ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

“Είχαμε την Ελλάδα”: Πώς το ‘Mamma Mia!’ έγινε μπλοκμπάστερ φαινόμενο

Κινηματογραφικές ιστορίες σε συνέχειες. Σήμερα ταξιδεύουμε στο νησί Kalokairi παρέα με τη μουσική των ΑΒΒΑ για το κινηματογραφικό 'Mamma Mia!'.

Στο “Συνεχίζεται” θα ακολουθούμε κινηματογραφικές ιστορίες σε συνέχειες, μέσα από τις πιο διάσημες σειρές ταινιών του σινεμά, καθώς ήρωες και ιδέες αλλάζουν χέρια μέσα από το πέρασμα χρόνων ή και δεκαετιών.

Το 2008 η Μέρυλ Στριπ έκανε το Σοβαρό Χόλιγουντ να ανασηκώσει λίγο φρύδι απορημένο τι δουλειά είχε αυτή η ηθοποιός σε μια τέτοια ταινία, μια απορία που και ο θεατρικός κόσμος είχε κάνει μερικά χρόνια όταν η σκηνοθέτης βαγκνερικών επών μετέφερε στο θέατρο ένα jukebox μιούζικαλ με τραγούδια των ΑΒΒΑ.

Έμοιαζαν όλα πολύ σαχλά για τόσο σοβαρούς καλλιτέχνες όμως κάποιες φορές απλά δε μπορείς να αρνηθείς τη δύναμη ενός ποπ ρυθμού (ή/και ενός όμορφου καλοκαιρινού σκηνικού). Το κινηματογραφικό ‘Mamma Mia!’ έκανε τεράστια επιτυχία, έδειξε τη δύναμη της Στριπ -και- ως εμπορικού πρώτου ονόματος, αποτέλεσε μια από τις πιο αγνές “οι παίχτες περνάνε καλά κι αυτό περνάει στον κόσμο” περιπτώσεις μπλοκμπάστερ, και γέννησε περιέργως κι ένα πανηγυρικά ανώτερο σίκουελ.

Πάνω λοιπόν στο Δεκαπενταύγουστο, ξαναβλέπουμε αυτή την παράξενη περίπτωση franchise διλογίας ξεκινώντας σήμερα από το φιλμ της Φυλίντα Λόιντ του 2008. Πηγαίνοντας πίσω στη γέννηση του θεατρικού φαινομένου, αναζητώντας εκεί τους λόγους της επιτυχίας της ταινίας.

***

The winner takes it all: Η γέννηση του θεατρικού

Πολύ πριν η Μέρυλ Στριπ χορέψει το ‘Dancing Queen’ στα στενάκια στη Σκόπελο και πολύ πριν η Λίλι Τζέιμς φωτίσει το κροατικό καλοκαίρι, υπήρξε η ιδέα για ένα θεατρικό μιούζικαλ. Λειτούργησε επειδή τα τραγούδια των ΑΒΒΑ είναι τέλεια και επειδή είναι ηλιόλουστη ποπ μουσική που γράφτηκε μέσα από μια εσωτερική ένταση ερωτικής απόγνωσης των μελών της μπάντας; Λειτούργησε επειδή το θεατρικό δημιουργήθηκε από 3 γυναίκες που το βάσισαν σε κάτι χειροπιαστό η κάθε μία με τον τρόπο της;

Πάντως λειτούργησε.

«Για μένα αυτά τα τραγούδια γράφτηκαν από τον Μπιορν και τον Μπένι για το ‘Mamma Mia!’», έλεγε η παραγωγός Τζούντι Κρέιμερ στην οποία ανήκει η αρχική ιδέα του όλου αυτού εγχειρήματος. Γνώρισε τους Μπένι Άντερσον και Μπιόρν Ουλβίους λίγο μετά τη διάλυση των ΑΒΒΑ όταν δούλευαν με τον Τιμ Ράις στη θεατρική παράσταση ‘Chess’ το 1983, κι η Κρέιμερ ήταν βοηθός του Ράις. Εκεί τους πρότεινε πρώτη φορά την ιδέα ενός μιούζικαλ γραμμένου πάνω στα κομμάτια της μπάντας.

