REVIEWS

Το ριμέικ τρόμου του φθινοπώρου και η νέα(!) ταινία του Orson Welles

Βλέπουμε και σχολιάζουμε τις νέες ταινίες της βδομάδας.

Μια καλή βδομάδα για να θες να δεις σινεμά: Στις αίθουσες κυκλοφορεί μια από τις 5-10 καλύτερες ταινίες της χρονιάς (“Οι Στάχτες Μιας Αγάπης”) όπως και το παλαβό ριμέικ του “Suspiria”, το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ξεκινά σήμερα ξεδιπλώνοντας ένα πραγματικά σπουδαίο πρόγραμμα, και η πιο σημαντική σινεφίλ πρεμιέρα της βδομάδας -η τελευταία ταινία του Όρσον Γουελς!- έρχεται στο Netflix, επειδή #2018.

H μεγαλύτερη χαρά της βδομάδας: O Γκιγιέρμο ντελ Τόρο θα γυρίσει επιτέλους την (animation) εκδοχή του για το “Πινόκιο” που ήταν το μεγάλο του όνειρο εδώ και χρόνια. Η μεγαλύτερη απογοήτευση: Δεδομένα δε θα ήταν ποτέ ταινία για μεγάλη διαδρομή στο σινεμά, όμως τα 319 εισιτήρια τριημέρου για το σπουδαίο “Mandy” του Πάνου Κοσμάτου είναι αποκαρδιωτική συγκομιδή. Κάτι που περιμένουμε: Το νέο αριστούργημα του Μπάρι “Moonlight” Τζένκινς, “If Beale Street Could Talk” έρχεται το χειμώνα στην Ελλάδα και μαζί κι ο οσκαρικός σκηνοθέτης σε αποκλειστική συνέντευξη.

Suspiria **½

(“Suspiria”, Λούκα Γκουαντανίνο, 2ω32λ)

Καστ: Ντακότα Τζόνσον, Τίλντα Σουίντον, Κλόε Μόρετζ, Μία Γκοθ, Τζέσικα Χάρπερ

Η προηγούμενη ταινία του Λούκα Γκουαντανίνο: To “Να Με Φωνάζεις Με τ’Όνομά Σου”, μια από τις ωραιότερες ταινίες της περσινής χρονιάς για την οποία μας είχε μιλήσει κι ο ίδιος ο σκηνοθέτης.

H καινούρια: Ριμέικ του κλασικού αριστουργήματος τρόμου του Ντάριο Αρτζέντο από το 1977, μια από τις καλύτερες Χριστουγεννιάτικες ταινίες όλων των εποχών. Η Σούζι Μπάνιον (Ντακότα Τζόνσον) είναι αμερικανίδα χορεύτρια που γίνεται μέλος της σχολής χορού Μάρκος στο Βερολίνο των ‘70s. Η διευθύντρια, Μαντάμ Μπλανκ (Τίλντα Σουίντον) ενθουσιάζεται με τη Σούζι την ώρα που ο 80χρονος Γιόζεφ Κλέμπερερ (και πάλι η Τίλντα Σουίντον, υπό το ψευδώνυμο Λουτζ Έμπερσντορφ) προσπαθεί να ανακαλύψει τη σύνδεση της σχολής με εμφάνιση μεταφυσικών στοιχείων. O Γκουαντανίνο προτιμά για την ταινία του όρους όπως το cover, επανεκτέλεση δηλαδή, αντί για ριμέικ.

