Αριστέα Ρέλλου
ΣΙΝΕΜΑ

Another Round: Ο Mads Mikkelsen πρωταγωνιστεί στην ταινία του καλοκαιριού

Από αύριο στις αίθουσες, το βραβευμένο με Όσκαρ φιλμ του Thomas Vinterberg (Οικογενειακή Γιορτή) φέρνει στις οθόνες μας τον Mads Mikkelsen στην ερμηνεία της καριέρας του.

Στη νέα του ταινία, ο Mads Mikkelsen πίνει. Πίνει, πίνει, πίνει.

Δεν πρόκειται όμως για κάποιο κάπως αναμενόμενο, δραματικά μιλώντας, κινηματογραφικό πορτρέτο ενός ανθρώπου που παλεύει με τον εθισμό, αλλά μια ιδιόμορφη ανατροπή πάνω στην ιδέα. Αν όχι ακριβώς ανατροπή, μια επέκταση.

To Another Round (Άσπρο Πάτο) κυκλοφορεί από Πέμπτη 1η Ιουλίου στις αίθουσες.

Το Another Round (Druk στα Δανέζικα, Άσπρο Πάτο στα Ελληνικά) είναι η ταινία που, εξαρχής από τη θέση του φαβορί λόγω αναγνωρισιμότητας του Mikkelsen αλλά και ενθουσιωδών αντιδράσεων όπου προβλήθηκε, κέρδισε το Όσκαρ Διεθνούς Φιλμ. Με τον σκηνοθέτη Thomas Vinterberg να παραδίδει μάλιστα τον πιο συγκινητικό ίσως λόγο εκείνης της βραδιάς, μιλώντας ανοιχτά για την οικογενειακή τραγωδία που συνέβη όσο γύριζε το φιλμ.

Είναι μια δουλειά με πάρα πολλή ψυχή και πάρα πολύ πόνο, όπου τα πάντα ξεκινούν από τον πρωταγωνιστή. O Mads Mikkelsen, σε μια ερμηνεία καριέρας για έναν ηθοποιό που ήδη έχει μία άλλη ερμηνεία καριέρας, παντελώς διαφορετική σε υφή και προσέγγιση από ετούτη, παίζει τον Martin, έναν καθηγητή γυμνασίου που γενικώς δεν περνάει καλά. Οικογενειακή ζωή κολλημένη, επαγγελματική ζωή σε ρουτίνα, προσωπική ζωή στο πουθενά. Στη διάρκεια δείπνου για τα 40ά γενέθλια ενός φίλου και συναδέλφου, ο Martin ξεσπά έχοντας πιει κι ένα κρασάκι παραπάνω.

Αυτό που μοιάζει εκείνη τη στιγμή σαν το κλασικό άβολο σημείο που ο κεντρικός χαρακτήρας της ταινίας πιάνει πάτο, είναι εδώ το εφαλτήριο για το απίθανο πείραμα που ακολουθεί. Πάνω στην κουβέντα που ξεκινά με αφορμή το ξέσπασμα του Martin, η παρέα των 4 ανδρών καταλήγει να συζητά τις θεωρίες του Νορβηγού ψυχιάτρου και συγγραφέα Finn Skårderud, σύμφωνα με τις οποίες κάθε μέλος μιας κοινωνικής ομάδας λειτουργεί πιο χαλαρά και πιο αποτελεσματικά στην καθημερινότητα αν διατηρεί μονίμως ένα συγκεκριμένο επίπεδο αλκοόλ στο αίμα.

Πάνω στη συλλογική θλίψη που τελικά μοιράζονται πάνω από το τραπέζι του πόνου και του αλκοόλ οι φίλοι, αποφασίζουν να το ρίξουν στο γιόλο και να αφοσιωθούν σε αυτό το πείραμα. Αρχίζοντας έτσι να πίνουν, κοντρολαρισμένα και μετρημένα, στη διάρκεια της μέρας. Ξέρετε. Για research.

Ο Thomas Vinterberg, ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Ευρωπαίους σκηνοθέτες με φιλμ σαν το Festen και το The Hunt, συνεργάζεται ξανά με τον Tobias Lindholm στο σενάριο (ο Lindholm έχει μια φοβερή καριέρα που φτάνει από το The Hunt και τη σκηνοθεσία του A Hijacking μέχρι τα τηλεοπτικά Borgen και Mindhunter) και οι δυο τους δημιουργούν μια διαδρομή χαρακτήρων που μες στην ευρύτερα αναμενόμενη κατεύθυνσή της, καταφέρνει να μην γίνεται ποτέ ακριβώς συμβατική ισορροπώντας ανάμεσα στην έξαρση και τη θλίψη, όπως τελικά συμβαίνει και με κάθε συνήθεια που μετεξελίσσεται σε κατάχρηση.

Οι ήρωες της ταινίας απολαμβάνουν τους τρόπους με τους οποίους η ζωή τους γίνεται καλύτερη, και συχνά οι Vinterberg και Lindholm υπογραμμίζουν το πώς αυτό δεν συμβαίνει με τρόπους ακριβώς επιφανειακούς ή πρόσκαιρους, τρέμοντας ταυτόχρονα απέναντι στην επερχόμενη απειλή του εθισμού. Μέσα από την όλη διαδρομή, είναι ο Mikkelsen που κατευθύνει με ερμηνευτική βεβαιότητα, τόσο το κάδρο όσο και την ιστορία.

Το βλέμμα του, υγρό και απειλητικό την ίδια στιγμή, αυτή η χροιά που τον έκανε τόσο ιδανικό ως εστέτ τέρας στο Hannibal, εδώ χρησιμοποιείται με έναν τρόπο λιγότερο φανταχτερό και περισσότερο εσωτερικό. Κάθε στιγμή που κυριεύει το κάδρο, νιώθεις πως βιώνει την πιο έντονη στιγμή της ζωής του, ακόμα κι όταν δεν εκφράζει το παραμικρό. Κάθε στιγμή, νιώθεις πως βρίσκεται μια ανάσα από την έκσταση, μια ανάσα από τη συντριβή. Μοιάζει εύθραυστος, μοιάζει άτρωτος. Την ίδια ακριβώς στιγμή.

Ο Vinterberg εκμεταλλεύεται το στιβαρό σενάριο και χτίζει πάνω στον τεράστιου κινηματογραφικού εύρους πρωταγωνιστή του μια σπουδή χαρακτήρων στην οποία η ίδια η ιστορία κάνει -στο μεγαλύτερο μέρος- πίσω δίνοντας χώρο στους χαρακτήρες. Και μέσα από τους χαρακτήρες, το φιλμ αγκαλιάζει το κλισέ στο βαθμό που αγκαλιάζει τους ανθρώπους, και τις δικές τους βαθύτατα ανθρώπινες συμπεριφορές. O Vinterberg δεν φοβάται τη σωματικότητα της ιστορίας του, συνδέοντας το σώμα με το νου, το οποίο προδίδει εξίσου, τραυματίζει, χτυπά, εγκαταλείπει. Είναι μια ταινία που δεν φοβάται τα κορμιά των ηρώων της.

Η έξαφνη δραματική κορύφωση του φιλμ αφήνει κάτι να το κρατά μακριά από τη δική του υπέρβαση όμως το χωρίς υπερβολή all-time great φινάλε σώζει την κατάσταση και με το παραπάνω- δίχως φυσικά να πούμε τίποτα συγκεκριμένο, θα τονίσουμε πόσο θαυμάσαμε ένα αποθεωτικό κλείσιμο κατά το οποίο καμία απάντηση δεν μετατρέπεται αυτομάτως σε εύκολη ή σωστή. Και κατά το οποίο ο Mikkelsen (και ο Vinterberg, μέσω αυτού) αποτυπώνει στη μεγάλη οθόνη τη μορφή του ως κάτι το ανθρώπινα, πληγωμένα διονυσιακό.