Jason Kempin/Getty Images
ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ

Αποχαιρετισμός στον George Lois, τον «χρυσό Έλληνα» της διαφήμισης και των περιοδικών

Δημιουργός των θρυλικών εξωφύλλων του Esquire των δεκαετιών ’60 και ’70, ιδιοφυής διαφημιστής και επαναστάτης της Madison Avenue, ο «αληθινός Don Draper» πέθανε σε ηλικία 91 ετών. Αυτή είναι η ιστορία της ζωής του και η φιλοσοφία της δημιουργικότητάς του μέσα από δύο εκ βαθέων συνεντεύξεις του.

Ιδιοφυής διαφημιστής και επαναστάτης της Madison Avenue, ο πιο εμβληματικός -αν όχι και πιο σημαντικός- art director της γενιάς του, δημιουργός των αξεπέραστων εξωφύλλων του περιοδικού Esquire των δεκαετιών ’60 και ’70, αλλά και, σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες φήμες που τον έκαναν έξαλλο (αλλά τις χρησιμοποίησε κιόλας προς όφελός του), το icon από τα έργα και τις ημέρες του οποίου εμπεύστηκε σε μεγάλο βαθμό ο Matthew Weiner, δημιουργός των Mad Men, για να χτίσει τον χαρακτήρα του Don Draper, ο σπουδαίος George Lois πέθανε την Παρασκευή 18 Νοεμβρίου σε ηλικία 91 ετών.

Είχα την ευκαιρία να συνομιλήσω μαζί του δύο φορές, το 2011 και το 2013 – τη δεύτερη φορά με αφορμή τη συμπλήρωση 50 ετών από τη δολοφονία του JFK. Στα γεράματά του παρέμενε εντυπωσιακά διαυγής και απτόητα δημιουργικός, αν και -σε λογικά πλαίσια, δεδομένου του προχωρημένου της ηλικίας του- δεόντως δογματικός, έχοντας υπάρξει για τον κόσμο της οπτικοακουστικής επικοινωνίας τόσο επιδραστικός όσο λίγοι ακόμη μέχρι σήμερα και μάλλον όσο κανείς άλλος της κλάσης του την εποχή που μεσουρανούσε.

Αυτή είναι η συναρπαστική ιστορία της ζωής του και η φιλοσοφία της δημιουργικότητάς του μέσα από τις δύο συνεντεύξεις μας.

Ειλικρινά δεν έχω ούτε καν πλησιάσει ποτέ σε «δημιουργικό αδιέξοδο» – και επιμένω ότι δεν έχω αποτύχει ποτέ! Κανείς δεν θα μου αλλάξει γνώμη. Η όποια μου “αποτυχία” ήταν μία μεγαλοπρεπής σύλληψη. Μία αποτυχία υποτίθεται ότι πρέπει να σε ταρακουνήσει, να σε κάνει πιο ταπεινό. Αυτό όμως θα σήμαινε ότι θα έπαυες να είσαι ένας ατρόμητος, δημιουργικός στοχαστής. Επιμένω λοιπόν ότι ποτέ δεν μπορείς να μάθεις το παραμικρό από ένα λάθος. Η συμβουλή μου σε κάθε δημιουργικό νέο είναι να μην ασχοληθεί καθόλου με την όποια αποτυχία αλλά να συνεχίσει να συλλαμβάνει δυναμικές, πρωτοποριακές, φαινομενικά εξωφρενικές μεγάλες ιδέες.

Δεν είναι εύκολο να εξηγήσω την πολυπλοκότητα των σκέψεων που με ενέπνευσαν να αφιερώσω τη ζωή μου στη δημιουργία ιδεών που σκοπό τους έχουν να “πουλήσουν” κάτι. Από τότε που ήμουν πιτσιρικάς στο δημοτικό, ζούσα για να ζωγραφίζω και να σχεδιάζω. Ήξερα από μικρός ότι θα γίνω καλλιτέχνης. Δεν ήξερα τι σόι καλλιτέχνης. Όταν πήγα σε ένα ειδικό, καλλιτεχνικό Γυμνάσιο, μπορούσα πια να ζωγραφίζω και να σχεδιάζω καλύτερα, ενώ ήμουν και ο καλύτερος απ’ όλους τους μαθητές στην Ιστορία της Τέχνης. Όμως αυτό που ασκούσε πάνω μου τη μεγαλύτερη γοητεία ήταν η τέχνη που αποσκοπούσε στην πώληση. Σε αντίθεση με κάθε άλλη μορφή τέχνης που μελετούσα, απαιτούσε μία άμεση σύνδεση αιτίας-αιτιατού, αλλιώς δεν μπορούσε να λειτουργήσει. Τόσο απλά. 