Η κύρια έμπνευση ήταν το ‘The Winner Takes It All’, η εμβληματική μπαλάντα του 1980 που παρά τις μετέπειτα αρνήσει κάθε εμπλεκόμενου, είναι μάλλον βέβαιο πως γράφτηκε σε μεγάλο βαθμό με έμπνευση (συναισθηματική, αν μη τι άλλο) το διαζύγιο του Άντερσον με την βασική τραγουδίστρια, Ανιέτα Φέλτσκογκ. Ένα σπαρακτικό κομμάτι πάνω στην ενοχή και τον πόνο μιας διαλυμένης σχέσης και όσων αμέτρητων πραγμάτων δε θα ζηστούν (πια) σε αυτήν, είναι αλήθεια πως με ευκολία μπορεί να σε μεταφέρει σε μια οπερατική φαντασίωση. «Σκεφτόμουν συνέχεια, αυτό είναι ένα σπουδαίο νούμερο των 11, όπως λένε στο Μπρόντγουεϊ», κατά την Κρέιμερ. «Είναι το ‘Don’t Cry for Me, Argentina’ από το ‘Evita’. Αλλά ποια είναι η ιστορία;»

Χρειάστηκαν λίγα χρόνια ώσπου να βρεθεί αυτό, αλλά στο ενδιάμεσο πρέπει λίγο ως πολύ να το έλεγε και να το ξανάλεγε στους Άντερσον και Ουλβίους με τον ίδιο τρόπο που κι εμείς μικρά ζητάγαμε και ξαναζητάγαμε από τους γονείς μας ένα συγκεκριμένο παιχνίδι μέχρι που τους σπάσαμε τελείως τα νεύρα και ενέδωσαν. Στην αρχή οι Σουηδοί δεν ενθουσιάστηκαν με την ιδέα όμως σύμφωνα και με την Κρέιμερ, «Άρχισα να τους μιλάω για αυτό στα μέσα των ‘80s και τελικά κάπου γύρω στο 1995 ο Μπιορν μου είπε: “Αν βρεις τη σωστή ιστορία, μπορεί”». Πάψε, ΠΑΨΕ, θα στο πάρω το παιχνίδι!

Ίσως έπαιξε ρόλο πως την ίδια στιγμή οι ΑΒΒΑ βίωναν μια διαρκή αναγέννηση, από την κυκλοφορία του ABBA Gold μέχρι την εμφάνιση κομματιών σε δημοφιλείς ταινίες και εκπομπές. «Αρχίσαμε να σκεφτόμαστε, “Ουάο, αυτό το πτώμα είναι ζωντανό”,» λέει ο Μπένι Άντερσον. «Η αναβίωση με εξέπληξε τελείως. Νομίσαμε πως όταν χωριστήκαμε ήταν το τέλος», συμπληρώνει ο Ουλβίους.

Η Κρέιμερ ακολουθώντας καριέρα παραγωγού είχε γνωρίσει μια νεαρή σεναριογράφο, την Κάθριν Τζόνσον, η οποία είχε κάνει κάποιες δουλειές στην τηλεόραση αλλά και στο θέατρο. Ένα θεατρικό της Τζόνσον ήταν το ‘Shang-a-Lang’, για τρεις γυναίκες που κλείνουν τα 40 σε μια καλοκαιρινή κατασκήνωση όπου παίζουν μουσική τα νεανικά τους είδωλα, οι [φωνή Λίαμ Νίσον στο ‘Love Actually’] Bay City Rollers [/τέλος φωνής]. Σίγουρα δεν σκέφτομαι μόνο εγώ «θα το έβλεπα με τρέλα αυτό», λογικά θα το σκέφτηκε κι η Κρέιμερ, και ανέθεσε στην Τζόνσον να γράψει το βιβλίο για την επικείμενη θεατρική παράσταση του ‘Mamma Mia!’ πάνω σε μια κάπως παρεμφερή βάση και ευαισθησία.

