ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Πώς ‘Η Κατάρα του Μαύρου Μαργαριταριού’ έκανε ξανά τους πειρατές κουλ

Κινηματογραφικές ιστορίες σε συνέχειες. Σήμερα, ανοίγουμε έναν νέο κύκλο βουτώντας στα βαθιά νερά μαζί με τους 'Πειρατές της Καραϊβικής'.

Στο “Συνεχίζεται” θα ακολουθούμε κινηματογραφικές ιστορίες σε συνέχειες, μέσα από τις πιο διάσημες σειρές ταινιών του σινεμά, καθώς ήρωες και ιδέες αλλάζουν χέρια μέσα από το πέρασμα χρόνων ή και δεκαετιών.

***

To 2003 μια ταινία βασισμένη σε μια ατραξιόν της DisneyLand που όλο το industry περίμενε πως θα αποδεικνυόταν μέγιστο εμπορικό φιάσκο, εξελίχθηκε σε μια από τις εμπορικότερες ταινίες της χρονιάς, γέννησε ένα multimedia franchise που ακόμα φέρνει πίσω χρήματα και σίκουελ, ενέπνευσε άλλες ατραξιόν, και παραμένει μέχρι σήμερα η μοναδική ταινία στην ιστορία του Χόλιγουντ βασισμένη σε τρενάκι θεματικού πάρκου της οποίας ο πρωταγωνιστής προτάθηκε για ερμηνευτικό Όσκαρ.

Ήταν σίγουρα κάτι το απρόσμενο. Και μεγάλο μέρος της επιτυχίας προήλθε από το πόσα επιμέρους στοιχεία της ταινίας ήταν αυτό ακριβώς: απρόσμενα. Από το γοτθικό spin στα κλασικά πειρατικά μοτίβα μέχρι κάθε σπιθαμή της μεθυσμένα απολαυστικής ερμηνείας του Τζόνι Ντεπ, το φιλμ μπορεί να γεννήθηκε με κάθε κυνική διάθεση από τους executives της Disney αλλά φτιάχτηκε με φροντίδα και μια αγνή διάθεση φαν και ανακάλυψης, που συνεπήρε δικαίως το κοινό.

Αλλά πώς φτιάχτηκε η πρώτη ταινία όταν το πειρατικό είδος ήταν πρακτικά εξαφανισμένο στο Χόλιγουντ; Πώς επεκτάθηκε σε τριλογία με ένα πολύ υποτιμημένο δεύτερο μέρος; Και τι συνέβη όταν ο σκηνοθέτης Γκορ Βερμπίνσκι αποχώρησε από το franchise μετά το κλείσιμο της ορίτζιναλ τριλογίας; Για τις επόμενες 5 Κυριακές ανεβαίνουμε κι εμείς στο Black Pearl για να θυμηθούμε μία προς μία τις ταινίες ενός άκρως καλοκαιρινού franchise, από τα ύψη του ως τα βάθη του. Για να δούμε πως μια τόσο αντι-κινηματογραφική σύλληψη, μπορεί στα σωστά χέρια να γεννήσει κάτι αληθινά απολαυστικό.

***

«Ήμασταν βέβαιοι πως γράφαμε την τελευταία πειρατών που θα φτιαχνόταν ποτέ»

Πολύ πριν τον Τζακ Σπάροου και τον Μπαρμπόσα, πριν το «savvy» και το «’alo poppet», υπήρχε ένα τρενάκι θεματικού πάρκου. Στην πρώτη Disneyland στο Άναχαϊμ, το 1967 άνοιξε μια ατραξιόν με το όνομα “Οι Πειρατές της Καραϊβικής” που ακολουθούσε τις περιπέτειες πειρατών στις θάλασσες της Καραϊβικής και τις Δυτικές Ινδίες τον 17ο και 18ο αιώνα.

Ήταν σύμφωνα με τις ιστορίες, η τελευταία ατραξιόν στον σχεδιασμό της οποίας συμμετείχε ενεργά ο ίδιος ο Γουώλτ Ντίσνεϊ, αναπτύσσοντάς την σε τρενάκι στη λογική του “It’s a Small World”, από μουσείο κέρινων ομοιωμάτων που αρχικά επρόκειτο να είναι. Η ατραξιόν άνοιξε 3 μήνες μετά τον θάνατο του Ντίσνεϊ και έγινε γρήγορα τόσο μεγάλη επιτυχία που κάποιο καιρό αργότερα στα πλαίσια ενός redesign του πάρκου, προστέθηκε μια μικρή γέφυρα μπροστά από την είσοδό της ώστε να χαλαρώσει λίγο η κίνηση στην συγκεκριμένη περιοχή.