Μεγαλώνοντας σε μία αγαπημένη ελληνική οικογένεια στο Μπρονξ, όλοι περίμεναν ότι ο μοναχογιός του Χαράλαμπου και της Βασιλικής, θα τελείωνε το γυμνάσιο και θα αναλάμβανε το ανθοπωλείο του πατέρα του. Στην Α’ Γυμνασίου όμως οι ζωγραφιές μου τράβηξαν την προσοχή της δασκάλας μου των καλλιτεχνικών, της αγαπημένης μου κυρίας Ida Engle. Στο τέλος της σχολικής χρονιάς μου έδωσε ένα δερματόδετο ντοσιέ με ό,τι είχα σχεδιάσει τους προηγούμενους μήνες και με έστειλε στις ολοήμερες εισαγωγικές εξετάσεις του Καλλιτεχνικού Γυμνασίου. Όταν έγινα δεκτός με ενθουσιασμό, ήξερα ότι δεν γινόμουν ποτέ ανθοπώλης. 

Το 1960, φεύγοντας από τη Doyle Dane Bernbach, που τότε ήταν αναγνωρισμένη ως η μοναδική δημιουργική διαφημιστική εταιρία στον κόσμο, και ιδρύοντας τη δεύτερη, Papert Koenig Lois, είχα απόλυτη επίγνωση ότι θα προκαλούνταν μία μεγάλη δημιουργική επανάσταση στο χώρο της διαφήμισης. Η PKL βασίστηκε στα γόνιμα θεμέλια της DDB και γρήγορα την ξεπέρασε, έγινε ένα νέο είδος δημιουργικού γραφείου, στη διευθυντική ομάδα του οποίου συμπεριλαμβανόταν ένας art director. Αντλώντας έμπνευση από την άμεση επιτυχία μας, δύο ακόμη τέτοιες εταιρίες ιδρύθηκαν από μέλη του προσωπικού της PKL τα επόμενα δύο χρόνια. Μέσα σε έξι χρόνια η Αμερική είχε μισή ντουζίνα επιχειρήσεων που είχαν κερδίσει με το σπαθί τους τον τίτλο του δημιουργικής διαφημιστικής εταιρίας. Η “Δημιουργική Επανάσταση της Διαφήμισης” ήταν σε πλήρη ισχύ. Τα 60s ήταν η πιο ζωηρή και σίγουρα η πιο δημιουργική δεκαετία στην ιστορία της διαφήμισης. Ακόμη και οι πιο μπανάλ διαφημιστικές εταιρίες της Madison Avenue αναγκάστηκαν να βάλουν στο παιχνίδι τους καλλιτέχνες για να δημιουργήσουν καμπάνιες. 

george lois O George Lois καλεσμένος στο Late Night του Jimmy Fallon τον Μάιο του 2013. © Lloyd Bishop/ Getty Images

Ο Μικελάντζελο έλεγε ότι ένα γλυπτό είναι αιχμάλωτο σε ένα κομμάτι μάρμαρο και μόνο ένας σπουδαίος γλύπτης μπορεί να το απελευθερώσει. Ακούγεται μυστηριώδες, αλλά αφού ρίξεις την απαιτούμενη μελέτη για να κατανοήσεις ένα προϊόν, τους ανταγωνιστές του στην αγορά κ.λπ., οι ιδέες στη διαφήμιση γεννιούνται από τις σπίθες και τους ήχους της κατανόησης των 7000 ετών της ιστορίας του ανθρώπινου είδους. Ο Πλάτωνας όριζε την “Ιδέα” ως μία νοητή εικόνα. Δεν δημιουργώ αυτή τη νοητή εικόνα στο μυαλό μου. Με κάποιο τρόπο τη βλέπω να αιωρείται γύρω μου, απλώνω το χέρι και την αρπάζω. 

Ξοδεύοντας χρόνο για να χωνέψεις οποιοδήποτε δημιουργικό πρόβλημα και μετά να ψάξεις τη λύση του μέσα από το ταλέντο και τη διαίσθηση, είναι μια συναρπαστική και αναζωογονητική διαδικασία. Όταν τελικά γίνει η σύλληψη της Μεγάλης Ιδέας, η αποτύπωση της στο χαρτί, το να την πουλήσεις στον πελάτη και τελικά να δημιουργήσεις κάτι που επικοινωνεί με τον κόσμο, όλο αυτό προκαλεί μια ευχαρίστηση πέρα από κάθε περιγραφή. 

