναζήτηση του εαυτού του, της ταυτότητάς του, με ένα παρελθόν κατ’επιβολή θαμμένο. Στο “Non-Stop”, τη δεύτερη συνεργασία τους, η πίεση είναι αυτή τη φορά χώρου και χρόνου: Ο Νίσον παίζει έναν πράκτορα που δεν έχει πουθενά να τρέξει, ούτε χρόνο για να το κάνει, καθώς είναι παγιδευμένος εν δυνάμει σωτήρας σε μια πτήση θανάτου.

Το “Run All Night” λοιπόν, αν αποτελέσει τέλος αυτής της άτυπης τριλογίας (αν κι ο Νίσον είναι απολύτως ανοιχτός σε νέα μελλοντική συνεργασία) θα είναι κάπως ταιριαστό, γιατί αυτή τη φορά ο Καταπιεσμένων Ικανοτήτων άντρας που υποδύεται βρίσκεται παγιδευμένος τόσο από το παρελθόν του, όπως στο “Unknown”, όσο κι από σύνορα χρόνου (μια νύχτα!) και χώρου (η Νέα Υόρκη σαν τεράστιο φρούριο), όπως στο “Non-Stop”. Είναι η πιο ολοκληρωμένη από τις τρεις.

[Εδώ η video συνέντευξη που πήρα από τον σκηνοθέτη της ταινίας, Χάουμε Κολέτ-Σερά.]

Ο Νίσον παίζει τον Τζίμι Κόνλον, άντρα με βεβαρημένο νομικό (αν και τίποτα δεν έχει αποδειχθεί) και ηθικό (ακριβώς επειδή τίποτα δεν έχει αποδειχθεί) παρελθόν. Οι μπίζνες του παλιού του φίλου και εργοδότη Σων (στιβαρός Εντ Χάρις, ο τέλειος εχθρός-συμπλήρωμα για τον Νίσον) είναι πλέον νόμιμες, κι αυτό αφήνει τον Τζίμι χωρίς τρόπο να περνά τη μέρα του και να αποσπά τις τύχεις. Είναι μόνος αυτός, τα παλιά τομάρια-σύντροφοι, και ένα μπουκάλι με αλκόολ, όλη τη μέρα, κάθε μέρα. Ο Τζίμι θα σώσει τη ζωή του αποξενωμένου γιου του, αλλά κάνοντάς το θα σκοτώσει εν ψυχρώ το γιο του Σων. Ο Σων τώρα εξαπολύει νυχτερινό ανθρωποκυνηγητό για τους δύο Κόνλον.

[Ο Εντ Χάρις μιλάει για τον Σων και τη σχέση του με τον Τζίμι.]

 

“Όλα τα παλιά στέκια έχουν αλλάξει,” ακούγεται στην ατάκα-υπογραφή της ταινίας, στην υποβλητική σκηνή συνάντησης των δύο φίλων-που-γίνονται-θανάσιμοι-εχθροί. Ο Κολέτ-Σερά κινηματογραφεί τη σκηνή με υπομονή και χάρη, εστιάζοντας στα συγκρουόμενα βλέμματα παραιτημένης αποφασιστικότητας των Νίσον και Χάρις, μπροστά από ταπετσαρίες βαμμένες στα έντονα κόκκινα. Είναι σαν οι δύο γερόλυκοι να γνωρίζουν πως ο κόσμος τους έχει οριστικά γκρεμιστεί. Τα χρώματα είναι διαφορετικά, τα λημέρια τους αλλαγμένα, οι αμαρτίες τους πλέον αρκετά βαριές ώστε κανένας τιτάνας σε αυτοθυσία να μη μπορεί να τις σηκώσει στους ώμους του.

Ο Εντ Χάρις κυνηγά με μανία επειδή ξέρει πως ο κόσμος που έφτιαξε για τον γιο του ήταν χτισμένος πάνω σε σαθρά θεμέλια, και ο Νίσον τρέχει να ξεφύγει (και να διασώσει) ακριβώς επειδή θέλει για τον δικό του γιο ένα καλύτερο αύριο. Ο Κολέτ-Σερά τον κινηματογραφεί με κώδικές urban γουέστερν, ως μοναχικό καουμπόη που πρέπει να υπερασπιστεί το φρούριο για μια τελευταία φορά. Η νυχτερινή δράση είναι εντυπωσιακή, έστω κι αν το ενδιαφέρον μειώνεται όταν η κάμερα φεύγει από τους Νίσον και Χάρις. (Ο εκτελεστής του Κόμον μου θυμίζει υπό μία έννοια τον Αδερφό Μουζόν από το “Wire”: Ένας χαρακτήρας-υπερήρωας σε ένα δράμα που επιχειρεί να διατηρεί σχετικά ρεαλιστικές βάσεις.)