Εκδοχές των “Πειρατών” εμφανίστηκαν αργότερα σε Disneyland σε όλο τον κόσμο, παραμένοντας πάντα ένα από τα δημοφιλέστερα τρενάκια των πάρκων. Κάτι που, σε συνδυασμό με το έτσι κι αλλιώς πλούσιο lore της πειρατικής μυθολογίας, έκανε το συγκεκριμένο τίτλο ένα λογικό φαβορί για κινηματογραφική μεταφορά, όταν η Disney αποφάσισε να εκμεταλλευτεί τα πάρκα της για να γεννήσει τίτλους για το σινεμά. Έτσι, κυνικά, και καθόλου κινηματογραφικά, γεννήθηκε αρχικά η πρώτη ιδέα της ταινίας. Όταν ένα μάτσο executives προσέλαβαν έναν σεναριογράφο με μεγαλύτερη εμπειρία στην παραγωγή τηλεπαιχνιδιών παρά στο σινεμά, τον Τζέι Γουόλπερτ, να φτιάξει ένα σενάριο βασισμένο σε μια ιδέα που προέκυψε από κάποιο τους μίτινγκ: Ο φρουρός Γουίλ απελευθερώνει τον πειρατή Τζακ από τη φυλακή για να τον βοηθήσει να σώσουν μαζί την αγαπημένη του Ελίζαμπεθ, που έχει πέσει θύμα απαγωγής ενός άλλου πειρατή.

Ο Στιούαρτ Μπίτι (μετέπειτα του ‘Collateral’) ανέλαβε να σουλουπώσει το σενάριο αλλά για την ώρα η ιδέα παρέμενε στη λογική μια λίγο-πολύ αναμενόμενης, παλιομοδίτικης πειρατικής περιπέτειας με κάπως ευθύ και προβλέψιμο στόρι. Σε αυτό το σημείο η Disney δεν είναι καν σίγουρη αν σκοπεύει να προχωρήσει με το πρότζεκτ ως κινηματογραφικό ή ως straight to DVD σαν τα σίκουελ κινουμένων σχεδίων που παρήγαγε τότε κατά κόρον.

Αν προχωρούσαν κινηματογραφικά, οι executives είχαν στο μυαλό τους τον Μάθιου ΜακΚόναχι, θέλοντας τον κεντρικό πειρατή ήρωα του φιλμ να θυμίζει κάποιον σαν τον Μπαρτ Λάνκαστερ στον ‘Κόκκινο Κουρσάρο’ (‘The Crimson Pirate’) του 1952. Αν συνέχιζαν για home video, σκέφονταν τον Κρίστοφερ Γουόκεν, το οποίο προσωπικά το βρίσκω τουλάχιστον προσβλητικό αλλά εγώ δεν είμαι επιτελής της Disney κιόλας οπότε τι ξέρω.

Όταν ο μεγαλοπαραγωγός Τζέρι Μπρουκχάιμερ ανέλαβε το φιλμ τα πάντα σοβάρεψαν όπως είναι λογικό. Ο Μπρουκχάιμερ ξεφορτώθηκε το σενάριο και έφερε στο πρότζεκτ το δίδυμο των Τεντ Έλιοτ και Τέρι Ρόσιο, οι οποίοι είχαν πλούσιο background στις περιπέτειες φαντασίας και δη τις κινουμένων σχεδίων, έχοντας γράψει από το “Αλαντίν” μέχρι το “Σρεκ”. Το δίδυμο έφερε με ενθουσιασμό στο πρότζεκτ το στοιχείο που θα έκανε τη διαφορά, αυτό της μεταφυσικής κατάρας.

Από τα ‘90s προσπαθούσαν να γράψουν μια γοτθική περιπέτεια πειρατών και ουσιαστικά αυτό εισήγαγαν εδώ με τις ευλογίες του Μπρουκχάιμερ. «Ξέραμε πως το κοινό θα αντιστεκόταν σε παπαγάλους που μιλάνε, σε ξύλινα πόδια κι άλλα κλασικά μοτίβα του πειρατικού φιλμ που είναι λίγο ανόητα κι όχι πολύ κουλ», λέει ο Τέρι Ρόσιο μιλώντας πάνω μια δεκαετία μετά το γράψιμο εκείνο του φιλμ. «Οπότε επιμείναμε στο μεταφυσικό, στην ιστορία των φαντασμάτων, στην πτυχή του γοτθικού τρόμου, που είναι συνεπής με πολλές ιστορίες της θάλασσας. Όταν πιστέψεις στους ξιφομάχους σκελετούς, τότε το eye-patch, ο θαμμένος θησαυρούς κι οι μαϊμούδες δεν είναι τόσο μεγάλο πρόβλημα», εξηγεί. «Αυτές οι πειρατικές ταινίες είναι στην πραγματικότητα ιστορίες φαντασμάτων τοποθετημένες στον κόσμο των πειρατών».