Eίχα απόλυτη επίγνωση του zeitgeist των 60s, πίστεψέ με. The times they were a changin’! Φυσικά ένας αληθινά σπουδαίος επαγγελματίας της οπτικής επικοινωνίας, πρέπει όχι μόνο να αιχμαλωτίζει και να αντικατοπτρίζει, αλλά με κάποιο μυστήριο τρόπο να είναι μπροστά από την εποχή του, και με τις δημιουργίες του να μεταμορφώνει την κουλτούρα.

Η δημιουργική ελευθερία είναι πάντα πάντα εκεί έξω, ώστε να την χρησιμοποιήσει κάθε θαρραλέος σχεδιαστής για να μεγαλουργήσει. Η δημιουργικότητα μπορεί να λύσει σχεδόν κάθε πρόβλημα. Η πράξη της αληθινής δημιουργίας, η ήττα της συνήθειας από την αυθεντικότητα, μπορεί να ξεπεράσει τα πάντα.

Με βάση τη μεταπολεμική τάση προς πειραματισμό στο design, όντας εμποτισμένες από διάφορα πράγματα που έλεγε ο Marshall McLuhan, οι διαφημιστικές εταιρίες των 60s κάλλιο αργά παρά ποτέ απέφυγαν τις παγίδες του κάθε μέσου για να φτάσουν στο μήνυμα. Με θράσος δημιουργήθηκε μια νέα γλώσσα. Ένας συνδυασμός εικόνας και λόγου φούντωσε μέσα από κοφτερές ιδέες με κινητήρια δύναμη μία εμμονή να μετακινηθούμε από τη διαφήμιση στην πράξη. Η Δημιουργική Επανάσταση απογείωσε τη διαφήμιση πέρα από το design και πέρα από τα υπάρχουσες μέχρι τότε διόδους επικοινωνίας.

Είμαι περήφανος για την καμπάνια “I want my MTV”. Αλλά μισώ το MTV έτσι όπως έχει καταντήσει σήμερα. Πίσω στα 80s ήταν το βήμα για την ανάπτυξη μίας νέας μορφής τέχνης, των μουσικών βίντεο. Εδώ και πάρα πολλά χρόνια όμως έχει εξελιχθεί σχεδόν αποκλειστικά σε reality τηλεόραση, που είναι και η πιο ευτελής και κακοήθης έκφανση της ποπ κουλτούρας. 

Το να έχεις κότσια πρέπει να είναι τρόπος ζωής. Κάποιος ταλαντούχος αλλά πράος δεν θα ενταχθεί ποτέ στο πάνθεον των σπουδαίων, γιατί η δειλία οδηγεί στη μετριότητα. Το θάρρος να δημιουργήσεις μόνο υπέροχη δουλειά, ο κόσμος να χαλάσει, και να παλέψεις για να την προστατέψεις με κάθε κόστος, δεν γεννιέται στο μυαλό σου. Προέρχεται από την καρδιά και την ψυχή σου.

Ο καμβάς μιας λευκής σελίδας προσφέρει στον σχεδιαστή την πιθανότητα της γραφιστικής δύναμης. Ένα περιοδικό μπορεί να γίνει συναρπαστικό για τον αναγνώστη. Το ξεφύλλισμα μπορεί να επιφυλάσσει εκπλήξεις. Γι’ αυτό επιμένω ότι τα περιοδικά δεν θα πεθάνουν ποτέ. 

Δημιούργησα τα εξώφυλλα του Esquire την ίδια εποχή που με τις διαφημίσεις μου έβαζα τη σπίθα της Δημιουργικής Επανάστασης στη Διαφήμιση. Ο σπουδαίος διευθυντής του Esquire, Harold Hayes, είχε δει τις διαφημίσεις που εγώ, ως art director, δημιουργούσα και αυτό τον έκανε να με ρωτήσει πώς θα μπορούσε να βελτιώσει τα εξώφυλλα του περιοδικού του. Μέχρι τότε δεν είχα σχεδιάσει ούτε ένα εξώφυλλο περιοδικού, αλλά δημιούργησα «μόνο ένα» ειδικά για χάρη του, και ήταν τόσο άμεση η επιτυχία στα περίπτερα που με ικέτεψε να συνεχίσω για σχεδόν μία δεκαετία. Οι πωλήσεις εκτινάχθηκαν από τις 400.000 στα 2.000.000 και πολλά από αυτά τα εξώφυλλα επηρέασαν την αμερικανική κουλτούρα. Τα εξώφυλλα μου για το Esquire θεωρούνται από πολλούς ως το απόλυτο δείγμα της δουλειάς μου, η αλήθεια είναι όμως ότι οι διαφημιστικές μου καμπάνιες άλλαξαν τον κόσμο της διαφήμισης.

