ΠΟΛΗ

Γιατί οι στοές της Αθήνας είναι οι μικρόκοσμοι της πόλης;

Μία συζήτηση με τη δημιουργό του καταστήματος Desired Pocket και ξεναγό, Νατάσσα Παππά, με αφετηρία τη Στοά Ανατολής, για όλα εκείνα τα μέρη της πόλης που συχνά προσπερνάμε.

Δέκα χρόνια πριν, η Νατάσσα Παππά ξεκίνησε να περιπλανιέται στην Αθήνα, να μπαίνει στις στοές και να αναζητά, μέσα από την περιπλάνηση, κάτι πιο ουσιαστικό: τις ρίζες της. Δεν ακολούθησε κάποιο προσχεδιασμένο πλάνο, αλλά ξεκίνησε με μια ανάγκη. Ήταν η εποχή που φωτογράφιζε μαγαζιά, μιλούσε με τους ανθρώπους, κατέγραφε λεπτομέρειες του αστικού τοπίου.

«Ήμουν η χαμένη στην πόλη», λέει. Αυτή η εμπειρία εξελίχθηκε σε μια έρευνα χαρτογράφησης – όχι απλώς γεωγραφικής, αλλά και βιωματικής.

Στην πορεία, όλη αυτή η εργασία, που εμπλέκει προφορική ιστορία, αστικούς μύθους και σχεδιαστική παρατήρηση, συγκεντρώθηκε στον μικρό χώρο ενός μαγαζιού στη Στοά Ανατολής. Το Desired Pocket δεν είναι απλώς κατάστημα. Είναι σημείο συνάντησης. Εκεί συνυπάρχουν οι εκδόσεις της, οι ξεναγήσεις που οργανώνει, αλλά και οι συνομιλίες που συχνά συνεχίζονται και μετά από κάθε περιήγηση.

«Το μαγαζί με βοήθησε να καταλάβω τι κάνω. Γιατί μέχρι τότε ήμουν εγώ, η Νατάσσα – δεν ήμουν το Desired Landscapes». Η δημιουργία του χώρου έδωσε μορφή σε κάτι άυλο. Έγινε πρακτικό εργαλείο, αλλά και πεδίο σύνδεσης.

Οι ξεναγήσεις που διοργανώνει δεν ακολουθούν αυστηρή δομή. Είναι περισσότερο ένας ανοιχτός διάλογος: με τον χώρο, με τους συμμετέχοντες, με την ίδια την πόλη. Δεν πρόκειται για «μονόλογο με 5 πράγματα που πρέπει να ειπωθούν», όπως εξηγεί. Οι συμμετέχοντες φέρνουν τις δικές τους εμπειρίες, παρατηρήσεις, ερωτήσεις και έτσι κάθε περιήγηση αποκτά διαφορετικό ρυθμό.

Η ίδια, στην αρχή, θεωρούσε ότι αυτό που κάνει έχει να κάνει με το γεγονός ότι πολλοί φοβούνται να μπουν στις στοές. «Όταν είσαι σε γκρουπ, αυτό αλλάζει», σημειώνει.

Αλλά η προσωπική της διαδρομή την οδήγησε και σε ένα βαθύτερο συμπέρασμα: «Ήταν και το ότι είμαι γυναίκα. Έβλεπα άντρες φίλους μου να κατεβαίνουν σε υπόγεια, να εξερευνούν εγκαταλελειμμένα μέρη. Αν το κάναμε περισσότεροι, ίσως δεν θα ήταν τόσο εγκαταλελειμμένα αυτά τα μέρη».

Αυτό το ζήτημα ερευνήθηκε και σε workshop με θέμα το πώς είναι να περπατάς στην πόλη ως γυναίκα. Οι συμμετέχουσες πειραματίστηκαν με διαφορετικά σχήματα – γκρουπ, δυάδες, μεμονωμένα – και παρατήρησαν πώς αλλάζει η εμπειρία του δημόσιου χώρου. Ενισχύεται, ενθαρρύνεται, μετατοπίζεται.