Concept σκίτσο για τον χαρακτήρα που θα έπαιζε ο Τζόνι Ντεπ στην ταινία. / Disney Enterprises, Inc. / All Right Reserved
Concept σκίτσο για τον χαρακτήρα που θα έπαιζε ο Τζόνι Ντεπ στην ταινία.

Η επιρροή του διδύμου των σεναριογράφων φαίνεται πολύ περισσότερο στο τελικό προϊόν από ό,τι σε πολλές άλλες αντίστοιχες μεγαλοπαραγωγές που περνάνε από ολόκληρο επιτελείο πριν φτάσουν, κάπως, στην οθόνη. Όχι μόνο επειδή πράγματι υπάρχει μια στοιχειωμένη αύρα από άκρη σε άκρη της ιστορίας και του κόσμου της, αλλά κι επειδή τα πάντα είναι εκτελεσμένα με μια εντελώς animated αισθητική προσέγγιση.

Η ερμηνεία του Τζόνι Ντεπ έχει περιγραφεί πολλάκις ως “Κιθ Ρίτσαρντς παιγμένος ως Μπαγκς Μπάνι”, ο Τζέφρι Ρας ως κακός του φιλμ γουρλώνει διαρκώς τα μάτια και παίζει σα να ήταν κάποιος villain από τα ‘90s κινούμενα σχέδια του στούντιο, και το φιλμ μοιάζει γενικώς γεννημένος μέσα σε ένα καρτούν κόσμο, από αισθητικές λεπτομέρειες, μέχρι το πώς οι πάντες κινούνται και μιλάνε, μέχρι και αξιομνημόνευτούς β’ χαρακτήρες σαν το άπαιχτο δίδυμο πειρατών Πιντέλ και Ριγκέτι με τις φιλοσοφικές τους συζητήσεις ή το δίδυμο στρατιωτών Μέρτογκ και Μάλροϊ που πάντα είναι αυτοί που ο Τζακ Σπάροου πρέπει να ξεγελάσει, λες κι είναι ο Γιοσέμιτι Σαμ κι ο Έλμερ Φαντ.

Άλλη μια επιρροή μοιάζει να προέρχεται από τον κόσμο των βιντεοπαιχνιδιών, καθώς ο Τεντ Έλιοτ φημολογείται πως στα τέλη των ‘90s δούλευε σε μια κινηματογραφική διασκευή του ‘Curse of Monkey Island’ για τον Τζορτζ Λούκας. Το πρότζεκτ ακυρώθηκε πριν ανακοινωθεί επίσημα, όμως πηγές αναφέρουν πως υπάρχουν στοιχεία εκείνου του σεναρίου που επαναχρησιμοποιήθηκαν για το σενάριο των “Πειρατών”, καθώς συγκεκριμένες ιδέες πάνω στην προσέγγιση του είδους υπήρχαν στο μυαλό του σεναριογράφου για χρόνια.

Λίγο μετά τους Έλιοτ και Ρόσιο, τη σκηνοθεσία ανέλαβε ο Γκορ Βερμπίνσκι που μόλις είχε πετύχει μεγάλη εμπορική επιτυχία με το ριμέικ του “The Ring” όμως το ντεμπούτο του, “Mouse Hunt”, επίσης κουβαλούσε σαφή καρτουνίστικα ίχνη στην προσέγγιση της αφήγησης. Συνθέτοντας όλα αυτά τα υλικά μαζί, το τελικό αποτέλεσμα περιέργως φτάνει να βγάζει απόλυτο νόημα, αισθητικά. Ο θρύλος μάλιστα λέει πως ο Τζόνι Ντεπ είχε αρχικά πάει σε μίτινγκ στην Disney ενδιαφερόμενος να συμμετάσχει σε κάποιο από τα επόμενα κινούμενα σχέδιά τους, πριν ο Ντικ Κουκ του προτείνει το συγκεκριμένο φιλμ, το οποίο ο Ντεπ δέχθηκε χωρίς πολλά πολλά.

«Γράφαμε συγκεκριμένα για να προσελκύσουμε τον Τζόνι Ντεπ στο φιλμ», παραδέχεται ο Ρόσιο. Τότε, ο Ντεπ ήταν ακόμα ένας ιδιαίτερος ηθοποιός που λειτουργούσε σε πιο καλτ περιοχές, παράλληλα του μέινστριμ. Σήμερα είναι δύσκολο να πεις όχι μόνο την δική του ιστορία, αλλά και την ιστορία του Χόλιγουντ του 21ου αιώνα, χωρίς τον Τζακ Σπάροου.

