RETRO

Η αγαπημένη μου ελληνική ταινία των ’80s

Οι συντάκτες του PopCode κάνουν μια αναδρομή στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν και γράφουν για τις '80s ταινίες που αγαπάνε περισσότερο.

Όχι ότι χρειαζόμαστε αφορμή για να καταπιαστούμε με τα ένδοξα ’80s που τόσο έχουν τιμηθεί από την παγκόσμια σκηνή του entertainment τα τελευταία χρόνια. Η νοσταλγία για τα ξένοιαστα χρόνια μας έχει χτυπήσει κόκκινο και το Χόλιγουντ προσπαθεί να μας ξεδιψάσει είτε με την επαναφορά ταινιών που αγαπήσαμε, είτε με πρότζεκτ όπως το ‘Stranger Things’ ή αλλιώς το πιο ερωτικό γράμμα που θα μπορούσε να στείλει κανείς στο παρελθόν.

Ήρθε η ώρα όμως να τιμηθούν και τα δικά μας ελληνικά ’80s, που θα αναβιώσουν στην έκθεση GR80s και συγκεκριμένα στην Τεχνόπολη, από τις 25 Ιανουαρίου μέχρι τις 12 Μαρτίου. Η έκθεση δεν έχει σκοπό να καλλιεργήσει συναισθήματα νοσταλγίας για το παρελθόν ή να αναδείξει ευθύνες για το σήμερα, αλλά να παρακολουθήσει μια σημαντική περίοδο της σύγχρονης Ιστορίας μας και να μεταμορφώσει για δύο μήνες την Τεχνόπολη σε έναν χάρτη της δεκαετίας, μέσα από μια διαδρομή που θεματικά αρθρώνεται σε 4 βασικές κατευθύνσεις: την πολιτική, τις τέχνες, τον τρόπο ζωής και την τεχνολογία.

Το PopCode κάνει το δικό του ταξίδι στη δεκαετία με τις αγαπημένες κινηματογραφικές επιλογές των συντακτών του, και όσο για τις δικές σου, αυτές τις περιμένουμε στα σχόλια.

Το ‘Βασικά, καλησπέρα σας’, ο Θέμης Καίσαρης

“Και τώρα στο μικρόφωνο ο Στάθης. Το ταλέντο. Η φυσιογνωμία. Το κάτι άλλο στη ζωή σας”. Το “Βασικά καλησπέρα σας” μας είχε με το καλησπέρα, με τα πρώτα λόγια που προλόγισαν τον Ψάλτη και την εμφάνιση με την πειρατική σημαία στο κεφάλι. Προφανώς και η “Λούφα και παραλλαγή” είναι η καλύτερη ταινία των 80s, είναι λατρεμένη, την ξέρω απ’έξω, αλλά δεν είναι 80s. Το “Βασικά καλησπέρα σας” είναι τα ’80s τα ίδια, είναι πιο ’80s κι απ’τη φράντζα του Γιαννάκη στο Eurobasket.

Είναι το “69 Studio, speaking”, η αμερικάνικη βάση. To “it’s impossible” του Γαρδέλη, που μέχρι και σήμερα το λέμε στην παρέα μου όταν θέλουμε να αρνηθούμε κάποια πρόταση, και το κίτρινο φανελάκι με το 2, που κάθε φορά αναρωτιέμαι αν το φοράει ανάποδα. O μαϊμουδίτσος και η πεταλουδίτσα. Οι κατσαρόλες Σίφιλε, που φτιάχνουν φαγητό και με χωρίς φαγητό. Το Μαλοπλύν και η πίτσα καπριτσιόζα. Τα βινύλια και η Jacky O, o χορός στην πίστα, το καμάκι του Μιχαλόπουλου στην απαστράπτουσα Έφη Πίκουλα. Το Carried away που αφιερώνει η Μπέτυ στον Πάνο και αυτός το ακούει στο κίτρινο αγροτικό, με την πλάτη γυρισμένη στη θάλασσα.

Τα πράσινα περιπολικά με τους προβολείς στο πλάι. Ο Παναγιώτης Κολλημένος, στο βάθος της κουστωδίας της Παγκράτη, με κίτρινο μπλουζάκι, και ο Τζώνης Θεοδωρίδης, τελευταίος τροχός στην παρέα του Σταμάτη. Ο Θέμης Αδαμαντίδης, με την αφάνα των Jackson’s Five να κρατάει το μικρόφωνο σαν κερί την Ανάσταση, γιατί “πονάμε όσοι αγαπάμε”.

