ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ

52 ιστορικά εξώφυλλα του περιοδικού New York

Η επιλογή έγινε με δυσκολία ανάμεσα σε εκατοντάδες που είναι το ένα καλύτερο από το άλλο, με αφορμή τα 52 κεράκια που έσβησε πρόσφατα ένα από τα πιο σημαντικά περιοδικά στον κόσμο.

Το πρώτο τεύχος του περιοδικού New York κυκλοφόρησε πριν από 52 χρόνια και λίγες ημέρες. Σε αυτόν τον κάτι παραπάνω από μισό αιώνα που έχει μεσολαβήσει από τις 8 Απριλίου 1968, έχει κερδίσει δεκάδες βραβεία για τα εξώφυλλα του, τα ρεπορτάζ του, τις συνεντεύξεις του, τις αποκλειστικότητές του, τις φωτογραφίες του, τον σχεδιασμό του.

Δηλαδή για όλα όσα απαρτίζουν τον θαυμαστό, δημιουργικό, δημοσιογραφικό κόσμο ενός από τα καλύτερα, σε όλα τα επίπεδα, περιοδικά στην ιστορία του Τύπου, ενός εμβληματικού τίτλου που ακόμη και σήμερα που η «κρίση του χαρτιού» είναι «παλιά νέα», περισσότεροι από 400 χιλιάδες άνθρωποι αγοράζουν την χάρτινη, τυπωμένη έκδοση του κάθε δύο εβδομάδες, με την αναγνωσιμότητα του να ξεπερνά τα 2 εκατομμύρια.

 

Οι αριθμοί, αν και δικαίως προκαλούν μια κάποια παραζάλη ειδικά σε χώρες τόσο μικρές όσο η Ελλάδα, είναι πολύ μικρότεροι από τα αντίστοιχα στοιχεία των περίπου 20 εκατομμυρίων μοναδικών επισκεπτών και των 70 εκατομμυρίων pageviews μηνιαίως που συγκεντρώνουν τα Vulture (πολιτισμός), Grubstreet (φαγητό), The Cut (μόδα), The Strategist (shopping) και Intelligencer (πολιτική).

Πρόκειται για τις 5 online εκδόσεις που δημιουργήθηκαν έγκαιρα από τα σπλάχνα της παραδοσιακής, της έντυπης, ώστε να ορίσουν τον τόνο του digital δημοσιογραφικού παρόντος χωρίς να απεμπολήσουν το πρεστίζ του χειροπιαστού, χάρτινου παρελθόντος, και όλα μαζί να συνθέσουν ένα εξάπτυχο, πανίσχυρo μιντιακό brand που πορεύεται ολοταχώς, με σιγουριά προς το μέλλον.

«Όταν έγινα διευθυντής, το New York ήταν ακόμη εβδομαδιαίο. Τώρα πια εκδίδουμε ένα περιοδικό κάθε δύο εβδομάδες ενώ έχουμε και έξι εκδόσεις στο δίκτυο, οι οποίες είναι κατά κάποιο τρόπο ‘παιδιά’ του περιοδικού, που μεγάλωσαν, ανεξαρτητοποιήθηκαν, και μετατράπηκαν σε αυτόνομες οντότητες. Η εταιρία είναι πλέον περισσότερο ψηφιακή παρά έντυπη και οι αριθμοί είναι πάρα πολύ -το τονίζω, πάρα πολύ– μεγαλύτεροι ως προς το περιεχόμενο που δημοσιεύουμε όσο και ως προς το κοινό που το διαβάζει», μου είχε πει πριν από τρία χρόνια ο Adam Moss, ένας από τους πιο σημαντικούς δημοσιογράφους και επικεφαλής περιοδικών στην ιστορία του αμερικανικού (άρα και παγκόσμιου) Τύπου.

Στο πόστο του βρίσκεται τώρα πια ο προτεζέ του, David Haskell, μιας και το 2019 το τιμόνι πέρασε στα δικά του χέρια (μια κίνηση που συζητήθηκε πολύ), όμως όλοι, ιδιοκτήτες και υπάλληλοι αλλά και -γιατί όχι;- αναγνώστες πίνουν νερό στο όνομα του Moss, ακριβώς γιατί στα 15 χρόνια της θητείας του υπήρξε και ο ιθύνων νους της ψηφιακής αναγέννησης του brand.

