ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Ωμός ρεαλισμός. Η τάση του νέου σινεμά;

Είναι κι εκείνες οι ταινίες που σε πιάνουν απροετοίμαστο. Είναι ταινίες πρόκλησης και διχασμού. Ίσως από τις λίγες ταινίες που δε γυρίστηκαν μόνο για να τις δούμε αλλά για να μας δουν κι εκείνες. Πώς αντιδρούμε, πώς σκεφτόμαστε, πώς.. πώς.. πώς.

Το Oneman δίνει για μια μέρα το τιμόνι στο AD&PR Lab του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών. Το κείμενο που θα διαβάσεις παρακάτω αποτελεί μέρος μίας ενέργειας κατά την οποία πάνω από 40 φοιτητές του AD&PR Lab πρότειναν, έγραψαν και δημοσιεύουν το δικό τους κείμενο στο Oneman. Μπορείς να διαβάσεις όλα τα κείμενα των φοιτητών στο microsite που δημιουργήσαμε για την ενέργεια.

Από το «Σπιρτόκουτο» του 2003 μέχρι τη σημερινή «Miss Violence» το ελληνικό σινεμά ήταν μια αλληλουχία σύντομων, παράξενων τίτλων, που δεν βγάζουν νόημα: «Κυνόδοντας», «Μαχαιροβγάλτης», «Αλπεις» είναι μόνο μερικοί απ’ αυτούς . Ηχούν σαν αντίλαλος του κατακερματισμένου, ή και κωδικοποιημένου λόγου της εποχής μας. Είναι εκείνο το “weird Greek cinema” η τάση της δεκαετίας, ίσως λόγω της κρίσης των καιρών ίσως λόγω της κρίσης του σινεμα, καθώς και της μεγάλης ανάγκης για ελευθερία της έκφρασης χωρίς όρια, χωρίς φραγμούς και «δηθενιές».

Ο σύγχρονος ελληνικός κινηματογράφος χαρακτηρίζεται από την παθογένεια της ελληνικής οικογένειας και την σύστολη χρήση βίας. Σε μια πρόχειρη αποτίμηση της δεκαετίας θα ταίριαζε ο μακροσκελής τίτλος: Μικρές ελληνικές ιστορίες για ένα κλουβί. Εχει ενδιαφέρον πώς (τολμούν και) περιγράφουν οι σκηνοθέτες μας το σύγχρονο ελληνικό σπίτι.

Όταν αποφάσισα να γράψω αυτό το άρθρο, δεν ήξερα τι ακριβώς ήθελα να δείξω στον αναγνώστη. Στην αρχή με δίχασε. Ίσως η περιέργεια που έχω για τις πιο ψαγμένες, εναλλακτικές ταινίες , εκείνες που άλλους κολακεύουν και άλλους αποστρέφουν με το ωμό τους παίξιμο. Η αλήθεια είναι ότι χρειάζεται κανείς γερό στομάχι σε πολλές απ’ αυτές χωρίς να πατήσει το στοπ είτε αηδιασμένος απ’ αυτά που βλέπει είτε κουρασμένος απ’ το παρατράβηγμά τους. Στην πραγματικότητα όμως οι «ανώμαλες» σκηνές που διαδραματίζονται στη κάθε ιστορία είναι ρεαλιστικές, παρόλο που έρχονται σε ρήξη με πολλούς συντηρητικούς της εποχής. Καλύτερα θα ήταν να αντιμετωπίσουμε τις ταινίες αυτές ως ηθογραφικές.

Ας αρχίσουμε με το αγαπημένο σε όλους εμάς τους σινεφίλ

Σπιρτόκουτο (2003)

 

Ο Γιάννης Οικονομίδης κινείται στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας, σε εργατικές και μικροαστικές περιοχές γύρω από το κέντρο της Αθήνας. Ο Οικονομίδης κλείνει τους ήρωές του σ’ ένα μικροαστό σπίτι και τους βάζει να τρακώνονται. Όλοι με όλους, για οποιονδήποτε λόγο και αφορμή. Έτσι απλά, μια βαρετή μέρα του Αυγούστου στο Κορυδαλλό. Η απίθανη σκηνοθεσία με τα εκατέρωθεν ουρλιαχτά και ακατάπαυστα μπινελίκια, τις σπόντες και τη προσωπική προσβολή, η φιγούρα και τέλος η απόλυτη ασυνεννοησία, φτάνει στο απώγειο του χαμένου «πολιτισμένου» διαλόγου. Απόλυτα ανθρωποκεντρικό έργο που περιγράφει τον κλασσικό, λαϊκό Έλληνα που ζει μέσα στη μιζέρια του. Η απόγνωση και η προδοσία σε όλο της το μεγαλείο. Είναι από εκείνες τις ταινίες που σίγουρα θα ενοχλήσει κάποιους.