Η Κρέιμερ είχε βρει την βασική ιδέα και ήθελε η Τζόνσον να είναι εκείνη που θα την έφερνε στη ζωή. Την κάλεσε σε μίτινγκ με τον Άντερσον και τον Ουλβίους στο οποίο η Τζόνσον πήγε επειδή ακόμα κι αν δεν έπαιρνε τη δουλειά, θα μπορούσε να λέει στον κόσμο ότι είχε γνωρίσει τους ΑΒΒΑ. Κατανοητό. Λέει πως όταν γνώρισε την Κρέιμερ, «μου είπε πως η ιδέα είχε τη στήριξη του Μπένι και του Μπιόρν, αλλά θα ήταν πολύ αυστηροί στην επίβλεψη του πρότζεκτ και πως έπρεπε να τους πείσω για την σωστή ιδέα, την σωστή ιστορία».

Προερχόμενη από φτωχό μπάκγκράουντ, με περίεργα εφηβικά χρόνια και μια αποβολή από το σχολείο στα 16, η Τζόνσον παντεύρηκε στα 18, χώρισε στα 24 και έζησε στο Μπρίστολ μεγαλώνοντας μόνη ένα παιδί προσπαθώντας να ξεκινήσει κάποια καριέρα- έκανε δουλειές σε θέατρο και τηλεόραση όπως έρχονταν, και ακόμα και το ‘Mamma Mia!’ το έγραψε υπό οριακές συνθήκες, σε δύο χρόνια κατά τα οποία είχε ελάχιστα έσοδα και ένα σπίτι να συντηρήσει.

«Εκείνη την εποχή στον τύπο γράφονταν πολλά για single μητέρες που αφαιμάζουν το κράτος κλπ κλπ», θυμάται. «Οπότε ήθελα να γράψω για μια εργαζόμενη, μόνη μητέρα, που έχει οργανωμένη τη ζωή της και την σχέση με την κόρη της, την οποία απολύτως λατρεύει αλλά συχνά μαλώνουν». Δεν σκέφτεται εύκολα κανείς το ‘Mamma Mia!’ ως κάτι τόσο προσωπικό, όμως η Τζόνσον βάσισε όλο αυτό το μέρος του θεατρικού στη σχέση με τα παιδιά της- αν και ο χαρακτήρας που βασίστηκε στην ίδια είναι η Ρόζι, η φίλη της Ντόνα, «που είναι συγγραφέας και πολύ περισσότερο “θα πάω στον δρόμο μου, θα κάνω το δικό μου” είδος χαρακτήρα», λέει.

Τη σκηνοθεσία ανέλαβε η Φυλίντα Λόιντ με τεράστια προϋπηρεσία στην αγγλική σκηνή, έχοντας από ‘Six Degrees of Separation’ στο Γουέστ Εντ μέχρι μια σειρά από βραβευμένες όπερες σαν το ‘La Boheme’. Αυτό που δεν είχε κάνει ως τότε, ήταν να σκηνοθετήσει μιούζικαλ για το Γουέστ Εντ, φοβούμενη πως μπορεί να αποτέλεσει κάποιου είδους συμφωνία με το διάβολο. Αλλά γοητεύτηκε όταν γνώρισε την Τζούντι Κρέιμερ και την Κάθριν Τζόνσον, «και το γεγονός πως είμαστε όλες έτοιμες να γίνουμε 40», όπως εξομολογήθηκε πριν λίγα χρόνια.

«Το όλο πράγμα ακουγόταν κάπως τρελό και ενδιαφέρον και είχε τόσο δυνατή γυναικεία ορμή, και γοητεύτηκα κατευθείαν από τη Τζούντι». Το 1998 ανέλαβε τη σκηνοθεσία και ένα χρόνο μετά η παράσταση άνοιγε τις πόρτες στο κοινό. «Κάποια στιγμή έκανα το “Δαχτυλίδι” του Βάγκνερ την ίδια στιγμή με το “Mamma Mia!”» και σκεφτόμουν, “Εδώ είναι δύο διαφορετικά έργα για χαμένους γονείς. Απλώς το ένα κρατά 17 ώρες και το άλλο 2 ώρες και 40 λεπτά”,» λέει γελώντας. «Πηγαίνω και στα δύο με την ίδια σοβαρότητα και αυστηρότητα».

