ΣΙΝΕΜΑ

Aftersun, σκοτάδι και φως σε μια ταινία-όνειρο

Είδαμε το Aftersun και τα προσωπικά flashback από τη δική μας εφηβεία στα 90s διαδέχονται το ένα το άλλο. Άσε που ξαναθυμηθήκαμε τους Blur. Σκοτάδι και φως σε μια ταινία – όνειρο. Κυριολεκτικά.

Έχει περάσει μια εβδομάδα από το πρώτο σινεμά της νέας χρονιάς. Πέμπτη βράδυ, παραμονή Θεοφανίων και η Ταινιοθήκη γεμάτη. Ως και ουρά είχε στο ταμείο. Τελικά ο κόσμος πηγαίνει σινεμά; Μπα, μάλλον το word of mouth έκανε κι εδώ τη δουλειά του. Και καλώς.

Στο τηλέφωνο, η Β. δε σήκωνε κουβέντα. «Πήγαινε να δεις το Aftersun αυτές τις μέρες που θα λείπω. Βγήκα με ένα πολύ περίεργο αίσθημα. Δεν μπορώ να στο περιγράψω. Αλλά μην το χάσεις». Διαβάζω την υπόθεση για να μπω στο νόημα:

«Ένας νεαρός χωρισμένος πατέρας ο Κάλουμ και η μικρή κόρη του Σόφι πηγαίνουν διακοπές. Στις μέρες που θα ακολουθήσουν, ξεδιπλώνεται η σχέση τους, η ζωή τους αλλά και τα τραύματά τους. Η ανάμνηση αυτή θα μείνει ανεξίτηλα χαραγμένη στην ψυχή της -ενήλικης πια- κοπέλας».

Μπαίνω και δεν μπαίνω. Τακτοποιούμαστε στο σινεμά όπως-όπως στις πίσω θέσεις (είναι γεμάτο, είπαμε). Και το όνειρο αρχίζει. Εικόνες αποσπασματικές, ξεθωριασμένες, εικόνες τραβηγμένες με μια παλιά βιντεοκάμερα. Oh wait. Είμαστε στα 90s. Αρχές, τέλη δεν είναι σαφές, αλλά δεν αλλάζει κάτι. Απουσιάζουν διάφορα props της εποχής μας.

Μπαμπάς και κόρη με γουόκμαν και ψείρες στ’ αυτιά, χωρίς κινητά, τάμπλετ και άλλα δαιμόνια, βρίσκονται σε ένα τουριστικό θέρετρο της Τουρκίας. Ο πατέρας στα 31, η κόρη στα 11, στο κατώφλι της εφηβείας. Οι διακοπές τους, τυπικές, βρετανικές της εποχής. Χωρίς πολλά λεφτά. Είναι από αυτούς τους Βρετανούς που δεν μπορούν να καλύψουν ούτε το all inclusive. Δεν είναι ούτε οι πρώτοι ούτε οι τελευταίοι. Στα 90s πήγαινες διακοπές και με λίγα χρήματα.

Μπαμπάς και κόρη περνούν χρόνο μαζί –το υπόλοιπο διάστημα εκείνος προσπαθεί να φτιάξει τη ζωή του στο Λονδίνο και εκείνη ζει με τη μητέρα της στο Εδιμβούργο–, συζητούν, λιάζονται, βαριούνται, επιδίδονται σε θαλάσσια σπορ, παίζουν μπιλιάρδο, μεγαλώνουν μαζί· ξαναγνωρίζονται.

«Θυμάσαι, όταν ήσουν 11, πώς πίστευες ότι θα είσαι στα 31;», ρωτάει η κόρη τον μπαμπά λίγες μέρες πριν από τα γενέθλιά του κι εμείς πεταγόμαστε από το μυαλό του ενός στο μυαλό του άλλου. Από τα 11 στα 31 και πάλι πίσω. Από το σκοτάδι στο φως. Από τον δυνατό χορό και τα μπλιμπλίκια στην τρυφερότητα του aftersun που απλώνει ο Κάλουμ στη Σόφι και του υπέροχου Tender των Blur που άρχισα να σιγομουρμουρίζω από εκείνο το βράδυ της ταινίας μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές.