Είναι η σοφία που εμπεριέχει το “στεναχωρέθηκα, πάω να φάω ένα σουβλάκι με τζατζίκι”, το “στοδιάλο” που ακούει η αχλάδω η αδερφή της Κούλας. Είναι η διπλοπενιά που μπαίνει όταν η Κούλα λέει στον Ψάλτη ότι του τα είπε για να κάνει τον Κυριάκο να ζηλέψει. Τριάντα χρόνια μετά, το χρησιμοποιούμε ακόμα στην παρέα: παίζουμε air-bouzouki και λέμε τις νότες όταν ακούμε κάτι δυσάρεστο.

-Για μένα μια σουτζουκάκια.

-Έχουν τελειώσει.

-Tι ριν, τιν, τιν, τιν.

Ο ‘Ροζ Γάτος’, ο Μάκης Ραπτόπουλος

Είναι το πρώτο βράδυ που τρώει το φλας ο Αρχιμήδης. Η μοίρα τα φέρνει έτσι ώστε να τρακάρει με τον λυκειάρχη του σχολείου που εργάζεται. Μετά τα πρώτα μπινελίκια που ρίχνει, αν και τυπικά φταίει (αυτό το ΠΑΝΤΑ Ο ΑΠΟ ΠΙΣΩ ΦΤΑΙΕΙ, να το ξαναδούμε κάποια στιγμή όταν ευκαιρήσουμε), οι ευτραφείς σύζυγοι λυκειάρχη και υποδιευθυντή γκρινιάζουν ότι είναι κουρασμένες και πρέπει να φύγουν. Η ατάκα-μνημείο είναι μία από τις μεγαλύτερες στην ιστορία του διεθνούς κινηματογράφου.

Κλαίω κάθε φορά. Υπάρχουν κι άλλες τεράστιες στιγμές (παραγγελίες στη ντίσκο, τι κοιτάτε ρε τσογλάνια, πλαζ, κτλ), παίζει ο Χλαπάτσας, η Βάνα Μπάρμπα, είναι όμως και το αδύναμο τέλος με τις παντοφλιές. Κλασικό δείγμα ακατέργαστης “αδαμάντινης” ελληνικής 80s ταινίας, λατρεμένης μεταξύ ίσων (‘Νονά’, ‘Βασικά Καλησπέρα σας’, ‘Γλυκοψεύτης’, ‘The Κόπανοι’ και πολλές άλλες). Αν ψάχναμε την καλύτερη, θα έλεγα Λούφα και Παραλλαγή χωρίς δισταγμό (έχω εδώ το φάκελό σου…), την οποία για κάποιο λόγο την έχω διαγράψει από ταινία της δεκαετίας του ’80 και γενικώς στρογγυλοκάθεται στο Hall of Fame μου. Αν αναζητούμε αγαπημένο cult b έπος, ο ‘Ροζ Γάτος’. Απλό.

‘Λούφα και Παραλλαγή’, ο Πάνος Κοκκίνης

Δεν ξέρω αν με τιμά ιδιαίτερα που ήμουν ανάμεσα σε αυτή και το ‘Βασικά Καλησπέρα σας’. Αλλά, τι τα θες, αυτό ήταν το δίλημμά μου. Ευτυχώς στο τέλος πρυτάνευσε η ευπρέπεια, η λογική και, κυρίως η τεράστια εκτίμηση που έχω τόσο στο Νίκο Περάκη (όταν μεγαλώσει λίγο η κόρη μου θα την ‘αναγκάσω’ να δει τα απαντά του, προκειμένου να αποκτήσει μια πιο σφαιρική γνώση του νεοελληνικού αλαλούμ) όσο και στον Νίκο Καλογερόπουλο (που τσίμπησε ένα βραβείο Α’ αντρικού ρόλου στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης). Και όχι, το ότι οι τελευταίες ταινίες του συγκεκριμένου franchise δεν ήταν αυτό που λες διαχρονικές, δεν θεωρώ ότι αναιρεί τίποτα από την -σούπερ οξυδερκή αυτή- κωμικοτραγική σάτιρα μιας εποχής που φαντάζει τόσο μακρινή αλλά και τόσο γνώριμη. Άσε που ήταν, είναι και θα παραμείνει η καλύτερη ελληνική ταινία σχετικά με στρατιωτική θητεία που έχει ποτέ φτιαχτεί.