Και πώς είναι: Ακόμα πιο δόκιμος όρος αντί για ριμέικ, θα ήταν η φιλμική ανάλυση πάνω στο πρωτότυπο φιλμ, γιατί κάπως έτσι μοιάζει να έχει σχηματιστεί στο μυαλό του Γκουαντανίνο. Ο Ιταλός είναι μέγας σινεφίλ και γνώστης, βλέπει σινεμά περισσότερο (και με τολμώ να πω πιο ενδιαφέροντα τρόπο) από ό,τι φτιάχνει, είναι κριτικός στην καρδιά. Ως εκ τούτου έχει πολύ παγιωμένη αισθητική για το σινεμά εξ ου και το πείσμα του να αφοσιώνεται στην ενέργεια της κίνησης, είτε γυρίζει μια τρυφερή ιστορία ενηλικίωσης είτε ένα γκροτέσκο έργο αίματος, χορού και αφύπνισης. Η ταινία του διατηρεί κάθε ένα από τα δομικά στοιχεία του πρωτότυπου, την εποχή, την αισθητική, τους χαρακτήρες και την πλοκή, αλλά τα τοποθετεί σε ένα όχι ακριβώς διαφορετικό, αλλά πιο πλούσιο context, οδηγώντας την ιστορία αλλού. Είναι κάτι μεταξύ φιλμικής ανάλυσης του πρωτότυπου και δοκιμιακού τύπου προσέγγιση πάνω στις θεματικές που εντοπίζονται (ή ενδεχομένως κατά τον Γκουαντανίνο θα άξιζε να εντοπιστούν) σε αυτό.

Αν αυτό ακούγεται βαρετό τότε οφείλω με πόνο να αναφέρω πως σε μεγάλο βαθμό η ταινία είναι πράγματι βαρετή, λιγοστά διασκεδαστική και καθόλου τρόμου. Είναι πιθανώς και λιγότερο έξυπνη από ό,τι πιστεύει, εισάγοντας παράλληλες θεματικές για τη δράση του Κόκκινου Στρατού, την Παλαιστίνη και τη μνήμη του Ολοκαυτώματος δίπλα στο βίαιο χορό των γυναικών της σχολής μαγισσών. Μια τρικυμία. Είναι άτσαλο και συγχυσμένο όμως μέσα από όλα τα προβληματικά του στοιχεία νιώθω πως έχει κάτι ενδιαφέρον να πει (έστω να θίξει) πάνω στο πρωτότυπο φιλμ, την εποχή του, και την αναγκαιότητα του κοινωνικού πλαισίου, πάνω στη βιαιότητα της γυναικείας εμπειρίας -δίχως να διαθέτει τίποτα το ασφαλές στην κατασκευή του, το οποίο εκτιμώ- με τον τεράστιο βέβαια αστερίσκο πως όλο αυτό έχει γραφτεί και σκηνοθετηθεί από άντρες, και στη σύνδεση της βίας με το χορό, ο οποίος εδώ δεν έχει τίποτα το αιθέριο ή το απαλό.

Στο κείμενο για το “Να Με Φωνάζεις Με τ’Όνομά Σου” γράφαμε για το πώς ο Guadagnino αντιλαμβάνεται το σινεμά ως την αισθητική των κινήσεων κι αυτό παραμένει όχι απλά αληθές αλλά και κεντρικό εδώ. Γκροτέσκος χορός, αίμα, μυστικισμός και βία γίνονται ένα κάτω από τις μελαγχολικές ιαχές τρόμου της πρωτότυπης μουσικής του Τομ Γιορκ των Radiohead και στο τέλος (σε μια κάπως αξέχαστης εκρηκτικότητας κορύφωση) ξύνουμε τα κεφάλια μας- ή σιγουρευόμαστε ότι είναι ακόμα στη θέση τους. Το πόσο ανοιχτή είναι η κατασκευή αυτής της ταινίας το καταλαβαίνουμε επειδή για μέρες μετά μπορεί να μην είμαστε σίγουροι αν μας άρεσε ή όχι. Ο Γκουαντανίνο μάλλον μας έχει αρχίσει στο δούλεμα.

Μια σκηνή που μου έμεινε στο μυαλό: Η πρώτη σκηνή χορού, όπου οι κινήσεις της χορεύτριας συνδέονται με μια οριακά καρτουνίστικη, οριακά φρικώδη σκηνή βίας σε ένα άλλο δωμάτιο. Αναδιπλωθήκαμε.