Η πόλη διαβάζεται μέσα από τη λεπτομέρεια. Μέσα από τα μικρά πράγματα. Από τις φωτοτυπίες που θα κάνεις, την τυρόπιτα που θα πάρεις, το παλιό μαγαζί που εξακολουθεί να λειτουργεί.

«Αν αγαπάμε αυτούς τους χώρους, πρέπει και να τους χρησιμοποιούμε», τονίζει. Το μικρό εμπόριο, οι στοές, τα σημεία καθημερινής πρακτικής ζωής δεν επιβιώνουν μόνο με τη νοσταλγία, χρειάζονται συμμετοχή.

Μια από τις πιο χαρακτηριστικές εικόνες: «Στο υπόγειο της Αριστείδου 10-12 υπάρχουν τα αρχαία τείχη των Αθηνών, μέσα σε ένα τυπογραφείο. Δεν είναι προστατευμένα, είναι απλώς εκεί. Όταν το είδα, αναρωτήθηκα: γίνεται να ακουμπάς το λάπτοπ σου πάνω στα τείχη; Ήμουν έξαλλη. Μετά όμως συνειδητοποίησα ότι αυτά είναι ίσως τα πιο αληθινά μέρη που έχουμε. Είναι ζωντανή ιστορία, χωρίς απόσταση».

Οι στοές είναι ημι-δημόσιοι χώροι – ανήκουν στους ιδιοκτήτες των κτιρίων, αλλά είναι ανοιχτές στη διέλευση. Το τι φωτισμό έχουν, πώς συντηρούνται, τι χρήση επιτρέπουν, εξαρτάται από την ιδιοκτησία. Υπάρχει, ωστόσο, μια άτυπη συνεργασία: «Συζητάμε μεταξύ μας. Αν λείπει φως, λέμε “να βάλουμε ένα”».

Το καθεστώς ιδιοκτησίας εξηγεί πολλά από τα ζητήματα εγκατάλειψης. Δημόσια κτίρια, όπως η Στοά Εμπόρων, μπορούν να αναβιώσουν – όπως συνέβη το 2014 με τη δράση Ίχνη Εμπορίου – αλλά ακριβώς επειδή ανήκουν στο κράτος, παραμένουν και πιο δύσκαμπτα στη διαχείριση.

Η έννοια του placemaking – του σχεδιασμού δημόσιων χώρων από κοινότητες – θέτει κι αυτή τα δικά της ερωτήματα. Αν κάποιος φωτίσει όλες τις στοές, χάνεται ίσως αυτή η αίσθηση της σιωπηλής, προσωπικής ανακάλυψης. Παρ’ όλα αυτά, όσο πιο φροντισμένες είναι, τόσο πιο ασφαλείς γίνονται.

«Οι στοές είναι κι ένας τρόπος να γλιτώσεις χρόνο, ήλιο, βροχή. Είναι σαν παιχνίδι μέσα στην πόλη».

Η Στοά Νικολούδη είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Τώρα που η στοά Αρσακείου είναι κλειστή για ανακαίνιση, ο κόσμος χρησιμοποιεί τη Νικολούδη ως πέρασμα. «Έχει φως, έχει σεκιούριτι, οπότε νιώθουν άνετα. Ακριβώς δίπλα, η Πεσμαζόγλου έχει φως, αλλά καθώς κλείνουν μαγαζιά, δεν σε τραβάει τόσο.»

Τελικά, οι στοές λειτουργούν ως καθρέφτες της πόλης. Δείχνουν τη χρήση, την εγκατάλειψη, την πρωτοβουλία. Και παραμένουν χώροι που απαιτούν ενεργή σχέση με συμμετοχή.

Υπάρχουν στιγμές στις στοές που σε ξαφνιάζουν. Μικρές ανακαλύψεις, σχεδόν κρυφές, που δεν υπάρχουν πουθενά αλλού. «Μια μέρα, χαζεύοντας επιγραφές, είδα μία που δεν αναγνώριζα. Έγραφε κάτι που έμοιαζε με τυπογραφείο, αλλά δεν ήταν ακριβώς. Ένα επάγγελμα χαμένο, ξεχασμένο πια. Βρισκόταν στο υπόγειο μιας στοάς – γεμάτο τότε, σήμερα σκοτεινό, με μια καφετέρια και ίχνη από την παλιά του ζωή.