Κυνόδοντας (2009)

 

Στον «Κυνόδοντα», που μοιάζει με φάρσα, ο Γιώργος Λάνθιμος αφηγείται ένα παράξενο οικογενειοκρατικό δράμα, στα δεσμά της χειραγώγησης, για να περιγράψει μια φυλακή. Ενας ψηλός φράχτης προστατεύει τα παιδιά από τον έξω κόσμο. Πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτό το κλουβί ο χώρος και κυρίως οι λέξεις που αντιστοιχούν σε λάθος έννοιες ή αντικείμενα. Ο χρόνος είναι κενή λέξη, η ενηλικίωση μια παράλογη και περιπέτεια για τα παιδιά αυτού του σουρεαλιστικού «σκυλοτροφείου». Μια διαδικασία (παρα)μόρφωσης του αρρωστημένου πατέρα. Βίαιη, παρανοϊκή, άρρωστη,πρωτόγονη, κοινώς ενδιαφέρουσα! Μεταξύ μας, θυμάμαι πόσο πολύ τα’ χαν παίξει οι πιο πολλοί θεατές στο τέλος. Μήπως όμως, ακόμα κι αυτό, είναι αποτέλεσμα ότι ζούμε στη κοινωνία του «κυνόδοντα», όπου τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται…;

Μαχαιροβγάλτης (2010)

 

Σ’ αυτό το εργο για άλλη μια φορά ο Γ. Οικονομίδης, διαδραματίζει  την κάθοδο του αντι-ήρωα Νίκου από το επαρχιώτικο, μουντο περιβάλλον της Πτολεμαϊδας, στο άστυ των ευκαιριών. Οι αρχές της νεοελληνικής οικογένειας αποδομούνται πλήρως. Πίσω από κάθε σωστό οικογενειάρχη κρύβεται μια σαθρή προσωπικότητα, ένα ζώο έτοιμο να κάνει τα πάντα για να ικανοποιηθεί, για να νιωσει την εξουσία στα χέρια του. Η καταπίεση, ο καθωσπρεπισμός, η ηθικη και η αποχαύνωση του σύγχρονου Έλληνα είναι μερικά απ’ τα θέματα που θίγονται στο έργο. Η αγαπημένη θεματική του, η βία της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας είναι διάχυτη σε όλο το έργο. Προτείνω ανεπιφύλακτα να το (ξανα)δείτε.

Άλπεις (2011)

 

Ο Λάνθιμος βγάζει την κάμερα έξω από τον απομονωμένο μικρόκοσμο του “Κυνόδοντα” για να ανακαλύψει ένα σκοτεινότερο, πιο απάνθρωπο σύμπαν ανθρώπων χωρίς ονόματα, μιας πόλης χωρίς ταυτότητα και μιας δανεικής ζωής. Στις «Αλπεις» τέσσερις άνθρωποι που αυτοονομάζονται Αλπεις, παριστάνουν κάποιους άλλους. Οχι κάποιους άλλους τυχαίους αλλά πεθαμένους. Τα μέλη των Αλπεων προσλαμβάνονται από συγγενείς, φίλους ή συντρόφους πεθαμένων για να «πάρουν την θέση» αυτών που έφυγαν. Τι γίνεται όμως όταν δεν υπακούς στους κανόνες?  Σκηνοθετικά τολμηρός, αποστασιοποιημένος και χιουμορίστας, συνεχίζει την τολμηρή κινηματογραφική του διαδρομή. Οι Άλπεις απευθύνονται στο σκεπτόμενο θεατή που δεν αρκείται σε προβλέψεις και συμβάσεις.

Miss Violence (2013)

 

Υποβλητική, υπαινικτική, νοσηρή ατμόσφαιρα. Κινηματογράφηση που απειλεί, τσιτώνει, καθηλώνει.  H υπόθεση του έργου εκφράζει την ενδο-οικογενειακή βία, σε συνδυασμό με τις τρέχουσες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν στη σύγχρονη Ελλάδα. Η ταινία αφηγείται την ιστορία μιας μεσοαστικής οικογένειας, όπου ο πατέρας -μετά την αναπάντεχη αυτοκτονία της δεύτερης κόρης του την ημέρα των 11ων γενεθλίων της- κρατάει τα ηνία με σθένος, αποφασιστικότητα και σιδερένια πυγμή. Αυτή είναι η πρώτη εντύπωση για το θεατή, καθώς όμως το σενάριο εκτυλίσσεται ο Αβρανάς παρουσιάζει σταδιακά το φοβερό μυστικό που κρύβει η φαινομενικά αγγελική φυσιογνωμία του ηθοποιού Θέμη Πάνου, που τελικά υποδύεται έναν κτηνώδη εξουσιαστή.

Είδαμε, λοιπόν, ότι υπάρχει ένα είδος ελληνικών ταινιών με ιδιαίτερο «χύμα» στυλ και παρακμιακά σκηνικά. Το πιθανότερο είναι πως αυτή τους η υπερβολή και η θέληση μας να συμμετέχουμε στο δράμα, στην όλη παράνοια που τους περιτριγυρίζει είναι μάλλον αυτή που κερδίζει το θεατή. Γενικά, στα έργα αυτά υπάρχουν πολλές σκηνές που η δραματουργία έβγαζε γέλιο. Φαινομενικά, οι πιο πολλές μοιάζουν με ταινίες του χαβαλέ.. αν και… το λιγότερο που τις αφορά, είναι μάλλον ο χαβαλές. Δεν ξέρω αν κάποιοι αμφιβάλουν για το ρεαλισμό των χαρακτήρων, όμως οι όλες καταστάσεις και οι αντιδράσεις είναι πέρα για πέρα πραγματικές και πολλοί από εμάς ζουν σε τέτοια παρακμή. Χωρίς προκαταλήψεις και φόβο για το καινούργιο, ή μάλλον το αληθινό ας δούμε και με άλλη ματιά την απόλυτα εναλλακτική και κουλτούρα στη τέχνη.