ΠΡΟΣΩΠΑ

ANFS: Το πρωί barista, το βράδυ σκληρό techno

Ο παραγωγός ηλεκτρονικής μουσικής και DJ, Γιώργος Ανυφαντής, φαίνεται να ισορροπεί με επιτυχία ανάμεσα στη μέρα και τη νύχτα. Τον γνωρίζουμε καλύτερα μέσα από την πρώτη του συνέντευξη.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΑΣΠΑ ΚΟΥΛΥΡΑ

Ο καλύτερος τρόπος για να νιώσεις ότι γνωρίζεις έστω κι ένα μικρό αληθινό κομμάτι κάποιου είναι να βρεθείς στο σπίτι του. Ο προσωπικός μας χώρος λέει πολλά για τον καθένα.

Το θεώρησα δείγμα εμπιστοσύνης, λοιπόν, όταν ο ANFS (@anfs), ένας από πιο επιτυχημένους Έλληνες μουσικούς παραγωγούς και DJ της ηλεκτρονικής σκηνής, με διεθνή αναγνώριση, μας υποδέχτηκε στο σπίτι του και μας επέτρεψε να μπούμε στο δικό του σύμπαν.

Για όσους δεν έχουν σχέση με την ηλεκτρονική σκηνή, ο Γιώργος Ανυφαντής είναι ο ευγενικός barista στο The Black Salami microbakery, που θυμάται τι καφέ πίνεις και σε εξυπηρετεί με ταχύτητα και χαμόγελο.

Όσοι πάλι περνούν τακτικά την πόρτα του Astron Bar, θα θυμούνται σίγουρα τις φορές που έχουν παρτάρει μαζί του. Γιατί ο ANFS έχει αυτό το ιδιαίτερο ταλέντο· να μεταμορφώνεται πίσω από την κονσόλα και να δίνει ένα ηλεκτρισμένο performance.

Αυτή είναι η πρώτη του συνέντευξη.

Πώς ξεκίνησε η πορεία σου στη μουσική για να γίνεις τελικά παραγωγός και DJ;

Ασχολούμαι με τη μουσική από μικρή ηλικία, μάλλον από 10 ετών, κάπου εκεί ξεκίνησα να ονειρεύομαι τη δική μου μπάντα και να είμαι κιθαρίστας σε αυτήν. Παρ’ όλα αυτά οι γονείς μου με έγραψαν αρμόνιο και μουσική θεωρία, αλλά για αρκετό καιρό προσπαθούσα να τους πείσω να μου πάρουν κιθάρα. Αυτό έγινε αργότερα, όπου και ξεκίνησα να μαθαίνω να παίζω σαν αυτοδίδακτος, με σκοπό να στήσω αυτό που είχα φανταστεί.

Κάπου στα 16 είχα πλέον τη δική μου progressive metal μπάντα, μαζί με φίλους από το σχολείο, και εκεί που οι περισσότεροι άρχισαν να παίζουν παιχνίδια όπως το League of Legends, εγώ ξεκίνησα να μαθαίνω να γράφω μουσική σε προγράμματα στον υπολογιστή, με σκοπό να κάνω όλη την παραγωγή μόνος μου. Στα 19 μου είχα την πρώτη μου δουλειά σε μουσικό στούντιο σαν ηχολήπτης, έπαιζα και έγραφα εκεί με την τότε μπάντα μου, τους Disco Queen, σε πιο hardcore punk ύφος.

Το 2008 πήγα στο Ρέθυμνο να σπουδάσω ηχοληψία και μουσική τεχνολογία, όπου εκεί, μεταξύ άλλων, γνώρισα από σπόντα τον φίλο μου και συνεργάτη Γιώργο (Kondaktor / Slydex), ο οποίος ήταν ήδη techno DJ και έκανε πάρτι στην Αθήνα με την ομάδα του.

Με κάλεσε σε ένα πάρτι του στην Αθήνα το 2011 με τον Delta Funktionen, και εκεί κόλλησα με τη φάση, καθώς έπαθα σοκ με το τι μπορεί να κάνει κάποιος παίζοντας ηλεκτρονική μουσική, και από ‘κει και πέρα ήθελα να γράφω και να παίζω ηλεκτρονική.