Οι Στάχτες Μιας Αγάπης ****

(“Ash is Purest White / Jiang hhu er nv”, Ζία Ζάνγκε, 2ω17λ)

Καστ: Ζάο Τάο, Λιάο Φαν, Φεν Ξιαογκάνγκ

Η προηγούμενη ταινία του Ζία Ζάνγκε: Στο “Πέρα από τα Βουνά” ο σημαντικότερος κοινωνικός κινηματογραφιστής της Κίνας αφηγήθηκε μια ιστορία σε τρεις πράξεις, μία παρελθοντική, μία παροντική, και μία μελλοντική. Είναι ο δημιουργός εκείνος που με μεγαλύτερη συνέπεια από οποιονδήποτε άλλον, μας μιλά διαρκώς για το μέλλον που συνεχώς έρχεται και συνεχώς δεν είμαστε έτοιμοι για αυτό.

H καινούρια: Λίγο γκανγκστερική ιστορία, λίγο επαρχιακό μυστήριο, λίγο αδιέξοδη ιστορία αγάπης και 100% κοινωνική ακτινογραφία μιας χώρας σε μια διαρκή κατάσταση μετάβασης, οι “Στάχτες” είναι ένα ακόμα αριστούργημα του Ζάνγκε, για μια γυναίκα που μπαίνει στη φυλακή ύστερα από μια βίαιη πράξη προστασίας του αγαπημένου της, μόνο για να βρει τα πράγματα εντελώς διαφορετικά όταν βγει πάλι ελεύθερη.

Και πώς είναι: Δανείζεται πολλά από τη δομή της προηγούμενης ταινίας του, ξεκινώντας 17 χρόνια στο παρελθόν και πηδώντας στο χρόνο για να φτάσει ως το σήμερα, επανερχόμενος στη μόνιμη θεματική του περί σχέσης μοντερνισμού, καπιταλισμού και παράδοσης στο κινέζικο τοπίο. Οι χαρακτήρες του μοιάζουν πάντα μα πάντα να μην ανήκουν στα κάδρα όπου εμφανίζονται, λες και τα πάντα εκφραστικά και ζωντανά background του τα έχει ρίξει σε green screen. Το περιβάλλον τους μεταβάλλεται ραγδαία με τρόπο πλήρη και αναπόφευκτο, από συσκευές στα χέρια τους που αλλάζουν την κινησεολογία και τον τρόπο που κοιτάζονται μεταξύ τους (και που -αντίστοιχα- κινείται η κάμερα καταγράφοντας την επικοινωνία τους) μέχρι τα κτίρια γύρω τους, μέχρι μια κάποια άπιαστη μελλοντική αίσθηση. Κάθε πράξη του φιλμ φλερτάρει με διαφορετικό κινηματογραφικό είδος, αλλά όλες τους έχουν σαν άγκυρα την καθηλωτική ερμηνεία της Ζάο Τάο που κυκλοφορεί μες στην ταινία σαν φάντασμα που δεν ανήκει σε καμία από τις εποχές αλλά είναι αναγκασμένο να τις ζήσει όλες.

Η ταινία, όπως όλες του σκηνοθέτη, κοιτάζει το μέλλον με ένα τρόπο μοναδικό, μέσα από σχεδόν πλήρη ακινησία, χωρίς φλας, χωρίς εφέ, χωρίς τίποτα το αληθινά μελλοντολογικό στην αφήγησή του. Ακόμα και η παραμικρή υπόσχεσης προσπέρασης κάποιου νοητικού ή οπτικού συνόρου (εξωγήινοι! ηφαίστεια! συμμοριτοπόλεμοι! έρωτες!) μας αφήνει διαρκώς ξεκρέμαστους με μια αίσθηση ανεκπλήρωτου. Ο Ζάνγκε μιλά για ένα μέλλον που είναι διαρκώς εδώ, κάθε στιγμή της ύπαρξής μας, και για το πώς ποτέ δεν μπορούμε να είμαστε έτοιμοι για αυτό.

