ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Matthew McConaughey Master class: Πώς να αναπλάσεις την καριέρα σου μέσα σε 3 χρόνια

Η ανέλπιστη στροφή 180 μοιρών στην καριέρα του Τεξανού γόη εξακολουθεί να με μπερδεύει. Τελικά το είχε όντως μέσα του ή έκανε συμφωνία με τον διάβολο;

Το Oneman δίνει για μια μέρα το τιμόνι στο AD&PR Lab του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών. Το κείμενο που θα διαβάσεις παρακάτω αποτελεί μέρος μίας ενέργειας κατά την οποία πάνω από 40 φοιτητές του AD&PR Lab πρότειναν, έγραψαν και δημοσιεύουν το δικό τους κείμενο στο Oneman. Μπορείς να διαβάσεις όλα τα κείμενα των φοιτητών στο microsite που δημιουργήσαμε για την ενέργεια.

From zero to hero. Το ότι ο Matthew McConaughey έφτασε μέσα σε 3 χρόνια να θεωρείται εγγύηση για την ποιότητα μιας ταινίας, τη στιγμή που το επίθετο «αδιάφορος» ήταν μάλλον το πιο κολακευτικό που του απέδιδε η κινηματογραφική ομήγυρη παλιότερα, είναι εκτός από εντυπωσιακό ως γεγονός, μία τεράστια προσωπική επιτυχία. Μια επίδειξη εσωτερικής δύναμης και μια απόδειξη πως η αυτοβελτίωση είναι εφικτή αν έχεις το κατάλληλο κίνητρο.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

Η πρώτη εμφάνιση του McConaughey στην μεγάλη οθόνη ήταν άκρως πετυχημένη στο καλτ κλασικ Dazed and Confused (1993), ίσως την πιο ειλικρινή graduation movie που υπάρχει εκεί έξω. Διαβάζοντας graduation το μυαλό σου πήρε σίγουρα σε εφηβικά βυζάκια και καφρίλες (στο Dazed and Confused όντως υπάρχει αφθονία κι απ’ τα δύο), ωστόσο η ταινία εστιάζει περισσότερο σε αυτό το έντονο αίσθημα προσμονής ανάμεικτης με ευτυχία που σου φούσκωνε το στήθος την ημέρα της αποφοίτησης. Ανάμεσα σε άλλους μετέπειτα διάσημους ηθοποιούς (Ben Affleck, Milla Jovovich και άλλοι) o Matthew υποδύεται τον Wooderson, έναν ανέμελο 20άρη άντρα που ακόμα κάνει παρέα με έφηβους.

Στην ίδια ταινία διατυπώνει για πρώτη φορά την διάσημη, extra χαλαρή ατάκα του “Alright, alright, alright”, την oποία και μας ξαναθύμισε πέρυσι καθώς παραλάμβανε το χρυσό αγαλματίδιο.

Η ανεπιτήδευτη γοητεία που ασκούσε ο McConaughey στον ρόλο του άνετου Wooderson του εξασφάλισε εύκολη πρόσβαση στο Hollywood. Παρ’ όλ’ αυτά, είκοσι χρόνια αργότερα η φιλμογραφία του δεν είχε να επιδείξει κάτι το ιδιαίτερο. Έχοντας επιλέξει σχεδόν αποκλειστικά εύκολες ταινίες, φαινόταν να έχει βολευτεί στον ρόλο του σέξι βλάχου σε άνοστες ρομαντικές κομεντί. Βλακείες. Το ταλέντο του προοριζόταν για κάτι μεγαλύτερο και μάλλον το γνώριζε κι ο ίδιος.

Λένε πως για να ανακαλύψεις εκ νέου τον εαυτό σου, είσαι υποχρεωμένος να σκοτώσεις την παλιά του εκδοχή. O McConaughey κάνει ακριβώς αυτό στο Killer Joe, την σκοτεινή κωμωδία του σκηνοθέτη του εξορκιστή William Friedkin. Πρωταγωνιστώντας σε σκηνή που ξυλοκοπεί μια γυναίκα και την αναγκάζει να του κάνει στοματικό sex, χρησιμοποιώντας ως placeholder για το πέος του ένα μπούτι κοτόπουλο, καταστρέφει ολοκληρωτικά την συμβατική περσόνα του γλυκανάλατου εραστή, ξεκαθαρίζει ότι αυτά που ξέρατε τελείωσαν, τώρα θα με γνωρίσετε κι απ’ την ανάποδη.

Αποδομεί και αναδημιουργεί τον εαυτό του με τρόπο που υπήρξε σίγουρα επώδυνος, αφού σε αυτή την διαδικασία δεν ήταν μόνο ο γλύπτης αλλά και το ίδιο το μάρμαρο. Επανέρχεται στο σημείο μηδέν, ώστε να υιοθετήσει μια καινούρια ταυτότητα. Η τελετή που ουσιαστικά τελείται στο Killer Joe προετοιμάζει τα αποκαλυπτήρια του νέου του εαυτού.