Ο ‘Γύρος του Θανάτου’, ο Γιώργος Μυλωνάς

Η συγκεκριμένη ταινία ίσως να είναι η μοναδική που είχα δει συνειδητά στα σχολικά μου χρόνια, στην κρατική τηλεόραση, αφού ΕΡΤ πρέπει να έβαζα μόνο για ‘Αθλητική Κυριακή’ και ‘Παιχνίδια Χωρίς Σύνορα’. Παρόλα αυτά, ένα βράδυ κατά τη διάρκεια των Πανελληνίων της δευτέρας λυκείου, που ήμουν ικανός να δω ακόμα και Αγγελόπουλο για να αποφύγω το διάβασμα, έπεσα πάνω στον Γύρο του Θανάτου στη ΝΕΤ. Παρά το αρχικό σνομπάρισμα για μια ταινία της κρατικής, κόλλησα από τις πρώτες σκηνές με το μηχανάκι που οδηγούσε ο Στέφος μέσα σ’ ένα τεράστιο βαρέλι για το μεροκάματο. Ο Στέφος, όνομα αντάξιο του Θράσου, είχε ένα κορίτσι που ήθελε λούσα και επειδή ο ίδιος δεν είχε μία, βρέθηκε να πουλάει τα όργανά του σε μια ασφαλιστική εταιρεία για να της αγοράζει βιζόν και μεταξωτές κορδέλες. Στα highlights, το κυνηγητό που του έριχνε η ασφαλιστική, γιατί ένας γηραιός πελάτης της ήθελε να κάνει αλλαγή όρχεων και να πάρει τα του Στέφου. Το έβλεπα άνετα και σήμερα.

To ‘The Κόπανοι’, ο Κωνσταντίνος Αμπατζής

Απολαμβάνω ακόμα τις περισσότερες απ’ τις ταινίες των ’80s που πετυχαίνω στην τηλεόραση, όμως η σχέση μου με το ‘The Κόπανοι’ είναι σαφώς πιο ξεχωριστή. Ίσως να φταίει ότι το είδα μεγαλύτερος (πρέπει να το είδα για πρώτη φορά πριν 5-6 χρόνια) κι ενώ οι κολλητοί μου με είχαν ήδη προετοιμάσει για το έπος που επρόκειτο να παρακολουθήσω. Ένα έπος, αντάξιο των προσδοκιών μου. Μια υπόθεση με πολύ γέλιο, ο Λεζές, ο Πετρόχειλος, ο Φούσκας, μια απίστευτη γραφικότητα και καλτίλα που απογείωνε την ταινία. Δεν είχε καμία σημασία αν θα πετύχαινε η ληστεία, αν θα καταλάβαινε ο Κωνσταντίνου την κομπίνα, αν θα πετύχαινε το κόλπο με τη νεκροφόρα. Όλη η μαγεία βρισκόταν στις ατάκες, τις χαίτες, το κάψιμο. Ανυπομονώ για τη συνέχεια και μέχρι τότε έχω για παρηγοριά τη μυθική σκηνή με πρωταγωνιστή τον Μάρκο Λεζέ και τα πους απς και το κλείσιμο ραντεβού όσο τρώει ξύλο.

‘Λούφα και Παραλλαγή’, ο Θωμάς Ζάμπρας

Δεν μπήκα ποτέ στην φάση της βιντεοταινίας και την γενικότερη 80’s νοσταλγία και ρομαντικοποίηση. Σε μία εποχή που η βιντεοταινία θέριζε και είχε φέρει μια μίνι επανάσταση στην «καθαρή» κωμωδία και συντηρητισμό των προηγούμενων δεκαετιών, βγήκε το ‘Λούφα και Παραλλαγή’. Πρώτα απ’ όλα σέβομαι σχεδόν κάθε ελληνική κινηματογραφική εμπορική επιτυχία, λόγω του δύσκολου του εγχειρήματος. Από κει και πέρα με εντυπωσιάζει πόσο μοντέρνο στήσιμο έχουν και πόσο σχετικά είναι ακόμα τα αστεία. Είναι μια ταινία του ’80 για μια απίστευτα φορτισμένη εποχή που καταφέρνει να όμως να είναι καλαίσθητη τόσο στον σάτιρα της, όσο και στο χιούμορ της. Για μένα αυτό μετράει για κάτι.

