Stanley Bielecki Movie Collection/Getty Images
ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ

Ειρήνη Παπά, η ζωντανή Καρυάτιδα

Η σπουδαία ηθοποιός πέθανε στα 96 της χρόνια. Η εντυπωσιακή διεθνής κινηματογραφική της καριέρα πέρασε στην αιωνιότητα.

«Η πανέμορφη και μεγαλοπρεπής φιγούρα, που ενσαρκώνει τη γυναικεία ψυχή στη βαθύτερη έκφραση της και η εικόνα της Ελλάδας όλων των εποχών». Με αυτά τα λόγια, ο Manoel de Oliveira, ο σημαντικός Πορτογάλος σκηνοθέτης είχε περιγράψει τη μούσα του, την Ειρήνη Παπά, με την οποία συνεργάστηκαν σε αρκετές ταινίες του. 

«Ένα πανέμορφο πλάσμα με ένα απλό μακρύ φόρεμα, όλο πτυχώσεις, που κινιόταν με μεγαλοπρέπεια και συνάμα απλότητα. Σαν να ζωντάνεψε μία Καρυάτιδα», είχε γράψει ο Αλέκος Σακελλάριος στην αυτοβιογραφία του για την πρώτη φορά που την αντίκρισε να περπατά στο Σύνταγμα.

Η Ειρήνη Παπά υπήρξε μία ακαταμάχητη γυναίκα, μία παθιασμένη καλλιτέχνιδα και ένας ελεύθερος άνθρωπος. Ένα σύμβολο ομορφιάς, μοναδικής υποκριτικής δεινότητας και αειθαλούς πνεύματος. Η δωρική, αυστηρή ομορφιά της μαγνήτιζε την οθόνη και η φλόγα που έκαιγε μέσα της για την τέχνη της χάριζε στις ερμηνείες της μία πρωτόγνωρη δυναμική που την εκτόξευσε στην κορυφή. Υπήρξε μία από τις ελάχιστες ηθοποιούς της χώρας μας με πραγματική διεθνή καριέρα. Μία Ελληνίδα μύθος που πέρασε στην αιωνιότητα.

«Δεν ήθελα ποτέ να παίζω τους ρόλους τους αισθησιακούς, αυτούς της μοιραίας γυναίκας. Ήθελα να παίζω τον εαυτό μου. Την ανεξάρτητη αγωνίστρια», είχε δηλώσει κάποτε.

Η Ειρήνη Παπά πέθανε το πρωί της Τετάρτης (14/9), μετά από χρόνια προβλήματα υγείας (είχε διαγνωσθεί με τη νόσο του Αλτσχάιμερ). Στις 3 Σεπτεμβρίου είχε γιορτάσει στα 96α της γενέθλια.

Από το Χιλιομόδι στην κορυφή του κόσμου

«Το χωριό μου μ’ έμαθε τον τρόπο που παίζω. Όλες οι μνήμες που παραμένουν ζωντανές, η παιδική ηλικία, τα νερά, τα πουλιά, το φεγγάρι, η αστροφεγγιά, οι ίσκιοι, το κριτς-κριτς που κάνουν τα φυτά μέσα στη νύχτα καθώς μεγαλώνουν, κι εσύ τ’ ακούς ενώ κοιμάσαι σε μια ταράτσα, και το πρωί τα βλέπεις δέκα πόντους μακρύτερα», είχε πει χαρακτηριστικά σε συνέντευξή της για τη γενέτειρά της.

Γεννήθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου του 1926 στο Χιλιομόδι Κορινθίας, αν και η ίδια είχε δηλώσει ότι πρόκειται για λάθος και ότι η χρονιά γέννησής της ήταν το 1929. Το πραγματικό της όνομα ήταν Ειρήνη Λελέκου.

Μεγάλωσε σε οικογένεια δασκάλων, όπως ο παππούς της, οι γονείς και η θεία της που την επηρέασαν στη μόρφωσή της. Η μητέρα της Ελένη Λελέκου, από το γένος Πρεβεζάνου, ήταν δασκάλα, από την οποία είχε ακούσει πολλά παραμύθια και ιστορίες. Ο πατέρας της Σταύρος Λελέκος ήταν καθηγητής κλασικού δράματος, υπήρξε διευθυντής στο σχολείο του Σοφικού Κορινθίας και την έμαθε να διαβάζει αρχαίους Έλληνες. Ο προπάππος της Σταύρος Λελέκος, γύρω στα τέλη του 19ου αιώνα, έγραψε το πρώτο συντακτικό της ελληνικής γλώσσας (1881), όπως και άλλα βιβλία για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

Όταν ήταν στην εφηβεία είπε στους γονείς της ότι θα γίνει ηθοποιός. Παρά τις αντιρρήσεις τους, εκείνη ακολούθησε τον δρόμο της.