Το πιο βαθιά σημαντικό και επιδραστικά εξώφυλλο ήταν αυτό στο οποίο απεικόνισα τον Muhammad Ali ως άγιο. Στην κριτική της έκθεσης στο MoMA που σηματοδότησε την εισαγωγή εκείνων των εξωφύλλων του Esquire στη μόνιμη συλλογή του μουσείου, το Associated Press έγραψε: «Η πιο εμβληματική εικόνα των ‘60s ήταν του Ali ως Άγιος Σεβαστιανός, που έθιγε τα φλέγοντα ζητήματα του πολέμου του Βιετνάμ, των φυλετικών και θρησκευτικών διακρίσεων. Η εικόνα είναι τόσο ισχυρή, που κάποιοι άνθρωποι θυμούνται ακριβώς πού ήταν όταν την αντίκρισαν για πρώτη φορά».

Και ο James Wolcott στο Vanity Fair έγραψε τα εξής: «Στον κόσμο της διαφήμισης ο Lois μπορεί να εντοπίσει ίχνη της επιδραστικότητάς του ανάμεσα σε πολλούς που ήρθαν μετά από αυτόν, αλλά όταν επισκέπτεται ένα περίπτερο, νιώθει ότι η κληρονομιά του γράφτηκε με μελάνι που σβήστηκε. Αν και τα τολμηρά εξώφυλλα που σχεδίασε για το Esquire στη δεκαετία του ’60 και στην αρχή της δεκαετίας του ’70 επαινούνται ως ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα στην ιστορία των περιοδικών, αυτές οι κουβέντες είναι απλά λόγια – τα περιοδικά ποτέ δεν έπαιξαν πιο εκ του ασφαλούς απ’ ότι σήμερα. Οι πωλήσεις εκτοξεύτηκαν στα ύψη όταν ήταν εκεί ο Lois και ο Hayes, και καταβαραθρώθηκαν όταν έφυγαν, όμως φαίνεται ότι κανείς δεν έχει πάρει τη σκυτάλη, κανείς δεν έχει πιάσει το υπονοούμενο».

Όσον αφορά την πιθανότητα ένα νέο ταλέντο να εμφανιστεί από το πουθενά στον κόσμο των περιοδικών, ο Wolcott καταλήγει ως εξής: «Κανένας διευθυντής δεν είναι διατεθειμένος να ρισκάρει τα προνόμια του και τη βολή του για να συνάψει την τέλεια συμφωνία που είχαν ο Lois με τον Hayes, ο οποίος δεσμευόταν να τυπώσει οποιοδήποτε εξώφυλλο θα του παρέδιδε ο Lois, κι ας πάνε στο διάολο οι κραυγές των έξαλλων διαφημιστών και ενοχλημένων συνδρομητών».

Όλοι μου λένε: «George, είχες πολλά κότσια για να κάνεις τέτοια εξώφυλλα». Και σε όλους λέω ότι αυτός που είχε τα κότσια ήταν ο διευθυντής του Esquire, o σπουδαίος Harold Hayes. Πήγε κόντρα στον συντηρητισμό βάζοντας στο περιοδικό του αυτά τα εξώφυλλα. Κάθε φορά που του έστελνα μια δουλειά μου του έλεγα: Harold, αυτό το εξώφυλλο θα μας βάλει σε μπελάδες. Eκείνος γελούσε δυνατά, ικανοποιημένος. 

