AP Photo/David J. Phillip
PROFILE

O Mike Krzyzewski ήξερε πάντα να φεύγει τη σωστή στιγμή

Ο θρυλικός Coach K είπε αντίο στο κολλεγιακό μπάσκετ μετά από 42 χρόνια στον πάγκο του Duke.

Παιδικοί του φίλοι, είχαν μιλήσει στο ESPN για τον θρύλο του παγκοσμίου μπάσκετ. Που όσο να ‘ναι, όταν βλέπεις τι έχει καταφέρει στην καριέρα του, τον λες και ξεχωριστή περίπτωση. Μετά σκέφτεσαι ότι δεν υπάρχει κάποιος που να έχει μεγαλουργήσει και να μην είχε τις διαταραχούλες του και υποθέτεις πως ο Mike Krzyzewski (δεν θέλω να σε σοκάρω, αλλά προφέρεται ως Μάικ Σουζέφσκι -το πρώτο σίγμα είναι παχύ) δεν ήταν η εξαίρεση του κανόνα.

Σύμφωνα με τους ανθρώπους που μεγάλωσαν μαζί του «δεν πλησιάζει καν στην εικόνα που έχει ο κόσμος για αυτόν». Ενίοτε δεν έχει σχέση και με αυτό που πιστεύει ο ίδιος πως είναι. Παράδειγμα; «Πιστεύει ότι είναι καλός χορευτής. Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορεί να χορέψει, να κάνει τα πάντα». Πιστεύει και ότι δεν είναι νευρικός οδηγός «αλλά δεν προλαβαίνει να ανάψει το φανάρι και έχει ήδη πατήσει την κόρνα, για να ξεκινήσει ο μπροστινός του».

Oι φίλοι του επιβεβαιώνουν πως ο “Μickey” όντως πιστεύει στον Θεό -όπως έχει πει. «Πιστεύω πως κάποιος είναι πιστός, στις καλές και τις κακές ημέρες. Δεν έχει σημασία να πηγαίνεις στην εκκλησία. Ζεις με την πίστη κάθε μέρα. Και δεν υπήρχε μέρα ή δευτερόλεπτο που να αμφισβήτησα την ύπαρξη του».

Από όταν ήταν παιδί, τα σπορ ήταν πάντα για εκείνον και για τους συνομηλίκους του -επίσης παιδιά Πολωνών μεταναστών που ζούσαν στη βόρεια πλευρά του Σικάγο. Ήταν και ό,τι πιο αδιάφορο υπήρχε για τους γονείς τους, που έπρεπε να δουλεύουν όλη μέρα για να ζήσουν. Ο πατέρας του Mike ήταν χειριστής ανελκυστήρων (παλιά δεν πατούσε όποιος ήθελε το κουμπί), πριν αποκτήσει μπαρ.

Η μητέρα του, Emily ήταν βραδινή καθαρίστρια σε ένα γυμναστήριο. Προφανώς και δεν υπήρχαν λεφτά, για να στείλουν τα παιδία τους (ο Mike έχει έναν αδελφό, τον Bill) σε αθλοπαιδιές -ή για να του αγοράσουν αθλητικά παπούτσια και ρούχα. Επίσης, το σχολείο του (καθολικό, αρρένων) δεν είχε καν γυμναστήριο. Οπότε εκείνος ξέδινε με την παρέα του. Ώσπου αποφάσισε να φτιάξει μια ομάδα μπάσκετ. Ήταν παίκτης και προπονητής. «Δεν ήταν κάτι το ξεχωριστό». Ούτε ως παίκτης (ομάδας με παιδιά από την εκκλησία και άλλα που κυρίως ασχολούνταν με το baseball), μηδέ ως προπονητής.

Τα παιδιά αυτά είχαν και ένα άλλο κοινό ενδιαφέρον: το pro wrestling. Έβλεπαν τους εαυτούς τους στους παλαιστές, να κερδίζουν στα ρινγκ και να παίρνουν ζώνες. Μαζί με ένα φίλο του έφτιαξαν τους Flying Fortresses και προκάλεσαν δυο άλλα παιδιά που ήθελαν επίσης, να κάνουν σχετική καριέρα. «Είχαμε φτιάξει και ζώνες». Όταν είχε ζέστη, έπαιρναν τις πετσέτες τους, τις φορούσαν σαν τουρμπάνι (έλεγαν πως είναι σεΐχηδες) και πήγαιναν για μια βουτιά στη λίμνη της περιοχής.