***

Πώς η ταινία κόντεψε να μην υπάρξει ποτέ

«Ήμασταν βέβαιοι πως γράφαμε την τελευταία πειρατών που θα φτιαχνόταν ποτέ», λέει ο Ρόσιο καθώς θυμάται την περίοδο ανάπτυξης του πρότζεκτ. Οι ταινίες με πειρατές ήταν εδώ και δεκαετίες εκτός μόδας στο Χόλιγουντ και μπορεί το δημιουργικό τιμ που συνέθεσε ο Μπρουκχάιμερ να ήταν στο ίδιο μήκος κύματος ως προς την ανανέωση του είδους με μεγάλο σεβασμό στους κώδικές του (οι σεναριογράφοι ήθελαν να φτιάξουν ένα γοτθικό swashbuckler, ο Βερμπίνσκι ήθελε να βάλει την τεχνολογία μέσα στο παλιομοδίτικο είδος που θυμάται να βλέπει παιδί), αλλά η Disney είχε αρχίσει να αγχώνεται.

Πέρα από το δεδομένο ντεμοντέ χαρακτήρα του είδους τότε, η άλλη ταινία που είχε αναπτυχθεί βασισμένη σε ατραξιόν κάποιου πάρκου του στούντιο, είχε πατώσει στο box office. Το ‘Country Bears’ βγήκε τον Ιούλιο του 2002 κάνοντας λιγότερα από το 20 εκατομμύρια εισπράξεις, και έτσι τα ντισνεϊκά κουστούμια που αντιλαμβάνονται το σινεμά ως IPs σκέφτηκαν όπως κάθε bot θα σκεφτόταν: Απέτυχε η μία ταινία βασισμένη σε τρενάκι, θα αποτύχει κι η άλλη! Σημειωτέον, οι δημιουργοί δεν παίζουν κανέναν απολύτως ρόλο σε αυτό το σκεπτικό, άλλη μια ένδειξη για το πώς κάθε καλλιτεχνικά ενδιαφέρον πράγμα που παράγεται στο σύγχρονο Χόλιγουντ είναι περισσότερο ένα ευτυχές ατύχημα παρά οτιδήποτε άλλο.

O τότε CEO της Disney, Μάικλ Άισνερ, ανακοίνωσε στον Μπρουκχάιμερ και τον Βερμπίνσκι πως το πρότζεκτ δεν θα προχωρούσε. Η αντίδραση του Βερμπίνσκι ήταν, πολύ απλά, να τον αγνοήσει. Με την προστασία του Μπρουκχάιμερ, έβαλε τους καλλιτέχνες που δούλευαν στα stopryboards της ταινίας να συνεχίσουν ό,τι έκαναν, όντας απόλυτο σίγουρος για το πόσο εντυπωσιακό ήταν αυτό που δημιουργούσαν. Όχι τυχαία, η τελική εκδοχή της ταινίας είναι τρομερά βασισμένη στα storyboards, με τον Βερμπίνσκι να στήνει κάθε σεκάνς με τρομερή έγνοια στην κίνηση, το κωμικό timing, τον ρυθμό, αλλά και κάθε ξεχωριστό concept να έχει δουλευτεί εκ του μηδενός με εικαστικούς όρους και τίποτα να μην μοιάζει generic.

Concept σκίτσο για τους πειρατές-σκελετούς της ταινίας. / 2003 Disney Enterprises, Inc. / All Rights Reserved
Concept σκίτσο για τους πειρατές-σκελετούς της ταινίας.

Αυτή η διαδικασία κάνει και την ταινία να ξεχωρίζει ως τελικό αποτέλεσμα, αλλά και την έσωσε όταν φαινόταν πως θα ακυρωθεί. Όπως αναφέρεται στο βιβλίο ‘DisneyWar’ του 2005 και καταγράφεται με πλήρως λεπτομερή τρόπο από τον Τζιμ Χιλ, ο Άισνερ επισκέφθηκε τα γραφεία της παραγωγής λίγες μέρες αργότερα για να τους κλείσει οριστικά, κι εκεί ο Βερμπίνσκι του έδειξε τα storyboards και τα concept σχέδια στα οποία δούλευαν, από τοποθεσίες σαν το νησί των νεκρών μέχρι ναυμαχίες, μέχρι τη σκηνή με τη μάχη των σκελετών (στην οποία θα επανέλθουμε) και όπως ήταν λογικό, ο Άισνερ εντυπωσιάστηκε τόσο που επέτρεψε στην παραγωγή να συνεχίσει κανονικά.

Ο όρος που έβαλε ήταν να κοπούν όλες οι αναφορές στην ίδια την ατραξιόν, το οποίο συνεχίζει να είναι ένας τρομερά αστείο τρόπος CEO-σκέψης. Λες και αν ο κόσμος διασκεδάσει με μια ταινία θα έχει να κάνει με το αν θα φαίνεται μια νεκροκεφαλή που παραπέμπει σε ένα τρενάκι ή όχι. Σε αυτή τη λογική μάλιστα γεννήθηκε κι ο τελικός τίτλος της ταινίας.

