© 2021 / ΜΑΝΤΖΙΑΡΗΣ ΚΩΣΤΑΣ / Eurokinissi
ΜΟΥΣΙΚΗ

Μερικά από τα πιο όμορφα τραγούδια του Νίκου Παπάζογλου

Οι κιθάρες στη Ρωγμή του Χρόνου, το «γενναιόδωρο» όχι στον Ορφέα Περίδη και το βραβείο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για ένα απ' τα τελευταία μεγάλα τραγούδια του.

Τα καλοκαίρια του στη Νίσυρο, τα άλογα, το καΐκι του, αλλά κυρίως ένα σημαντικό έργο, όλα τα άφησε πίσω του μια μέρα σαν σήμερα ο Νίκος Παπάζογλου, χτυπημένος από τον καρκίνο. Δώδεκα χρόνια απουσίας και ακόμα μοιάζει σαν ψέμα η άσχημη είδηση που έσκασε τόσο ξαφνικά, καθώς ελάχιστοι γνώριζαν ότι ο μεγάλος αυτός τραγουδιστής -και συνθέτης- έδινε μάχη για τη ζωή του. Νέος, μόλις στα 63 του χρόνια, φόρεσε το κόκκινο φουλάρι και έφυγε για αλλού, λάτρης μεγάλος έτσι κι αλλιώς των ταξιδιών, καπετάνιος και πιλότος ο ίδιος.

Διάλεγε δισκογραφικά να μιλάει μόνο όταν ένιωθε ότι είχε κάτι να πει και έτσι αν πιάσουμε την προσωπική του δισκογραφία, αν αφήσουμε στην άκρη τις συμμετοχές του σε άλμπουμ τρίτων, ο Νίκος Παπάζογλου πρόλαβε να βγάλει μόλις πέντε στουντιακά άλμπουμ.

Κι όμως, ήταν αρκετά για να δημιουργήσει τη δική του σχολή, τη σχολή της Θεσσαλονίκης, μέσα απ’ την οποία ξεπετάχτηκαν σπουδαίες μορφές που στελέχωσαν την πρώτη γραμμή του ελληνικού τραγουδιού, από τον Σωκράτη Μάλαμα μέχρι τον Γιώργο Ζήκα.

Ως ελάχιστο φόρο τιμής θυμόμαστε έντεκα τραγούδια που μάς έκανε δώρο, ούτε τα καλύτερα ούτε τα πιο γνωστά του. Το βασικότερο κριτήριο είναι η ομορφιά τους και αν πρέπει να δώσουμε και μία δεύτερη επεξήγηση για την επιλογή τους, θα λέγαμε ότι ίσως αποτελούν χαρακτηριστικά βήματα στον δρόμο που διάλεξε να προχωρήσει. Αλλά ας εστιάσουμε καλύτερα στην ομορφιά.

Παράβαση

Δεν ήταν η πρώτη φορά που δισκογραφούσε, ούτε φυσικά που θα έπαιζε ζωντανά, ήταν όμως -όπως θα παραδεχόταν για το υπόλοιπο της ζωής του- η συνεργασία που καθόρισε την πορεία του.

Ο παιδικός του φίλος Διονύσης Σαββόπουλος τον καλεί στην Αθήνα για να πλαισιώσει τη χορωδία των Αχαρνών, ενός έργου που για το Θέατρο Τέχνης ξεκίνησε, στην μπουάτ του Ρήγα στην Πλάκα κατέληξε. Ο Παπάζογλου έλαμψε μέσα σε μια χορωδία που αποτελούταν και από άλλους μετέπειτα σημαντικούς καλλιτέχνες όπως τους Πάνο Κατσιμίχα, Νίκο Ζιώγαλα και Σάκη Μπουλά.

Αλλά κι ενός άλλου, ο οποίος δεν είχε εξελιχθεί ακόμη στον ίσως πιο ιδιαίτερο Έλληνα στιχουργό. Τότε το πάλευε αποκλειστικά με το τραγούδι. Στην παράσταση θα γνωριστεί με τον Μανώλη Ρασούλη, με τον οποίο θα ακολουθήσει μία σχέση ζωής.

Ο ίδιος θα θυμηθεί πολλά χρόνια αργότερα σε συνέντευξή του στην Κρυσταλία Πατούλη.

