ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ

Τι είναι η ελληνική τηλεόραση; 5 πρόσωπα-σταθμοί απαντούν

Αλέξανδρος Αντωνόπουλος, Λιάνα Κανέλλη, Γιώργος Λιάνης, Ροβήρος Μανθούλης και Φρόσω Ράλλη μιλούν για πάθη, παθογένειες και ιάσεις της ελληνικής τηλεόρασης.

Η ελληνική τηλεόραση ξεκίνησε να εκπέμπει στις 23 Φεβρουαρίου 1966.

Από τότε μέχρι σήμερα η τηλεόραση τα έχει κάνει και τα έχει δείξει όλα.

Ζωντανές εκπομπές, σήριαλ, απευθείας μεταδόσεις αθλητικών γεγονότων, ταινίες, ανταποκρίσεις από πολεμικά μέτωπα: Ενημέρωση και ψυχαγωγία, σωρηδόν. Σε αυτή τη γενναία -νέα- εποχή της τηλεοπτικής επέλασης υπήρξαν αρκετοί άνθρωποι που ξεχώρισαν και εξακολουθούν να ξεχωρίζουν.

Για το ήθος, την δουλειά, την παρουσία και το λόγο τους, εντός αλλά και εκτός τηλεόρασης.

Συναντήσαμε και μιλήσαμε με πέντε από αυτούς.

<<<< Σελίδα 3: Ροβήρος Μανθούλης

ΦΡΟΣΩ ΡΑΛΛΗ

Παραγωγός τηλεόρασης

Κανείς δε γνωρίζει τι κούραση, τι κόπο και τι ενέργεια έχει η τηλεόραση για να γίνει.

Η τηλεόραση είναι θέμα ανθρώπων και εποχής. Δεν έχει να κάνει τόσο με τα χρήματα. Στις μέρες μας υπάρχουν πολλά πράγματα να δεις και κάπως έτσι γίνονται συγκρίσεις. Η ελληνική τηλεόραση χάνει κατά κράτος, από το Netxflix για παράδειγμα.

Ο ρόλος του παραγωγού στην Ελλάδα είναι πολύ παρεξηγημένος. Εδώ τον έχουν κάτι σαν εργολάβο. Γίνεται μία παραγωγή στην οποία έχουν λόγο το κανάλι, οι ηθοποιοί…οι πάντες. Παλαιότερα ο παραγωγός ήταν εντελώς δημιουργικός. Σήμερα καλείται να βάλει –απλώς- τα χρήματα. Εμείς δουλεύαμε έχοντας λόγο στο σενάριο, το κάστινγκ, το μοντάζ…σε όλα. Έτσι έμαθα από τους γονείς μου. Όταν η μητέρα μου έκανε τη ‘Μαντάμ Σουσού’ δούλεψε- η ίδια- πάνω στα σενάρια. Ο πατέρας μου όταν σκέφτηκε να κάνει τη σειρά ‘Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται’ μπήκε στη διαδικασία να βρει την Ελένη Καζαντζάκη, το Νότη Περγιάλη, τον Μεμά Σταύρου. Ήταν εκεί για το κάστινγκ, σε όλα τα δημιουργικά στάδια, δεν ήταν εργολάβοι, ήταν άνθρωποι σκεπτόμενοι, καλλιεργημένοι που ήθελαν να πάνε την τηλεόραση πιο μπροστά.

Η πρώτη μου επαφή με την τηλεοπτική παραγωγή ήταν στη επιθεώρηση το ‘Κάτι Άλλο’ που γυριζόταν για την ΥΕΝΕΔ. Βρέθηκα εκεί ως βοηθός, βοηθού φροντιστή. Κουβαλούσα έπιπλα και κρυφοκοίταζα για να μάθω. Πήγαινα τους καφέδες στον Αυλωνίτη, τη Ρένα Ντορ, τον Ορέστη Μακρή, στον Αλέκο Σακελλάριο. Ήμουν ο τελευταίος τροχός της αμάξης αλλά συναντήθηκα με σημαντικούς καλλιτέχνες και αυτό ήταν ένα μεγάλο σχολείο.

Παραγωγός έγινα επισήμως με τους ‘Απαράδεκτους’ αφού ο πατέρας μου με είχε στην εκπαίδευση για πολλά χρόνια και καλά μου έκανε. Είχε προηγηθεί το «Κανάλι της Βαγγελίτσας» και κάποιες άλλες σειρές αλλά με τους ‘Απαράδεκτους’ πήρα το βάπτισμα του πυρός. Είπαμε με την Δήμητρα Παπαδοπούλου ότι θα γυρίσουμε τη σειρά και μετά να πάμε στα κανάλια. Η πρόταση έγινε –συγχρόνως- στο Mega και τον Antenna. Πήραν πρώτα τηλέφωνο από το Mega και αμέσως μετά από τον Antenna. Είναι μάλιστα κάτι που ο Μίνως Κυριακού δεν συγχώρεσε ποτέ στον πατέρα μου. Του το έλεγε πάντα «Πήγες τους Απαράδεκτους στο Mega».