Ξεκίνησε από την ηλικία των 15 ετών ως ραδιοφωνική παραγωγός, τραγουδίστρια και χορεύτρια σε διάφορες εκδηλώσεις και αργότερα, παρακολούθησε μαθήματα υποκριτικής στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, που τότε ονομαζόταν Εθνική Σχολή Κλασικού Θεάτρου με σπουδαίους δασκάλους, όπως τους Γιώργο Γληνό, Νικόλαο Παρασκευά, Λουκά Καρυντινό, Πέλο Κατσέλη και Δημήτρη Ροντήρη, μεταξύ πολλών ακόμα.

Στο θέατρο πρωτοεμφανίστηκε το 1948, στην επιθεώρηση των Σακελλάριου-Γιαννακόπουλου Άνθρωποι… Άνθρωποι στη Λυρική Σκηνή, με τους σημαντικότερους ηθοποιούς της εποχής. Ο Αλέκος Σακελλάριος ήταν εκείνος που την παρουσίασε στον Φίνο και έπαιξε την ίδια χρονιά στην πρώτη της ταινία, στο οι Χαμένοι άγγελοι του Νίκου Τσιφόρου.

Το 1951, η Ειρήνη Παπά έγινε γνωστή διεθνώς με την κοινωνική δραματική ταινία Νεκρή Πολιτεία της Φίνος Φιλμ, που διαδραματιζόταν στον Μυστρά και προβλήθηκε, αντιπροσωπεύοντας την Ελλάδα, στο Φεστιβάλ των Καννών. Σκηνοθέτης ήταν ο Φρίξος Ηλιάδης και συμπρωταγωνιστής της, ο Γιώργος Φούντας στην πρώτη του εμφάνιση στον κινηματογράφο.

Συμμετείχε σε πολλές χολιγουντιανές παραγωγές, ενώ πρωταγωνίστησε και στο θέατρο Μπρόντγουεϊ το 1967. Τρεις από τις ταινίες στις οποίες πρωταγωνίστησε προτάθηκαν για Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας, με τη γαλλόφωνη Ζ του Κώστα Γαβρά να το κατακτά, ενώ υποψήφιες υπήρξαν επίσης και δύο ελληνικές ταινίες, μεταφορές στη μεγάλη οθόνη αρχαίων τραγωδιών, η Ηλέκτρα και η Ιφιγένεια.

«Δεν κέρδισα ποτέ Όσκαρ και τα Όσκαρ δεν κέρδισαν ποτέ την Ειρήνη Παπά», είχε δηλώσει σχετικά με το γεγονός ότι ενώ έφτασε πολλές φορές κοντά στην πηγή, δεν κατάφερε ποτέ να πιει νερό. Αυτό βέβαια ήταν κάτι που ειλικρινά δεν την ένοιαξε ποτέ.

Αν κάτι την πλήγωνε ήταν ότι η ελληνική κριτική και ορισμένοι συνάδελφοί της την αντιμετώπιζαν εχθρικά και ότι ποτέ δεν αναγνώρισαν τις προσπάθειές της και το ταλέντο της. Ενδεικτικό είναι ότι το 1979 στο Ηρώδειο, όταν ήταν να παιχτεί το Αντώνιος και Κλεοπάτρα, βρέθηκε σε διαμάχη με τον Δημήτρη Χορν που είχε εκφραστεί απαξιωτικά εναντίον της.

Στη μακρόχρονη πορεία της στο αμερικάνικο και στο ευρωπαϊκό σινεμά συνεργάστηκε με θρύλους της 7ης Τέχνης: από τον Federico Fellini και τον Elia Kazan μέχρι τον Anthony Quinn, την Katharine Hepburn (που ήταν στενή της φίλη) και τον Marlon Brando. Για τον τελευταίο, η ίδια είχε αποκαλύψει το 2004 στην ιταλική εφημερίδα Corriere della Sera, μετά τον θάνατό του, ότι υπήρξε μεταξύ τους «μία μακρά και μυστική αγάπη». Είχε πει ότι είχαν συναντηθεί το 1954 στη Ρώμη, ότι τον εκτιμούσε πολύ, ήταν το «μεγάλο πάθος της ζωής της» και η τελευταία τους συνάντηση ήταν το 1999 στην Αθήνα.

Οι βραβεύσεις, η δυναμική πολιτική έκφραση και η ζωή που έζησε όπως ήθελε

Σύμφωνα με τον κορυφαίο Αμερικανό κριτικό κινηματογράφου Roger Ebert, η Ειρήνη Παπά είχε τρία «μειονεκτήματα»:  το ύψος της, που έκανε πολλούς ηθοποιούς να μη θέλουν να σταθούν δίπλα της, την ομορφιά της που ήταν ανταγωνιστική για τις άλλες ηθοποιούς και τη «βαριά» πελοποννησιακή προφορά της.