«Η συνεργασία μου με τον Σαββόπουλο στους Αχαρνείς όταν με κάλεσε να συμμετάσχω στη χορωδία, ήταν κομβικό σημείο της καριέρας μου και της ζωής μου. Με τον Διονύση αγαπιόμαστε πάρα πολύ τον θαυμάζω, τον αγαπώ, είμαι μαζί του σε ότι κάνει, ακόμη και στις πανκ κινήσεις που κάνει. Είναι ο πρώτος που μου έδωσε μια φιλική καρπαζιά και μου είπε “Μάγκα είσαι σε καλό δρόμο”».

Κανείς εδώ δεν τραγουδά

Ένα άλμπουμ που σχεδόν λοιδορήθηκε όταν κυκλοφόρησε, αγνοήθηκε κι αναγκάστηκε να ακολουθήσει τη δική του υπόγεια διαδρομή μέχρι να αγαπηθεί από το μεγάλο κοινό, δίνοντας εν τέλει νέα κατεύθυνση στο κουρασμένο ελληνικό τραγούδι των τελών του ’70.

Στην Εκδίκηση της γυφτιάς ο Παπάζογλου συμμετείχε και ως συνθέτης με δύο δικά του τραγούδια, το Κυρ διευθυντά των δίσκων και το Κανείς εδώ δεν τραγουδά. Σε στίχους του Τάκη Σιμώτα το δεύτερο, το είχε αφήσει στο συρτάρι του για καιρό, αμελοποίητο, μέχρι που αποφάσισε να το κάνει δώρο στον Θεσσαλονικιό συγγραφέα με αφορμή τον γάμο του.

Φίλε αδελφή ψυχή

Ίσως το πρώτο ελληνικό τραγούδι που μίλησε ποτέ τόσο ανοιχτά για την ομοφυλοφιλία, με τον Μανώλη Ρασούλη, στιχουργό του κομματιού να εξηγεί πολλά χρόνια αργότερα στην αυτοβιογραφία του πώς «τότε υποστηρίζαμε κάθε ομάδα που περιθωριοποιούνταν κι υπόφερε». Μία τολμηρή μπαλάντα που ξεχωρίζει απ’ τα υπόλοιπα κομμάτια του δίσκου, από Τα Δήθεν, και για έναν ακόμη λόγο: δεν έχει μπουζούκι, μετά από επιμονή του Νίκου Ξυδάκη, του ανθρώπου που έγραψε τη μουσική.

Για την ιστορία να πούμε ότι πρώτα γράφτηκαν οι στίχοι, τους οποίους βρήκε σε ένα χαρτάκι κάτω απ’ την πόρτα του ο Ξυδάκης με τη σημείωση «έγραψα αυτό. Αν θες βάζεις μουσική».

Ο Παπάζογλου το ερμήνευσε χαμηλόφωνα, ευαίσθητα, παρεΐστικα, σαν όντως να απευθύνεται σε έναν παλιό του φίλο που πλέον βγάζει τα λεφτά του πουλώντας το κορμί του ως παρενδυτικός. Και όλα αυτά το μακρινό 1979.

Αύγουστος

Είναι γνωστή η ιστορία πίσω απ’ το τραγούδι. Ο Νίκος Παπάζογλου, ήδη παντρεμένος, γνώρισε στο εξοχικό του Διονύση Σαββόπουλου μία κοπέλα η οποία αμέσως του έκλεψε το μυαλό. Για να συγκρατήσει τον εαυτό του και να παραμείνει το ενδιαφέρον του σε πλατωνικό επίπεδο, έφυγε άρον-άρον για τη Θεσσαλονίκη. Οι στίχοι του τραγουδιού αποτελούν εν μέρει κομμάτι της έμπνευσης που του προσέφερε αυτή η συνάντηση αλλά και των συναισθημάτων που του προκάλεσε η γέννηση της κόρης του, της Αδελαΐδας.

Σε συνέντευξη μου τον Σεπτέμβριο με τον Διονύση Σαββόπουλο, προσπάθησα να μάθω αν όντως ευσταθεί αυτό το γεγονός ή αν απλώς ήταν μία φήμη. Ο ίδιος μου εξήγησε:

«Ο Νίκος κοιμόταν σπίτι μας. Είχε έρθει για τα γενέθλια της Άσπας που είναι 8 Αυγούστου. Ήρθαν να μας επισκεφτούνε η Μελίνα Τανάγρη, συνάδελφός μας, μαζί με μια φίλη της, Πολωνή. Καλλονή η Πολωνή. Δεν ξέρω τι έγινε μετά. Ύστερα από πολύ καιρό άκουσα από κουτσομπολιά ότι “το και το”. Το τραγούδι βέβαια είναι υπέροχο.

Λένε ότι ήταν Ελληνίδα η καλλονή.

