ALAMY/VISUALHELLAS.GR
ΣΙΝΕΜΑ

Έχει γυρίσει ποτέ καλή ταινία ο Darren Aronofsky;

Το The Whale, η νέα του ταινία με πρωταγωνιστή τον Brendan Fraser, κυκλοφορεί στην Ελλάδα. Ρίχνουμε μια ματιά στην καριέρα ενός αμφιλεγόμενου δημιουργού.

Το πιο συναρπαστικό πράγμα με τον Darren Aronofsky είναι ότι ποτέ δεν ηρέμησε. Δεν κάθισε ποτέ, ικανοποιημένος, να πιει ένα ποτήρι νερό και να πει, «ωραία ήταν». 

Δεν ξέρω δηλαδή, δεν τον γνωρίζω προσωπικά τον άνθρωπο, η φιλμογραφία του πάντα κάτι τέτοιο άφηνε να φανεί: Καμία διαδοχική του ταινία δε δείχνει σκηνοθέτη που έχει βρει ένα επίπεδο, έναν τρόπο λειτουργίας και απλά αφήνει το αμάξι να πηγαίνει.

Επίσης, η όλη του εσάνς ως περσόνα βοηθά προς αυτό το συμπέρασμα. Μοιάζει με άνθρωπος που μονίμως είναι υπό πίεση, αγχωμένος για το πώς θα εντυπωσιάσει– συχνά και τον ίδιο τον εαυτό του, όχι μόνο τους άλλους.

Δεν είναι πως δεν έχουν κοινά σημεία οι ταινίες του ή ότι δεν ξέρεις τι να περιμένεις. Με ένα περίεργο τρόπο μπορείς πάντα να αναγνωρίσεις το σινεμά του. Οι εικόνες του πάντα ουρλιάζουν, οι χαρακτήρες του μοιάζουν σαν άγρια ζώα μέσα σε κλουβί (ο ίδιος προσπαθεί να είναι ο θηριοδαμαστής), το καλό και το κακό γούστο αφήνουν πίσω τις συμβατικές έννοιές τους και συγχέονται, η υπερβολή κι η εκμετάλλευση εκφράζονται με δέος, το b-movie αισθητήριο έρχεται με πρεστίζ αναφορές (σαν αντίστροφος Tarantino).

Τελοσπάντων, μπορείς να το καταλάβεις συνήθως.

Αλλά αυτό δε σημαίνει πως οι ταινίες του μοιάζουν μεταξύ τους. Για την ακρίβεια, είναι σαν κάθε φορά να θέλει να εξολοθρεύσει τον εαυτό του που έκανε την προηγούμενη ταινία. Το Ρέκβιεμ για Ένα Όνειρο κάνει την αμερικάνικη δυστυχία βίντεο κλιπ κι αμέσως μετά το Fountain μετατρέπει σε εσωτερικό κοσμικό έπος την κοσμογονία της απώλειας.

Ο Παλαιστής είναι ένα προσγειωμένο πορτρέτο ενός περιθωριακού ήρωα κι αμέσως μετά ο Μαύρος Κύκνος είναι ένα υστερικό θρίλερ εμμονής και ταυτοτήτων. Η σχεδόν (πλην μιας #ναρκωτικά σκηνής) συμβατική επικούρα του Νώε δίνει τη θέση της στη θρησκευτικο-οικολογική αλληγορία του mother!. Βγάζεις νόημα; Ίσως περισσότερο, αν δεις τις ταινίες του όχι ακριβώς σαν αλληλουχία έργων αλλά σαν δίπτυχα που παίζουν ξύλο μεταξύ τους. (Δεν υπάρχουν σωστά και λάθος ταιριάσματα: Όλες οι ταινίες του Aronofsky παίζουν ξύλο με κάθε μία από τις υπόλοιπες.)

Τα σκεφτόμουν αυτά επειδή βγαίνει το The Whale στις αίθουσες αυτή την εβδομάδα (σε περιορισμένο κύκλωμα, με wide release από την επόμενη) και με έπιασα να αναρωτιέμαι: «Έχει κάνει ποτέ νορμάλ ταινία ο Darren Aronofsky;». Το οποίο για να είμαι σαφής και δίκαιος, είναι ένα πολύ ενδιαφέρον ερώτημα να αναρωτιέσαι για τον οποιονδήποτε δημιουργό.

Είδα το Whale στο φεστιβάλ Βενετίας όπου και αποφάσισα βγαίνοντας ότι μου κάπως μου άρεσε– πιθανώς ένας συνδυασμός τραγικά χαμηλών προσδοκιών (το mother!, την αμέσως προηγούμενη ταινία του, το είχα βρει φρικτό), πολύ ζεστής υποδοχής από το κοινό στην αίθουσα, εξαιρετικών ηθοποιών, συγκινητικού φινάλε, αλλά και αρκετών όντως καλών δημιουργικών αποφάσεων από πλευράς του. Δεν είναι πως το σκέφτηκα κι έχω αλλάξει γνώμη από τότε– αν μη τι άλλο ένα πρόβλημα του Whale είναι πως πρόκειται για ταινία που με αρκετή ευκολία διώχνεις από το μυαλό σου.

Κοιτάζοντας μάλιστα το άπλωμα των παραδοσιακών αστεριών του Αθηνοράματος, είναι και πάλι κλασικά αρονοφσκικό. Δηλαδή, τα πάντα από άσοι μέχρι τεσσάρια. (Για τα πρακτικά, στέκομαι κάπου στη μέση με 2.5/5.) Ένας παράγοντας είναι αυτός. Ένας άλλος; Ότι πιθανότατα αν ρωτήσεις δέκα ανθρώπους για κατάταξη των ταινιών του Aronofsky, θα βγάλεις δέκα ριζικά διαφορετικές λίστες. Αυτό είχε συμβεί πριν λίγα χρόνια όταν κάναμε αυτή την άσκηση στο Flix όπου «περισσότερες από μία ταινίες ψηφίστηκαν ως καλύτερες και ως χειρότερες της φιλμογραφίας του». Συνεπές μου ακούγεται.

Γράφοντας τότε εκεί για την προσωπική μου αγαπημένη, το Fountain, τη χαρακτήριζα ως τη μοναδική του ταινία στην οποία «οι εκμεταλλευτικές του εικόνες ντύνουν συναισθηματική αλήθεια κι όχι δηλώσεις σοκ και χάους» και σημείωνα πως επρόκειτο για «μια ιστορία την οποία έφτιαξε και ξανάφτιαξε μες στο κεφάλι του, μια ταινία την οποία είδε να γκρεμίζεται πριν επίμονα και μανιασμένα τη συλλάβει εκ του μηδενός ως παραλλαγή του εαυτού της, μα με κεντρικό άξονα πάντα την τρομερά ευαίσθητη προσέγγιση της απώλειας».

Αυτή η ελεγεία που διατρέχει κόσμους και αιώνες αναζητώντας την ανεξίτηλη σημασία της Στιγμής μες στον αποκαλυπτικό τυφώνα της απώλειας, συχνά με κάνει να αναρωτιέμαι γιατί τη λατρεύω τόσο τη στιγμή που δεν αγαπώ καμία άλλη ταινία του σκηνοθέτη. «Πώς είναι δυνατόν να γυρίστηκε από τον ίδιο άνθρωπο που γύρισε μερικά από τα απάνθρωπα και κυνικά έργα του σύγχρονου αμερικανικού σινεμά», αναρωτιόμουν τότε. Ίσως είναι επειδή πάλευε 6 χρόνια για να το κάνει πραγματικότητα. Ίσως είναι επειδή αφορά μια ψυχολογική κατάσταση που εκείνος βίωνε κι όχι μια δήλωση που ήθελε περισπούδαστα να κάνει. Ή ίσως, τελικά, το αγνό συναισθηματικό ξεγύμνωμα να είναι πιο κοντά στην εκμετάλλευση και τον κυνισμό από όσο –θέλουμε να– νομίζουμε.

Στο The Whale αυτή είναι η ισορροπία που προσπαθεί να κρατήσει, σα να επιχειρεί να προσγειώσει κέρμα όρθιο. Είναι η ιστορία ενός άντρα παχύσαρκου μέχρι σημείου που δεν μπορεί πλέον να λειτουργήσει. Δεν μπορεί να κινηθεί, να βγει από το σπίτι του, να επικοινωνήσει με άλλους, δεν μπορεί καν να εμφανίζεται στους μαθητές του μέσω zoom (η κάμερά του είναι πάντα κλειστή). Στη διάρκεια μιας κρίσιμης εβδομάδας, καθώς νιώθει πως η κατάστασή του χειρότερεύει, θα θελήσει να έρθει ξανά κοντά με την κόρη του, με την οποία τους χωρίζει τεράστια απόσταση. Ο Aronofsky σκηνοθετεί τον ασφυκτικό χώρο ενός δωματίου, καθώς η δράση δε βγαίνει ποτέ από εκεί μέσα, αλλά τον εκμεταλλεύεται καθώς ο ήρωάς του παίρνει σταδιακά κάποιες σημαντικές αποφάσεις κι η χωροταξία τις ακολουθεί, επηρεάζοντας παράλληλα και τη συναισθηματική μας κατάσταση κατά την παρακολούθηση.

Είναι σκηνοθετικά μια ενδιαφέρουσα δουλειά, ούτε ακριβώς προσγειωμένη αλλά ούτε και υστερική. Με τις ερμηνείες να ακολουθούν κατά πόδας, να λειτουργούν με διαρκή ένταση ακόμα και στις ήσυχες στιγμές, δίχως ποτέ να ξεφεύγουν στην ανεξέλεγκτη θεατρικότητα που πιθανώς να ταίριαζε στο κομμάτι, αλλά και ούτε φυσικά να στοχεύουν στο νατουραλισμό. Μπορεί ο Darren Aronofsky να έχει όντως πλήρη έλεγχο του τόνου της ταινίας του; Τόσο καιρό… ήξερε δηλαδή απόλυτα τι έκανε;

Χωρίς να μπούμε σε λεπτομέρειες, ας πούμε απλώς πως και συναισθηματικά η ταινία στοχεύει σε μια επίσης τολμηρή ισορροπία. Κάθε πλάνο και κάθε στιγμή μοιάζει με το βλέμμα ενός ανθρώπου που ταυτόχρονα φρικάρει και λυπάται. Η ταινία φυσικά και είναι εκμεταλλευτική και το ξέρει, αλλά θέλει να πλασάρει και ειλικρινή αγάπη ταυτόχρονα. (Στο φινάλε εννοείται πως συγκινήθηκα– και αισθανόμουν περίεργα που αισθανόμουν έτσι.) Είναι λες κι ο Aronofsky ήθελε να γυρίσει το Wrestler σα να ήταν το Ρέκβιεμ για Ένα Όνειρο ή ίσως το Ρέκβιεμ σα να ήταν το Wrestler.

(Μια που το ανέφερα: Το Wrestler, να, μια Καλή Ταινία που έχει όντως γυρίσει ο σκηνοθέτης. Το Ρέκβιεμ… ας πούμε πως ήταν καλό όταν ήμασταν 20 χρονών.)

