ΒΙΒΛΙΟ

Η ‘Ανείδωτη Πόλη’ θα σε κάνει να δεις την Αθήνα με άλλο μάτι

Ο Παναγιώτης Σταυρόπουλος, στην πρώτη του συγγραφική απόπειρα, ρίχνει το βλέμμα του εκεί από όπου οι περισσότεροι το αποστρέφουν.

”Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που ξέρουν να γράφουν καλά. Αυτό, όμως, που ξεχωρίζει έναν συγγραφέα από τους υπόλοιπους είναι η ιδιαίτερη οπτική γωνία από την οποία παρατηρεί τον κόσμο”, μου είπε σε πρόσφατη συνέντευξη ο Χρήστος Οικονόμου, διηγηματογράφος.

Η παραπάνω ατάκα ήταν το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα όταν ολοκλήρωσα την ανάγνωση του βιβλίου ‘Ανείδωτη Πόλη‘, της πρώτης συγγραφικής απόπειρας του Παναγιώτη Σταυρόπουλου. Ο Παναγιώτης είναι 30 ετών και πριν λίγες μέρες κυκλοφόρησε το βιβλίο του από τις εκδόσεις ‘Πνοή’. Ένα βιβλίο, το οποίο περιλαμβάνει 24 ιστορίες ανθρώπων, στους οποίους δεν δίνουμε προσοχή στην καθημερινότητά μας. Ανθρώπους μοναχικούς, άστεγους, ανθρώπους που έχει χτυπήσει περισσότερο από όλους η κρίση.

Τα κείμενα του Παναγιώτη είναι κάτι ανάμεσα σε άρθρα, μικρά διηγήματα και αποσπάσματα από προσωπικό ημερολόγιο. Δίνουν την αίσθηση ότι είναι βαθιά βιογραφικά, παρόλο που όταν τον ρώτησα σχετικά στην παρουσίαση του βιβλίου, αρνήθηκε ότι έχει ζήσει πολλά από όσα περιγράφει στις σελίδες του. Μπορεί να μην είναι πραγματικές όλες οι ιστορίες του, είναι σίγουρα όμως αληθινές.

Επειδή, πιστεύω, πως δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος για να καταλάβεις αν θες να διαβάσεις ένα βιβλίο από το να ρίξεις μια ματιά στις σελίδες του, σας παραθέτω -με την άδεια του Παναγιώτη- τον ‘Δρομέα’ το δεύτερο κείμενο της ‘Ανείδωτης Πόλης’.

***

‘Κάθε βράδυ γύρω στις δέκα, ο Νίκος παίρνει τους δρόμους, προσβεβλημένος απ’ το μικρόβιο του δρομέα. Την ώρα εκείνη παλιότερα μοίραζε το αποτύπωμα των οπισθίων του σε διάφορα μέρη του καναπέ, παρακολουθώντας τηλεόραση, τα νέα στο διαδίκτυο, το άσπρο του απέναντι τοίχου. Δεν θυμάται τι τον έκανε να ξεκινήσει να καταπίνει όλο και περισσότερα χιλιόμετρα, τον χαροποιεί όμως το γεγονός πως δεν ανταλλάζει τόσο συχνά ματιές με τον σιωπηλό συνήθως τοίχο.

Χθες ήταν μια δύσκολη μέρα στη δουλειά, τα μάτια του έκλειναν από νωρίς το απόγευμα και όλα έδειχναν πως οι παλιές ασχολίες θα ξαναζωντάνευαν. Με σκοπό να ξορκίσει μια και καλή τα παλιά, φόρεσε το σορτσάκι κι έσφιξε τα κορδόνια των αθλητικών παπουτσιών.