Στο τεύχος Ιουνίου του 1964, υπήρχε ένα κεντρικό ρεπορτάζ με τίτλο «Ο Kennedy χωρίς δάκρυα». Είχαν περάσει μόλις επτά μήνες από τη δολοφονία του Προέδρου και το έθνος κάθε άλλο παρά χωρίς δάκρυα ήταν. Ακόμη θρηνούσαμε. Γι’ αυτό και είπα στον Harold Hayes ότι το εξώφυλλο που θα έκανα θα είχε δάκρυα. Χρησιμοποίησα μία συγκεκριμένη τεχνική ώστε η εικόνα να μοιάζει κάτι ανάμεσα σε φωτογραφία και πίνακα ζωγραφικής. Πρόσθεσα λίγα δάκρυα κάτω από το μάτι του και ένα χέρι να τα σκουπίζει. Κοιτώντας το, ο συμβολισμός είναι διπλός. Είναι ο Πρόεδρος που κλαίει ή ο αναγνώστης; Όταν κυκλοφόρησε κανείς δεν το κριτίκαρε αρνητικά αλλά όλοι έμειναν άφωνοι. Ήταν μία δυνατή, μαζική και συνάμα προσωπική για τον καθένα υπενθύμιση αυτού του μεγάλου τραύματος του έθνους. 

Τη μέρα που κυκλοφόρησε το τεύχος μου τηλεφώνησε ο Andy Warhol τηλέφωνο και με τη χαρακτηριστική ψιλή φωνή του μου είπε: «George, είμαστε μαζεμένοι εδώ στο Factory και κλαίμε με αυτό το εξώφυλλο». Ακόμη και σήμερα, όποτε το κοιτάζω, νιώθω ένα κόμπο στο στομάχι μου. Αλλά τα πάντα σχετικά με τον Jack είναι πολύ στενάχωρα.

Θυμάμαι ότι επέστρεφα στο γραφείο μου μετά από lunch break. Περάσα έξω από το κατάστημα ενός φίλου μου ράφτη και κοιτάζοντας μέσα από τη βιτρίνα είδα τον κόσμο να κάνει σαν τρελός. Μπήκα μέσα, ρώτησα τι συμβαίνει και όλοι μαζί μου είπαν κλαίγοντας ότι κάποιος είχε πυροβολήσει τον Πρόεδρο. Ξεπέρασα γρήγορα το αρχικό σοκ και έτρεξα πίσω στη διαφημιστική μου εταιρία για να ακυρώσω όλες τις καμπάνιες. Ένιωθα ότι θα ήταν μεγάλη ασέβεια από τη μεριά μας αν συνεχίζαμε. Έβαλα τους πάντες στο γραφείο να επικοινωνήσουν με τους πελάτες μας για να τους ενημερώσουν ότι θα αποσύρουμε τις καμπάνιες τους.

Λίγες ώρες μετά, μου τηλεφώνησε ο μανατζερ της αεροπορικής εταιρίας United Airlines για να μου πει ότι δε θέλουν να αποσύρουν τις διαφημίσεις τους. Δεν ξέρω αν καταλαβαίνεις τι έγινε, κάποιος πυροβόλησε τον Πρόεδρο!, του είπα. «Δεν τον πυροβόλησε απλώς, τον σκότωσε κιόλας. Έχουμε πάρτι εδώ!», μου είπε με την απαίσια redneck προφορά του. Άντε γαμήσου! του είπα. Ήταν το μόνο που μπορούσα να του απαντήσω. Δύο μέρες αργότερα, η εταιρία μου έχασε την καμπάνια της United Airlines, τέσσερα εκατομμύρια δολάρια εκείνη την εποχή. Πολλοί σήμερα δεν θυμούνται ότι το 1964 στον αμερικανικό Νότο ακόμη κρεμούσαν τους Αφροαμερικανούς. Γι’ αυτό και δεν ήταν λίγοι αυτοί που εναντιώνονταν στον JFK, ο οποίος ενέπνεε τους νέους, ενέπνεε τους πάντες και πάλευε για τα ανθρώπινα δικαιώματα όλων των πολιτών. 

Δεν θέλω να ακούγομαι μελοδραματικός, αλλά η δολοφονία του JFK σηματοδότησε το τέλος της αθωότητας για τις ΗΠΑ. Υπήρξαν και άλλες δολοφονίες Προέδρων παλιότερα, με σημαντικότερη του Lincoln, αλλά όταν ο Kennedy ανέλαβε την προεδρία υπήρξε μία μεγάλη αλλαγή που την ένιωθες στον αέρα, δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω. Όλοι βρίσκονταν σε μία ανάταση γιατί ήταν χαρισματικός και πίστεψαν ότι ήθελε πράγματι να βοηθήσει όχι μόνο τη μεσαία τάξη, αλλά και τους φτωχούς Αμερικανούς. Οι προοδευτικοί σαν κι εμένα, είδαν στο πρόσωπό του την ελπίδα για αλλαγή. Γι’ αυτό και η δολοφονία του μας συγκλόνισε. Βέβαια, η κατάσταση θα χειροτέρευε κι άλλο αργότερα, με τις δολοφονίες του Martin Luther King Jr. και του Bobby Kennedy.

Όταν έκανα το εξώφυλλο με τον JFK δε γνώριζα προσωπικά την οικογένεια Kennedy. Λιγότερο από ένα χρόνο μετά, όμως, ήρθαμε πολύ κοντά με τον Bobby, την εποχή που ήταν υποψήφιος για γερουσιαστής. Με πλησίασε για να αναλάβω τη διαφημιστική του καμπάνια, όταν ήταν υποψήφιος για γερουσιαστής στην πολιτεία της Νέας Υόρκης. Βλέποντάς τον να επιβιώνει μέσα από αυτή την προσωπική του τραγωδία και ταυτόχρονα να κατεβαίνει υποψήφιος, κέρδισε τον αμέριστο σεβασμό μου. Μία φορά που μιλούσε σε ένα πανεπιστήμιο – ήταν απίστευτα χαρισματικός με τους νέους – ένας φοιτητής τον ρώτησε: «Kύριε Kennedy, πιστεύετε ότι η δολοφονία του αδερφού σας ήταν αποτέλεσμα μιας μεγάλης συνωμοσίας; Μπορείτε να μας μιλήσετε γι’ αυτό;» Ο Bobby πάγωσε και έφυγε από τη σκηνή. Έτρεξα κοντά του και τον ρώτησα αν ήθελε να ενημερώσω το κοινό ότι δε μπορεί να συνεχίσει. «Όχι», μου είπε και αμέσως σηκώθηκε και επέστρεψε στο μικρόφωνο. 

«Όταν έκανα το εξώφυλλο με τον JFK δε γνώριζα προσωπικά την οικογένεια Kennedy». © WILL RAGOZZINO/Patrick McMullan via Getty Images

Όταν ο Bobby ήταν υποψήφιος για τη Γερουσία, το πιο γερό χαρτί των αντιπάλων του ήταν ότι δεν καταγόταν από τη Νέα Υόρκη. Η δική μου ιδέα λοιπόν για την καμπάνια του ήταν να έχει το σλόγκαν: «Ας βάλουμε τον Bobby Kennedy να δουλέψει για τη Νέα Υόρκη» (“Let’s put Bobby Kennedy work for New York”). Και ο Bobby χάρηκε πολύ γιατί κατάλαβε ότι το concept μου ήταν το εξής: “Ποιος νοιάζεται που δεν είναι από τη Νέα Υόρκη; Το θέμα είναι να δουλέψει γι’ αυτή”. Και πράγματι, η ιδέα έπιασε.

Πρέπει να καταλάβεις ότι αυτό που έκανε τότε το Esquire δεν ήταν ούτε απλό ούτε εύκολο. Ήμασταν το μόνο Μέσο που πήρε θέση από την πρώτη στιγμή κατά του πολέμου του Βιετνάμ, δεν περιμέναμε να σκοτωθούν χιλιάδες κόσμου για να το πούμε. Κανένα άλλο περιοδικό δε θα τολμούσε καν να κυκλοφορήσει ένα τεύχος και αυτό του Σεπτεμβρίου του 1965, στο οποίο υπήρχε ένα μεγάλο άρθρο για τα ινδάλματα των νέων της εποχής. Ανάμεσα σε όλα τα ονόματα ήταν και αυτά των τεσσάρων που χρησιμοποίησα για το εξώφυλλο, του Bob Dylan, του Malcolm X, του JFK και του Fidel Castro. 

Το γεγονός ότι ο Malcolm X και ο Castro ήταν στο εξώφυλλο ενός περιοδικού, σχεδόν τρέλανε κάθε ρατσιστή στην Αμερική – και τότε υπήρχαν πολλοί. Όμως, ο Malcolm X στην πραγματικότητα ήταν ένας αληθινός πατριώτης. Και ο Castro ήταν ένας αληθινός επαναστάτης. Όταν κυκλοφόρησε το τεύχος, εξοργισμένοι γερουσιαστές έβγαζαν ολόκληρους λόγους κατά του Esquire!

Η εικόνα αυτών των τεσσάρων –αν προσέξεις, ο “σταυρός” που ενώνει τα πρόσωπά τους μοιάζει με σκόπευτρο τουφεκιού– έγινε κάτι σαν σύμβολο για τους νέους. Ο David Remnick, ο διευθυντής του New Yorker σήμερα, ακόμη μου λέει μερικές φορές ότι αυτή η εικόνα επηρέασε όσο λίγες την πολιτική στάση της γενιάς του.