‘Ράκος Νο14: Και ο Πρώτος Μπουνάκιας’, ο Χρήστος Χατζηιωάννου

Δηλώνω ο μικρότερος φαν που θα μπορούσε να έχει ποτέ αυτή η σχολή / περίοδος / εκτροπή / πείτε το όπως θέλετε του ελληνικού κινηματογράφου. Δεν θα έριχνα ούτε μισό δάκρυ αν καταστρεφόταν μεμιάς το αρχείο. Το μόνο που συγκρατώ είναι μία σκηνή που ταυτίστηκα γιατί είναι ο Στάθης Ψάλτης στεναχωρημένος (από ένα χωρισμό λογικά) και τρώει ένα σουβλάκι με τζατζίκι γιατί “έτσι κάνω όταν είμαι στεναχωρημένος”. Κι εγώ έτσι κάνω, Στάθη. Τρώω σουβλάκια με τζατζίκι.

Η ‘Ρόδα, Τσάντα και Κοπάνα’, ο Ηλίας Αναστασιάδης

Η ταινία του Ευστρατιάδη που, όπως μας ενημερώνει η βικιπαιδεία, έκοψε πάνω από 200.000 εισιτήρια και, όπως δεν μας ενημερώνει η βικιπαιδεία, παίχτηκε αισίως 200.000 φορές στην ελληνική τηλεόραση. Δεν θυμάμαι πια διαφορές σε πλοκή. Μπορεί να μου βάλεις τη δεύτερη Ρόδα, Τσάντα και Κοπάνα και να μην καταλάβω ότι δεν είναι η πρώτη. Δεν έχει σημασία, τα πράγματα έτσι κι αλλιώς περνάνε από μόνα τους στη σφαίρα του μυθικού μετά από κάποια χρόνια. Χοντροκομμένο, ενίοτε κακό χιούμορ, περίεργοι διάλογοι, καθηγητές στα πρόθυρα νευρικής κρίσης, αλλά τι σημασία έχουν όλα αυτά; Σημασία έχει ότι κάθε φορά που ακούω τον τίτλο, γυρίζω στο δωμάτιο που μοιραζόμουν με τον αδερφό μου, τις ασταμάτητες φορές που παλέψαμε, που χτυπήσαμε, που τρέξαμε στην μάνα μας, ενώ σε μια τηλεόραση έπαιζε η Ρόδα, ή ένας Ψάλτης ή ένας Γαρδέλης, για ντεκόρ. Ή για διαιτητής ενδεχομένως για τους αγώνες πάλης μας. Γι’ αυτό δεν μένουν σο την καρδιά μας οι ταινίες;

Τα ‘Τσακάλια’, ο Στέφανος Τριαντάφυλλος

Αν οι ταινίες του ’80 ήταν έπεφταν όλες μαζί από το καράβι και έπρεπε να σώσουμε μια, τότε αυτή θα ήταν η Λούφα και Παραλλαγή. Το “καλύτερο”, όμως, δεν είχε ποτέ σχέση με το “αγαπημένο”. Κάνοντας ένα rewind σε βιντεοκασέτες των 80s, αλλά και σε επαναλήψεις στην τηλεόραση τότε θα έπρεπε να βάλω τα cult μου και να βροντοφωνάξω για τα “Τσακάλια”. Ήταν η ταινία προπομπός για τη μετέπειτα ανθολογία της εποχής, που προσπαθούσε να αποτυπώσει τη “νεά γένια”, χρησιμοποιώντας φράσεις όπως “το σπάσε” και ο “έτσι μου”, όπως έκαναν οι ‘Φυλακές Ανηλίκων’ και οι ‘Χούλιγκανς’. Ήταν η καταγραφή της μετά-χουντικής Ελλάδας που ασφυκτιούσε σαν τα μπούτια του Πάνου Μιχαλόπουλου μέσα από το στενό τζιν. Είναι ότι και το ‘Ρόκι’ για τις ταινίες με μποξ. Είναι ότι και ο Νονός για τις ταινίες με μαφιόζους. Μικρός ήμουν(α) δεν ήξερα, αλλά όλο αυτό με είχε συναρπάσει. Νομίζω. Ατάκες, πάντως, όπως το “με θυμάσαι ρε πούστη” δεν γράφονται στις μέρες μας.