Η μοναδική του απόλαυση, ήταν ένας καφές

Στο σχολείο ήταν μελετηρός, έπαιρνε καλούς βαθμούς και τον συμπαθούσαν όλοι. Οι φίλοι του είχαν τονίσει ότι μεταξύ των λόγων που τρέφουν απεριόριστο σεβασμό για εκείνον είναι ότι δεν άλλαξε ως άνθρωπος. Επίσης, δεν άλλαξε το όνομα του. Κάτι που είχε κάνει ο πατέρας του (κυκλοφορούσε ως Bill Cross, για να σωθεί από τις διακρίσεις). Ήταν αυστηρός και απόμακρος και περίμενε από το παιδί του και τους φίλους του, να έχουν κόσμια συμπεριφορά. Η μοναδική του απόλαυση ήταν ο δυνατός καφές. Επειδή η σύζυγος του δεν τον πετύχαινε, τον έπινε έξω από το σπίτι. Είχε και πολύ έντονα μαύρα μαλλιά και όσο και αν περνούσαν τα χρόνια, γκρι τρίχα δεν έβγαινε.

«Οι γονείς του δεν είχαν σπουδάσει κάτι, αλλά ήταν πολύ έξυπνοι. Την πρώτη φορά που πήγαμε στο γυμνάσιο, η μητέρα του μας είχε πει να προσέξουμε να μην μπούμε σε λάθος λεωφορείο. Όταν ο Mike της είπε πως δεν είναι τόσο χαζός, του απάντησε “εννοώ να διασφαλίσεις πως θα μπεις στο σωστό λεωφορείο στη δουλειά σου και ότι πάντα θα έχεις δίπλα σου καλούς ανθρώπους».

Εκεί όπου μεγάλωσε, την εποχή που μεγάλωσε, δεν ήταν σύνηθες τα παιδιά να αφήνουν τα σπίτια τους για να πάνε σε κολέγιο -πολύ περισσότερο σε στρατιωτικό κολέγιο. Και αν ο ίδιος δεν ήταν σίγουρος πως η απόφαση αυτή ήταν η σωστή, ήταν οι γονείς του. Είχαν κρίνει πως είχε παρουσιαστεί στο γιο τους μια ευκαιρία (από το West Point, όπου έπαιξε μπάσκετ υπό τις οδηγίες του Bob Knight και διετέλεσε αρχηγός της ομάδας) που δεν μπορούσε να προσπεράσει. Που του διασφάλιζε μια πιο εύκολη ζωή και πολλές επαφές.

Ο πόλεμος του Βιετνάμ ήταν στο πικ του και οι έφηβοι είχαν εγκλωβιστεί μεταξύ της πραγματικότητας και των ερωτήσεων που είχαν, αλλά ουδείς απαντούσε.

«Ναι, μετέπειτα στη ζωή του είχε τεράστια αυτοπεποίθηση και όλες τις απαντήσεις. Στοιχεία που δεν διέθετε στην εφηβεία». Χρειαζόταν κάποιον μέντορα. Και στήριξη. Ή ένα αυτί πρόθυμο να τον ακούσει. Αυτός ήταν ο Πατέρας Francis Rog. Ο καθηγητής τριγωνομετρίας στο σχολείο του Μike και αρχιεπίσκοπος της περιοχής, ήταν απαιτητικός, αλλά είχε και έναν τρόπο να θέλει να κάνει τα παιδιά να γίνουν καλύτερα. Πίεζε τους μαθητές του, αλλά τους επέτρεπε και να εκφράζονται -να κάνουν και φάρσες.

Η τάξη του Krzyzewski επιχείρησε να τον κερδίσει, αφήνοντας ένα μήλο στην έδρα του. Στο τέλος του μαθήματος, ενημέρωσε ότι θα χρειαζόταν να γίνει μια καλύτερη προσπάθεια. Την επομένη είχε έναν λαχανόκηπο πάνω στο γραφείο. Ο Mike συνήθιζε να του διατυπώνει τις απορίες που είχε, μετά το τέλος της σχολικής ημέρας. Οι δυο τους συναντιόνταν σε ένα καφέ. Και μιλούσαν. Έτσι έμαθε ο μετέπειτα θρύλος πώς να γίνεται μέντορας -έτσι έγραψε και δυο σχετικά βιβλία και πληρωνόταν για να μιλάει σε εταιρίες.