Όλες οι στοές, με έναν τρόπο, είναι οι πρόγονοι των malls. Κάποτε λειτουργούσαν ως εσωτερικοί εμπορικοί δρόμοι. Αλλά με την έλευση του αυτοκινήτου και την ενίσχυση της πρόσοψης – κυριολεκτικά και εμπορικά – όλα άρχισαν να στρέφονται προς τα έξω. «Η πρόσοψη γέμισε φωνές, χρώματα, διαφημίσεις. Γεμίζεις μια πρόσοψη με ένα χρώμα κι έτσι χάνεται το ίδιο το κτίριο. Χάνεται η δομή, το παρελθόν του».

Συζητάμε για τη στοά Ορφανίδου που στο υπόγειο της κρύβει παλιές επιγραφές ταξιδιωτικών γραφείων. Εντυπωσιακές, σχεδόν ανέγγιχτες. Όμως για να τις δεις, πρέπει να ξέρεις. Αν ρωτήσεις τον θυρωρό, θα σου πει πως απαγορεύεται.

«Υπάρχει αυτό το δίπολο: από τη μία εγώ θέλω να μπω, από την άλλη υπάρχει μια υπερπροστασία που σου λέει “μην κατέβεις”». Η πρόσβαση, λοιπόν, εξαρτάται από τη διάθεση του άλλου – πόσο πρόθυμος είναι να μοιραστεί την ιστορία του χώρου.

Στην Κυπριακή Αγορά, ο χρόνος έχει αφήσει αποτυπώματα άλλου είδους. «Έχει ακόμα jeans, και αν πας στο υπόγειο βρίσκεις τα πιο παλιά, σχεδόν vintage κομμάτια.» Ένα μαγαζί με καπέλα – τρίτη γενιά. «Η γιαγιά του τα σχεδίαζε, τώρα εκείνος απλώς φέρνει. Αλλά είναι όλα πολύ προσεγμένα.» Ένα χρυσοχοείο, ένα κατάστημα με διακοσμητικά, συλλέκτες. Όλα μαζί δίνουν την αίσθηση μιας στοάς «όπως ήταν τότε».

Η πραγματικότητα, όμως, είναι πιο σύνθετη. Οι νέοι άνθρωποι που συνεχίζουν αυτά τα μαγαζιά έχουν ψηφιακή παρουσία: Instagram, online shop. Το φυσικό κατάστημα λειτουργεί ως σημείο παραλαβής και μέσω αυτής της επαφής, γνωρίζουν το χώρο.

«Μετά τον Covid, άνοιξαν πολλά ξενοδοχεία. Αλλά άνοιξαν και πολλά μικρά φυσικά καταστήματα από δημιουργούς που είχαν ήδη online δραστηριότητα. Δεν χρειάζεται να βγάζεις τρελά χρήματα για να έχεις φυσικό χώρο. Είναι σημαντικό για να είσαι παρών στην πόλη».

Αυτός ο φυσικός χώρος ενσωματώνεται και στο περιοδικό. Το Desired Landscapes, όπως και το σχετικό βιβλίο, δεν δίνουν οδηγίες ούτε έτοιμες διαδρομές. Είναι προσκλήσεις για να δεις διαφορετικά ένα μέρος. «Δεν με ενδιαφέρει πια να μιλάμε για πόλεις. Με ενδιαφέρουν τα μέρη. Ο διάλογος που δημιουργείται», εξηγεί.

Ο τουρισμός αλλάζει. Υπάρχει ακόμα το μαζικό μοντέλο, το γρήγορο, επιφανειακό. Αλλά υπάρχει και το άλλο ρεύμα, αυτό που αναζητά εμπειρία και συνομιλία.

Το περιοδικό, στην αρχή, γεννήθηκε από μια προσωπική επιθυμία: να ταξιδέψει. Να φύγει από την Αθήνα. «Δεν είχα ταξιδέψει πολύ, και όταν ξεκίνησα το περιοδικό, ήθελα να πάω παντού. Αλλά στο τέλος άρχισαν όλες οι πόλεις να μοιάζουν. Δεν ξεχώριζα πια σε ποια ήμουν. Ήταν όλες ίδιες» Το τεύχος 8 είναι το τελευταίο αυτής της σειράς. Θα ακολουθήσει ένα βιβλίο για τις στοές.