‘Αλαλούμ’, ο Γιάννης Σαμούρκας

Μαζί με τη ‘Φρουτοπία’, είναι τα δύο πράγματα που με εισήγαγαν στην ψυχεδέλεια. Η ‘Φρουτοπία’ για τα πάντα της, από το σενάριο μέχρι τη μουσική και τα κουστούμια (ο Φραγκίσκος το φραγκόσυκο ήταν ο Hellraiser της ελληνικής τηλεόρασης!) και το ‘Αλαλούμ’ για τον Αρτέμη του. Βαθύ κάψιμο. Την πρώτη φορά που το είδα με τρόμαξε. Χωρίς πλάκα. Φοβήθηκα. Μετά κατάλαβα ότι είναι αστείο αλλά δεν το έβρισκα αστείο. Μετά τα 15 μου άρχισα να πιάνω το νόημα.

Είναι η πρώτη και καλύτερη ταινία του, αν και πιο διασκεδαστική είναι το Made In Greece. Αυτή όμως είναι ο θεμελιώδης λίθος της τηλεοπτικής σάτιρας που ήρθε μετά, με Ζουγανέλη, Βαβούρα, Μπουλά, Αμάν και την ακατανόμαστη παρακμή που ακολούθησε.

Επίσης το «περί τέχνης» είναι από τους καλύτερους μονολόγους όλων των εποχών! «Πίστευε και μη ερεύνα. Πετάει ο γάιδαρος; Πετάει! Να σε δώκω τη Σαχάρα να με δώκεις το Σουέζ; Διότι τέχνη ίσον νόημα. Ποιος έριξε το πέναλντι και μου ‘κλεισε το σπίτι; Γιατί να κλαίει το μωρό αφού φοράει πάνα; Πρέπει να τα σακουλεύεσαι τα ψηλά νοήματα. Αλλιώς κάτσε σπίτι σου ρίξε πασέντζα και άσε τα επίλοιπα επάνω μας».

Γλυκιά Συμμορία, ο Θοδωρής Δημητρόπουλος

Το να πει κανείς τον Νικολαϊδη επιδραστικό θα αποτελούσε δήλωση που μικραίνει την αλήθεια. Με έναν παρανοϊκό τρόπο, νιώθω πως τα τελευταία χρόνια το ωραιότερο ελληνικό σινεμά δανείζεται κατά βάση είτε από τον Χάνεκε είτε από τον Νικολαϊδη, το οποίο είναι φυσικά εξωφρενικό όσο και φανταστικό. Τι είναι αυτό που κάνει τις ταινίες του σπουδαίου σκηνοθέτη τόσο ανθεκτικές στο πέρασμα του χρόνου; Εικάζει πως έχει κυρίως να κάνει με την απελευθερωτική απόγνωση, με την outsider παρακμή ως μοναδική οδό προσωπικού θριάμβου που διατρέχει τις ιστορίες των καταραμένων ηρώων του, πάντα σε κοινωνίες και κόσμους απρόσωπα καταπνικτικούς, οριακά φασιστικούς. Ο Νικολαϊδης είχε γράψει κάποτε πως, “στην περίοδο που ζούμε ο καθένας πρέπει να εντάξει τον προσωπικό του εφιάλτη σ’ έναν συλλογικό εφιάλτη και ν’ αρχίσει να επεξεργάζεται μόνο αυτόν, εγώ και η κόλασή μου πρέπει να κάνουμε πίσω.” Σχεδόν 10 χρόνια μετά το θάνατό του, μοιάζει κάθε μέρα που περνάει τα λόγια του και οι ταινίες του να μιλάνε όλο και περισσότερο για το σήμερα. Η ‘Γλυκιά Συμμορία’ έχει περιθωριακούς νέους, αγάπη, χρώματα και μια αδιαπραγμάτευτη ανυποταγή ως, δεν ξέρω, επίμονο όνειρο ενός είδους. Θα έβαζα οποιαδήποτε από τις ταινίες του, αυτή την αγαπώ ένα κλικ παραπάνω.