Το 1996 έχασε τη μητέρα του (μέχρι την ημέρα που αποσύρθηκε φορούσε το ροζάριο της στην τσέπη του πουκαμίσου -στους αγώνες). Το 2013 τον αδελφό του. Και τις δυο φορές ζήτησε τη βοήθεια του Πατέρα Rog.

Είπε στην μετέπειτα σύζυγο του πως ήταν η τρίτη του επιλογή

Πολύ νωρίτερα, είχε ζητήσει από την Carol Marsh να βγουν σε επίσημο ραντεβού. Έκαναν καιρό παρέα και είχαν πάει σε διάφορες εκδηλώσεις μαζί, αλλά ήταν φίλοι. Στο πρώτο λοιπόν, ραντεβού εκείνος πρότεινε στην όμορφη αεροσυνοδό να πάνε σε αγώνα των Chicago Bears. Η Carol δέχθηκε.

«Όταν ήλθε να με πάρει, μου είπε πως ήμουν η τρίτη του επιλογή. Έγινα έξαλλη. Με το γεγονός, αλλά και με το ότι μου το είπε. Τι ήθελε να κερδίσει; Αλλά μετά θυμήθηκα πως πάντα έλεγε και όσα δεν έπρεπε να πει». Παντρεύτηκαν στο εκκλησάκι του πανεπιστημίου του. Από τις πρώτες ημέρες της συμβίωσης, η Carol ξέχασε το τραπέζι της κουζίνας.

«Ήταν γεμάτο με τα χαρτιά του. Τρώγαμε στον πάγκο». Κάτι που δεν άλλαξε όταν απέκτησαν παιδιά και εγγόνια. Επίσης, η τηλεόραση δεν υπήρχε για τη διασκέδαση της οικογενείας, αλλά για να βλέπει αγώνες ο σύζυγος της. «Δεν ήθελε να είναι μόνος του. Ενώ έκανε ό,τι ήθελε, ήθελε να είναι και όπου ήμουν εγώ».

Τη ρώτησαν ποιο ήταν το κίνητρο του ανθρώπου της; Να είναι ο καλύτερος; «Να νικά και να πανηγυρίζει επιτυχίες, όχι όμως γιατί θέλει να τον αγαπούν και να τον αποθεώνουν. Από όταν ήταν παιδί πίστευε πως όταν παίζεις ένα παιχνίδι, διαλέγεις ομάδα και μετά προσπαθείς να νικήσεις».

Όταν αποφοίτησε, δούλεψε στον στρατό (1969 έως 1974). Αποστρατεύτηκε το 1974, ως captain και άρχισε να δουλεύει ως βοηθός κόουτς -του Knight- στους Indiana Hoosiers, γιατί του άρεσε το μπάσκετ. Μπορείς να φανταστείς τι έγινε με τη δημοσίευση του ονόματος του, στις εφημερίδες -πολύ πριν γίνει ο Coach K.

Μετά μια σεζόν, γύρισε στο πανεπιστήμιο του για να γίνει head coach. Ήταν 28 χρόνων. Έμεινε σε αυτήν τη θέση μια πενταετία. Από τον πρώτο χρόνο αποφάσισε πως αυτό ήταν που ήθελε να κάνει στη ζωή του. Είχε δείξει στο σχολείο και το δρόμο για το National Invitation Tournament, για πρώτη φορά στην ιστορία του.

Το κάλεσμα του Duke

Στις 18/3 του 1980 τον κάλεσαν στο Duke. «Εκεί το μπάσκετ έγινε πάθος. Τότε πίστεψε ότι μπορεί να γίνει αρκετά καλός προπονητής». Παρεμπιπτόντως, το ρεκόρ του στις τρεις πρώτες αγωνιστικές περιόδους ήταν 38-47 και ο κόσμος αποκαλούσε τρελό τον αθλητικό διευθυντή, Tom Butters που τον προσέλαβε.

Από το Duke είπε το «αντίο» στην ενεργό δράση, στις 2/4 του 2022. Το ρεκόρ του ήταν 1.129 νίκες και 309 ήττες. Πήρε πέντε κολεγιακά πρωταθλήματα (1991, 1992, 2001, 2010 και 2015), αναδείχθηκε τρεις φορές καλύτερος προπονητής, πανηγύρισε ουκ ολίγες άλλες επιτυχίες και το 2001 μπήκε στο Naismith Memorial Basketball Hall of Fame -πριν ξαναμπεί το 2010 με την Dream Team.