Δεν έχω ακούσει αυτήν την βερσιόν».

Το τραγούδι κυκλοφόρησε το 1984 με το ιστορικό Χαράτσι.

Πέρασα έτσι δίχως λόγο

Πολύ ιδιόμορφο μουσικά τραγούδι, πάλι από το Χαράτσι, τον δίσκο που πίστευε ότι τον χαρακτήριζε περισσότερο.

Σε σχετική ερώτηση είχε απαντήσει στον δημοσιογράφο Παύλο Ζέρβα:

«…το ονόμασα έτσι (σ.σ. εννοεί το άλμπουμ), γιατί είναι ο “κεφαλικός μου φόρος” για όλα αυτά τα χρόνια ενασχόλησης με τη μουσική. Εκεί υπάρχουν τραγούδια πολλών διαφορετικών περιόδων που τα έβαλα να συνυπάρξουν μέσα στο πνεύμα που λέγαμε πριν.

Δεν με ενδιαφέρει αν ήταν μπαλάντα που θυμίζει Woodstock ή μια ζεϊμπεκιά που έχει την ίδια συναισθηματική φόρτιση, ασχέτως αν ανήκει σε άλλη κουλτούρα. Είναι ένας δίσκος στον οποίο αφέθηκα στη μητρική μου γλώσσα. Που είναι η ελληνική παράδοση μέσα από τις τροπικές κλίμακες που ακόμα τις καλλιεργώ».

Πότε Βούδας Πότε Κούδας

Υπάρχει λόγος που το τραγούδι αυτό το γνωρίζουμε σχεδόν αποκλειστικά από τη live εκτέλεσή του. Σε στίχους του Μανώλη Ρασούλη και μουσική του Πέτρου Βαγιόπουλου, κυκλοφόρησε στον ομώνυμο δίσκο του 1986, στον οποίο πέρα απ’ τον Νίκο Παπάζογλου, ο οποίος τραγουδούσε μόνο αυτό το κομμάτι, συμμετείχαν η Γλυκερία, ο Λεωνίδας Βελής και η Χριστίνα Μαραγκόζη.

Σύντομα όμως, παρότι δεν ανήκε στην επίσημη δική του δισκογραφία, εξελίχθηκε σε μεγάλο σουξέ των ζωντανών εμφανίσεών του και έτσι ζήτησε από τον Ρασούλη να το συμπεριλάβει σε έναν live δίσκο που ετοίμαζε. Ο Ρασούλης δεν υπήρχε περίπτωση να αρνηθεί και έτσι η εκτέλεση που όλοι γνωρίζουμε, μάς έρχεται από το άλμπουμ Επιτόπιος Ηχογράφησις Στο Θέατρο Λυκαβηττού – 30 Σεπτεμβρίου 1991.

Στη ρωγμή του χρόνου

Σε μουσική του Νίκου Ξυδάκη και στίχους του Μανώλη Ρασούλη (πώς κι έτσι), αυτό το κομμάτι μπήκε στον δεύτερο προσωπικό δίσκο του Παπάζογλου, στο Μέσω Νεφών. Ναι, τα στιχάκια είναι υπέροχα, ναι, μπλέκονται μεταξύ τους μοναδικά, αρμονικά, αλλά δεν είναι μόνο αυτό.

Εδώ ξεχωρίζει η έννοια του χρόνου όπως την αντιλαμβάνεται ο Ρασούλης, ως ένα συνεχές που μπορεί να σπάσει, με σένα να ξεμένεις εκεί, πεσμένος μέσα στη χαραμάδα που άνοιξε κάτω απ’ το πόδια σου, σε ένα σημείο όπου τίποτα δεν προχωρά, αλλά και τίποτα δεν επαναλαμβάνεται. Μοιάζει σαν να είσαι προστατευμένος, κρυμμένος καλά μέσα σε αυτήν την εσοχή, αλλά ποιος θέλει να ζει έτσι;

Η αυθεντική εκτέλεση ανήκει στον Ρασούλη, ο οποίος το τραγούδησε δύο χρόνια νωρίτερα, αλλά ο Παπάζογλου κυριολεκτικά του το «έκλεψε». Ένα από τα πιο classic rock τραγούδια που ερμήνευσε ποτέ, που όμως αρκούσε ο χαρακτηριστικός λυγμός του για να το μετατρέψει σε λαϊκό -τόσο μεγάλος ήταν. Ξεχωρίζουν και οι κιθάρες του Δημήτρη Σταρόβα αλλά και του σπουδαίου και πρόωρα χαμένου, Δημητρού Αραμπατζή.

Μάτια μου

Ο Ορφέας Περίδης, μετά από πολλές απορρίψεις και μια σειρά από “όχι” των δισκογραφικών εταιρειών, αποφάσισε να συναντήσει τον Νίκο Παπάζογλου και να του δώσει μία κασέτα με έξι τραγούδια του. Σχεδόν δυο μήνες μετά εκείνος θα του τηλεφωνήσει και θα τον ενημερώσει ότι στα Σύνεργα, το νέο άλμπουμ που ετοίμαζε, τα τραγούδια Μάτια μου και Φεύγω, θα έβρισκαν τη θέση τους ανάμεσα στα υπόλοιπα κομμάτια. Όχι όμως και το Κάτι μου κρύβεις, ούτε Η Φωτοβολίδα.

Όπως θα θυμηθεί χρόνια αργότερα σε συνέντευξή του ο Περίδης, ο Παπάζογλου του είπε «αυτά θα τα πεις εσύ», θεωρώντας πολύ άδικο να πάρει από έναν νέο δημιουργό τα καλύτερα κομμάτια του, αυτά που πίστευε ότι θα του άνοιγαν τον δρόμο. Και πράγματι είχε δίκιο.

«Ήταν πολύ γενναιόδωρος», θα θυμηθεί ο Ορφέας Περίδης.

Άστρο του Πρωινού

Μία διασκευή του Θανάση Παπακωνσταντίνου πάνω σε ένα τραγούδι των Ινδιάνων Paunnee της Βόρειας Αμερικής, μεταφρασμένο από τον Άρη Δικταίο, και το οποίο ερμηνεύει ο Νίκος Παπάζογλου στον δίσκο του πρώτου με τίτλο Αγρύπνια.

Το τραγούδι αυτό ο Παπακωνσταντίνου το είχε κυκλοφορήσει πρώτη φορά το 1995 στο άλμπουμ του Στην Ανδρομέδα Και Στη Γη. Εδώ, πειραγμένο από τον Μπάμπη Παπαδόπουλο, και με μια πιο blues διάθεση, ο Νίκος Παπάζογλου το κάνει δικό του.

Αχ Ελλάδα σ’ αγαπώ

Δημιουργοί του ιστορικού τραγουδιού, ο Μανώλης Ρασούλης και η Βάσω Αλλαγιάννη.

Η Βάσω Αλλαγιάννη συνδημιουργός του τραγουδιού μαζί με τον Μανώλη Ρασούλη, διηγήθηκε σε συνέντευξή της στο περιοδικό Δίφωνο τον Μάρτιος του 2002:

«Τον Μανώλη μου τον γνώρισε ο Μάνος πριν ακόμη απ’ την Εκδίκηση της Γυφτιάς. Μου έμαθε πολλά πράγματα και του έμαθα επίσης πολλά.  Μια από τις κορυφαίες στιγμές μας αποτυπώνεται στο Αχ Ελλάδα σ’ αγαπώ. Το γράψαμε στην Κρήτη, περπατώντας στο δρόμο, φράση φράση, κατεβαίνοντας για τον Πλακιά με τα πόδια, έχοντας χάσει πριν από λίγο το λεωφορείο. Ήταν ένας διάλογος. Μια μελωδική φράση εγώ, ένα στίχο εκείνος».

Στιγμές

Το τελευταίο τραγούδι απ’ τον τελευταίο studio δίσκο του Νίκου Παπάζογλου. Αρχικά γράφτηκε για την ταινία της Ελένης Αλεξανδράκη, Η Νοσταλγός, για τη μουσική της οποίας ο ίδιος θα κερδίσει το βραβείο Μουσικής στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Στη συνέχεια θα το συμπεριλάβει στο άλμπουμ Μά ‘ισσα Σελήνη -κατά διαβολική σύμπτωση κυκλοφόρησε την ίδια μέρα που πήρε και το βραβείο.

Οι στίχοι είναι της Πολυξένης Βελένη και για να τους συμπεριλάβει στην πρώτη του δουλειά μετά από δέκα χρόνια, φαίνεται ότι ικανοποιούσαν την ιδιότυπη «προϋπόθεση» που είχε θέσει στον εαυτό του. Όπως είχε εξηγήσει στην παρουσίαση εκείνου του δίσκου το 2005, σε ένα παραδοσιακό καφενείο στην Πλάκα: «Αν δεν είναι κάτι που μου ζεσταίνει την ψυχή, που λέω μέσα μου “αχ, να το είχα γράψει εγώ”, δεν καταπιάνομαι με το τραγούδι».