Μέσα σε μια από αυτές τις αμμοσπηλιές, δύο άνθρωποι θα ανακαλύψουν στις 29 Ιανουαρίου το πτώμα ενός ακόμα παιδιού. Θα τους οδηγήσει στο σημείο η έντονη δυσοσμία. Αρχικά, στο βάθος της σπηλιάς θα δουν ένα σωρό από ψόφια κοτόπουλα και θα υποθέσουν ότι η ευθύνη για την άσχημη μυρωδιά ανήκει -κατά κάποιον τρόπο- σε εκείνα. Όταν όμως θα κλωτσήσουν το σωρό, θα διακρίνουν ένα ημίγυμνο αγοράκι από κάτω του, με τα μάτια ανοιχτά, και τα χέρια και τα πόδια δεμένα με σύρματα. Επρόκειτο για τον 7χρονο Στέλιο Βλαντή, ο οποίος μετρούσε ήδη δύο μήνες εξαφανισμένος από τους δικούς του.

Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης ο Μαυρομάτης θα αρνηθεί τη συμμετοχή του στον φόνο του μικρού, μέχρι που οι χωροφύλακες θα τον δελεάσουν με μία δόση ηρωίνης. Θα δεχτεί να ομολογήσει, αλλά σύντομα θα καταλάβει ότι αυτό που του έδιναν να εισπνεύσει δεν ήταν τίποτα άλλο από σόδα. Εκείνοι τότε θα αναγκαστούν με συνταγή γιατρού να του φέρουν τη δόση του από το φαρμακείο. Με αντάλλαγμα την ηρωίνη, θα ομολογήσει ότι αφού δελέασε τον 7χρονο με καραμέλες, τον παρέσυρε μέχρι την σπηλιά του, τον βίασε και τον σκότωσε.

“Ένα απόγευμα, καθώς ήμουνα μεθυσμένος”, θα πει, “κατόρθωσα με μερικές καραμέλες να παρασύρω έναν μικρό 7-8 χρονών και τον οδήγησα σε μία σπηλιά, κοντά στην Καλογρέζα. Εκεί, αφού τον εκακοποίησα, τον έπνιξα με ένα σύρμα. Πήρα έπειτα το πτώμα από τη σπηλιά, όπου και το έθαψα σκάβοντας με τα νύχια μου. Για να μην προκαλέσω δε την προσοχή των περαστικών από τη βρώμα του πτώματος, ευρήκα παραπέρα, μέσα σε κάτι σκουπίδια, τρεις κότες ψόφιες τις οποίες επήρα και τις έριξα πάνω στο πτώμα του παιδιού. Κάπου-κάπου, επειδή γινόταν λόγος για χαμένα παιδιά στην περιοχή, πήγαινα στην σπηλιά για να ιδώ αν βρίσκεται ακόμα το πτώμα εκεί ή μήπως είχε ανακαλυφθεί”.

Μεταξύ άλλων, οι εφημερίδες της εποχής θα του αποδώσουν και τις εξής δηλώσεις, που καλό είναι να τις δούμε, μήπως και μπορέσουμε να πάρουμε μία ιδέα από τα κίνητρά του, απ’ το τι υπήρχε μέσα στο μυαλό του:

“Μετά την αποφυλάκισή μου από τας φυλακάς Ωρωπού, όπου είχα καταδικασθεί σε 6 μηνών φυλάκιση, επήγα στο σπίτι της αδελφής μου στην Ελευθερούπολη της Νέας Ιωνίας. Ο γαμπρός μου κάθε μέρα έβριζε την αδελφή μου ως που μία μέρα δεν βάστηξα και του επιτέθηκα με ένα μαχαίρι. Στο διάστημα αυτό έκανα συχνά φασαρίες, ζητώντας εκδίκηση από τον γαμπρό μου, οπότε με έπιασαν και με πήγαν στο ψυχιατρείο της Αγίας Ελεούσας στην Καλλιθέα. Εκεί έμεινα ένα μήνα, ως που μια μέρα πήδηξα από το παράθυρο και έφυγα. Με ξανάπιασαν και με ξαναέκλεισαν στο φρενοκομείο, όπου έμεινα δύο μήνες, αλλά και πάλι κατόρθωσα με άλλους δύο μαζί να το σκάσω. Ύστερα από λίγες ημέρες, με έπιασαν και με πήγαν στο Δαφνί. Επειδή, όμως, έπασχα από σκωληκοειδίτιδα με πήγαν στο νοσοκομείο των Ποδαράδων, όπου έκαμα εγχείρηση και από όπου βγήκα μετά 18 ημέρες.

Μόλις βγήκα από το νοσοκομείο, επήγα πίσω μόνος μου στο Δαφνί αλλά δεν με δέχτηκαν με τη δικαιολογία ότι δεν είχαν κρεβάτι. Πήγα, τότε, στην Καλογρέζα, όπου ζούσα κάμοντας θελήματα. Εκεί, η κοινωνία με πείραζε, τα δε μικρά παιδιά μ’ έριχναν πέτρες φωνάζοντας πως είμαι τρελός. Δεν έβρισκα ησυχία και αποφάσισα να εκδικηθώ. Παλιότερα, όταν με είχαν πάει στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής, πήρα ένα πιστόλι από έναν αστυνόμο και προσπάθησα να πυροβολήσω αυτούς που με πείραζαν. Με πρόλαβαν, όμως, και μου πήραν το όπλο”.

Η δίκη του Μαυρομάτη διεξήχθη 7 μήνες μετά τη σύλληψή του, στις 6 και 7 Οκτωβρίου του 1936 στο Κακουργιοδικείο Αθηνών. Εναντίον του κατέθεσαν οι γονείς των δύο δολοφονημένων παιδιών, αλλά και κάτοικοι της περιοχής που είπαν ότι τον είχαν δει και παλιότερα να προσπαθεί να παρασύρει ανήλικους στη σπηλιά του, τάζοντάς τους καραμέλες. Κατέθεσαν και οι δύο ψυχίατροι που τον εξέτασαν, οι οποίοι δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν αν ο κατηγορούμενος είχε πλήρη ή μειωμένη ευθύνη των πράξεών του.

Καταδικάστηκε τελικά σε ισόβια κάθειρξη, αρνούμενος να απολογηθεί και παραμένοντας σιωπηλός και κατά τις δύο μέρες της δίκης. Τον έσωσε απ’ την εκτέλεση η ετυμηγορία των ενόρκων που παραδέχτηκαν “μέτρια σύγχυση λόγω βλακείας”.

Πέθανε λίγα χρόνια αργότερα μέσα στη φυλακή.