Αρχικό teaser poster της ταινίας δίχως τον υπότιτλο που προστέθηκε μετέπειτα. / 2003 Disney Enterprises, Inc. / All Rights Reserved
Αρχικό teaser poster της ταινίας δίχως τον υπότιτλο που προστέθηκε μετέπειτα.

Στα αρχικά teaser και concepts, ο τίτλος είναι απλώς “Πειρατές της Καραϊβικής” χωρίς τον υπότιτλο. Ο Άισνερ ήθελε να προστεθεί η “Κατάρα του Μαύρου Μαργαριταριού” για να υπάρχει κάτι στον τίτλο που να μην παραπέμπει στην ατραξιόν. Ο Βερμπίνσκι έξαλλος, προσπαθούσε να εξηγήσει πως αυτό δεν έβγαζε νόημα γιατί η κατάρα της ταινίας δεν ήταν πάνω στο Black Pearl αλλά στο πλήρωμά του. Λεπτομέρειες. Η ταινία απέκτησε τον υπότιτλο και όλα πήγαν καλά.

Και να πω και κάτι. Εγώ γενικά με τον Βερμπίνσκι είμαι, αλλά ο τίτλος που προστέθηκε είναι κουλ.

***

Ξίφη, σκελετοί και σεληνόφως

Ο Γκορ Βερμπίνσκι προσέγγισε την ταινία με μια πολύ λειτουργικά παλιομοδίτικη και απολύτως κινητικά καρτουνίστικη αισθητική, αλλά ήξερε ακριβώς πώς και πού να χρησιμοποιήσει την τεχνολογία που υπήρχε πλέον διαθέσιμη. Κι αντί να φτιάξει ένα CGI τσίρκο που πολύ εύκολα θα γινόταν (ειδικά σήμερα), αντιμετώπισε τα εφέ ως ένα ακόμα χρήσιμο εργαλείο. Έχει ας πούμε περιγράψει στο BBC το πώς η τεχνολογία τον βοήθησε να γυρίσει σκηνές που αλλιώς θα ήταν λογιστικός εφιάλτης:

«Τα πάντα που λένε για το νερό είναι αλήθεια – τίποτα δε μένει εκεί που το βάζεις», θυμάται. «Αυτή η ταινία έχει πάνω από 700 πλάνα με ψηφιακά εφέ αλλά υπάρχουν περίπου 150 που θα παρατηρούσατε – τα 500 ψηφιακά πλάνα είναι απλώς το να ξεφορτωνόμαστε φώτα της πόλης ή ξενοχοδοχεία στο φόντο», εξηγεί. «Η προσέγγισή μου ήταν απλώς να συνεχίζω να γυρίζω. Αν υπάρχει ένα πετρελαιοφόρο που περνάει στο πίσω μέρος και θα μας κοστίσει μια ώρα γυρισμάτων για να περιμένουμε να φύγει ώστε να καθαρίσει το κάδρο, τότε συνεχίζουμε το γύρισμα το βάφουμε εκτός κάδρου μετά στον υπολογιστή. Αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να μείνουμε εντός προγράμματος». Καταλήγει: «Τα οπτικά εφέ είναι ένα ακόμα εργαλείο στο σεντούκι τώρα».

Η ιδέα του γυρίσματος κάποιας περίπλοκης σκηνής δράσης με δεκάδες κομπάρσους ντυμένους πειρατές πάνω σε κάποιο πειρατικό σκαρί, με ένα πετρελαιοφορο να περνάει στο βάθος ή κάποιο αεροπλάνο να πετάει στον ουρανό φαίνεται εξαιρετικά αστεία, αλλά από την άλλη έτσι κι αλλιώς το σινεμά πάντα στην ψευδαίσθηση βασιζόταν. Η παραπάνω εικόνα, κι ο απενοχοποιημένος τρόπος με τον οποίο ο Βερμπίνσκι δηλώνει πως “συνεχίζουμε το γύρισμα κι απλά θα το σβήσουμε από το κάδρο μετά” είναι απλά μια μετεξέλιξη του “χτίζουμε ένα σκηνικό ώστε να μοιάζει με πλοίο, κι ας περνάνε αμάξια τριγύρω”. Το ίδιο το Black Pearl εξάλλου, όπως και τα άλλα βασικά πλοία-σκηνικά της ταινίας, χτίστηκαν πάνω σε μαούνες ή σε μώλους, ανάλογα το είδος της σκηνής που έπρεπε να εξυπηρετηθεί.

