REVIEWS

Στο ‘Manchester by the Sea’ βρέχει συνέχεια (μέσα σου)

Λίγα λόγια για την ταινία που αφήνει το δράμα στην άκρη και ασχολείται με αυτό που πραγματικά νοιάζει: τα τραύματα.

Υπάρχει κάτι στο πρόσωπο του Casey Affleck που μου τον καθιστά φυσιογνωμικά ανυπόφορο. Μπορεί να είναι ο καλύτερος τύπος στον κόσμο – δεν ξέρω και υποθέτω δεν θα μάθω ποτέ. Σχεδόν ξέρω ότι αν έμπαινε στο δωμάτιο του αδερφού του ενώ, πιτσιρικάδες, παίζαμε ξερή ή αγωνία με τον Ben, δεν θα τον κοίταζα στα μάτια. Αν μάλιστα είχε σκοπό να μπαστακωθεί, θα άφηνα το χαρτί στη μέση και θα έφευγα. Φοβάμαι πως είναι η τόσο λεπτή μύτη. Δεν μπορώ να εμπιστευτώ άντρες με τόσο λεπτές μύτες κυρίως γιατί παίρνουν άκοπα το προνόμιο του να χαρακτηρίζεται κανείς σνομπ και γιατί μοιάζουν εξυπνάκηδες.

Στο ‘Manchester by the Sea’, το λόμπι των ειδικών πιστεύει ότι ο Casey Affleck δίνει την ερμηνεία της ζωής του. Υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο το λόμπι των ειδικών να έχει δίκιο. Το μεγαλύτερο όμως αστέρι που λάμπει πίσω από το βροχερό Manchester by the Sea είναι ο Kenneth Lonergan, που υπογράφει το σενάριο και τη σκηνοθεσία της ταινίας.

“Δεν μου αρέσει καθόλου που στις μέρες μας μοιάζει ανεπίτρεπτο το να αφήσεις κάτι άλυτο”, δήλωνε πέρυσι στο Rolling Stone ο Lonergan. “Δηλαδή, τι σκατά είναι το closure; Κάποιοι άνθρωποι δεν έχουν ποτέ closure. Κάποιοι ζουν για χρόνια με τα τραύματά τους”. Με δηλώσεις σαν κι αυτή και ταινίες σαν το ‘Manchester by the Sea’, ο Αμερικάνος σκηνοθέτης του ταλαιπωρημένου και ως εκ τούτου αδικημένου Margaret (σ.σ. γυρίστηκε το 2005, αλλά βγήκε φοβισμένα στις αίθουσες το 2011!), σπάει τη γραμμική αυθαιρεσία του ανέμπνευστου ‘πρόβλημα-δράμα ως συνέπεια του προβλήματος-μερική ή ολική λύτρωση του κεντρικού ήρωα’ και τολμά κάτι που μοιάζει περισσότερο με την αληθινή ζωή. Να μιλήσει για τραύματα χωρίς να τα ψεκάζει με υγρό εξαφάνισης.

Ο Lee Chandler (Casey Affleck) είναι ένας μονήρης επιστάτης που ζει στο προάστιο της Βοστώνης, Κουίνσι, και με αφορμή τον ξαφνικό θάνατο του αδερφού του, Joe (Kyle Chandler), επιστρέφει στο Μάντσεστερ της Μασαχουσέτης για να αναλάβει εντελώς απροσδόκητα την κηδεμονία του ανιψιού του, Patrick (Lucas Hedges), αφού η αλκοολική μητέρα του Patrick έχει απομακρυνθεί από τη φαμίλια Chandler και έχει παντρευτεί τον Matthew Broderick. Ο Broderick βρίσκει για τρίτη φορά ρόλο στις τρεις ταινίες που έχει σκηνοθετήσει ο Lonergan.

