Ελένη Δήμου/Facebook
ΕΙΔΩΛΟ

Η Μαριανίνα Κριεζή θα τριγυρνάει πάντα στη Λιλιπούπολη

Η σπουδαία στιχουργός των τραγουδιών της θρυλικής ραδιοφωνικής εκπομπής «Εδώ Λιλιπούπολη», αλλά και άλλων μεγάλων επιτυχιών έφυγε από τη ζωή στα 75 της χρόνια.

Με την αδερφή μου μεγαλώσαμε με τα τραγούδια της Λιλιπούπολης. Θυμάμαι ότι χοροπηδούσαμε και χορεύαμε σαν τα κατσικάκια. Δεν θυμάμαι όμως τίποτα άλλο. Ούτε στίχους (εκτός από το χοντρό μπιζέλι που χορεύει τσιφτετέλι), ούτε ήρωες, τίποτα. Μόνο μία μελωδία παίζει σήμερα αχνά και ξεθωριασμένα στο μυαλό μου – κάτι που έχει να κάνει ξεκάθαρα με το ότι έχω πάρα πολύ κακή μνήμη, ακόμα και για πράγματα που μου έχουν προσφέρει τρομερή χαρά και ευτυχία ως παιδί. 

Με αφορμή τον θάνατο της Μαριανίνας Κριεζή και αυτό εδώ το κείμενο, πάτησα ξανά play στο άλμπουμ «Εδώ Λιλιπούπολη», αυτή τη φορά στο YouTube, όχι στο CD player του πατρικού μου. Και ξαφνικά, όλα τα τραγούδια, όλοι οι στίχοι, όλοι οι ήρωες επέστρεψαν και πάλι στο μυαλό, σαν να μην είχαν χαθεί ποτέ. Είναι πολύ παράξενο να ακούς πλέον σαν ενήλικας αυτά τα παιδικά τραγούδια, που δεν έχουν τίποτα παιδιάστικο (Δώδεκα μήνες στη γραμμή/τινάζουνε τα πόδια/κι όλοι πηδάνε με ορμή/του δρόμου τα εμπόδια – από το Δώδεκα Μήνες Αθλητές). Μιλούν στα παιδιά, όχι με αυτό τον χαζοβιόλικο, γούτσου-γούτσου τρόπο, που δυστυχώς έχουμε συνηθίσει, αλλά με ευθύτητα, ειλικρίνεια, αφοπλιστική ευφυΐα.

Η Μαριανίνα Κριεζή είχε αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «Η Λιλιπούπολη ξεκίνησε σαν μια εκπομπή για να μαθαίνουν τα πολύ μικρά παιδιά τι είναι το κόκκινο χρώμα, τι το πράσινο, τι είναι το κοντά, τι το μακριά, το μικρό, το μεγάλο…». Γρήγορα όμως, «…άρχισαν οι ήρωες να αποκτούν χαρακτήρα. Άρχισε να αλλάζει η θεματολογία. Η “Λιλιπούπολη” πήρε πολιτική διάσταση, συνέβαιναν γεγονότα, γίνονταν εκλογές όπως τις κάνουν οι μεγάλοι».

Η ιστορία για τη δημιουργία της Λιλιπούπολης ξεκίνησε το 1975 όταν ο Μάνος Χατζιδάκις ανέλαβε τη διεύθυνση του Τρίτου Προγράμματος της Ελληνικής Ραδιοφωνίας. Ανάμεσα στα σχέδιά του ήταν και η δημιουργία μιας παιδικής εκπομπής. Ανέθεσε τη δημιουργία της στην Ρεγγίνα Καπετανάκη, που με τη βοήθεια της παιδοψυχολόγου Ελένης Βλάχου, κατασκεύασαν ένα αρχικό πλάνο του κόσμου της «Λιλιπούπολης», τον οποίο οργάνωσαν και παρουσίασαν στον συνθέτη. Εκείνος ενθουσιάστηκε με την ιδέα και έδωσε την άδεια και την προστασία του στη νέα σειρά, που ξεκίνησε να εκπέμπεται το 1976. 

Η ραδιοφωνική εκπομπή «Εδώ Λιλιπούπολη» ήταν καθημερινή και μουσικά επενδυμένη με τις μελωδίες των νέων καλλιτεχνών Δημήτρη Μαραγκόπουλου, Λένας Πλάτωνος, Νίκου Κυπουργού και Νίκου Χριστοδούλου, τις φωνές των Σπύρου Σακκά, Σαβίνας Γιαννάτου, Αντώνης Κοντογεωργίου και Νένας Βενετσάνου και τους ευρηματικότατους στίχους της Μαριανίνας Κριεζή, που συμμετείχε και στα κείμενα, ιδίως ως συγγραφικό δίδυμο με την ηθοποιό Άννα Παναγιωτοπούλου. 

Αν και αρχικά, χαρακτηρίστηκε αποτυχημένη, σταδιακά το ακροατήριό της άρχισε να διευρύνεται σε διάφορες ηλικιακές κατηγορίες, καθώς ο χαρακτήρας της γινόταν περισσότερο πολιτικός και η επιτυχία της εκτοξεύτηκε. Ο κόσμος της Λιλιπούπολης και τα καμώματα των κατοίκων της λατρεύτηκαν από μικρούς και μεγάλους, αλλά και πολεμήθηκαν, επειδή ασκούσαν κριτική χωρίς διακρίσεις σε πρόσωπα και θεσμούς. 