Είναι ποτέ μια ταινία του ένα μόνο πράγμα; Έχει γυρίσει νορμάλ ταινία; (ΟΚ υποθέτω υπάρχει το Wrestler, αν και έχει πρωταγωνιστή τον Mickey Rourke, μην το ξεχνάμε αυτό.) Μέχρι και το ξεχάσιμο Noah που γύρισε ως στουντιακή επιταγή –πραγματικά, τι μέτριος κι ανέμπνευστος τρόπος να εξαργυρώσει τη λευκή επιταγή του μετά την επιτυχία του Black Swan– έχει την παρανοϊκή σκηνή της κοσμογονίας που δεν την αφήνει να ξεγραφτεί ως κάτι αληθινά συνηθισμένο.

Πριν από αυτό είχε βάλει τα δυνατά του για να ξεσηκώσει ένα σπουδαίο anime και να το φανταστεί εκ νέου ως μανιακό, συναρπαστικά σωματικό θρίλερ δίχως απαραίτητα οι συνεργάτες του να έχουν απόλυτη συναίσθηση του τι κάνει. (Η Natalie Portman, που είναι φανταστική στην ταινία, έχει πει πως μόνο όταν είδε τελικά την ταινία κατάλαβε τι ήθελε από αυτήν ο Aronofsky.)

Μετά από αυτό, γύρισε το mother!, μια αυθεντικά αταξινόμητη ταινία που λειτουργεί κι ως διαβολική αυτοπροσωπογραφία του, ένας καλλιτέχνης και η αθώα μούσα του που δεν έχει τον έλεγχο της ζωής της. Θέλω απλά να σημειώσω πως από τη στιγμή που η ταινία άνοιξε στη Βενετία το ‘17, η Lawrence πρώτον χώρισε με τον Aronofsky λίγες βδομάδες μετά και δεύτερον έκανε 4 χρόνια να παίξει ξανά σε ταινία (με εξαίρεση εκείνο το άθλιο τελευταίο X-Men που έκανε αναγκαστικά λόγω συμβολαίου και υπνοβατεί σε όλη τη διάρκεια). Σημειωτέον, είναι αληθινά εξαιρετική στο υπέροχο, εντελώς χαμηλών τόνων διαπροσωπικό δράμα Causeway δίπλα στον πάντα φοβερό Brian Tyree Henry– μακάρι η καριέρα της να βρει ξανά τον δρόμο της, όποιον δρόμο θέλει αυτή.

Τελοσπάντων, η ουσία είναι πως εν τέλει εδώ δεν έχουμε έναν άνθρωπο μετρημένο, ούτε ως προσωπικότητα, ούτε σε ό,τι εξαπολύει μέσα από τις ταινίες του. Παθιάζεται κάθε φορά με μια ιδέα, με κάτι που έχει αγαπήσει, με κάτι που τον έχει πονέσει, με κάποιον ή κάποια ηθοποιό, με μια εικόνα, ένα concept, μια απώλεια, μια άρνηση– με κάτι. Κάθε του ταινία μοιάζει σαν να έχει γεννηθεί βίαια από μέσα του, κι αυτό δίνει αξία με έναν τρόπο σε όλες τους, και άρα και στον ίδιο. Αυτός είναι ο λόγος που όλες ακροβατούν τόσο επίφοβα ανάμεσα σε στυλ και σε συναισθηματικές καταστάσεις. Αυτός είναι κι ο λόγος που προκαλούν τόσο διαφορετικές αντιδράσεις στον κάθε άνθρωπο– όχι επειδή «θέλει να προκαλέσει». (Ειλικρινά δε νομίζω πως θα άντεχε την ψυχολογική πίεση του να είναι ένας εν γνώσει του επαγγελματίας προβοκάτορας α λα Gaspar Noe.)

Έχει κάνει αληθινά καλή ταινία; Ναι, φυσικά. Δηλαδή δεν ξέρω. Μάλλον. Ανάλογα ποιον θα ρωτήσεις. Ναι, έχει κάνει. Αλλά δεν είναι αυτή η σημαντική ερώτηση. Η σημαντική ερώτηση είναι: Έχει κάνει ποτέ αδιάφορη;