Τον Απρίλιο του 1968 δολοφονήθηκε και ο Martin Luther King Jr., ένας από τους πιο σημαντικούς ανθρώπους στην ιστορία των ΗΠΑ. Ο τρόπος με τον οποίο κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του κόσμου στον αγώνα του υπέρ της ισότητας των πολιτών, ήταν απίστευτος. Ταυτόχρονα, όμως, εκείνη την περίοδο ήταν πολύ προσεκτικός σε αυτά που έλεγε για τον πόλεμο του Βιετνάμ. Προσπαθούσε να κρατάει χαμηλούς τόνους, για να μην εκνευρίσει πάρα πολύ τον πρόεδρο Johnson -που τα είχε σκατώσει στον πόλεμο- ώστε να μη στραφεί εναντίον του στον αγώνα για τα δικαιώματα των πολιτών. Ήταν ζήτημα τακτικής, και το καταλαβαίνω, αν και όταν κυκλοφόρησε το Esquire με τον Muhammad Ali στο εξώφυλλο ως Άγιο Σεβαστιανό, ο Dr. King ήταν ο μόνος που επί της ουσίας βγήκε και τον υπερασπίστηκε, λέγοντας ότι ούτε ο Ali, ούτε κανείς άλλος δε θα έπρεπε να πολεμάει στο Βιετνάμ. 

Όταν δολοφονήθηκε, ένιωθες ότι τα πάντα κινούνται σε τεντωμένο σχοινί. Ο στρατός ήταν έτοιμος να επέμβει και να καταπνίξει βίαια τις αντιδράσεις των Αφροαμερικανών. Αυτός που ηρέμησε τα πνεύματα ήταν ο Bobby Kennedy. Και μετά από περίπου εννιά εβδομάδες δολοφονήθηκε και αυτός. Δεν ξέραμε τι μας συνέβαινε. Ήταν σαν απανωτές γροθιές.

Λίγες ημέρες μετά τη δολοφονία του Bobby σκέφτηκα την ιδέα για το εξώφυλλο του τεύχους Οκτωβρίου του 1968. Ήθελα να τοποθετήσω και τους τρεις, να στέκονται κάπως σαν «άγιοι» στο νεκροταφείο Arlington (σ.σ. το ιστορικό νεκροταφείο πεσόντων Αμερικανών). Δεν ήταν καθόλου εύκολο τεχνικά. Έπρεπε να βρω κατάλληλες φωτογραφίες και των τριών, με δυνατό φωτισμό υπό σωστή γωνία και μετά έπρεπε να βρω τρία μοντέλα που είχαν τις ίδιες διαστάσεις με τους τρεις, να τους πάω στο νεκροταφείο, να τους φωτογραφίσω την κατάλληλη ώρα και μετά να προσθέσω τα κεφάλια. Όλο αυτό πολύ πριν από το photoshop. Όλοι μου έλεγαν ότι συγκεκριμένο εξώφυλλο ήταν σαν γροθιά στο στομάχι τους. Ο κόσμος λάτρεψε την εικόνα και ταυτόχρονα δε μπορούσε να την κοιτάξει. Ήταν σαν να σηματοδοτούσε το τέλος του Καλού στην Αμερική. 

Οι δολοφονίες αυτών των τριών ανδρών λάβωσαν την Αμερική ανεπανόρθωτα. Ακόμη και σήμερα δεν έχουμε συνέλθει. Αν δε δολοφονούνταν, δε θα είχε υπάρξει πολιτικά ο Nixon. Πιθανότατα ούτε ο Reagan. Ίσως ούτε καν ο Bush. Ο χαμός τους άλλαξε τον ρου της Ιστορίας μας προς το χειρότερο. Ακόμη πληρώνουμε τις συνέπειες. 

