ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ/EUROKINISSI
ΜΟΥΣΙΚΗ

3 μεγάλα τραγούδια που ο Τόλης Βοσκόπουλος έγραψε για άλλους

Κι όμως το Αγόρι μου της Τζένη Βάνου είναι γραμμένο απ' τον Τόλη Βοσκόπουλο.

Δεν ήταν απλά ένας μεγάλος τραγουδιστής, ενστικτώδης, με δικό του χρώμα και ύφος, που κατάφερε να ορίσει μία γενιά με το ιδιαίτερο πάντρεμα λαϊκού-ελαφρού που τον χαρακτήρισε, με το στήσιμό του πάνω στην πίστα, με τους δίσκους και τις μεγάλες επιτυχίες του. Ήταν κι ένας σπουδαίος δημιουργός, που πάτησε -κυρίως- πάνω στις δικές του συνθετικές ικανότητες για να αναδειχθεί. Και που από το πλεόνασμα των τραγουδιών που γεννούσε το ταλέντο του, δεν σταμάτησε ποτέ να δίνει και σε άλλους καλλιτέχνες, συνήθως φίλους του.

Από τον Γιάννη Καλατζή και την Καίτη Γκρέι μέχρι τη Δούκισσα, τη Μαρινέλλα και τον Άγγελο Διονυσίου, όλοι είχαν από μερικά τραγούδια του Τόλη Βοσκόπουλου στο ρεπερτόριο τους. Τραγούδια που τους έδωσε να τα πουν πρώτοι εκείνοι και που παρά την επιτυχία τους, προτίμησε να μείνουν δικά τους, δεν θέλησε να τα πάρει πίσω με κάποια επανεκτέλεση που ίσως να έριχνε πάνω τους τη βαριά σκιά του. Ήταν γενναιόδωρος και σε αυτό το κομμάτι.

Ακολουθούν τρία από αυτά τα τραγούδια, μεγάλα, αξεπέραστα και σφραγίδες για τους καλλιτέχνες που τα πρωτοείπαν, και για τα οποία ίσως οι περισσότεροι να μη γνωρίζουν ότι βγήκαν απ’ το δικό του μπουζούκι:

1. Τζένη Βάνου – Αγόρι μου

«Ήθελα κάποτε -και να που ήρθε η ώρα- να της πω κι εγώ πόσο την ευχαριστώ. Δεν μου χρωστάει εκείνη τίποτα. Της χρωστάω εγώ που μου έμεινε μέσα στην προίκα μου την καλλιτεχνική να λέω ότι έγραψα τραγούδια και με τραγούδησε η Τζένη Βάνου».

Σε μία συνέντευξή του ο Τόλης Βοσκόπουλος ανταπέδωσε τα καλά λόγια που έλεγε για εκείνον επί δεκαετίες και με κάθε αφορμή η Τζένη Βάνου -και καθόλου τυχαία. Δεν ήταν μόνο το γεγονός ότι της έδωσε ένα πολύ μεγάλο τραγούδι που έγραψε ο ίδιος σε στίχους του Μίμη Θειόπουλου. Ήταν το γεγονός ότι τη βοήθησε να ξανασταθεί στα πόδια της, και επαγγελματικά, αλλά και κυρίως στα προσωπικά της.

Το 1971 η Τζένη Βάνου επέστρεψε απ’ την Αμερική χωρισμένη, με δύο παιδιά, χωρίς δουλειά, χωρίς λεφτά και με την ανάγκη να ξεπληρώνει παράλληλα και τα χρέη του πρώην άντρα της, προκειμένου όπως έλεγε «να μην έχουν τα παιδιά μου πατέρα στη φυλακή». Σε αυτήν τη δύσκολη φάση της ζωής της συνάντησε μια μέρα τον Τόλη Βοσκόπουλο, τυχαία στον δρόμο, και του είπε τι περνούσε. Δεν είχε καν εταιρεία εκείνη την εποχή. Και εκείνος, την πήρε απ’ το χέρι, της έδωσε αυτό το τραγούδι και το Σε παρακαλώ, σήκω και φύγε, πράγμα που τη βοήθησε και μέσα σε όλα τα άλλα, να κάνει και τη στροφή στο λαϊκό τραγούδι που τόσο επιθυμούσε εκείνα τα χρόνια.

2. Στράτος Διονυσίου – Αποκοιμήθηκα

Φίλοι καρδιακοί, ο Τόλης Βοσκόπουλος ήταν ένας από τους λίγους που δεν ξέχασε τον Στράτο μετά την περιπέτειά του με τη φυλακή και ήταν εκείνος που επέμεινε στον επιχειρηματία να τον πάρει μαζί στο κέντρο που τραγουδούσε. Σε συνέντευξή του, έχει πει για το Αποκοιμήθηκα:

«Όταν ξεκινούσαμε να κάνουμε μία από τις πολύ επιτυχημένες δουλειές μας, είχα τη φαεινή ιδέα να βγούμε μαζί, να πρωτοεμφανιστούμε μαζί στη σκηνή. Και σκέφτηκα να του γράψω ένα τραγούδι, να το λέμε μαζί. Αυτό το τραγούδι ήταν η μεγάλη επιτυχία Ξεφυλλίζοντας απόψε τα όνειρά μου ή αλλιώς Αποκοιμήθηκα.

Αυτό το τραγούδι, λοιπόν, δεν ήθελε να το πει, γιατί τον είχαν επηρεάσει κάποιοι φίλοι που είχε και κάνανε εκείνοι την εποχή κολλητή παρέα και ήταν απ’ αυτούς τους φανατικούς του λαϊκού τραγουδιού και δεν μπορούσαν να τον φανταστούν να λέει έτσι ένα πιο ελαφρύ τραγούδι. Όταν, λοιπόν, κάποια στιγμή επέμεινα πολύ και είδε ότι για να επιμένω σημαίνει ότι κάτι έχω διαισθανθεί, δεν άκουσε κανέναν, το είπε και έγινε αυτό το καταπληκτικό τραγούδι που είναι ένα από τα κλασικά τραγούδια του».

3. Μαρινέλλα – Δυο νύχτες

Ίσως πιο γνωστό απ’ το medley του Μητροπάνου, Αλίμονο, το Δυο Νύχτες το τραγούδησε η Μαρινέλλα το 1969, τέσσερα χρόνια προτού παντρευτεί με τον Τόλη Βοσκόπουλο. Ο Δημήτρης Μητροπάνος το συμπεριέλαβε στον τρίτο του προσωπικό δίσκο με τίτλο Λαϊκά ’76 και ο μύθος το θέλει να γίνεται γνωστό κυρίως από τους πειρατικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς της εποχής, καθώς το mainstream ραδιόφωνο αδυνατούσε να το καταλάβει και να το κατατάξει κάπου.