‘Θηλυκό Θηριοτροφείο’, η Ελιάνα Χρυσικοπούλου

Παγωτά, σταυρόλεξα, ανεμιστήρας στο 3 και ‘Θηλυκό Θηριοτροφείο’ να παίζει στο background – στον ΑΝΤ1 φυσικά. Για αυτή και μόνο την ανάμνηση από κάτι κούφια αυγουστιάτικα απογεύματα της προεφηβείας μου, αξίζει να ρίξω ψήφο εμπιστοσύνης στην Σοφία Αλιμπέρτη και τις αμφιβόλου ηθικής, νοημοσύνης και αισθητικής φιλενάδες της, που τα έκαναν όλα άνω – κάτω σε κάτι που έμοιαζε με κατασκήνωση, φορώντας καυτά λαμέ σορτσάκια και πετσετέ κορδέλες στα μαλλιά. Σκανδαλιές, βόλτες με μηχανάκια, ντισκοτέκ, νεανικά κορμιά στα αποδυτήρια, ξενύχτια στους κοιτώνες με το “So Sad” να παίζει στα γουόκμαν και μια διάχυτη ατμόσφαιρα υφέρπουσας ομοφυλοφιλίας ανάμεσα στα κορίτσια, που φαντάζομαι τρομερή πέραση θα είχε εκείνα τα χρόνια στα αγόρια που γαλουχήθηκαν με τη φαντασίωση της Αρσακειάδας. Κι αν δεν σου φτάνουν όλα αυτά, θυμίσου απλά την επική σκηνή με τον Τσάκωνα σε ρόλο καντινιέρη, που “λιώνει” όσο η αθώα Αλιμπέρτη του περιγράφει αργά και βασανιστικά πως θέλει ένα παγωτό με “ένα τεράααααστιο κερασάκι”. Έβαλα να το δω για τις ανάγκες του κειμένου και ντράπηκα που το έβλεπα.

‘Οι Απέναντι’, ο Αντώνης Τζαβάρας

Για μένα το θέμα ‘αγαπημένη ελληνική ταινία των ’80s’ είναι τόσο δόκιμο όσο το ‘αγαπημένη παιδική ασθένεια’ ή ξέρω ‘γω το ‘αγαπημένη χυλόπιτα’. Δεν έχω αγαπημένη ελληνική ταινία από εκείνη τη δεκαετία. Στο βιντεοκλάμπ πηγαίναμε για να νοικιάσουμε κασέτες με πιράνχας, καρχαρίες και Τσακ Νόρις. Τις ελληνικές τις βλέπαμε για να μπανίσουμε τη Βίνα Ασίκη με κορμάκι και λευκό καλσόν από μέσα. Υπάρχει, παρόλα αυτά, μια ταινία που με ακολουθεί από τότε: ‘Οι Απέναντι’ του Γιώργου Πανουσόπουλου. Το φιλμ έχει στα καρέ του τον Άρη Ρέτσο – τον πιο αδικοεξαφανισμένο ηθοποιό του ελληνικού σινεμά – στη φαουστική ερμηνεία του ως ‘Φάντασμα’, τη Σοφία Αλιμπέρτη ως λολίτα, την Μπέτυ Λιβανού ως πρώιμη MILF, τον Δημήτρη Πουλικάκο ως ‘αχτένιστο’, τον Σπύρο Μπιμπίλα ως σχεδόν ερμαφρόδιτο. Και μπαλκόνια, τέντες, θερμοσίφωνες, παπάκια χωρίς εξάτμιση, την Αθήνα στη χειρότερη εκδοχή της, να διαλύεται και να λιώνει από τη ζέστη. Η Αθήνα του Πανουσόπουλου κολλάει πάνω σου σαν ιδρωμένο φανελάκι. Το ίδιο περίπου κάνει και η ταινία, 35 χρόνια τώρα.