Όμως η δράση, καθώς πηγάζει από την κόντρα των δύο τους, δεν χάνει ποτέ την αμεσότητα και την τραγικότητά της. Είναι δύο γερόλυκοι που έρχονται αντιμέτωποι μεταξύ τους, αλλά είναι και η παλιά φρουρά που έρχεται αντιμέτωπη με τα φαντάσματά της.

Στο “Babadook” η αγωνία ανήκει σε μια single μητέρα, η οποία (όπως κι ο 6χρονος γιος της) δεν έχουν καταφέρει να ξεπεράσουν το τραύμα που άφησε η απώλεια του πατέρα. Ο πιτσιρικάς ζει και αναπνέει με το διαρκή φόβο ενός Μπαμπούλα τον οποίο πρέπει να νικήσει, η μητέρα ζει μια ύπαρξη μες στο φόβο και την σιωπηλή απόγνωση. Φόβο για τον γο της, απόγνωση για τα πάντα. Δεν επιχειρεί καν να ζήσει κάτι πραγματικό, να στήσει νέους δεσμούς με ανθρώπους, είναι σαν ένα φάντασμα μες στην ίδια τη ζωή της.

H ταινία είναι προσωπικό πρότζεκτ της Αυστραλής σκηνοθέτιδας Τζένιφερ Κεντ, η οποία το πάλευε με τον έναν τρόπο ή τον άλλον για περίπου μία δεκαετία μέχρι να το φέρει στη μεγάλη οθόνη. Φαίνεται πως είναι για την ίδια μια πολύ προσωπική ιστορία, και το πάθος της για την συναισθηματική αλήθεια της ιστορίας που αφηγείται, φτάνει σε σημεία μέχρι και να διακινδυνεύει την αποτελεσματικότητα της ταινίας ως ιστορίας τρόμου. (Είναι ένα πρόβλημα υπερβολικά ευγενές ώστε να του κρατήσεις κακία.) Ο μπαμπούλας των σελίδων ενός τρομακτικού βιβλίου αρχίζει σταδιακά να εμφανίζεται στο σπίτι ή στην καθημερινότητα της μητέρας, απειλώντας αυτήν και τον γιο της με τρόπο που αξίζει να ανακαλύψεις στην οθόνη.

Κάθε αξέχαστη ιστορία τρόμου κρύβει πίσω της μια βαθειά προσωπική φρίκη. Τα τινάγματα και το απειλητικό σκοτάδι μπορεί να σε ανατριχιάσουν στιγμιαία, αλλά ο τρόμος φωλιάζει βαθιά αν η ιστορία κι οι χαρακτήρες δημιουργήσουν κάτι αληθινό μέσα σου. Αυτός είναι κι ένας βασικός λόγος επιτυχίας της έτερης πολυτραγουδισμένης φετινής ανεξάρτητης ταινίας τρόμου (και για εμένα προσωπικά την καλύτερα εδώ και κάποια χρόνια), το “It Follows”: Εκεί ο τρόμος αφορά το να μεγαλώνεις νιώθωντας πως κανείς στον κόσμο δεν καταλαβαίνει το πώς βλέπεις τον κόσμο. Εδώ, ο φόβος αφορά τον γολγοθά του να ξεπερνάς μια τραγωδία και, αν θέλουμε να γίνουμε κυριολεκτικοί, το να μεγαλώνεις ένα παιδί ως μόνη μητέρα.

 

Αυτή η οπτική παίρνει τον έλεγχο της ιστορίας πολύ περισσότερο από ό,τι τον παίρνει ποτέ ο ίδιος ο μπαμπούλας της ταινίας. Όταν καταλάβεις ‘τι θέλει να πει η ποιήτρια’ τότε αποκωδικοποιείς εύκολα την ταινία κι όσα πρόκειται να ακολουθήσουν. Το ότι παραμένει τρομακτική λοιπόν, είναι μια κατάθεση στην ικανότητα της Κεντ να δημιουργεί καθηλωτικές εικόνες βασισμένες στην ψυχολογία των χαρακτήρων της. Τα σκεπάσματα ως προστασία. Οι μικρές επαφές, τα αντικείμενα και οι ήχοι ως δεσμοί με την πραγματικότητα. Ο εξωτερικός κόσμος ως κάτι το απροσδιόριστα απειλητικό. Η Κεντ χρησιμοποιεί συνηθισμένους ήχους και γήινες χρωματικές αποχρώσεις ως όπλα υπέρ του φόβου, ακριβώς όπως ο μεγαλύτερος μπαμπούλας στην πολύ δυνατή, προσωπική ιστορία της, αποδεικνύεται η ίδια η πραγματικότητα.

Είναι μια τρομερά φρέσκια οπτική, που αντιβαίνει στις όποιες ευκολίες του σινεμά τρόμου- ή τελοσπάντων, τους δίνει ένα διαφορετικό υπόβαθρο. Αυτό είναι αρκετό. Αυτό, και το ότι η ταινία είναι τρομακτική δίχως να χάνει την αύρα μιας ιστορίας που αξίζει να ειπωθεί.