Ξέχασα να σου πω ότι ως ομοσπονδιακός κόουτς φόρεσε τρία σερί χρυσά Ολυμπιακά μετάλλια, ενώ ήταν ασίσταντ σε άλλα δυο. Γενικά, φορούσε μετάλλια. Ήταν προπονητής της Dream Team, αλλά και της Redeem Team που δημιουργήθηκε μετά την ήττα των ΗΠΑ από την Εθνική Ελλάδος, στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 2006. Το τέλος αυτής της διαδρομής γράφηκε το Φλεβάρη του 2013. Ένα μήνα μετά ανακοινώθηκε πως… θα επιστρέψει έως το 2016.

Στα 42 χρόνια που ήταν στο Duke, προφανώς και τον προσέγγισαν διάφορες ομάδες του ΝΒΑ. Ήταν τουλάχιστον πέντε οι προτάσεις που είχε (μεταξύ τους ήταν οι Celtics και οι Lakers). Και οι προσφορές έφταναν έως στα 15 εκατομμύρια δολάρια το χρόνο. Απέρριψε τα πάντα.

Ο Krzyzewski έχτισε ένα πρόγραμμα που είχε τους παίκτες χαρούμενους (και που θα έλεγες ότι κατέστρεψε εν πολλοίς το κολεγιακό πρόγραμμα) και από ένα σημείο κι έπειτα ήταν ο λόγος που επέλεγαν το Duke τύποι όπως ο Kyrie Irving, o Christian Laettner, o Grand Hill, o Jay Williams, o Zion Williamson, o JJ Redick, o Danny Ferry, o Elton Brand, o Shane Battier, o Jahnil Okafor, o Jabari Parker, o Jayson Tatum, o Carlos Boozer και δεκάδες άλλοι.

Δεν ήταν άγιος. Έβριζε (όχι ακραία, αλλά το έκανε) και πάντα είχε ένα θεματάκι με το να δεχθεί την κριτική που δεν του άρεσε. Επίσης πάντα ζητούσε συγγνώμη, όταν ήταν λάθος.

Σκέψου πως στα χρόνια της καριέρας του στο κολέγιο (όπου δημιούργησε το πλάνο και το σύστημα που είχε συγκεκριμένο στόχο -την επιτυχία και την προετοιμασία των παιδιών για το ΝΒΑ)

  • 68 παίκτες του επιλέχθηκαν στο ΝΒΑ draft.
  • 42 βρήκαν ομάδα στον πρώτο γύρο της διαδικασίας.
  • 28 ήταν lottery pick (δεν υπάρχει κόουτς με περισσότερους).
  • 3 επιλέχθηκαν στο Νο1.
  • 22 παίκτες του παίζουν τη σήμερον ημέρα στο ΝΒΑ.

Από το 2011 έκανε δικό του το ρεκόρ (περισσότερες νίκες στην ιστορία) που κρατούσε ο Knight και έφτιαξε κάτι που δύσκολα θα καταφέρει να πάρει άλλος. Ο πρώτος κόουτς που πανηγύρισε 1000 νίκες, δεν άφησε κάποια ιστορική επίδοση που να μην κάνει δική του. Όταν ο 75χρονος θρύλος διαπίστωσε πως τα είχε κατακτήσει όλα, αποφάσισε ότι είχε έλθει η ώρα να πει το αντίο. Συζήτησε με την οικογένεια του (για κανα μήνα) και όταν πια ήταν σίγουρος, ανακοίνωσε τα καθέκαστα και στο Duke, εγκαίρως ώστε να δοθεί αλλού η εντολή επιλογής της επόμενης τάξης παικτών. Αυτός ο άλλος είναι ο επί χρόνια βοηθός του, Jon Scheyer.

«Για δεκαετίες προσαρμοζόταν διαρκώς στα νέα δεδομένα. Επανεφεύρισκε τον εαυτό του συνεχώς. Αυτό τον έκανε να ξεχωρίζει και να ξέρει πότε να φύγει», κατέληξε ο γαμπρός του και πρώην βοηθός του, Chris Spatola.