Οι ‘Απαράδεκτοι’ φτιάχτηκαν από την αρχή, ήταν δημιούργημα της παρέας. Είπαμε «ποιος θα παίξει» και τότε μπήκε ο Σπύρος, ο Μπέζος που ήταν κολλητός της Δήμητρας και ήρθε και ο Μπονάτσος. Το σενάριο γράφτηκε πάνω στην παρέα. Δημιουργήθηκε μέσα από την φιλία ανθρώπων και σαν φίλοι δουλέψαμε, χωρίς πρόγραμμα. Σκέψου ότι ήρθε- κάποια στιγμή- η Air Portugal και μας έδωσε δωρεάν εισιτήρια για την Πορτογαλία. Έπρεπε λοιπόν να γράψουμε ένα επεισόδιο. Δεν είχαμε επισκεφθεί την χώρα προηγουμένως και δεν ξέραμε περί τίνος πρόκειται. Έκανε λοιπόν η Δήμητρα έναν σκελετό σεναρίου και πήγαμε λέγοντας «Ο Θεός βοηθός». Εκεί καταλήξαμε μέσα σε ένα πούλμαν που οδηγούσε ο ηχολήπτης, πηγαίναμε στα τυφλά. Τραγουδούσαμε τραγούδια και όπου μας βγάλει, έτσι γινόταν κάποια πράγματα. Όταν ολοκληρώθηκαν τα γυρίσματα της σειράς- παραμονή Χριστουγέννων θυμάμαι- δεν έκανα Χριστούγεννα. Έκλαιγα δύο μέρες.

Οι ‘Τρεις Χάριτες’ ήταν μία δουλειά της καρδιάς και της χαράς. Είχαν φέρει έτοιμο το σενάριο ο Ρέππας και ο Παπαθανασίου. Το πήγαμε στην ΕΡΤ όπου το απέρριψαν και βρέθηκε στο Mega. Άλλη μία σειρά που αγάπησα πολύ ήταν και «Η αίθουσα του». Κάναμε γυρίσματα επί ενάμιση χρόνο. Χειμώνα γυρίζαμε τα καλοκαιρινά και μετά καθόμασταν στο μοντάζ και βάζαμε τζιτζίκια για να φέρουμε το καλοκαίρι. Πολλά τζιτζίκια. Ήταν όμως ένα όνειρο πολλών ανθρώπων, φτύσαμε αίμα για να γίνει αλλά έγινε με τον σωστό τρόπο.

Δεν σκέφτηκα ποτέ την επιτυχία, δεν με άγχωσε. Επιζητούσα πάντα το καλύτερο. Έχει τύχει να κάνω μία εβδομάδα γύρισμα και να πετάξω το υλικό επειδή δεν μου άρεσε το σπίτι όπου έγινε, δεν μου άρεσε το ντεκόρ. Αυτό δεν το κάνεις αν δεν πονάς τη δουλειά. Μπορεί να πέφταμε έξω οικονομικά αλλά επιθυμούσαμε ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Έτσι δούλευαν οι γονείς μου. Έδιναν πολλά χρήματα για να έχουν την καλύτερη παραγωγή. Όταν κάναμε τη σειρά «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται» δεν χρησιμοποιήσαμε ντεκόρ, χτίσαμε- από την αρχή- ένα ολόκληρο χωριό.

Υπήρξε star system στην τηλεόραση αλλά τώρα έχουν πέσει τα φτερά. Έχουν γίνει και τέρατα… οικονομικές υπερβολές, απαράδεκτα κασέ. Χιλιάδες φορές βρέθηκα αντιμέτωπη με την κακή συμπεριφορά κάποιων σταρ. Υπήρξε-για παράδειγμα-  πρωταγωνιστής που το έλεγα ότι όσο ανεβάζει το κασέ του δεν πρόκειται να ανέβει ο προυπολογισμός της σειράς και απλώς θα αμειβόταν με λιγότερα χρήματα οι υπόλοιποι συνεργάτες και μου απαντούσε « Δε με νοιάζει».  Υπήρξαν και οι καλοί βεβαίως.

Ένας παραγωγός πάει ψάχνοντας για να βρει το καλύτερο. Την ίδια στιγμή προσπαθεί να πείσει τα κανάλια για μία επιλογή, για κάτι που πιστεύει πολύ. Θυμάμαι όταν είχε έρθει ο Γιώργος Καπουτζίδης με το σενάριο για τις  «Σαββατογεννημένες», πίστεψα τόσο πολύ στο ταλέντο του που έπεσα στα πόδια των καναλιών για να τους πείσω να κάνουν τη σειρά. Ο Antenna δεν ήθελε ούτε να το ακούσει και το Mega συμφώνησε με τα χίλια ζόρια. Μου έλεγαν μάλιστα – στην αρχή- ότι δεν ήθελαν να παίξει ο Γιώργος τον Ισπανό.

Έχω δύο αληθινούς φίλους από την τηλεόραση. Τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη -που ήρθε 14 ετών να παίξει στους ‘Φρουρούς της Αχαϊας’ και από τότε τον έχω σαν παιδί μου- και τη Δήμητρα Παπαδοπούλου που μπορεί να σκοτωνόμαστε αλλά αγαπιόμαστε πολύ. Και άλλους αγαπώ και εκτιμώ αλλά της καρδιάς μου είναι αυτοί οι δύο.

Για το μέλλον της τηλεόρασης το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι: Ό, τι πηγαίνει κάτω, πρέπει να πάει επάνω. Αυτή τη στιγμή αυτό που βλέπουμε αποδεικνύει ότι είναι στα πολύ κάτω της,  δεν είναι στα καλά της η τηλεόραση. Κάνοντας πολλή παρέα με νέους ανθρώπους καταλαβαίνω ότι της έχουν βάλει ένα Χ.

>>>>> Στη σελίδα 5 ο Γιώργος Λιάνης αφηγείται τα ξεκινήματα των ‘Ρεπόρτερς’