© Elise Amendola / AP
ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

Μία πρώτη ανάγνωση στον Μακάβριο Χορό, το non fiction αριστούργημα του Stephen King

Ο κορυφαίος Αμερικανός storyteller επιστρέφει για το ελληνικό κοινό με ένα βιβλίο πολύ διαφορετικό από τα άλλα. Αυτές είναι 858 λέξεις για μπεις στο κλίμα του Μακάβριου Χορού που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος αυτές τις μέρες.

Κι αν ο Βασιλιάς του Τρόμου άφηνε για λίγο στην άκρη τις ιστορίες που υπογράφει σε ρυθμό πυροβόλου για να ασχοληθεί με κάτι που δεν είναι μυθοπλασία; Ο Stephen King είναι ένας από τους ελάχιστους ανθρώπους στον πλανήτη Γη που κατάφερε να δώσει ένα best seller για την ίδια την τέχνη της γραφής με τη μορφή ενός non fiction κειμένου, με το Περί συγγραφής που εκδόθηκε το 2000. Δεν ήταν όμως η πρώτη φορά που το έκανε.

Το 1981,  πολύ πριν ξεκινήσει να γράφει τη συγκεκριμένη μελέτη, ο Stephen Κινγκ αποφάσισε να αναλύσει την έννοια του τρόμου: Ο Μακάβριος Χορός (εκδ. Κλειδάριθμος) δεν είναι άλλο από μια ανατομία του τρόμου, δομημένη σε 10 κεφάλαια με γερή δόση χιούμορ και με παραδείγματα αντλημένα από τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο· από τον Φρανκενστάιν και τον Δράκουλα μέχρι τον Εξορκιστή, τη Ζώνη του Λυκόφωτος και το Μωρό της Ρόζμαρι.

Σύμφωνα με τον King, τα μυθιστορήματα, οι ταινίες, οι ραδιοφωνικές εκπομπές –ακόμα και τα κόμικ– που έχουν ως θέμα τους τον τρόμο, κινούνται πάντα σε δύο επίπεδα. Στην κορυφή βρίσκεται το επίπεδο της φρίκης, το οποίο μπορεί να επιτευχθεί με λιγότερη ή περισσότερη καλλιτεχνική μαεστρία. Όμως σε ένα άλλο, πιο βαθύ επίπεδο, το έργο τρόμου είναι στην πραγματικότητα ένας χορός – μια ρυθμική αναζήτηση. 

Το έργο τρόμου δεν ενδιαφέρεται για την πολιτισμένη «επίπλωση» της ζωής μας. Ένα τέτοιο έργο διασχίζει χορεύοντας τα δωμάτια που έχουμε επιπλώσει ένα-ένα, με το καθένα να εκφράζει –ελπίζουμε!– τον κοινωνικά αποδεκτό και ευχάριστα ανοιχτόμυαλο χαρακτήρα μας.

Κάπως έτσι, και με συνοπτικές διαδικασίες ο κορυφαίος storyteller κατάφερε να μας δώσει αυτό που η Wall Street Journal είχε χαρακτηρίσει «ένα από τα κορυφαία βιβλία της αμερικανικής ποπ κουλτούρας».

Ακολουθεί μία αποκλειστική προδημοσίευση στον Μακάβριο Χορό: Η ανατομία του τρόμου που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος και σε μετάφραση του Μιχάλη Μακρόπουλου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: Ιστορίες του Ταρό

Μακάβριος Χορός

Ένα από τα πλέον κοινά θέματα στη φανταστική λογοτεχνία είναι αυτό της αθανασίας. «Το πλάσμα που δεν πέθαινε» είναι βασικό στοιχείο του είδους, από τον Μπέογουλφ έως τις ιστορίες του Βάλντεμαρ και της μαρτυριάρας καρδιάς, του Πόε, και μέχρι τα έργα του Λάβκραφτ (όπως ο Ψυχρός αέρας), του Μπλάτι, ακόμα –ο Θεός να μας φυλάει!– και του Τζον Σολ.

Τα τρία μυθιστορήματα που θέλω να εξετάσω σε τούτο το κεφάλαιο δείχνουν πως έχουν εξασφαλίσει αυτή την αθανασία, και πιστεύω ότι είναι αδύνατον να συζητήσουμε για τον τρόμο στο διάστημα 1950-1980 και να τον κατανοήσουμε με κάποια πληρότητα, αν δεν αρχίσουμε με αυτά τα τρία βιβλία. Και τα τρία ζουν στο μισοσκόταδο έξω από τον λαμπερό κύκλο των αναγνωρισμένων «κλασικών» της αγγλικής λογοτεχνίας, και ίσως όχι χωρίς λόγο. Το Δόκτωρ Τζέκιλ και Κύριος Χάιντ (Dr. Jekyll and Mr Hyde) γράφτηκε σε πυρετώδη κατάσταση από τον Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον μέσα σε τρεις μέρες. Τρομοκράτησε τόσο τη σύ-ζυγό του, που ο Στίβενσον έκαψε το χειρόγραφο στο τζάκι του… κι έπειτα το ξανάγραψε από την αρχή μέσα σε άλλο ένα τριήμερο. Ο Δράκουλας είναι ένα μελόδραμα που σίγουρα «πάλλεται», ντυμένο με τη μορφή ενός επιστολικού μυθιστορήματος – μιας σύμ-βασης που έπνεε τα λοίσθια είκοσι χρόνια νωρίτερα, όταν ο Γουίλκι Κόλινς έγραφε το τελευταίο από τα σπουδαία του μυθιστορήματα μυστηρίου και αγωνίας. Ο Φρανκενστάιν, από τα τρία το πιο περιβόητο, γράφτηκε από μια δεκαεννιάχρονη κοπέλα και, παρότι από τα τρία είναι το πιο καλογραμμένο, είναι επίσης το λιγότερο διαβασμένο, και η συγγραφέας δεν θα έγραφε ποτέ ξανά τόσο γρήγορα, τόσο καλά, τόσο επιτυχημένα… ή τόσο τολμηρά.