Όλα τα παραπάνω ίσως εξηγούν μία διάσταση της επιτυχίας και γιατί το θεατρικό ακούμπησε μια φλέβα- στο κοινό αλλά και όχι μόνο. Η Κρέιμερ θυμάται πως συχνά ο κόσμος χόρευε στο τέλος των παραστάσεων με το ‘Waterloo’ και το ‘Dancing Queen’ και ένα βράδυ απλά κανείς δεν έφευγε. Το θέατρο αναγκάστηκε να κάνει ανακοίνωση «οι Ντάιναμος έχουν φύγει από το κτίριο». Η παράσταση εξελίχθηκε σε μια από τις μεγαλύτερης διαρκείας παραγωγές του Γουέστ Εντ και του Μπροντγουεϊ. Ένα βράδυ, στη σκηνή ανέβηκε η Άνι-Φρίντ Λύνγκσταντ, το τέταρτο μέλος της μπάντας.

«Η Φρίντα ήρθε ήσυχα ένα βράδυ, δεν ήθελε καμία φασαρία. Αγαπούσε το σόου τόσο πολύ που ρώτησε αν θα μπορούσε να ανέβει στη σκηνή στο τέλος μαζί με το καστ», θυμάται η Κρέιμερ. «Ανέβηκε, και τραγούδησε το ‘Dancing Queen’ μπροστά στο κοινό».

Πώς μπορεί κανείς να διαφωνήσει με αυτό;

 

***

Thank You For The Music: Από την 11η Σεπτεμβρίου στο Μπρόντγουεϊ

«Θέλω να κάνω πράγματα που έχει αξία να εισάγεις στην κουλτούρα. Αυτό το φιλμ είναι ένα αντικείμενο αξίας. Το ήξερα όταν το είδα», λέει η Στριπ σε ένα προφίλ της στον Guardian μιλώντας για την φαινομενικά απρόσμενη απόφασή της να πρωταγωνιστήσει σε αυτή την κινηματογραφική μεταφορά. Δεν είναι κενά πρόμο λόγια αυτά, πραγματικά είναι κάτι που το πιστεύει.

To ‘Mamma Mia!’ άνοιξε στο Μπρόντγουεϊ στις 18 Οκτωβρίου του 2001, ένα μήνα δηλαδή μετά την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους. Η Λόιντ θυμάται πως «η 9/11 είχε μόλις συμβεί και ο κόσμος αναρωτιόταν αν ένα μιούζικαλ ήταν κάτι πρέπον. Όμως τι ένεση θετικού πνεύματος και καρδιάς που ήταν». Ανάμεσα στο κοινό που πήγε στην παράσταση για να νιώσει καλύτερα και πιο ανάλαφρα για τον κόσμο, ήταν κι η Μέρυλ Στριπ.

Όπως το διηγείται η ίδια, τα πράγματα συνέβησαν κάπως έτσι: «Πήγα με το 10χρονό μου για το πάρτυ γενεθλίων της. Ήταν μόλις είχε ανοίξει και ήταν αμέσως μετά την 11η Σεπτεμβρίου και οι πάντες ήταν πεσμένοι. Και σκέφτηκα, “Τι θα κάνω με όλα αυτά τα παιδιά;”. Είδα μια διαφήμιση στους NY Times και έλεγε: “Νέο Βρετανικό μιούζικαλ – κεφάτη διασκέδαση” και σκέφτηκα, εδώ είμαστε! Οπότε πήγα τα παιδιά και χορεύαμε στους διαδρόμους και μετά στο δρόμο. Αγοράσαμε το άλμπουμ με την ηχογράφηση του καστ και τραγουδάγαμε τα τραγούδια για δύο χρόνια. Και γι’αυτό έγραψα ένα σημείωμα στο καστ, βασικά για να πω: “Thank You For The Music και ευχαριστώ για αυτή την ένεση χαράς που χρειαζόμασταν τόσο πολύ αυτή τη στιγμή”».