Η καλύτερη χρήση CGI στην ταινία έγινε στην ξεκάθαρα πιο εντυπωσιακή σκηνή της, τη μεγάλη μάχη με τους σκελετούς κατά την κλιμάκωση της δράσης. Οι ίδιοι οι λόγοι που η σκηνή αυτή γράφτηκε έτσι ήταν πρακτικοί. Λέει ο Ρόσιο πως «ξέραμε πως θέλαμε να έχουμε σκελετούς να ξιφομαχούν επειδή είναι κουλ και είναι μέρος της ατραξιόν. Αλλά επίσης θέλαμε να βλέπουμε τα πρόσωπα των ηθοποιών, δεν θες να κάνεις τον Τζέφρι Ρας σκελετό για όλη την ταινία. Οπότε η φυσική ιδέα ήταν να το κάνουμε όπως στο ‘Ladyhawke’, πειρατές τη μέρα, σκελετοί το βράδυ».

Οι παραγωγοί δεν ενθουσιάστηκαν με τη λύση γιατί με όλες τις σκηνές μάχης που συμβαίνουν νύχτα, και με το CGI ακριβότερο εκείνη την περίοδο ακόμα, η παραγωγή δεν έβγαινε με το να έχει τους πειρατές ως σκελετούς για όλη τη διάρκεια της νύχτας. (Άσε που αυτό ίσως δημιουργούσε πρακτικό πρόβλημα για την καλύτερη ανατροπή/αποκάλυψη της ταινίας, την αληθινή δηλαδή ιστορία του Τζακ Σπάροου.) Ο Ρόσιο πετάχτηκε σε μια συνάντηση με μια ιδέα: «Κι αν οι πειρατές είναι σκελετοί τη νύχτα, αλλά μόνο όταν βγαίνει το φεγγάρι;» Το λάτρεψαν: «Όταν το μπάτζετ σφίγγει, βάζουμε απλώς ένα σύννεφο μπροστά από το φεγγάρι!»

Από αυτή την ιδέα στην εκτέλεση της ίδιας της σκηνή απαιτείτο μια αρκετά εξεζητημένη τεχνική από τους animators του φιλμ. Ο Χαλ Χίκελ της ILM, που ήταν ο animator supervisor του φιλμ, εξηγεί πως η βασική δυσκολία είχε να κάνει με την κίνηση. Η δράση μετακινείται από live action ηθοποιούς σε CGI σκελετούς από τη μια στιγμή στην άλλη, και η κίνηση έπρεπε να ταιριάζει. «Ο Τζέφρι Ρας είναι σπουδαίος ηθοποιός και απολαμβάνεις να κοιτάς τα μάτια τους, και δε μπορείς απλώς να αλλάξεις στον σκελετό [του Μπαρμπόσα] χωρίς να έχεις την ίδια σπίθα πίσω από τα μάτια του», λέει.

Ο Βερμπίνσκι ήθελε να πετύχει με τα GGI ένα παρόμοιο εφέ με τα animatronics στην παλιότερη ατραξιόν. Το κόλπο ήταν τα εφέ να βασίζονται σε κάτι πρακτικό και να μην είναι απλά πίξελς στον αέρα. Ο στόχος λοιπόν της ομάδας του Χίκελ έγινε το να μπορέσει κάθε CGI σκελετός όχι απλά να μοιάζει με τον αντίστοιχο πειρατή, αλλά και να κινείται σαν εκείνον, στο σώμα και στους μανερισμούς του.

Πήραν φωτογραφίες του κάθε ηθοποιού ντυμένου στο ρόλο και δημιουργήθηκε ένα ξεχωριστό 3D σκανάρισμα του καθενός ώστε βάσει αυτούς να χτιστεί ένας λεπτομερής ψηφιακός σκελετός. Για να πουν σε δράση, έπρεπε ο Βερμπίνσκι να γυρίζει ουσιαστικά το κάθε πλάνο δύο φορές. Μία με ηθοποιούς, μία χωρίς αυτούς που θα γίνονταν σκελετοί. Θα γύριζε δηλαδή τη σκηνή καδράροντας τους ανθρώπους και όταν η κάμερα θα γύριζε για να κοιτάξει έναν πειρατή, θα κοίταζε ουσιαστικά στο κενό, εκεί όπου υποτίθεται πως βρισκόταν ο σκελετός. Μια δικαδιακία που έγινε ακόμα πιο δύσκολη χάρη στην απόφαση του Βερμπίνσκι να σκηνοθετήσει τη συγκεκριμένη σεκάνς με κάμερα στο χέρι.

Το αποτέλεσμα είναι θριαμβευτικό, και κάτι που σίγουρα κοιτάζει περισσότερο προς την παράδοση του Χαριχάουζεν παρά προς τις κενές βάρους CGI εξτραβαγκάντζες άλλων μετέπειτα μπλοκμπάστερ. «Όλοι μας μεγαλώσαμε με τα φιλμ του Ρέι Χαριχάουζεν, που ήταν πρωτοπόρος στη μίξη live action και stop-action animation», λέει ο Χίκελ «Ταινίες σαν τον ‘Ιάσονα και τους Αργοναύτες’. Και όλοι μεγαλώσαμε με μια ρομαντική ματιά στους πειρατές που μας έδωσε το Χόλιγουντ». Ο Βερμπίνσκι κι η ομάδα του πετυχαίνουν με αυτό τον τρόπο αυτό το ουσιαστικά ενδιαφέρον: Χρησιμοποιούν τα ψηφιακά σα να ήταν στοπ-καρέ animation, κι αυτό διαφοροποιεί σκηνές σαν την παραπάνω από, ας πούμε, κάτι τέτοιο:

***

Savvy?