Οι διαδρομές που ακολουθεί είναι ιδιαίτερες. Δεν θα έβαζε πρωτευουσιάνικος νους ότι ένας δρομέας θα έκανε περάσματα απ’ την πλατεία Βάθης, το Μεταξουργείο και τον Σταθμό Λαρίσης. Το προηγούμενο βράδυ πέρασε γι’ άλλη μια φορά απ’ τις ίδιες περιοχές. Οι άνθρωποι-φαντάσματα που βρίσκονται εκεί, έβλεπαν τον ίδιο σαν ζόμπι, σαν ένα πολύ γρήγορο ζόμπι. Ο Νίκος θυμάται αυτά τα πρόσωπα, εξάλλου τα βλέπει τόσο συχνά. Εκείνοι βέβαια κάθε βράδυ είναι σαν να τον αντικρίζουν πρώτη φορά· το καταλαβαίνει απ’ το χαμένο βλέμμα τους.

Στη Χαλκοκονδύλη τον έπιασε μια μπόρα απίστευτης έντασης και αναγκάστηκε να ανεβάσει τον ρυθμό του. Την ίδια στιγμή, λίγα μέτρα πιο πέρα, δύο τουριστικά λεωφορεία είχαν σταθμεύσει στην άκρη του δρόμου και κατέβαιναν άνθρωποι, στην πλειοψηφία τους ηλικιωμένοι. Απέναντι απ’ την πίσω πόρτα του δεύτερου πούλμαν είχε βρει μια γωνιά ένας νεαρός για να κοιμηθεί. Υποχρέωση κάθε ατόμου που κατέβαινε απ’ το λεωφορείο, πέρα απ’ το ν’ ανοίξει την ομπρέλα, ήταν να κοιτάξει με λύπη για μερικά δευτερόλεπτα τον δύσμοιρο άστεγο –που πλέον ο υπνόσακός του και ο ίδιος φυσικά ήταν στην καρδιά μιας πελώριας λακούβας– να κουνήσει το κεφάλι αποδοκιμαστικά και να συνεχίσει την πορεία του προς τον σταθμό του μετρό της Ομόνοιας.

Ο Νίκος, τη στιγμή που έτρεχε ανάμεσα στον εσμό των επιβατών και στον ξαπλωμένο άνδρα, πάτησε με δύναμη ένα κούφιο κομμάτι του πεζόδρομου, που είχε ως αποτέλεσμα να εκτοξευθεί μικρή ποσότητα νερού στην ανυποψίαστη ηλικιωμένη κυρία που μόλις είχε αποβιβαστεί απ’ το λεωφορείο. Με τ’ ακουστικά στ’ αφτιά και έχοντας δυνατά την ένταση της μουσικής, ο δρομέας δεν κατάφερε ν’ ακούσει ούτε ένα απ’ τα δεκάδες μπινελίκια που απευθύνονταν σ’ εκείνον. Αφού χρησιμοποίησαν όλοι τις αγαπημένες λέξεις απ’ το προσωπικό τους υβρεολόγιο, έσκυψαν με συμπάθεια και κατανόηση στο πρόβλημα της κυρίας που έμοιαζε ταραγμένη.

Ο υγρός λεκές στο φόρεμά της δικαιολογούσε απόλυτα την ταραχή – τα ρούχα του άστεγου πάλι, που ήθελαν αρκετές ώρες κάτω από τον καυτό ήλιο για να στεγνώσουν, δεν φαινόταν να είναι κάτι σημαντικό για το πλήθος. Ύστερα από λίγα λεπτά ο κόσμος είχε εξαφανιστεί απ’ το σημείο, το ίδιο και τα λεωφορεία. Η βροχή και ο άνδρας έμειναν εκεί.

Ο Νίκος σήμερα το βράδυ ετοιμάζεται για την προπόνησή του χωρίς να γνωρίζει τι προξένησε χθες άθελά του. Οι υπόλοιποι πρωταγωνιστές του χθεσινού συμβάντος είναι μοιρασμένοι σε διάφορα σημεία της πόλης. Η ηλικιωμένη στο ζεστό σαλόνι της, το φόρεμα σε κάποιο καθαριστήριο και τα ρούχα του άστεγου εξακολουθούν να βρίσκονται βρεγμένα επάνω του.’

ΔΙΑΒΑΣΕ ΑΚΟΜΗ:

Kazuo Ishiguro: Ποιος είναι ο νέος νομπελίστας
Το νέο graphic novel για τη ζωή του Nick Cave