Μια σκηνή που μου έμεινε στο μυαλό: Μια σκηνή μετά την αποφυλάκιση της Ζάο Τάο, που ύστερα από λίγη περιπλάνηση παύλα αναζήτηση στην επαρχία κάθεται και τρώει, και τρώει, και τρώει. Εκπληκτική ταινία φαγητού, κάτι που πάντα είναι χρέος μου να αναφέρω όταν συμβαίνει. Μη φάτε πριν τη δείτε γιατί θα θέλετε να ξαναφάτε μετά.

Η Άλλη Πλευρά του Ανέμου ****

(“The Other Side of the Wind”, Όρσον Γουελς , 2ω2λ)

Καστ: Τζον Χιούστον, Πίτερ Μπογκντάνοβιτς, Ρόμπερτ Ράντομ

Αντιμετωπίζοντας οικονομικά προβλήματα και ένα σωρό εμπόδια και ατυχίες, ο Όρσον Γουέλς δεν κατάφερε ποτέ να ολοκληρώσει την ταινία που γύριζε από το ‘70 ως το ‘76, ζητώντας σαν χάρη από τον Πίτερ Μπογκντάνοβιτς (που πρωταγωνιστεί κιόλας) να την τελειώσει εκείνος αν ο ίδιος πέθαινε. 40+ χρόνια αργότερα, η ταινία είναι επιτέλους πραγματικότητα.

Στην “Άλλη Πλευρά του Ανέμου”, ξεπερασμένος σκηνοθέτης (ο Τζέικ Χάναφορντ, που τον παίζει ο Τζον Χιούστον και είναι εμπνευσμένος από τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ και τον θάνατό του) κάνει πάρτυ για τα 70ά γενέθλιά του όπου προβάλλει στους καλεσμένους την ανολοκλήρωτη ταινία με την οποία επιχειρεί να αναζωογονήσει την καριέρα του, στοχεύοντας σε επιπλέον χρηματοδότηση που θα του επιτρέψει να την ολοκληρώσει. Γυρισμένο σε mockumentary στυλ και μονταρισμένο με τη μανία και τον παροξυσμό που θα χαρακτήριζε έναν πραγματικό χολιγουντιανό has-been, το θρυλικό φιλμ μοιάζει άλλοτε με άθλο κι άλλοτε σχεδόν είναι άθλος το να καταφέρεις να επιβιώσεις εντός του, όμως ακόμα κι οι τρανταχτές του ατέλειες μοιάζουν θεματικά συνεπείς. Σάτιρα πάνω σε ένα κάποιο τέλος μιας χολιγουντιανής εποχής (του ας πούμε κλασικού Χόλιγουντ), με τον 70χρονο κεντρικό σκηνοθέτη-ήρωα να προσπαθεί να μιμηθεί τον Αντονιόνι στην ταινία-μες-στην-ταινία, και τον φρενήρη ρυθμό να υπογραμμίζει την απόγνωση και την κυρίαρχα ψεύτικη διάσταση αυτού του κόσμου.

Ο Γουέλς παρουσιάζει ιστορία υπό τη σύμβαση πως οι πάντες κινηματογραφούν διαρκώς το συμβάν (το γκλάμουρ πάρτι γενεθλίων) και ό,τι βλέπουμε είναι μια μετέπειτα μονταρισμένη εκδοχή της βραδιάς. Ως εκ τούτου, το φιλμ απολαμβάνει τον κατακερματισμένο του χαρακτήρα, στυλιστικά και θεματικά. Ασπρόμαυρο και έγχρωμο, κουνημένο και στατικό, με έναν εξωφρενικά μεγάλο αριθμό edits, το φιλμ μοιάζει περισσότερο με σάτιρα μασκαρεμένη ως ντελιριακός εφιάλτης πάνω στον πανικό του τέλους που έρχεται.