Το Aftersun έχει σασπένς, έχει μυστήριο και έναν αδιόρατο φόβο για το άγνωστο μέλλον. Σου κόβει την ανάσα. Με κομμένη την ανάσα βγήκα από το σινεμά όταν τελείωσε η ταινία. Η Β. μου είπε ότι στη δική της προβολή οι περισσότεροι σηκώθηκαν βουρκωμένοι. Στη δική μας όχι. Είναι φοβερό πώς απ’ την ίδια ταινία βγαίνουν όλοι με τόσο διαφορετικά συναισθήματα. Είναι και λογικό. Δεν υπάρχει ένας τρόπος για να σκαλίσεις τα τραύματα και τα νιάτα σου. Του Π. τού θύμισε τη γλύκα εκείνων των χρόνων. Την ανεμελιά. Τη γλυκιά αγωνία για το άγνωστο. Δεν σκοτείνιασε. Ταυτίστηκε με την 11χρονη Σόφι. Όλος ο κόσμος ήταν εκεί. Την περίμενε να τον ζήσει.

Η Κ., μαμά στα 41, φώλιασε δίπλα στον 31χρονο πατέρα. Θυμήθηκε τις δικές της αγωνίες. Φόβοι, άγχη, ανασφάλειες, αποτυχίες – όλα αυτά που σου τριβελίζουν το μυαλό όταν πέφτεις για ύπνο με ένα μωρό να κλαίει στο δίπλα δωμάτιο. Έτσι είναι όσο μεγαλώνεις. Παίζεις με τις «πιθανότητες ευτυχίας», για να θυμηθούμε τη Λένα Πλάτωνος.

Είτε έτσι, είτε αλλιώς όμως, όλοι νιώσαμε σαν να βγήκαμε από ένα όνειρο: το μαγικό ντεμπούτο της 35χρονης Βρετανίδας σκηνοθέτριας Σαρλότ Γουέλς. Ένα όνειρο που πήρε σάρκα και οστά χάρη στην εκπληκτική ερμηνεία του Πολ Μέσκαλ, γνωστού από τη σειρά Normal People, αλλά και την επίσης εξαιρετική μικρή συμπρωταγωνίστριά του, τη Φράνκι Κόριο.

Νοσταλγία, αγάπη και απώλεια

«Η μνήμη είναι ένα ολισθηρό έδαφος», γράφει η σκηνοθέτρια, που γεννήθηκε στη Σκωτία και ζει στη Ν. Υόρκη. «Το να ανακαλείς μία συγκεκριμένη στιγμή στον χρόνο και το πώς αυτή η δεδομένη στιγμή σε έκανε να νιώθεις τότε, ορίζεται από ένα νέο συναίσθημα: το συναίσθημα του πώς αυτή η στιγμή σε κάνει να νιώθεις τώρα. Στα τουρκικά “hasret” σημαίνει ένας συνδυασμός νοσταλγίας, αγάπης και απώλειας. Η λέξη αυτή μοιάζει απόλυτα ταιριαστή με το πνεύμα αυτής της ταινίας».

Λέει επίσης: «Δεν είναι εύκολο να περιγράψεις το συναίσθημα αυτό, ακόμα και εγώ η ίδια ένιωσα πως η γλώσσα του σινεμά το εκφράζει πολύ καλύτερα από οποιαδήποτε άλλα λόγια ή μέσο. Υπάρχει και κάτι δικό σας σε αυτό το φιλμ. Ελπίζω να το εντοπίσετε ώστε να το νιώσετε…»

«Για μένα», εξομολογείται, «ήταν ένα πολύ προσωπικό φιλμ. Αν και είναι μυθοπλασία, υπάρχει μέσα του μια αλήθεια που είναι δική μου, μία αγάπη που είναι δική μου. Φωτογραφίες και βιντεάκια, αρχεία κάθε είδους, είναι ενσωματωμένα σε αυτήν την ταινία –άλλωστε μια φωτογραφία δική μου και του μπαμπά μου, ξεχωριστά, αποτέλεσε την αφετηρία γι’ αυτή την ιδέα – ήμασταν βλέπετε πολύ πριν από την εποχή των σέλφις. Εγώ ήμουν 10-11. Ο μπαμπάς μου 31-32, λίγο πιο νέος απ’ ότι εγώ σήμερα. Έτυχε να βρισκόμαστε στην Τουρκία…»

Η ταινία απέσπασε το Βραβείο της Επιτροπής στην Εβδομάδα Κριτικής του Φεστιβάλ των Καννών και συμμετείχε στο Διεθνές Διαγωνιστικό Πρόγραμμα του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας. Είναι η καλύτερη ταινία του 2022 σύμφωνα με το IndieWire, ενώ απέσπασε επτά βραβεία στα BIFA Awards -ανάμεσά τους αυτά της καλύτερης βρετανικής ανεξάρτητης ταινίας, καλύτερης σκηνοθεσίας και καλύτερου σεναρίου.

Να τη δείτε στο σινεμά.