«Ο ήχος μου δίνει την ελευθερία να είμαι αυτός που θέλω να είμαι, χωρίς διλήμματα και ενοχές και χωρίς τη λογοκρισία ή την εσωστρέφεια που μου επιβάλλω εκτός αυτού».

Ποια είναι η ιδέα πίσω από το ANFS;

Το πρώτο μου όνομα σαν DJ και παραγωγός ήταν Hiori, και η κατεύθυνση ήταν πιο σκοτεινό και βαθύ techno και όχι τόσο industrial. Ο ήχος που με είχε προσελκύσει τότε ήταν αυτός του Βερολίνου του 2010 και του Birmingham των ‘00s. Sandwell District, Surgeon, Peter Van Hoesen, Marcel Dettmann, κάποια από τα ονόματα.

Το 2012 πήγα το πρώτο μου ταξίδι στο εξωτερικό και πιο συγκεκριμένα στο Βερολίνο, μαζί με τον Αλέξ και τον Γιώργο, για να μιλήσουμε με τον υποψήφιο διανομέα μας για την εταιρία που θα ανοίγαμε τότε (τη Modal Analysis), αλλά και να ακούσουμε τον φίλο μας τον Sawf που θα έπαιζε πρώτη φορά στο Βερολίνο, στο θρυλικό Tresor. Μετά από ‘κει πήγαμε Berghain, όπου άκουσα ένα από τα καλύτερα σετ της ζωής μου από τον Surgeon.

Γενικά, όλη η εμπειρία αυτή ήταν πολύ έντονη για μένα, και με έβαλε στη σκέψη ότι θέλω να κάνω αυτό το πράγμα, αλλά να είναι ταυτόχρονα κάτι πιο βιωματικό, με αποτέλεσμα να θέλω να αλλάξω και όνομα.

Ήταν λίγες μέρες μετά, που ήμουν στο τότε Astron Bar, και μου έσκασε ότι, για κάποιο λόγο, όσοι με γνωρίζουν, άσχετοι άνθρωποι μεταξύ τους, πάντα καταλήγουν να με φωνάζουν Ανύφα (το επώνυμό μου κομμένο).

Λέω, «Οκ, θα το κάνω έτσι κάπως», και προέκυψε το ANFS. Μετά λέω «Ποιο θα είναι το προφίλ μου;»  και η απάντηση ήταν μια παιδική μου φωτογραφία, αλλά με το πρόσωπο σβησμένο.

Αυτό το βιωματικό όμως, κάπως καθόρισε και τον ήχο, ο οποίος αναγκαστικά είχε πολλά στοιχεία από την περίοδο που έπαιζα μέταλ και κιθάρα (όσο και να προσπαθούσα να γράψω εγκεφαλικό techno).

Όποιος σε έχει δει στην πρωινή σου δουλειά, αντικρίζει έναν άνθρωπο γλυκό και χαμηλών τόνων. Το βράδυ μοιάζεις να μεταμορφώνεσαι όμως. Είναι η μουσική και το stage το δικό σου μέσο να εκφράσεις ένα άλλο κομμάτι του εαυτού σου;

Η αλήθεια είναι ότι δεν είμαι σίγουρος αν είμαι πάντα γλυκός και χαμηλών τόνων στη δουλειά μου, ειδικά όταν τα πράγματα σκληραίνουν. Σε ευχαριστώ πάντως.

Το βράδυ όμως είναι κάτι άλλο, ο ήχος και το stage με βοηθάνε να κάνω αυτό που λες, να εκφράσω ένα άλλο κομμάτι του εαυτού μου, ένα παρασκήνιο σκέψεων και ιδεών που ασταμάτητα παίζει στο μυαλό μου, με έναν τρόπο που δεν μπορεί να λογοκριθεί, κυρίως από μένα.

Ο ήχος μου δίνει την ελευθερία να είμαι αυτός που θέλω να είμαι, χωρίς διλήμματα και ενοχές και χωρίς τη λογοκρισία ή την εσωστρέφεια που μου επιβάλλω εκτός αυτού.

«Το μουσικό μου στυλ είναι κατ’ αρχήν techno, δανειζόμενο όμως στοιχεία από όλα τα είδη της ηλεκτρονικής μουσικής: house, industrial, EBM, disco, grime».