Καθώς ο Lonergan τα βάζει με τις γραμμικότητες και τα closure, το Manchester by the Sea χτίζει την αφήγησή του με συνεχή μπρος-πίσω, σημειώνοντας ότι το βαρύ δράμα έχει προηγηθεί του παρόντος της ταινίας και ότι αυτό που θα μας απασχολήσει είναι το τραύμα κι ο απόηχός του. Με το που ο Lee γυρνά στο Manchester, ακούμε τους πρώτους ψιθύρους (that’s the Lee Chandler?”, αναρωτιέται ένας συμμαθητής του Patrick στη θέα του θείου του φίλου του) που υποδηλώνουν ότι ο Lee είχε αφήσει πίσω του φαντάσματα.

Στα φλασμπάκ του Lonergan, ο Lee δεν είναι καθόλου μονήρης και θλιμμένος. Γυρίζει από τη δουλειά, φιλάει τις δύο κόρες του και ορμάει ερωτευμένος στο κρεβάτι που ξεκουράζεται η γυναίκα του, Randi (Michelle Williams). Συνηθίζοντας τον ιδιαίτερο τρόπο που ο σκηνοθέτης σερβίρει τα κομμάτια δύο ιστοριών με τους ίδιους πρωταγωνιστές σε διαφορετικούς χρόνους, ο θεατής δεν βάζει το χέρι του στη φωτιά για το πότε (ή ακόμη και για το εάν) θα εισβάλει στην αφήγηση η τούρτα με το πολύ μεγάλο δράμα.

Αλλά όταν αυτό συμβαίνει, άπαντες στέκονται στο ύψος των περιστάσεων σε μια από τις πιο βουβά και όχι επιτηδευμένα δραματικές σκηνές που είδα τα τελευταία χρόνια στο σινεμά.

Και μετά, η διαδικασία είναι μόνο τραύμα.

Ο Lee προσπαθεί να καταλάβει τον ανιψιό του, ο ανιψιός του προσπαθεί να καταλάβει τον ίδιο και το δεύτερο αποδεικνύεται σκάλες δυσκολότερο του πρώτου. Ο Lee, όπως και κάθε νορμάλ τραυματισμένος, φοβάται τη σκιά του περισσότερο από οτιδήποτε. Παρότι ο σκηνοθέτης τον γεμίζει με κοφτές ατάκες κοφτερού χιούμορ και με μια απάθεια που γίνεται αναμενόμενα συμπαθής, ο Lee είναι ένας ήρωας που δεν πιστεύει ούτε δευτερόλεπτο στην ταινία ότι θα κλείσουν -κάποτε- τα τραύματά του. Τα έχει αποδεχτεί, τα έχει παντρευτεί.

Στην πιο συγκλονιστική σκηνή της ταινίας, στέκεται απέναντι στον καθρέφτη του τραύματός του και με ένα κλάμα μάλλον παραδοχής παρά λύτρωσης λέει, “Όχι, όχι, δεν έχει μείνει τίποτα πια μέσα μου”. Δεν έχει μείνει τίποτα πια. Το closure μπορεί ευχαρίστως να πάει να γαμηθεί.

Παρότι καθαρά μεγαλύτερη των δύο ωρών, η ταινία θα μπορούσε να έχει λίγο περισσότερη Michelle Williams, που ακόμη και αν χωρέσει σε μια ταινία σαν αφίσα ή σα ρέπλικα, θα καταφέρει να ξεχειλίσει κάθε πιθανό εμβαδόν με το ταλέντο της. Το μεγαλύτερο προσωπικό παράσημο της ερμηνείας του Affleck, μιας περίπτωσης ανέκφραστου/απαθούς/’πολύ πονεμένου για να ασχοληθεί’ ήρωα που σε στιγμές σε πείθει ότι κάτω από την κάλμα επιφάνεια, υπάρχει ένα ηφαίστειο που βράζει, είναι ότι μου θύμισε έντονα τον de profundis σεμνό και άβολο Παύλο Παυλίδη.

Αλλά ο Παυλίδης δεν έχει αυτή τη σπαστική λεπτή μύτη.

Ο Kenneth Lonergan είναι υποψήφιος για Όσκαρ Σκηνοθεσίας και Πρωτότυπου Σεναρίου, ο Casey Affleck για Α’ Αντρικό, η Michelle Williams για Β’ Γυναικείο και ο Lucas Hedges για Β’ Αντρικό. To Manchester by the Sea είναι υποψήφιο για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας.