ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Βιβλία απέναντι από του Ψυρρή

To ΟΝΕΜΑΝ μπαίνει μέσα σε ένα από τα μαγαζιά που “περιγράφουν” την κοινότοπη Αθήνα.

Το Oneman δίνει για μια μέρα το τιμόνι στο AD&PR Lab του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών. Το κείμενο που θα διαβάσεις παρακάτω αποτελεί μέρος μίας ενέργειας κατά την οποία πάνω από 40 φοιτητές του AD&PR Lab πρότειναν, έγραψαν και δημοσιεύουν το δικό τους κείμενο στο Oneman. Μπορείς να διαβάσεις όλα τα κείμενα των φοιτητών στο microsite που δημιουργήσαμε για την ενέργεια.

Διασχίζοντας την Ερμού στο ύψος του Ψυρρή, βρέθηκα σε ένα από εκείνα τα στενά της παλιάς Αθήνας που αντιστέκονται στην ομοιομορφία και οδηγούν στον Ναό του Ηφαίστου. Εκείνες τις κούτες με τις ταινίες των 0,50 ευρώ σε φακέλους περιοδικών και εφημερίδων, τις θεωρούσα αφομοιωμένες στην αρχιτεκτονική του δρόμου, ενώ πίστευα ότι φύτρωναν ορφανές γύρω στις έξι το ξημέρωμα και πριν βραδιάσει κινούσαν νομαδικά για την αποθήκη κάποιου διαμερίσματος.

Το βλέμμα μου έφτανε μέχρι τα μισοσκουριασμένα ρολά ασφαλείας, τα έτοιμα να παραδοθούν αποκαμωμένα στην πατίνα του χρόνου και στο βάρος των υδροδιαλυτών καθαριστικών τους. Έξω από το μαγαζί που κάθε μέρα προσπερνιόταν, που κάθε μέρα εξασθενούσε και εισχωρούσε όλο και βαθύτερα στο περίγραμμα του δρόμου, τρεις μαδιμένες καρέκλες με τους ίδιους, κάθε μέρα, άνδρες. Μικροπωλητές, σκεφτόμουν, που αδιαφορούσαν για τη ρεκλάμα όταν έπαιζαν τάβλι ή έπιαναν μια σοβαρή κουβέντα.

Όταν ο Ιάσονας έκανε να προσπεράσει τα τραπέζια με τα σιντι, νόμισα πως κοντοστάθηκε, πώς κάτι έψαχνε στις τσέπες του, πως έχασε τον δρόμο. Μόλις πέρασε κάτω από τα ρολά, αισθάνθηκα ότι διέρηξε κάποιο νοικοκυριό. Ακολουθώντας τον, αντιλήφθηκα πόσο λάθος είχα κάνει σχετικά με τους άνδρες στις μαδιμένες καρέκλες. Όχι μόνον δεν ήταν μικροπωλητές, αλλά ήταν επιχειρηματίες με μια επιχείρηση που θα ζήλευα εάν δεν είχα παραδοθεί ενοχικά στους ρυθμούς ενός εκσυγχρονισμένου βιοπορισμού.

Διστάζω να περιγράψω αυτό που είδα. Βουνά από βιβλία διαφορετικών γενιών. Σαν οικογενειακή βιβλιοθήκη που λύθηκε εξαιτίας κάποιου σεισμού. Βιβλιοθήκη δέκα γεννεών. Λες και βρεθήκαμε στις δικτατορικές αποθήκες, εκεί που φυλούσαν όλους τους απαγορευμένους και κατεσχημένους τόμους της αλήθειας της ανθρωπότητας. Ένας χώρος με απίστευτο βάθος, που θύμιζε διάδρομο μάλλον, παρά εμπορικό χώρο με ρεύμα και νοίκι και ό,τι άλλο δίνει υπόσταση στην θεωρία των συναλλαγών.

Στοίβες από λευκές και κίτρινες σελίδες γεμάτες αφιερώσεις και λόγια ουσίας για ανθρώπους που για κάποιον, είχαν σημασία. Γενιές γενεθλίων, χριστουγέννων, πασχαλινών συνοδευτικών των λαμπάδων και των λουστρινένιων παπουτσιών, σεβασμού, εκτίμησης και αυθορμητισμού, γηρασμένες μα ακούραστες μέσα σε εκείνο τον θάλαμο, έμοιαζαν να μην περιμένουν κανέναν πια.