Όταν παίζεις δημιουργείς μια μοναδική ατμόσφαιρα. Πώς θα περιέγραφες το μουσικό σου στυλ και τι επηρεάζει τον ήχο σου;

Το μουσικό μου στυλ είναι κατ’ αρχήν techno, δανειζόμενο όμως στοιχεία από όλα τα είδη της ηλεκτρονικής μουσικής: house, industrial, EBM, disco, grime. Η γενικότερη αίσθηση και ουσία θέλω να είναι αυτό το στοιχείο που λέμε “trance”, με την κυριολεκτική έννοια όμως, έτσι ώστε η ροή να μπορεί να σε συνεπάρει — κάτι που είναι δύσκολο, αλλά όταν συμβαίνει, εκεί δημιουργείται αυτή η ατμόσφαιρα που λες. Είναι πολλά αυτά που με επηρεάζουν στο μουσικό μου στυλ.

Πλέον, κάτι βασικό είναι ο τρόπος που δουλεύω το πρωί, αλλά το κυριότερο είναι οι δικές μου εμπειρίες σαν raver. Είναι πολύ σημαντικό για μένα να μπορώ να φέρω στο τώρα και στη δική μου μουσική όλες αυτές τις στιγμές που κάποιος άλλος καλλιτέχνης μου τσουρούφλιζε το κεφάλι. Σε αυτό μεγάλο κομμάτι παίζουν και οι φίλοι μου DJs.

Με το AI νομίζω ότι έρχονται έτσι κι αλλιώς να προστεθούν περισσότερα ερωτήματα σχετικά με την αυθεντικότητα – συν την αντιγραφή γενικά. Τι διαφοροποιεί την καλή techno από τη μαζική παραγωγή κατά τη γνώμη σου;

Τεχνικά και παραγωγικά είναι πάρα πολλά αυτά που τις διαφοροποιούν. Το σημαντικότερο όμως είναι η πρόθεση. Η πρόθεση του μουσικού και καλλιτέχνη να εκφραστεί πραγματικά και παράλληλα να συνεισφέρει σε μια σκηνή μουσικά και αισθητικά με τον δικό του χαρακτήρα — ή απλά να ακολουθήσει ένα ρεύμα που πολύ λίγο έχει να κάνει με τη μουσική, απλά και μόνο για να πάρει αυτό που λέμε visibility, με σκοπό να βγάλει ίσως κάποιο gig, ή απλά να flexάρει στο ίντερνετ και τα σόσιαλ.

Παρ’ όλα αυτά, πιστεύω ότι καλό είναι να υπάρχουν όλα — και το mainstream και το underground, και η mass production και η ποιοτική techno. Πολλές φορές το mass production λειτουργεί εισαγωγικά για κάποιους ανθρώπους και μπορεί να καταλήξουν σε κάποιο μέρος που τελικά θα ακούνε κάτι καλό, το οποίο είναι προϊόν έκφρασης και σκέψης. Το κομμάτι του AI δεν το ακουμπάω καν…

Πώς είναι η δημιουργική διαδικασία όταν δουλεύεις πάνω σε νέα μουσική; Έχεις κάποιες συγκεκριμένες συνήθειες;

Δύσκολη… Συνήθως υπάρχει μια περίοδος απραξίας, την οποία ακολουθεί μια περίοδος συνεχούς αποτυχίας, μέχρι που μπαίνω στη ζώνη και αρχίζουν να βγαίνουν πράγματα, και μετά απλά κυλάει με εθιστικό τρόπο. Απλά επειδή ξέρω αυτή την ακολουθία, πάντα φυγοπονώ και αυτή η περίοδος απραξίας κάποιες φορές μεγαλώνει.

Νομίζω, τα τελευταία χρόνια η βασικότερη συνήθειά μου πριν ξεκινήσω να γράφω ήταν ο καφές. Έφαγα ένα κόλλημα τα τελευταία δύο χρόνια με αυτό που κάποιοι λένε specialty coffee. Μια συνθήκη που κάπως μοιάζει με το κρασί — πολύ καλές ποικιλίες καφέ, από πολύ καλές φάρμες και επεξεργασίες, που δίνουν πολύ περίπλοκα και καθαρά γευστικά χαρακτηριστικά. Η καλύτερη έκφραση αυτού πιστεύω είναι μέσω του hand brew ή pour over, στην ουσία καφές φίλτρου (όχι γαλλικός :P).