Μόνο την πρώτη εβδομάδα των 60s, δηλαδή της εποχής που διαδραματίζεται η σειρά Mad Men, ίδρυσα την Papert Koenig Lois, τη δεύτερη διαφημιστική εταιρία στον κόσμο, δίνοντας το έναυσμα σε αυτό που λογίζεται σήμερα ως η Δημιουργική Διαφημιστική Επανάσταση. Τα 60s ήταν μια ηρωική εποχή στην ιστορία της οπτικής επικοινωνίας. Οι τσαμπουκαλεμένοι διανοητές εκείνου του καιρού δεν φέρουν καμία ομοιότητα με τους χαρακτήρες των Mad Men. Αυτή η εξοργιστική σειρά δεν είναι τίποτα παραπάνω από σαπουνόπερα, που διαδραματίζεται σε ωραία γραφεία όπου στιλάτο ανόητοι πέθανε τις άβουλες, καλοχτενισμένες γραμματείς τους, ρουφάνε μαρτίνι και καπνίζουν μέχρι θανάτου καθώς παράγουν ανόητες, άψυχες διαφημίσεις, αγνοώντας το εμπνευσμένο κίνημα για τα ανθρώπινα δικαιώματα, το κίνημα για την απελευθέρωση των γυναικών, τον σατανικό πόλεμο του Βιετνάμ, και άλλες σεισμικές αλλαγές κατά τη διάρκεια της ταραχώδους δεκαετίας του ’60 που άλλαξαν την Αμερική για πάντα. Εκτός αυτού, στα 30 μου ήμουν πιο ωραίος από τον Don Draper (σ.σ. μια ατάκα που ο Lois χρησιμοποιούσε σχεδόν σε κάθε του συνέντευξη).

Ποτέ δεν θεώρησα τον εαυτό μου «Αμερικανό». Είμαι Ελληνοαμερικανός. Έτσι είμαι γνωστός και έτσι αναφέρονται σε μένα διαρκώς στον αμερικανικό Τύπο. 

Ο πατέρας μου, Χαράλαμπος Λόης, και η μητέρα μου, Βασιλική Θανασούλη, κατάγονται από την ορεινή Ναύπακτο. Η μητέρα μου γεννήθηκε στην Περίστα, ένα χωριό αρκετά μακριά από τη βάση του βουνού, και ο πατέρας μου από την Καστανιά, όπου το σόι του ζούσε από τα μέσα του 15ου αιώνα για να γλιτώσει από την άγρια κατοχή των Τούρκων. Για να φτάσεις στο χωριό του πατέρα μου, έπρεπε να οδηγήσεις σε ένα στενό, επικίνδυνο χωματόδρομο με στροφές, μέχρι την κορυφή του βουνού. Εκεί, στο χωριό του, ζούσαν σαράντα οικογένειες. Είμαι ξάδερφος όλων αυτών! Το τελευταίο κεφάλαιο του πρώτου μου βιβλίου (“George, be careful”), έχει τον τίτλο “Κάτω από το βουνό”, είναι μια ωδή στο πρώτο μου προσκύνημα εκεί το 1965 μαζί με την Αμερικανοπολωνή σύζυγο, Rosemary, και τον πατέρα μου. Ήταν μία από τις πιο αξέχαστες εμπειρίες της ζωής μου. Κοιμήθηκα σε ένα μικρό σπιτάκι, πάνω σε ένα στρώμα από φτερά – ήταν το κρεβάτι πάνω στο οποίο είχε γεννηθεί ο πατέρας μου. Από τότε που πέθανε η μητέρα μου, κατόπιν και ο πατέρας μου το 1975, δεν μπορώ να βρω το κουράγιο να επιστρέψω στη γενέτειρα μου.

Ένα βράδυ που έβρεχε καταρρακτωδώς και ήμουν ξαπλωμένος στην κούνια μου, κοίταξα ψηλά και ο Θεός με διέταξε: “George, να είσαι προσεκτικός”. Οι πρώτες αναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίας έχουν να κάνουν με λίγες λέξεις που έβγαιναν στα ελληνικά από τα χείλια της μητέρας μου, Βασιλικής Θανασούλη Λόη: “Γιώργο, να είσαι προσεκτικός”. Αυτές οι λέξεις υπήρξαν μόνιμη επωδός σε όλη μου τη ζωή, μια ειλικρινής νουθεσία από ανθρώπους που πάντα ήθελαν το καλό μου αλλά δεν μπορούσαν να καταλάβουν τη στάση μου απέναντι στη ζωή. Σε επίπεδο δημιουργικότητας, αν είσαι προσεκτικός θα καταντήσεις βαρετός και μέτριος, κάτι που σημαίνει ότι η δουλειά σου θα είναι αόρατη.

Καλύτερα να είσαι ριψοκίνδυνος παρά προσεκτικός. Καλύτερα να είσαι τολμηρός παρά ασφαλής. Καλύτερα να δεις τη δουλειά σου να ξεχωρίζει και να μνημονεύεται, από το να περνάει απαρατήρητη. Δεν υπάρχει μέση οδός.