«Αποφασίσαμε να αντιμετωπίσουμε το digital publishing σαν ευκαιρία, όχι σαν πρόβλημα” μου είχε πει, “και είχα την υποστήριξη των ιδιοκτητών. Αποφασίσαμε να αξιοποίησουμε online ολόκληρα κομμάτια του περιοδικού. Σκεφτήκαμε ότι αφού το περιοδικό έχει μια ενότητα για το φαγητό, γιατί να μην ξεκινήσουμε ένα online περιοδικό για το φαγητό; Και το βαφτίσαμε Grub Street. Αφού το New York έχει πολιτικό ρεπορτάζ, γιατί να μην ξεκινήσουμε ένα online περιοδικό για την πολιτική; Έτσι ξεκίνησε το Intelligencer. Από το πολιτιστικό ρεπορτάζ του περιοδικού προέκυψε το Vulture, από τη μόδα το The Cut, κοκ».

Μου είχε πει και άλλα ενδιαφέροντα.

Για την εποχή πριν από τα social media, την οποία ως δημοσιογράφος δεν νοσταλγεί: «Όχι περισσότερο, τουλάχιστον, σε σχέση με το πόσο αναπολώ την εποχή που χρησιμοποιούσαμε γραφομηχανές. Ούτε αυτό μου φαίνεται τόσο παλιά. Τα πράγματα κινούνται γρήγορα μπροστά».

Για το online, περιστασιακό ή μη, αναγνωστικό κοινό: «Οι αναγνώστες έρχονται σε εμάς με πολλούς διαφορετικούς τρόπους και υπάρχουν σίγουρα πολλοί online αναγνώστες, οι οποίοι όχι μόνο δεν έχουν αίσθηση της ιστορικότητας του εντύπου, αλλά μπορεί να μην έχουν επίγνωση για όλες τις συγγενικές ψηφιακές εκδόσεις. Υπάρχει σοβαρή πιθανότητα κάποιος που διαβάζει φανατικά το Vulture να μην μπαίνει καν στο The Cut».

Για την αξία της σοβαρής δημοσιογραφίας στην εποχή της ψηφιακής διάσπασης προσοχής: «Κατά τη γνώμη μου το κοινό που διψάει για σοβαρή δημοσιογραφική δουλειά είναι μεγαλύτερο τώρα. Αποδεικνύεται και από τα στοιχεία: τα longform ρεπορτάζ μας είναι αυτά που φτάνουν σε περισσότερο κόσμο. Με καθαρά οικονομικούς όρους, όμως, παρόλο που το reach ενός τέτοιου ρεπορτάζ είναι μεγαλύτερο, είναι τόσο κοστοβόρα η παραγωγή του, που δεν συμφέρει. Κοστίζει πάρα πολύ για να παραχθεί ένα τέτοιο ρεπορτάζ. Συνεχίζουμε όμως να το κάνουμε γιατί είναι το σωστό και γιατί αυτού του είδους η δημοσιογραφία είναι επικερδής με άλλους, λιγότερο προφανείς τρόπους».

Για το αποτύπωμα των τεχνολογικών εξελίξεων στη δημοσιογραφία: «Για να βρεις το κοινό, πρέπει να πας εκεί που βρίσκεται το κοινό. Όλο αυτό μου φαίνεται ιδιαίτερα ενδιαφέρον. Σε προκαλεί να βρίσκεις τρόπους να παραμένεις δημιουργικός. Η ανταμοιβή είναι τεράστια. Κάτι που θα εκδώσεις τώρα, έχει τη δυνατότητα να φτάσει σε τόσο μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων σε σχέση με παλιότερα».

Πριν από λίγες ημέρες, στις 8 Απριλίου, το περιοδικό New York έσβησε 52 κεράκια. Του ευχόμαστε να τα χιλιάσει, ανασύροντας ισάριθμα ιστορικά του εξώφυλλα από την θεόρατη και απαραίτητη για κάθε λάτρη της ποπ κουλτούρας (εξυπακούεται και της δημοσιογραφίας) coffee table έκδοση 50 Years of New York. Καθίστε αναπαυτικά. Καλό σκρολάρισμα…