Το κόλλημά μου είναι: με το που ξυπνήσω στα ρεπό μου, να κάνω έναν καφέ φίλτρου ή να πάω στο αγαπημένο μου καφέ, να πιω μια ωραία ποικιλία και μετά να ανοίξω το λάπτοπ και το synth και να ξεκινήσω να γράφω. Με αυτόν τον τρόπο κατάφερα να γράψω σε έναν χρόνο όση μουσική δεν έχω γράψει όλη μου τη ζωή. Κάποια από αυτά τα κομμάτια γίνανε album, το οποίο αφιέρωσα όλο στον καφέ — κάθε κομμάτι και μια ποικιλία. Εν ολίγοις: “Nerding”.

Τεχνικά, αυτό που με βοηθάει είναι το limitation — δηλαδή το να γράφω όλους τους ήχους ενός κομματιού μόνο από μία πηγή και μετά να το στήνω όσο πιο minimal και γρήγορα γίνεται.

Πώς θα περιέγραφες την τρέχουσα κατάσταση της σκηνής το 2025; Ποιες περιοχές ή χώρες πιστεύεις ότι προωθούν την ηλεκτρονική μουσική με τον καλύτερο τρόπο αυτή τη στιγμή;

Νομίζω η μετά κορονοϊό εποχή είναι η δυσκολότερη περίοδος για το “underground” κομμάτι της ηλεκτρονικής μουσικής. Τα πάντα βασίζονται στα σόσιαλ, συγκεκριμένα τρεντς και είδη μουσικής κατακλύζουν τα φεστιβάλ και τα κλαμπ, και δεν αφήνουν χώρο σε κάτι άλλο. Και πέρα από αυτό, το clubbing πλέον είναι ένα πολύ ακριβό σπορ.

Πιστεύω ότι το ίδιο ισχύει για τις περισσότερες χώρες. Το καλύτερο φεστιβάλ που έχω πάει και έχω παίξει τα τελευταία χρόνια είναι στο Κίεβο — ήταν ακραίο πόση καλή και διαφορετική μουσική άκουσα σε όλα τα stages και φουλ κόσμος να τα σπάει non stop.

Από ‘κει και πέρα, τα πράγματα είναι ψιλοστάνταρ: Γαλλία, Ολλανδία, Γερμανία και Λονδίνο (κυρίως παραγωγικά το τελευταίο). Ισπανία ξέρω ότι παίζουν διαχρονικά καλά πράγματα, σίγουρα πολλοί καλλιτέχνες στον ήχο που μου αρέσει.

Θεωρώ ότι αυτό που πραγματικά συντηρεί τη σκηνή της ηλεκτρονικής μουσικής διαχρονικά είναι μικρές φάσεις, ανεξάρτητες, που ξεκινάνε από παρέες και ανθρώπους που διψάνε για καλή μουσική και τη σύμπραξη μέσα από το rave.

Πώς βλέπεις τη γυναικεία εκπροσώπηση στη σκηνή;

Δυστυχώς, είναι μικρή, αλλά τα τελευταία χρόνια γίνεται όλο και περισσότερη. Τα κορίτσια που ξέρω ότι ο κάνουν, το κάνουν πάρα πολύ καλά. Η Μαρία Δεβίκα, η K.atou, η Koketa, η Μαρία Πολίτη. Και υπάρχουν και σε άλλες σκηνές πιο house, που παίζουν πάρα πολύ καλές μουσικές. Και δίνουν βήμα και σε νέα πρόσωπα να ασχοληθούν.

Η αλήθεια είναι ότι παλιότερα ήταν ένας ανδροκρατούμενος χώρος, αλλά νομίζω αυτό έχει να κάνει με την κοινωνία. Το πώς ήταν. Δηλαδή αλλάζοντας η κοινωνία, αλλάζουν κι αυτές οι καταστάσεις. Κι αυτό είναι το βασικό σε όλες τις δουλειές.

Τι πιστεύεις ότι χρειάζεται περισσότερο (ή λιγότερο) η ηλεκτρονική σκηνή αυτή την περίοδο;

Λιγότερο ίντερνετ και flex, και περισσότερους ανθρώπους να παίρνουν πρωτοβουλίες και να κάνουν ωραίες φάσεις.  Και στη συνθήκη του clubbing, περισσότερος επαγγελματισμός στα πάντα — στη μουσική, στις παροχές, στον ήχο, στο hospitality.