Η ομάδα των τριών γυναικών πίσω από την θεατρική επιτυχία κράτησε φυσικά κατά νου αυτή την εκδήλωση αγάπης της Στριπ. Ή, όπως το θέτει η Φυλίντα Λόιντ, «κρατήσαμε αντίγραφα μέχρι που έλιωσαν και έπεσαν από τα μαγνητάκια του ψυγείου». Η Στριπ στο μεταξύ, ήταν σε μια παράξενη καμπή της καριέρας της. Το 2006 με το ‘Devil Wears Prada’ έχει μια από τις μεγαλύτερες και πιο αναπάντεχες επιτυχίες της ζωής της, με ένα ρόλο που την παρουσίασε εκ νέου (ειδικά σε ένα πιο νέο, πιο μαζικό κοινό) ως πρώτα και κύρια, κουλ. Όταν συνέβη αυτή η επιτυχία η Στριπ είχε ήδη γυρίσει ένα μάτσο πομπώδεις και σβησμένες στο χρόνο ‘πλζ παρακαλώ ένα Όσκαρ’ ταινίες του 2007 όπως το ‘Lions for Lambs’ και το ‘Rendition’. Μπορώ πολύ εύκολα να δω ένα σενάριο κατά το οποίο, υπό το πρίσμα της επιτυχίας του ‘Prada’, βρήκε τη διάθεση να κάνει κάτι εξίσου αναπάντεχο.

Στο προφίλ του Guardian λέει πως «δεν κάνω καθόλου στρατηγικά κινήσεις στην καριέρα μου» και πως «όταν κολυμπώ τους 55 γύρους μου προσπαθώ να θυμηθώ τις ταινίες που έχω κάνει κατά σειρά και δε μπορώ… το παρελθόν είναι ένα μίασμα, δεν υπάρχει διαδρομή καριέρας». Καταρχάς με διασκεδάζει πολύ η πληροφορία πως η Στριπ προσπαθεί να θυμηθεί το imdb της όποτε κολυμπάει, υποθέτω είναι ένας κάποιος τρόπος να αδειάσεις το μυαλό σου και να συγκεντρωθείς. Άλλοι προσπαθούν να θυμηθούν την 11άδα του Παναθηναϊκού στον ημιτελικό με τον Άγιαξ ή τις ομάδες που κέρδισαν οι Μπουλς του Τζόρνταν στους τελικούς.

Από την άλλη δεν είναι ακριβώς στρατηγική, όσο ένστικτο. Το ένστικτο της Στριπ την έσπρωξε προς τη Σκόπελο όπως το ένστικτο της Ντόνα Σέρινταν την έσπρωξε προς το νησί Καλοκαίρι (προφέρεται “Kalokairi”). Εθεωρείτο ανέκαθεν μια ηθοποιός της οποίας η σπουδαιότητα προέκυπτε από μια αυστηρότητα, μια ψυχρότητα. Η Στριπ δεν γέμιζε το χώρο με το σώμα και με την ενέργειά της, τον γέμιζε με τη φωνή και με το βλέμμα της. Όμως ήξερε να τραγουδάει- είχε κάνει και το μαγευτικό ‘A Prairie Home Companion’ του Ρόμπερτ Όλτμαν, όπου την είχαν θαυμάσει και οι δημιουργοί του ‘Mamma Mia!’.

Οπότε, γιατί όχι ένα μιούζικαλ; Αυτό κι αν θα ήταν η πιο αναπάντεχη και ανατρεπτική κίνηση όλων. Όχι μόνο εμπορικά, αλλά και ως προς την καριέρα της, ως προς το mood της, και -τελικά- ως προς την ίδια την τεχνική της. Ήταν η τέλεια αφορμή για να υπάρξει ως μια άλλη Στριπ. Προσωπικά, αν και η ίδια η ταινία του 2008 δεν μου αρέσει ιδιαίτερα, βρίσκω υπέροχη την Στριπ σε αυτήν. Αυτό το είδος απελευθερωμένων, συχνά μουσικών, ερμηνειών είναι το αγαπημένο μου υποσύνολο ρόλων της, από την (τελευταία) ταινία του Όλτμαν μέχρι το υποτιμημένο ‘Ricki and the Flash’, την (τελευταία αφηγηματική) ταινία του Τζόναθαν Ντέμι.

«Είναι προαπαιτούμενο της ποπ κουλτούρας πως πρέπει να πετυχαίνεις μια ειρωνική απόσταση», λέει στον Guardian. «Εδώ αυτό δεν ισχύει. Είναι μια ταινία για γυναίκες και όλες τους τις εμπειρίες στο να είναι ελπιδοφόρες και νεανικές και μεγαλύτερες και να υποφέρουν όλα αυτά για τα οποία μετανιώνεις όταν ζεις μια μεγάλη ζωή». Όλα όσα ήθελαν οι Κρέιμερ-Τζόνσον-Λόιντ να βρεθούν μες στην παράστασή τους, η Μέρυλ τα ένιωσε.

***

Mamma Mia: Ο Πιρς Μπρόσναν, η Μέρυλ Στριπ και η Ελλάδα

«Όλοι βλέπουν τον εαυτό τους σε αυτή την ιστορία», λέει η Κρέιμερ και πραγματικά νιώθω πως αυτό είναι τελικά μια καλή σύνοψη όλων των παραπάνω και ταυτόχρονα ένας ισχυρός λόγος για την επιτυχία του θεατρικού και μετέπειτα του φιλμ. Είπαμε, τα κομμάτια των ΑΒΒΑ παίζουν τεράστιο ρόλο, αλλά αν ήταν τόσο απλή η συνταγή τότε οι 10 μεγαλύτερες ταινίες όλων των εποχών θα ήταν jukebox μιούζικαλ, με τραγούδια των Μπιτλς και των Στόουνς.

Υπάρχει σε αυτή την ταινία μια βαθύτερη, πηγαία αίσθηση χαράς που είναι κάπως αδιαπραγμάτευτη, ακόμα κι αν κανείς δεν παρασύρεται από οτιδήποτε άλλο ως φιλμική κατασκευή. Είναι πράγματι μια ταινία φτιαγμένη από ανθρώπους που δεν έχουν δημιουργήσει σινεμά ούτε γνωρίζουν ακριβώς πώς να δημιουργήσουν σινεμά, κι αυτό φαίνεται στα πάντα, από τον ρυθμό της ιστορίας μέχρι το ανύπαρκτα κινηματογραφικό στήσιμο των μουσικών σκηνών.

Αυτό που πάντα λέω είναι πως συγκριτικά με τη δεύτερη ταινία, ετούτη είναι σαν σχολική παράσταση, αλλά από την άλλη λίγες είναι οι φορές που έχουμε περάσει καλά σε σχολική παράσταση; Άμα διασκεδάζεις, διασκεδάζεις. Και το κοινό πέρασε τέλεια, κάνοντας την ταινία τεράστια εμπορική επιτυχία, ειδικά στην Αγγλία όπου έγινε η εμπορικότερη παραγωγή ως εκείνο το σημείο.

Η Φυλίντα Λόιντ δεν ήταν σκηνοθέτης σινεμά και ούτε έγινε ποτέ (δυστυχώς βέβαια γύρισε άλλη μία ταινία, το ‘Iron Lady’, για το οποίο καλύτερα ας μη μιλήσουμε και χαλάσουμε την όμορφη διάθεση), όμως η στελέχωση του πρότζεκτ ήταν ιδανική. Το καστ; Ο ένας κι η μία τελειότεροι από τους άλλους. «Αυτές έπρεπε να είναι γυναίκες που ξέρουν να διασκεδάζουν και που έχουν ζήσει, και το fun σε αυτές είναι πως είναι λίγο σκανταλιάρικες και λίγο καυστικές και έχουν πολλή ενέργεια» λέει η Κρέιμερ μιλώντας για το σκεπτικό πίσω από το κάστινγκ των κεντρικών ηρωίδων- με την απόλυτη θεά Κριστίν Μπαράνσκι και την Τζούλι Γουώλτερς να σχηματίζουν ένα πραγματικά απολαυστικό τρίο μαζί με την Στριπ. Οι Ντάιναμος είναι το καλύτερο κομμάτι του έργου, μια τριάδα γυναικών που όχι μόνο έχουν ζήσει, αλλά και που ξέρουν να ζουν.

Οι τρεις πατεράδες επίσης χτύπησαν διάνα, με τον Κόλιν Φερθ, τον Στέλλαν Σκάρσγκαρντ και τον Πιρς Μπρόσναν όχι απλά να περνάνε φανταστικά, αλλά να δίνουν και πόνο. Ο Μπρόσναν λίγο μετά τον Μποντ κάνει επίσης απρόσμενη στροφή, ειδικά με δεδομένο πως δεν μπορεί να τραγουδήσει, αλλά όπως λέει, «Ο ατζέντης μου με πήρε και μου είπε: “Σου έχω μια δουλειά: Μέρυλ Στριπ, Mamma Mia, Ελλάδα”. Είπα: “Μέσα”. Ήταν τόσο απλό». Ο Μπρόσναν διασκεδάζει και τραγουδάει και χορεύει, αλλά πάνω απ’όλα, νά’ναι καλά, πονάει σε αυτές τις ταινίες, και γι’αυτό είναι υπέροχος. Θα πω περισσότερο για αυτόν στο επόμενο κείμενο, αλλά προς το παρόν ας πούμε πως αποτελεί τέλειο romatic lead για τη Ντόνα της Στριπ.