 

Αποπροσανατολισμένα άρθρα εφημερίδων που έχασαν την μισή τους λάμψη μαζί με την έκλειψη όσων τα φύλαγαν, δεμένα με σπάγγους ανά χρονολογία, τίτλο, θέμα και ούτω καθεξής είχαν σκαρφαλώσει σε δυο τρεις ξύλινες καταπακτές, χωρικές εφευρέσεις. Δεν υπήρχε τίποτε το καινοτόμο στους δαιδαλώδεις όγκους. Τριγύζοντας τα εγγράμματα υψόμετρα με το μάτι, αισθάνθηκα σαν παιδί που ψάχνει κάτι χαμένο και σημαντικό ανάμεσα στα ράφια του σαλονιού του. Τίποτε δεν ήταν άγνωστο, τίποτε δεν ήταν πρωτοπόρο. Θόρυβοι μόνο, που σκίαζαν το αντικείμενο της αναζήτησης. Τα Μαθηματικά της τρίτης γυμνασίου, η Μπριτάνικα από τις οικονομίες του παππού, ο Ριζοσπάστης της γιαγιάς, η “Εισαγωγή στην Ορθοδοντική” του θείου, ο Στρανισλάφσκι του Γιώργου, ο Ταχτσής της Δάφνης. Τα “απαραίτητα” κάθε ελληνικού νοικοκυριού, αναμνήσεις δράσεων, επιδράσεων και αντιδράσεων και χνότα αναπνοών που πυροδότησαν κράσεις. Αποτυπώματα επαναστάσεων, από ανθρώπους κεκαλυμμένους από ηλικία και οικειότητα. Μαρτυρίες υπομονής και επιμονής.

 

Οπλοστάσιο έτοιμο να συγχωρέσει όσους απογαλακτίστηκαν από οικεία περιγράμματα και να καθησυχάσει όσους τα στερήθηκαν, επέστρεψε εκείνο το μεσημέρι το Γλυκό πουλί της νιότης σε έναν λογιστή που δεν έγινε σκηνοθέτης, παρέλαβε τους τόμους 12 έως 14 της Δομής από τον νέο ιδιοκτήτη του διαμερίσματος της οδόυ Κυδαθηναίων και χάρισε τα Στρατηγού Μακρυγιάννη απομνημονεύματα σε έναν Γερμανό φοιτητή Ιστορίας. Δεν ήταν τα εμπορεύματα που μου τράβηξαν την προσοχή. Ποιος άλλωστε αφουγκράζεται ενσυνείδητα το απάυγασμα της οικογενειακής του εμπειρίας; Ποιος στέκεται για να επεξεργαστεί τις προεκτάσεις και τις ρίζες των κινήσεών του; Την κυτταρική του κατασκευή; Αυτό που αντήχησε γύρω από τις σοδειές κοινοτοπίας και σύγχρονης ελληνικής ιστορίας δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά η ανάγκη για επιστροφή στο τετριμμένο. Ο φόβος που τρέχει να βηματίσει πάνω σε ασφαλή και περιγεγραμμένα χνάρια και κόβει χειρόγραφες αποδείξεις σε ένα από τα παρεξηγημένα στενά, γύρω από την Ακρόπολη.

Από περιέργεια, έβαλα έναν από τους άνδρες να μου φέρει κάποια τεύχη που με ενδιέφεραν. Τα χέρια του βγήκαν μαύρα από την αναζήτηση, αφού βυθίστηκε στα άπατα του βασιλείου του. Δεν πήρα τίποτα. Τα βιβλία άλλωστε, ήταν ριζωμένα. Όχι στο μαγαζί. Μα στις βιβλιοθήκες εκείνες που λύθηκαν μια μέρα, από θάνατο, από αδιαφορία ή από ανάγκη. Τα βιβλία ήταν ριζωμένα. Και δεν περίμεναν πια κανέναν.