«Η Λιλιπούπολη ήταν ένα άλλοθι. Τίποτε περισσότερο. Τα περισσότερα τραγούδια –και απολύτως κανένα κείμενο από αυτά που περιείχε– δεν ήταν για παιδιά. Τα παιδιά σήμερα μεγαλώνουν με χιτάκια. Μεγαλώνουν χωρίς να απαιτούν από το τραγούδι αίσθημα. Γιατί δεν ξέρουν ότι ένα τραγούδι μπορεί να τους κάνει να κλάψουν και να γελάσουν. Θέλουν τα τραγούδια να τους κινούν, ενώ κανονικά πρέπει να τους συγκινούν. Κι από την άλλη, τη στιγμή που δεν υπάρχουν σημερινά παιδικά τραγούδια τι να τραγουδήσει το παιδί στο προαύλιο του σχολείου; Εις το βουνό ψηλά εκεί / είν’ εκκλησιά ερημική; Ποιο βουνό και ποια εκκλησιά;», είχε δηλώσει με ένταση η Μαριανίνα Κριεζή σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις της πριν από 11 χρόνια στην Lifo. 

Το μουσικό σύμπαν της Μαριανίνας Κριεζή

Γεννημένη στην Αθήνα το 1947 και με καταγωγή από την Ύδρα, η Μαριανίνα Κριεζή μεγάλωσε στο Ψυχικό. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά δεν πήρε ποτέ πτυχίο. Ολοκλήρωσε όμως τις σπουδές της στη Διακοσμητική – Σκηνογραφία στα εργαστήρια της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών.

Το 1969 έφυγε για το Παρίσι όπου σπούδασε σχέδιο υφάσματος. Όταν αποφοίτησε, επέστρεψε στην Αθήνα και εργάστηκε ως γραφίστρια. Την άνοιξη του 1977 ξεκίνησε η συνεργασία της με το Τρίτο Πρόγραμμα, μπήκε στη ζωή της ο Μάνος Χατζιδάκις και γράφτηκε ιστορία. Αυτή της Λιλιπούπολης. 

Στη μακρά σταδιοδρομία της ως στιχουργός συνεργάστηκε, μεταξύ άλλων, με τους Αρλέτα, Ελένη Δήμου, Στράτο Διονυσίου, Μαργαρίτα Ζορμπαλά, Δήμητρα Γαλάνη, Βασίλη Παπακωνσταντίνου, ενώ στίχους της μελοποίησαν συνθέτες όπως οι Λένα Πλάτωνος, Νίκος Κυπουργός, Δημήτρης Μαραγκόπουλος, Νίκος Χριστοδούλου, Λάκης Παπαδόπουλος, Γιάννης Σπανός, Δήμητρα Γαλάνη, Μιχάλης Καπούλας, Ευσταθία, Τάκης Μουσαφίρης και Διονύσης Τσακνής.

Από τα πιο σημαντικά μουσικά «δώρα» που μάς άφησε η Μαριανίνα Κριεζή είναι το χιλιοτραγουδισμένο «Ένα λεπτό περιπτερά» του Στράτου Διονυσίου, ο πρωτοποριακός δίσκος «Σαμποτάζ» της Λένας Πλάτωνος, «Τα ήσυχα βράδια», η «Σερενάτα» και το «Batida de Coco» της Αρλέτας, το «Πάρε Πασά μου» των Ελένης Δήμου και Λάκη Παπαδόπουλου. Από τους τελευταίους της στίχους ήταν εκείνοι της επιτυχίας του Μιχάλη Χατζηγιάννη, «Δεν έχω χρόνο».

Συνέπραξε επίσης ως κειμενογράφος σε επιθεωρήσεις της «Ελεύθερης Σκηνής». Ως παραγωγός στην ΕΡΑ παρουσίασε διάφορες εκπομπές, όπως τη φιλοζωική «Μου το’ πε ένα πουλάκι», τη νυχτερινή «Το νυχτικό του πύργου» και την εκπομπή «Αύριο όλα θα είναι καλύτερα». Υπήρξε επίσης και συγγραφέας παιδικών βιβλίων για παιδιά ανάμεσα στα οποία και τα «Aχ, γιατί να είμαι γάτα», «Είμαι ένας βάτραχος μικρούλης ο Εμμανουήλ Α. Μπακακούλης», «Μια τίγρη φοβερή, φοβερή και τρομερή».

Στην ίδια συνέντευξη, η Μαριανίνα Κριεζή είχε εξομολογηθεί: «Όταν ήμουν παιδί, για κάποιο λόγο, μίλαγα µε ομοιοκαταληξίες. Ο πατέρας μου δεν με πήγε σε ψυχίατρο. Άρχισε να μου διαβάζει ποιήματα και να μου βάζει Βάγκνερ. Εκεί οφείλεται και η απέχθειά μου για την κλασική μουσική. Μάλλον. Μου διάβαζε Μολιέρο κι όταν του έλεγα “Μπαμπά, δεν καταλαβαίνω τίποτα», Μου έλεγε «δεν πειράζει, αγάπη μου, άκου τη μουσική της γλώσσας”».