Τα πάντα είναι ακριβά πλέον και τα έξοδα πολλά· τουλάχιστον αυτό που παίρνει αυτός που πληρώνει να είναι τοπ, σαν προϊόν και εμπειρία. Έτσι ώστε να περάσει καλά και να θέλει να ξαναπάει. Αυτό δημιουργεί τη σκηνή: άνθρωποι που πάνε και ξαναπάνε σε ένα μέρος για να ακούσουν μια μουσική και να συνδεθούν μεταξύ τους. Οι παρέες.

«Η πρωινή δουλειά, πέραν της άνεσης του να επιλέγω καλλιτεχνικά, μου έχει δώσει πάρα πολλά πράγματα και σε προσωπικό επίπεδο και στην τέχνη μου».

Τι ρόλο παίζει η Αθήνα στη μουσική και την αισθητική σου;

Η Αθήνα της κρίσης, του 2012 με 2019, διαμόρφωσε μεγάλο κομμάτι του ήχου μου και της αθηναϊκής σκηνής. Η ατμόσφαιρα της πόλης-χαβούζας που ήταν τότε η Αθήνα, και οι δυσκολίες, έδωσαν το πάτημα στη γενιά μου να εκφραστούμε και να δημιουργήσουμε.

Να παίξουμε, να συνδεθούμε, να κάνουμε κάτι που μπορεί κάποιος να πει «σκηνή». Αισθητικές, labels, events — όλα βγήκαν εκείνη την περίοδο μέσα από τη ζωή στην Αθήνα. Πλέον δεν έχει να μου πει κάτι η Αθήνα, δυστυχώς.

Είναι ακόμα μια πόλη-χαβούζα, αλλά χωρίς την έντονη ατμόσφαιρα που είχε τότε, και πλέον λίγο δήθεν — «και καλά μου ανάπτυξη», «και καλά μου τρίτο κύμα», «και καλά μου εξευγενισμός» — αλλά στην πραγματικότητα, χαβούζα. Αναλογικά, οι ίδιες δυσκολίες, αλλά με δήθεν aesthetics.

Ένα καλό που κάπως προέκυψε κατά τον κορονοϊό και ακόμα διατηρείται είναι ότι τα νεότερα παιδιά κάνουν raves εκτός πόλης. Νομίζω είναι ό,τι καλύτερο μπορείς να πετύχεις πλέον.

Πώς λειτουργεί το γεγονός για σένα ότι έχεις μία «κανονική» πρωινή δουλειά; Σου δίνει ένα μαξιλαράκι ασφάλειας, όπως έχει πει και η K.atou, να γίνεις πιο επιλεκτικός γιατί δεν έχεις το στρες της επιβίωσης;

Σίγουρα αυτό είναι ένα βασικό κομμάτι που προκύπτει από την πρωινή δουλειά. Αλλά δεν κρύβω ότι αν είχα τη δυνατότητα να είμαι full time μουσικός, ίσως να ήμουν μόνο αυτό. Λέω «ίσως» γιατί η πρωινή δουλειά, πέραν της άνεσης του να επιλέγω καλλιτεχνικά, μου έχει δώσει πάρα πολλά πράγματα και σε προσωπικό επίπεδο και στην τέχνη μου.

Μέσα από την εστίαση έχω αποκτήσει ικανότητες, γνώσεις, δομή, συνέπεια, εξωστρέφεια, φίλους και συνεργάτες, σχέσεις αληθινές. Και κάπως μέσα από αυτό ανακάλυψα και την αγάπη μου για μια ακόμα τέχνη, αυτή του καφέ.

Παρόλα αυτά, όπως δεν θα άλλαζα τίποτα από όλα τα παραπάνω, θεωρώ μεγάλη ευλογία το να μπορώ να ζω για την τέχνη και από την τέχνη, την οποία από μικρός έχω αγαπήσει και μου ‘χει δώσει άλλα τόσα καλά. Αλλά το να βάλεις στην τέχνη σου την ίδια δουλειά που βάζεις σε μια μισθωτή εργασία απαιτεί πολύ μεγαλύτερη συνέπεια, επιμονή και πίστη στον εαυτό σου για να μπορέσεις να το πετύχεις, ειδικά σε μια κοινωνία που κάτι τέτοιο ποτέ δεν ήταν και δεν είναι αποδεκτό. Το να ζεις αποκλειστικά σαν καλλιτέχνης, δηλαδή. Κάποιοι λίγοι το ‘χουν καταφέρει ανά τα χρόνια.