Η ταινία τελικά απλά λειτουργεί για όλους τους παραπάνω λόγους: Επειδή οι σωστοί άνθρωποι μπήκαν στη σωστή θέση, περιέργως. Επειδή έγραψαν το φιλμ σεναριογράφοι που είχαν τις κατάλληλες ιδέες και ευαισθησίες, επειδή γυρίστηκε από έναν σκηνοθέτη που είχε καλό μάτι για staging (θα πούμε περισσότερο για αυτό στο επόμενο κείμενο) και ήξερε πώς να χρησιμοποιήσει την τεχνολογία στην υπηρεσία του, επειδή τα πάντα βασίστηκαν σε μια καλλιτεχνική ματιά του εγχειρήματος κι επειδή τεχνικά πάρθηκαν τολμηρές αποφάσεις.

Ο Ντεπ είναι ο άνθρωπος κλειδί, ένας ηθοποιός στην ιδανική στιγμή της καριέρας του για κάτι τέτοιο, φέρνοντας μια καθαρά πιο ανεξάρτητη ευαισθησία σε ένα ρόλο φτιαγμένο ιδανικά: Δεν είναι ακριβώς πρωταγωνιστής, αλλά περισσότερο το κωμικό και εφετζίδικο περιτύλιγμα στο πιο ευθύ και αναμενόμενο ερωτικό δράμα των Γουίλ και Ελίζαμπεθ. Ο Τζακ Σπάροου δεν χρειάζεται να κουβαλήσει όλη τη δραματουργία, δεν χρειάζεται να κάνει όλες τις εξηγήσεις, δεν χρειάζεται να λειανθεί τόσο ώστε να κουβαλήσει το κοινό εκείνος. Οι άλλοι κάνουν τη δύσκολη δουλειά κι αυτός είναι ελεύθερος να κεντήσει, παίζοντας τον Τζακ ως μεθυσμένο καρτούν πειρατή που μοιάζει γεννημένος μες στο σύμπαν της ταινίας. Οι πάντες έμοιαζαν αβέβαιοι για τις επιλογές του, αλλά ο Ντεπ τους (προ)κάλεσε να τον εμπιστευτούν ή να τον διώξουν.

Επειδή αυτό που έκανε εντυπώθηκε τόσο απόλυτα στην σύγχρονη ποπ κουλτούρα, είναι ίσως δύσκολο σήμερα να θυμηθούμε (ή να φανταστούμε) πόσο τολμηρό και εξωγήινο ήταν ως στυλιστική επιλογή. Προσωπικά δε μπορώ να αντέξω ούτε στιγμή αυτό στο οποίο εξελίχθηκε, αλλά σε ετούτη τη δεδομένη στιγμή, αυτό που φέρνει είναι κάπως απίστευτο και πραγματικά μοναδικό.

«Όταν προσλαμβάνεις τον Τζόνι Ντεπ ξέρεις πως θα πάρεις κάτι τέτοιο», λέει ο Βερμπίνσκι. «Αλλά είμαστε τυχεροί που η Κίρα κι ο Ορλάντο σήκωσαν το love story μαζί. Αν αυτό δεν συνέβαινε τότε θα έπρεπε να φέρω περισσότερο τον Τζόνι μες στην ταινία, αλλά επειδή εκείνοι φρόντισαν αυτό το κομμάτι, ο Τζόνι ήταν ελεύθερος από το καθήκον του να είναι ο ηγετικός χαρακτήρας», λέει υποστηρίζοντας τη θέση του ότι ο Τζακ Σπάροου λειτουργεί ιδανικά όταν δεν πρέπει εκείνος να οδηγήσει την ιστορία ή την ταινία. «Ο Τζόνι πραγματικά πήγε στον δικό του δρόμο με τον χαρακτήρα: Αυτό που βλέπετε σωματικά και αυτά που κάνει με τους μανερισμούς του είναι 100% δική του δημιουργία».

Γύρω από αυτόν χτίστηκε ένα φιλμ που μοιάζει πλούσιο σε μυθολογία (περισσότερο από όσο χρειαζόταν, τελοσπάντων) και με έναν κόσμο που μοιάζει πυκνός με τον τρόπο του. Γεμάτος χαρακτήρες μικρούς και μεγάλους, αξιομνημόνευτούς σαν φάτσες ή σαν προσέγγιση, από τα απίθανα διδυμα που αναφέραμε πιο πάνω, μέχρι τον Τζακ Ντάβενπορτ ως ρομαντικό αντίζηλο ή τον Τζόναθαν Πράις ως ευγενή με καλή καρδιά.