Όσο για τον Κόλιν Φερθ, θα αρκεστούμε απλά σε αυτό:

Η Λόιντ προσπάθησε να προσαρμόσει τη θεατρική της οπτική στην κινηματογραφική αλλάζοντας κάποια πράγματα. «Ο χρόνος δουλεύει διαφορετικά στην οθόνη και θέλαμε κάθε τραγούδι να κερδίσει το χώρο του στην ιστορία», λέει εξηγώντας πώς ας πούμε το ‘Dancing Queen’ αποτυπώθηκε ως κάτι πιο επικό από τη θεατρική του απόδοση, έχοντας κατά νου τον Αυλητή του Χάμελιν. Επίσης έχει το σωστό ένστικτο να χρησιμοποιήσει όσο πιο εξαντλητικά μπορεί το σκηνικό, μιας που η τοποθέτηση της ιστορίας έδινε αυτό το πλεονέκτημα, σε αντίθεση με άλλα θεατρικά που μεταφέρονται στο σινεμά. «Ήξερα πως σε αντίθεση με άλλα θεατρικά μιούζικαλ είχαμε ένα αβαντάζ, ήμασταν ήδη σε τοποθεσία- είχαμε ήδη την Ελλάδα», λέει. «Πολλά θεατρικά δυσκολεύονται πολύ περισσότερο να βρουν ζωή στην οθόνη».

Αυτό που προσπαθεί συχνά να πετύχει η Λόιντ είναι κάτι που στη σκηνή εκ φύσεως του μέσου δε μπορούσε, δηλαδή να προσπαθήσει η ίδια ως κάμερα να χωθεί μες στη δράση, κοντά στους ήρωες. Παίρνει την κάμερα συχνά στο χέρι και αποζητά ένα feel λιγότερο αυστηρά δομημένο. «Η κάμερα κάπως κινείται με τα τραγούδια», εξηγεί η ίδια. Το αποτέλεσμα είναι ένα μιούζικαλ δίχως το παραμικρό στυλιζάρισμα, και με περιστασιακές χορογραφίες που καταλήγουν να μοιάζουν ως κάτι συμπτωματικό, σχεδόν παράλληλο της ταινίας. Οριακά και άρρυθμο. Πάρτε τη σκηνή ας πούμε του ‘Voulez-Vous’:

Εδώ συμβαίνουν ένα σωρό εξελίξεις πλοκής και χαρακτήρα εν μέσω μιας περίπλοκης χορογραφίας που μπαίνει εντελώς στο φόντο των διαλόγων. Δεν υπάρχει κανένα σημείο που ο ρυθμός του κομματιού να αναδεικνύει τη δραματουργία ή το αντίθετο, και κάθε υποψία ρυθμού πετσοκόβεται είτε από κάποια βιαστική σκηνή διαλόγου είτε από κάποιο κοντινό πλάνο χορού που μοιάζει να ξέφυγε στο μοντάζ κατά λάθος. Τελικά, νιώθεις πως η κάμερα πολύ απλά δεν ξέρει πού να κοιτάξει.

Ο Στέλαν Σκάρσγκαρντ θυμάται πως «συνειδητοποίησα νωρίς πως δε θα μπορούσα ποτέ να το κάνω αυτό. Αλλά μετά σκέφτηκα πως αν στο πάνο φαίνονται τα πόδια μου δε θα μπορούν να δουν το πρόσωπό μου οπότε δε θα ξέρουν πως είμαι εγώ! Κι αν είναι αρκετά κοντά η κάμερα στο πρόσωπό μου, τότε δε θα μπορούν να δουν τα πόδια μου. Οπότε είτε έκανα πως ήξερα τα βήματα με το πρόσωπό μου, είτε με τα πόδια μου». Ειλικρινά, πρέπει να σεβαστείς αυτό το mood. Έτσι θα το έκανα κι εγώ.