Αν και δεν αναγνωρίστηκε τόσο εντός, όσο εκτός συνόρων, τιμήθηκε με το Παράσημο του Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλο το 1995.

Το 2008, η Ιταλία την τίμησε με το «Βραβείο Ρώμη» στο αρχαίο θέατρο της «Όστια Αντίκα». Τότε όταν παρέλαβε το βραβείο είχε πει: «Δεν ξέρω αν πρέπει να γελάσω ή να κλάψω, μπορώ μόνο να πω ότι η Αθήνα θα είναι πάντα η μητέρα μου, αλλά η Ρώμη, παράλληλα, είναι δεύτερη μητέρα μου, από ξεκάθαρη επιλογή μου». Στην Ιταλία συνεργάστηκε με πολλούς Ιταλούς σκηνοθέτες, οι Ιταλοί την αγάπησαν, αποκαλώντας την Bella Greca και Irene Nostra (όμορφη Ελληνίδα και η δική μας Ειρήνη) και εκεί κατέφυγε τα χρόνια της χούντας, δεδομένου ότι ήταν υποστηρίκτρια του κομμουνισμού.

Η Πορτογαλία έδειξε επίσης την εκτίμησή της με την υποστήριξη στο θέατρο που ίδρυσε στη χώρα για να παίζονται αρχαίες τραγωδίες. Γι’ αυτό το θέατρο η Ειρήνη Παπά διέμενε στην Πορτογαλία τα τελευταία ενεργά χρόνια της ως ηθοποιός.

Το 2000 τιμήθηκε με τον τίτλο «Γυναίκα της Ευρώπης» και το 2009 με τον Χρυσό Λέοντα Μπιενάλε του Θεάτρου της Βενετίας, από τα χέρια του σκηνοθέτη Mauricio Scarparo.

Τα τελευταία χρόνια είχε τιμηθεί και με τον τίτλο του επίτιμου διδάκτορα στο Πανεπιστήμιο Τορ Βεργκάτα της Ρώμης στην Ιταλία.

Συνολικά έλαβε περισσότερες από 24 τιμητικές διακρίσεις και βραβεία.

Όπως προαναφέραμε, η Ειρήνη Παπά ήταν κομμουνίστρια. Μεταπολιτευτικά πέρασε και στον πολιτικό στίβο ως μέλος του ΚΚΕ, ενώ είχε δηλώσει ανοιχτά τον σεβασμό της στην προσωπικότητα του Ανδρέα Παπανδρέου.

Ειρήνη Παπά 1961, Kurt Hilliges/AP Photo

Όσον αφορά την προσωπική της ζωή, η Ειρήνη Παπά έκανε ένα γάμο. Το 1947, παντρεύτηκε τον σκηνοθέτη και ηθοποιό Άλκη Παππά (1922-2018), με τον οποίο χώρισαν το 1951, διατηρώντας ωστόσο το επίθετό του μέχρι τον θάνατό της. Η ίδια βέβαια προτιμούσε να γράφει το επίθετο με ένα «π», δηλαδή «Παπά», όπως γραφόταν στα αγγλικά Irene Papas.

Η Ειρήνη Παπά δεν απέκτησε παιδιά. Στους πιο κοντινούς της συγγενείς συγκαταλέγονται ο σκηνοθέτης Μανούσος Μανουσάκης, γιος της αδελφής της Δέσποινας και ο ηθοποιός Αίας Μανθόπουλος, γιος της αδελφής της Ευαγγελίας.

Έζησε τη ζωή της όπως εκείνη ήθελε, τόσο σε επαγγελματικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο, κρατώντας πάντα αποστάσεις από ό,τι μπορούσε να την εγκλωβίσει.

«Πιστεύω ότι πρώτα είσαι άνθρωπος, μετά γυναίκα, μετά ηθοποιός. Πώς θα βάλω το επάγγελμα να με φάει, να μπω σε ένα κουτάκι και να συμπεριφέρομαι ανάλογα. Και αυτή να ‘μαι αλλάζω. Κάποτε η σταρ ήταν διαφορετική. Σήμερα είναι αλλιώτικη. Κάποτε ο σταρ ήταν ο ένας, ο άλλος, σήμερα είναι ο Al Pacino. Κάποτε οι σταρ φορούσαν τουαλέτες, σήμερα φοράνε μπλουτζίν σχισμένα, όλο τρύπες. Αύριο θα είναι τα μαλλιά πράσινα. Εγώ αποφάσισα να μην ακολουθήσω».