Η μετα-Killer Joe εποχή βρήκε τον McConaughey να προσπαθεί με κάθε νέο ρόλο του να ξεπεράσει τον προηγούμενο.  Το αποτέλεσμα; Ο αναγεννημένος Matthew σε αυτά τα 3 χρόνια κατάφερε να καθιερωθεί στο πάνθεων των σύγχρονων ηθοποιών και να κερδίσει επιτέλους τον σεβασμό μας. Υποδύθηκε τον πεσιμιστή Rust Cohle στο εξαιρετικό True Detective, που είναι άνετα  μία από τις καλύτερες ερμηνείες στην τηλεοπτική ιστορία, τον Ron Woodruff στο Dallas Buyers Club, όπου έχασε 30 κιλά για παίξει τον ρόλο, τον φυγά Mud στην ομώνυμη ταινία, τον συναισθηματικό Cooper στο Interstellar και ως αποκορύφωμα έκανε cameo εμφάνιση στο Wolf of Wall Street, όπου έτριψε στην μούρη του DiCaprio ότι του έκλεψε το Oscar μέσα από τα χέρια.

Όσο αντιλαμβάνομαι καλύτερα την χαοτική διάσταση μεταξύ των δύο φάσεων της καριέρας του, τόσο περισσότερο αναρωτιέμαι ποια ήταν η κινητήρια (εσωτερική ή εξωτερική) δύναμη που τον ώθησε να ξορκίσει τα φαντάσματα των πρώην και να ανατρέψει την βύθισή του στην αφάνεια.

Η απάντηση μάλλον βρίσκεται στον λόγο που προσφώνησε κατά την βράβευσή του τον περασμένο Μάρτιο. Ο McConaughey μίλησε για τα 3 πράγματα που του είναι απαραίτητα : κάποιον να θαυμάζει, κάτι που να περιμένει με προσμονή και κάποιον να κυνηγά. Αυτός που θαυμάζει είναι ο Θεός, αυτό που περιμένει με προσμονή είναι η οικογένειά του και εκείνος που κυνηγά ή αλλιώς ο ήρωάς του, είναι ο ίδιος του ο εαυτός. Ο ίδιος του ο εαυτός όπως τον φαντάζεται 10 χρόνια μετά.

Δεν πρόκειται ποτέ να πιάσει τον στόχο του, δεν θα εξισωθεί ποτέ με τον ήρωά του. Θα μείνει για πάντα με την λαχτάρα του κυνηγητού, αλλά αυτό δεν τον αγχώνει. Γιατί ξέρει πως από αυτό το ταξίδι αυτοβελτίωσης βγαίνει μόνο κερδισμένος. Δεν υπάρχει κάποιο βραβείο στο τέλος του δρόμου. Υπάρχει όμως ο δρόμος, άλλες φορές δύσβατος, άλλες κατηφορικός, επιφυλάσσοντας εκπλήξεις, συγκινήσεις . Αυτό είναι αρκετό για τον Matthew – όσο έχει τον δρόμο είναι ευτυχισμένος. Όσο έχει τον δρόμο μπορεί να κάνει όνειρα, κι όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου για να τα πραγματοποιήσει δε νιώθει καταρρακωμένος επειδή ο ήρωας του παραμένει σταθερά 10 χρόνια μπροστά, αλλά καταξιωμένος γιατί δεν τον απογοήτευσε, τον ακολούθησε πιστά.

 

Ίσως η ιδεολογία του να φανεί σε κάποιους πιο cheesy κι από τις λεζάντες της Nike, that’s fine. Ο McConaughey είναι η νωπή, ζωντανή απόδειξη πως αν έχεις το κατάλληλο κίνητρο δεν υπάρχουν απροσπέλαστα εμπόδια. Θα συνεχίσει να βελτιώνεται και να μας εκπλήσσει, όχι μόνο επειδή είναι ταλαντούχος, αλλά επειδή κέρδισε ένα στοίχημα που έχασαν πολλοί: απελευθέρωσε τον εαυτό του από τα περιοριστικά δεσμά της ανθρώπινης κατάστασης.

Έζησε χωρίς φόβο, δεν αμφισβήτησε ποτέ τον εαυτό του, τόλμησε να ονειρευτεί και είχε το σθένος να πραγματοποιήσει τα όνειρά του. Ο Wooderson δεν απευθυνόταν μόνο στον Pink όταν έλεγε “You just gotta keep livin’ man”, κι αυτό ήταν κάτι που ο Matthew είχε την οξυδέρκεια ακόμα και τότε, στα 23 του, να αντιληφθεί.