Αλλά πάνω απ’όλα νιώθω πως το φιλμ πέτυχε τόσο ολοκληρωτική επιτυχία επειδή έβαλε όλα αυτά στοιχεία να λειτουργήσουν στο πλευρό του Τζακ και όσων αυτός εκπροσωπεί, παρά να προσπαθεί να τα τυλίξει όλα με έναν φόβο, με ένα γενικευμένο «ναι μεν, αλλά». Στο τέλος της ταινίας ο Γουίλ Τέρνερ σώζει τον Τζακ, ο Τζακ είναι αυτός που είναι χωρίς να πρέπει να αυτοβελτιωθεί, και κάπως έτσι οι πειρατές ήταν ξανά κουλ.

***

Κανονιές:

*Ας πιούμε ένα σφηνάκι ρούμι υπέρ της μουσικής του Κλάους Μπεντέλτ, του συνθέτη της ταινίας που πήρε την δουλειά όταν αποχώρησε ο Άλαν Σιλβέστρι. Η Μπρουκχάιμερ προτιμούσε να συνεργαστεί με τον Χανς Τσίμερ στην ταινία, επειδή είχε δουλέψει μαζί του παλιότερα, ο Τσίμερ είπε “ναι ΟΚ, υποθέτω” και έβαλε το όνομά του ως “supervisor” αλλά η μουσική ανήκε στον σταθερό συνεργάτη του Τσίμερ, τον Κλάους Μπαντέλτ.

Είναι πειρατοεπικότατο.

*Η ταινία άνοιξε στο #1 του box office αφήνοντας πίσω κάθε αμφιβολία για τις εμπορικές της προοπτικές. Τελικά έφτασε κάτι παραπάνω από $650 εκατομμύρια παγκοσμίως, έγινε η 4η εμπορικότερη ταινία της χρονιάς στην Αμερική και φτάνοντας το ρεκόρ συνεχόμενων εβδομάδων στο #1 του διεθνούς box office, εφτά. Τελικά τον κόσμο δεν τον ένοιαζαν ούτε τα τρενάκια, ούτε οι ατραξιόν, ούτε τίποτα. Ήθελε απλά να δει μια καλογυρισμένη, διασκεδαστική ταινία στο σινεμά.

*Εντελώς εσωτερικής κατανάλωσης λεπτομέρεια: Είχαμε αρχικά βάλει την ταινία στο line-up των blockbuster που καλύπταμε στην προηγούμενη εκδοχή της στήλης, κι αυτό ήταν το κεντρικό art. Αλλά όταν αποφασίσαμε στη μεταξέλιξη, χάρηκα που δεν το κάψαμε εκεί, γιατί όλο το franchise είναι συναρπαστικό με τον τρόπο του.

*Προτάθηκε για 5 Όσκαρ, ανάμεσα στα οποία Α’ Ανδρικού Ρόλου για τον Ντεπ. Όσες φορές κι αν το γράψω μου φαίνεται απίστευτο ότι συνέβη κάτι τέτοιο. Ο Ντεπ κέρδισε μάλιστα το αντίστοιχο βραβείο στα SAG και τον Α’ Ανδρικό σε Κωμωδία ή Μιούζικαλ στις Χρυσές Σφαίρες. Στα Όσκαρ έχασε από τον Σον Πεν για το ‘Mystic River’.

*Να τονίσω εδώ πως δεν την βρίσκω τέλεια- είναι αναίτια μεγάλη σε διάρκεια, όπως και όλες του franchise, όμως στην πραγματικότητα δε βρίσκεις εύκολα κάτι να κόψεις. Όλες οι επιμέρους σεκάνς είναι άψογα γυρισμένες και χορογραφημένες, απλώς είναι πολλές. Καλό πρόβλημα να έχεις!

*Α, και τελικά φυσικά ο κύκλος ολοκληρώθηκε: Η ταινία που εμπνεύστηκε από ένα τρενάκι στην Disneyland φυσικά ενέπνευσε ένα τρενάκι-σίκουελ σε μια άλλη Disneyland. Το Pirates of the Caribbean: Battle for the Sunken Treasure άνοιξε το 2016 στη Σανγκάη και περιλαμβάνει χαρακτήρες από τις ταινίες, εφέ από την ILM, ναυμαχίες, Κράκεν, το λημέρι του Ντέιβι Τζόουνς ένας χαμός. Αχ, ο κύκλος της corporate ζωής.

*Την επόμενη βδομάδα μιλάμε για το ‘Dead Man’s Chest’, το σίκουελ που θεωρείται για πολλούς το low point της τριλογίας αλλά είναι η αγαπημένη μου από αυτές τις ταινίες.