Η meta διάσταση είναι συγκινητική: Το πάρτυ των παρατρεχάμενων θαμώνων-θεατών μετακινείται από το ένα δωμάτιο στο άλλο κι από μια έπαυλη σε ένα drive-in σινεμά σε μια επίμονη προσπάθεια του Χάναφορντ να δει το -νομοτελειακά ατελές- φιλμ ως το τέλος του, την ώρα που έρχεται αντιμέτωπος με διαχρονικά καταπιεσμένες πτυχές του εαυτού του. «Παίζεις τις μπομπίνες με λάθος σειρά», λέει στον προβολατζή προς το τέλος του φιλμ. «Τι διαφορά κάνει;», του απαντά εκείνος.

(H ταινία προβάλλεται σε streaming στο Netflix.)

Peterloo ***

(“Peterloo”, Μάικ Λι, 2ω34λ)

Καστ: Ρόρι Κινίαρ, Μαξίν Πικ, Νιλ Μπελ

Φιλμική αναπαράσταση της σφαγής του Πιτερλού (από την οποία φέτος συμπληρώνονται 200 χρόνια), όπου 60,000 άνθρωποι συγκεντρώθηκαν ειρηνικά στο Μάντσεστερ ζητώντας την αναδιάρθρωση του κοινοβουλίου και ένοπλη φρουρά τους επιτέθηκε με αποτέλεσμα νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες. Η ταινία είναι ένα κάποιο αγκομαχητό, φτιαγμένο με συγκεκριμένο σκοπό. Ο Λι τοποθετεί όλη τη δράση του πρώτου διώρου (του πρώτου διώρου, ναι, καθίστε αναπαυτικά) μέσα σε δωμάτια όπου ξύλινος πολιτικός λόγος ανταλάσσεται κατά βάση έχοντας μηδενική επαφή με τον έξω, αληθινό κόσμο, μια ρυθμική άσκηση υπομονής και αντοχής με στόχο το ξέσπασμα του τέλους.

Φτάνοντας εκεί, ο Λι κινηματογραφεί την επώνυμη σφαγή με έναν τρόπο απόλυτα ταιριαστό στην αισθητική του σινεμά του, όπου κορμιά συγκρούονται με τρόπο καθόλου στυλιζαρισμένο, ολότελα άτσαλο και πολλές φορές αμήχανο, άνθρωποι πεταμένοι να αλληλοεξοντωθούν στην τεράστια πίσω αυλή μιας άρχουσας τάξη που κοιτά αμέριμνη από το παράθυρο. Βασικά ο Μάικ Λι έχει φτιάξει μια ταινία για να σπάσει τα νεύρα του θεατή ώστε φτάνοντας στην κορύφωση να θέλει να βγει με θυμό στους δρόμους, το οποίο, τι να πω τώρα, καλά νά’ναι ο άνθρωπος.

Προβάλλονται επίσης

H Κατηγορούμενη ** (“Acusada”, Γκονζάλο Τομπάλ, 1ω48λ). Η καλύτερη φίλη μιας μαθήτριας βρίσκεται δολοφονημένη και δύο χρόνια μετά παραμένει η ίδια η μόνη ύποπτη για το φόνο, κάτι που τη φέρνει στο επίκεντρο της προσοχής των media, την ώρα που οι γονείς της κάνουν ό,τι μπορούν για να υπερασπιστούν και προστατέψουν την κόρη του. Αργεντίνικο θρίλερ του οποίου η ένταση κι οι ανατροπές το κουβαλούν με άνεση ως το τέλος, έστω κι αν ποτέ δεν ξεφεύγει από τα αναμενόμενα. Συμπαθές αγωνιώδες δίωρο, τίποτα παραπάνω. Πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Βενετίας.