«Ο ήχος, πέραν της μουσικής, δεν έχει καμία ανάγκη από κάποια ουσία να τον συνοδεύσει».

Έχεις αισθανθεί ότι σε κρατάει σε μία ισορροπία από το «σκοτάδι» που υπάρχει στη νύχτα;

Με κρατάει σε μια ισορροπία από το σκοτάδι που έχω μέσα μου· το σκοτάδι της νύχτας πάντα το έβρισκα πολύ γοητευτικό.

Η δουλειά όμως τη μέρα μου δείχνει ότι τα πράγματα δεν είναι μαύρο ή άσπρο, αλλά παίζει μια πολύ μεγαλύτερη παλέτα χρωμάτων, καταστάσεων, ανθρώπων και συναισθημάτων με τα οποία έρχομαι σε επαφή. Το σκοτάδι της νύχτας κρύβει πολλά από αυτά και συνήθως φανερώνει μόνο όσα θέλεις εσύ να δεις.

Αρκετός κόσμος εκεί έξω πιστεύει ότι τα ναρκωτικά και αυτού του είδους η μουσική πάνε χέρι-χέρι. Εσύ πώς τοποθετείσαι απέναντι σε αυτό;

Ο ήχος, πέραν της μουσικής, δεν έχει καμία ανάγκη από κάποια ουσία να τον συνοδεύσει. Ο ήχος έχει τη δύναμη, αν και αόρατος, να γεμίσει το κενό του χώρου και του μέσα σου. Αν ο ήχος δεν μπορεί να γεμίσει το μέσα σου, είτε δεν είναι αρκετά καλός, είτε το μέσα γεμίζει δύσκολα, ή απλά δεν υπάρχει υπομονή.

Δεν το κρίνω. Αυτό που θέλω να πω όμως είναι ότι οκ, όλες οι τελετές από πάντα είχαν τις ουσίες τους και ήταν κομμάτι του τεχνάσματος του μύστη και της δραματουργίας για να βρεθείς στην έκσταση.

Έτσι είναι κάπως και το rave. Αλλά πιστεύω ότι όταν είναι καλή η μουσική (ηλεκτρονική ή μη) και όλα είναι εκεί, δεν υπάρχει ανάγκη από κάποια ουσία. Όλα γίνονται κατ’ επιλογήν του ατόμου την εκάστοτε στιγμή. Και it’s OK.

Στην περίπτωση όμως που η ουσία γίνεται αυτοσκοπός, εκεί είναι που τα πράγματα αρχίζουν να φθηναίνουν και για τους ανθρώπους, και για τη σκηνή, και για όλα.

Μια δυνατή στιγμή από την καριέρα σου που ξεχωρίζεις;

Είναι δύσκολο να διαλέξω. Νομίζω οι πιο δυνατές στιγμές δεν έχουν να κάνουν με την καριέρα μου· είναι όλες αυτές οι φορές που έχω παίξει μουσική για την παρέα μου — όχι σαν ANFS, αλλά σαν Γιώργος.

Ένα παράδειγμα είναι στο αμάξι του φίλου μου του Νικόλα, στο λιμάνι της Σούγιας, όταν η δεύτερη μέρα του Healthy Summer του 2020 ακυρώθηκε λόγω του κορονοϊού ή στο νησί που πάω τα καλοκαίρια και παίζω μουσική, στην πιο ωραία παραλία του νησιού, για τον κόσμο που κάνει τις διακοπές του εκεί.

Αυτά είναι που θυμάμαι και θα έχω να θυμάμαι κατά κύριο λόγο. Όλα τα άλλα, τα πιο επαγγελματικά, έρχονται και παρέρχονται.

Μπορείς να βρεις τη δουλειά του ANFS εδώ.

Ακολουθήστε το OneMan στο Google News και μάθετε τις σημαντικότερες ειδήσεις.