Η Στριπ λέει πως για την συγκεκριμένη «τρομακτική» σκηνή και μόνο, στην οποία «δε νομίζω πως υπάρχει ούτε ένα πλάνο των ποδιών μας», ήταν όλοι μαζεμένοι και έκαναν πρόβες για 3 βδομάδες πριν ξεκινήσει το γύρισμα. «Ο Κόλιν Φερθ ήταν τρομερά αγχωμένος και ο Στέλαν ήταν εκτός εαυτού, ο Πιρς μες στον ιδρώτα κάθε μέρα, οπότε δεθήκαμε πολύ χάρη σε αυτό».

«Και μετά, φυσικά, πήγαμε στην Ελλάδα».

***

Honey, Honey: Στην αιωνιότητα

Το θεατρικό έγινε επιτυχία από την πρώτη στιγμή οπότε ήταν εμφανές πως αργά ή γρήγορα θα υπήρχε και μια ταινία. Η Κάθριν Τζόνσον λέει πως ήταν μεγάλος πειρασμός να πουλήσουν τα δικαιώματα κατευθείαν και μετά κάποιος άλλος θα έκανε την ταινία. «Όμως η Τζούντι [Κρέιμερ] άντεξε και τελικά είπε, “θα δουλέψουμε μαζί σας, αλλά δε θα σας πουλήσουμε τα δικαιώματα”».

Γι’αυτό και, τελικά, σύσσωμο το γκρουπ των τριών ανέλαβε και την κινηματογραφική μεταφορά, δίχως εξωτερικές παρεμβάσεις. Η Λόιντ, παρόλο που δεν είχε σκηνοθετήσει ξανά για την οθόνη (παρά ένα τηλεοπτικό μικρού μήκους, χρόνια πριν), λέει πως αυτή η προστασία της έδωσε την εξουσία να απαντά σε κάθε απόπειρα παρέμβαση πως «Ευχαριστούμε, αυτό είναι τόσο ενδιαφέρον! Αλλά δε θα δουλέψει για εμάς». Το σινεμά της δεν μου αρέσει αλλά αυτό το attitude το σέβομαι 101%.

Αυτό που δεν αμφισβητείται είναι τελικά πως η παραγωγός, η συγγραφέας και η σκηνοθέτης ενός θεατρικού με τεράστια επιτυχία, κατάφεραν με απολύτως δικούς τους όρους να μεταφέρουν το έργο τους σε ένα άλλο μέσο, με σπάνιο βαθμό ελέγχου πάνω σε αυτό. Πώς ένας συνδυασμός αγνού αρχικού οράματος, σπουδαίας ποπ μουσικής, ιδανικού κάστινγκ και πανέμορφου φυσικού σκηνικού, είχαν ως αποτέλεσμα ένα θεατρικό να μεταφερθεί στην οθόνη σχεδόν δίχως να χρειαστεί στην πορεία η ίδια η κινηματογραφική γλώσσα. Δημιουργώντας κάτι τόσο αναπολογητικά διασκεδαστικό.

«Είναι ένα υπέροχο έργο που θα μείνει στην αιωνιότητα», έλεγε η Λόιντ με αφορμή την επέτειο των 20 χρόνων του θεατρικού. «Η ιστορία του “ποια είμαι;” δεν θα κουράσει ποτέ».

Dot, dot, dot!

***

Την επόμενη εβδομάδα: Για το σίκουελ τα πάντα γίνονται διαφορετικά, και το ‘Mamma Mia! Here We Go Again’ εκτοξεύει το υλικό σε ακόμα πιο κινηματογραφικά ύψη.

Γιατί το ‘Παρασκευή και 13’ κατάφερε να γίνει ένα από τα επικερδέστερα slasher franchises στην ιστορία του σινεμά; Ποιο ήταν το ορίτζιναλ τέλος της ταινίας και ποιο είναι το κρυφό μήνυμα πίσω από τη μουσική της; Πώς συνδέεται με τα slashers που ακολούθησαν και τι έχουμε να δηλώσουμε για τα Final Girls του είδους;

Αυτά και πολλά περισσότερα στο νέο επεισόδιο του POP για τις Δύσκολες Ώρες!