‘Made in Greece’, ο Γιάννης Σαχανίδης

​Ο Χάρρυ Κλυνν έφερε στην Ελλάδα το πολιτικό stand-up ​comedy σε μια εποχή που η έννοια δεν υπήρχε στη χώρα. Έχει αρκετό ενδιαφέρον η πορεία του, και σαν κομμάτι της ελληνικής ποπ κουλτούρας αλλά και σαν ένδειξη της πορείας της Ελλάδας στη μεταπολίτευση. Ακόμη και ο ίδιος σαν άνθρωπος, με τις αρχικές ιδέες, την κριτική του στην ελληνική πραγματικότητα και τη μετέπειτα πορεία του στην πολιτική, έχει ενδιαφέρον κοινωνιολογικά, αναρωτιέμαι πότε θα γραφτεί κάποιο longread για την πάρτη του. Τα ‘Αλαλούμ’, ‘Εις μνήμην Χάρρυ Κλυνν’ και ‘Made in Greece’ που έγραψε από το 1982 μέχρι και το 1987 μάλλον πρέπει να αντιμετωπιστούν σαν τριλογία, αλλά εγώ διαλέγω το τελευταίο σαν αγαπημένο, όχι για καλλιτεχνικούς λόγους αλλά για προσωπικούς: Ήταν η πρώτη μου γνωριμία με όσα είχε κάνει ο Κλυνν. Η σκηνή στο ταξί με τη βόμβα του Σαββόπουλου, το μουσικοχορευτικό στην εκκλησία, το “βγάλε με κύβους”, φανταστικά όλα. Πάντα τέτοια, παιδιά.

Το ‘Έλα να αγαπηθούμε ντάρλινγκ’, η Ναστάζια Καπέλλα

Το 1981 ο πατέρας μου καθόταν με φίλους του στη Φαίδρα στη Φωκίωνος Νέγρη και απέξω είχαν παρκαρισμένες τις μηχανές τους. Φεύγοντας τους είδε ένας βοηθός σκηνοθέτη και τους είπε αν θέλουν να παίξουν κομπάρσοι σε μια ταινία που θα γινόταν. Αυτά ήταν τα 80s και αυτή η ταινία ήταν το “Βασικά καλησπέρα σας”. Ο μπαμπάς μου τελικά είπε την ατάκα “Σιγά ρε φίλε” στο Στάθη Ψάλτη που έμπαινε στην ντίσκο και εμείς είχαμε καμάρι όλα τα χρόνια στην οικογένεια και δεχόμασταν τηλεφωνήματα κάθε φορά που το έπαιζε το ALTER. (Σκέφτηκα αντί πατέρας και μπαμπάς να γράψω γέρος αλλά δεν το τόλμησα). Οπότε κανονικά θα έπρεπε να πω αυτή την ταινία, μόνο που πέρα από το “Σιγά ρε φίλε” σημείο της, δεν μου άρεσε. Και παρόλο που είμαι ο μεγαλύτερος καταναλωτής τρας και καλτ, οι βιντεοταινίες ποτέ δεν μου άρεσαν και θυμάμαι μαρτυρικά όλα τα λεπτά που έπαιζαν οι στην τηλεόραση και δεν είχες κάτι άλλο να δεις και έτσι αναγκαζόμουν να τις δω (γι αυτό και τις έχω δει όλες).

Τα ’80s βέβαια δεν ήταν μόνο ο Στάθης Ψάλτης γι αυτό στην πραγματικότητα η αγαπημένη μου ταινία ειναι η ‘Φωτογραφία’ του 1986 η οποία είναι ένα αριστούργημα. Αν πω όμως αυτό νιώθω ότι προδίδω τα ελληνικά 80s και ότι κλέβω, γιατί η υπόθεσή της είναι τοποθετημένη την περίοδο της Χούντας και ο σκηνοθέτης της Νίκος Παπατάκης ήταν αρκετά κοσμοπολίτης για να τα αντιπροσωπεύσει.

Έτσι κάθισα και σκέφτηκα και είδα και θυμήθηκα ότι το ”Ελα να αγαπηθούμε ντάρλινγκ’ ήταν η μοναδική που μου άρεσε. Καταρχήν έχει και τις δύο σουξεδάρες “Come with me για να τη βρεις” και το “Είναι φάση το αγόρι”, έχει τη μεταμόρφωση του Στάθη Ψάλτη από νησιώτη σε φρίκουλο (κάτι έπαθα και θέλω να μιλώ 80s) για τα μάτια της Καίτη Φίνου, αλλά και την κλασσική σκηνή στην παραλία των γυμνιστών που ήταν η αγαπημένη μου.