Η αλλαγή αυτή, από το παγκόσμιο στο τοπικό, έγινε σαφής με το άνοιγμα του μαγαζιού. «Ξαφνικά έγιναν όλα hyper-local. Δεν με ενδιαφέρει να ταξιδέψω τόσο. Ξέρω ότι όπου κι αν πάω, θα είναι πάλι μια to-do list κάποιου άλλου. Και δεν με αφορά πια αυτό»

Το βλέμμα της επιστρέφει στο εδώ και στο τώρα, όχι από αδιαφορία για το έξω, αλλά από ανάγκη να δει σε βάθος το κοντινό. «Καθώς κάνω περιηγήσεις εδώ, νιώθω ότι ταξιδεύω μέσα από τους άλλους. Από τις ιστορίες τους. Από το πώς βλέπουν τον τόπο». Υπάρχει, όμως, και μια ευθύνη. Η Νατάσσα Παππά νιώθει ότι έχει πάρα πολύ υλικό για στοές και πρέπει να βγει προς τα έξω και να μοιραστεί.

Όσο τα μαγαζιά κλείνουν και οι επιγραφές αλλάζουν, μεταφράζουμε το ίδιο μας το αστικό τοπίο στα αγγλικά. «Αντιγράφουμε τα λατινικά και τις αγγλικές φόρμες. Το ελληνικό γράμμα, που είναι μοναδικό στον κόσμο – το έχουμε μόνο εμείς και η Κύπρος – δεν το χρησιμοποιούμε ούτε συμβολικά. Όταν, λοιπόν, ένας επισκέπτης έρθει στην Αθήνα, δύσκολα θα “δει” την ελληνική γραφή. Θα μπορούσε να βρίσκεται στο Άμστερνταμ ή στο Λονδίνο». Η πόλη χάνει τη φωνή της, την εικόνα της, το ίδιο της το αλφάβητο.

Μέσα από τις στοές, η Αθήνα αποκαλύπτει ένα άλλο της πρόσωπο, λιγότερο φανταχτερό, πιο ειλικρινές. Είναι ένας χώρος ενδιάμεσος: ούτε εντελώς δημόσιος, ούτε απολύτως ιδιωτικός. Εκεί συναντώνται μνήμες, επιγραφές, ιστορίες και άνθρωποι που επιμένουν να κοιτούν προσεκτικά το αστικό τοπίο.

Το έργο της Νατάσσας Παππά, τόσο μέσα από τις ξεναγήσεις όσο και μέσα από το περιοδικό και τις εκδόσεις της, δείχνει ότι το να περπατάς στην πόλη δεν είναι ποτέ απλώς μετακίνηση. Είναι ένας τρόπος να κατοικείς, να παρατηρείς, να συνδέεσαι.

Σήμερα, σε μια εποχή που οι πόλεις μοιάζουν να ομογενοποιούνται, η επιστροφή στο «μέρος» αντί για την «πόλη» αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Η αξία δεν βρίσκεται στη μαζική κατανάλωση χώρων αλλά στη βαθιά κατανόηση τους. Κι αυτό συμβαίνει συχνά σε σημεία που άλλοι προσπερνούν, σε μια ξεθωριασμένη επιγραφή, σε ένα υπόγειο γεμάτο ιστορία, σε ένα μικρό μαγαζί που επιμένει.

Οι στοές, τελικά, δεν είναι απλώς περάσματα. Είναι σημεία στάσης και σκέψης. Και όσοι επιλέγουν να τις διασχίσουν με ανοιχτό βλέμμα, ανακαλύπτουν την πόλη και την πραγματικότητά της.

Την Πέμπτη 10/7 θα πραγματοποιηθεί η περιήγηση Sound Walk: A Workshop Guided By Listening

Ακολουθήστε το OneMan στο Google News και μάθετε τις σημαντικότερες ειδήσεις.