Bohemian Rhapsody (Μπράιαν Σίνγκερ, 2ω14λ). O σκηνοθέτης Μπράιαν Σίνγκερ εγκατέλειψε την παραγωγή υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες την ώρα που νέες καταγγελίες εμφανίστηκαν εναντίον του για το βιασμό ενός 17χρονου. Δεν είναι φυσικά η πρώτη φορά που ο Σίνγκερ έχει κατηγορηθεί για σεξουαλικές επιθέσεις εναντίον ανήλικων αγοριών. Η ταινία, μια βιογραφία του Φρέντι Μέρκιουρι και των Queen με τον εξαιρετικό Ραμί Μάλεκ (του “Mr. Robot”) στον πρωταγωνιστικό ρόλο, εξακολουθεί να φέρει το όνομά του Σίνγκερ παρότι ολοκληρώθηκε από άλλον σκηνοθέτη, τον Ντέξτερ Φλέτσερ. (Ο οποίος δεν έχει κατηγορηθεί για σεξουαλική παρενόχληση ανηλίκων.)

Motherland ½ (Γιώργος Ευθυμίου, 1ω25λ). Ένας ράπερ προσπαθεί να επικοινωνήσει με τη νεκρή μητέρα του και έρχεται σε επαφή με φανταστικούς, αθάνατους ήρωες. Άρρυθμο, θορυβώδες φιλμ που θέλει να θυμίσει Χάρμονι Κορίν δίχως τίποτα από το λυρισμό και την πολυπλοκότητα των εικόνων του. Σε έναν από τους κεντρικούς ρόλους η Μαίρη Τσώνη.

Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης

Θα μιλήσουμε αναλυτικότερα για το φετινό Φεστιβάλ, που διεξάγεται 1-11 Νοεμβρίου, αλλά σε πρώτη φάση ξεχωρίζουμε αυτά:

–> “Roma”. Η νέα ταινία του Αλφόνσο Κουαρόν στην πρώτη της κινηματογραφική προβολή στην Ελλάδα. Βραβευμένη με το Χρυσό Λιοντάρι στη φετινή Βενετία, αναμένεται να πρωταγωνιστήσει και στα Όσκαρ. (Σύντομα θα μπορείτε να διαβάσετε και αποκλειστικές συνεντεύξεις με τον Κουαρόν και τις πρωταγωνίστριές του. Εδώ η γνώμη μας για την ταινία.)

–> Αφιέρωμα στο ελληνικό queer σινεμά. Από τα τέλη των ‘60s μέχρι σήμερα, μέσα από 38 μεγάλου και μικρού μήκους ταινίες, για πρώτη φορά που επίσημος οργανισμός παρουσιάζει ένα τόσο εκτενές αφιέρωμα στην ελληνική κινηματογραφική παραγωγή queer θεματολογίας.

–> “La Flor”. Πειραματικό 14ωρο Αργεντίνικο φιλμ που θα προβληθεί σε 3 μέρη-προβολές, αποτελείται από 6 επεισόδια και γυρίστηκε στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας. Από τα σινεφίλ γεγονότα της χρονιάς.

–> Σημαντικές ταινίες της χρονιάς. Το “Sunset” του Λάζλο Νέμες (“Ο Γιος του Σαούλ”), το “Leave No Trace” της Ντέμπρα Γκράνικ (“Στην Καρδιά του Χειμώνα”), το “Αδιαφορώ Αν Καταγραφούμε στην Ιστορία ως Βάρβαροι” του Ράντου Τζούντε (“Aferim!”), το “Κορίτσι” του Λούκας Ντοντ (ταινία λήξης), το “Κλέφτες Καταστημάτων” του Χιροκάζου Κορε-έντα (Χρυσός Φοίνικας στις Κάννες) είναι μερικές μόνο από τις πολύ σημαντικές ταινίες που θα προβληθούν φέτος.

Περισσότερα, στη διάρκεια του Φεστιβάλ.