Με την πλέον αυστηρή κριτική ματιά, και τα τρία μπορούμε να πούμε ότι δεν είναι τίποτα παραπάνω από δημοφιλή μυθιστορήματα του καιρού τους, με λίγα πράγματα να τα ξεχωρίζουν από κάποια παρόμοια μυθιστορήματα –τον Καλόγερο του Μάθιου Λιούις, για παράδειγμα, ή το Αρμαντέιλ του Κόλινς–, βιβλία σε μεγάλο βαθμό λησμονημένα από όλους, με εξαίρεση όσους διδάσκουν γοτθικό μυθιστόρημα και πού και πού τα δίνουν στους σπουδαστές, οι οποίοι τα προσεγγίζουν επιφυλακτικά… κι έπειτα τα καταβροχθίζουν.

Αλλά αυτά τα τρία είναι όντως ξεχωριστά. Στέκουν στα θεμέλια ενός πελώριου ουρανοξύστη από βιβλία και φιλμ – τα γοτθικά του εικοστού αιώνα, που έχουν γίνει γνωστά ως «σύγχρονη ιστορία τρόμου». Ακόμα περισσότερο, στο κέντρο καθενός στέκει όρθιο (ή σκυφτό) ένα τέρας που ήρθε για να συμπεριληφθεί, μεγεθύνοντάς το, σε αυτό που ο Μπερτ Χάτλεν αποκαλεί «δεξαμενή των μύθων» – αυτό το σώμα μυθοπλασίας όπου όλοι μας, ακόμα κι εκείνοι που δεν διαβάζουν ή δεν πάνε σινεμά, έχουν βαπτιστεί από κοινού. Σαν μια σχεδόν τέλεια κάρτα Ταρό που αντιπροσωπεύει τις πιο οργιαστικές μας ιδέες σχετικά με το κακό, μπορούμε να τα απλώσουμε στη σειρά: ο Βρικόλακας, ο Λυκάνθρωπος και το Πλάσμα Χωρίς Όνομα.

Μια σπουδαία νουβέλα υπερφυσικού τρόμου, το Στρίψιμο της βίδας του Χένρι Τζέιμς, έχει παραλειφθεί από τούτη την κάρτα Ταρό, αν και θα ολοκλήρωνε την ομάδα προσφέροντας την πιο γνωστή φιγούρα του υπερφυσικού, το Φάντασμα. Την παρέλειψα για δύο λόγους: πρώτον, επειδή το Στρίψιμο της βίδας, με την κομψή του πρόζα σαλονιού και τη σφιχτοδεμένη ψυχολογική του λογική, είχε και έχει ελάχιστη επιρροή στο κύριο ρεύμα της αμερικανικής μαζικής κουλτούρας.

Θα ήταν προτιμότερο να εξετάσουμε τον Κάσπερ το Φαντασματάκι, ως αρχέτυπο. Δεύτερον, το Φάντασμα είναι ένα αρχέτυπο (αντίθετα με αυτά που αντιπροσωπεύονται από το τέρας του Φρανκενστάιν, τον Κόμη Δράκουλα ή τον Έντουαρντ Χάιντ) το οποίο εκτείνεται σε μια υπερβολικά ευρεία περιοχή, για να περιοριστεί σε ένα μοναδικό βιβλίο, όσο σπουδαίο κι αν είναι. Το αρχέτυπο του Φαντάσματος είναι εντέλει ο Μισισιπής της υπερφυσικής λογοτεχνίας και παρότι θα το εξετάσουμε όταν έρθει η ώρα, δεν θα περιορίσουμε τη σύνοψή του σε ένα μοναδικό βιβλίο.

Όλα αυτά τα βιβλία (συμπεριλαμβανομένου του Στριψίματος της βίδας) έχουν κάποια κοινά, και όλα σχετίζονται με τη βάση στην οποία θεμελιώνονται οι ιστορίες τρόμου: μυστικά που είναι καλύτερο να μείνουν ανείπωτα και πράγματα που είναι προτιμότερο να παραμείνουν κρυφά. Εντούτοις ο Στίβενσον, η Σέλεϊ και ο Στόκερ (και ο Τζέιμς επίσης), όλοι αυτοί υπόσχονται να μας πουν ένα μυστικό. Το κάνουν με ποικίλα αποτελέσματα και επιτυχία… και κανένας τους δεν μπορεί να ειπωθεί ότι απέτυχε αληθινά. Ίσως αυτό είναι ό,τι κράτησε τα μυθιστορήματα ζωντανά και ανθεκτικά μες στον χρόνο. Όπως κι αν έχει το πράγμα, να τα, και μου φαίνεται αδύνατον να γράψεις ένα βιβλίο αυτού του είδους χωρίς να κάνεις με αυτά κάτι. Είναι ζήτημα ριζών. Μπορεί να μη σας ωφελήσει να ξέρετε ότι στον παππού σας άρεσε να κάθεται ανασκουμπωμένος στο μπροστινό σκαλί του σπιτιού και να καπνίζει μια πίπα μετά το βραδινό γεύμα, αλλά μπορεί να σας βοηθήσει να ξέρετε ότι μετανάστευσε από την Πολωνία το 1888 και ότι ήρθε στη Νέα Υόρκη και βοήθησε στην κατασκευή του μετρό. Αν δεν συντελέσει σε τίποτε άλλο, ίσως σας βοηθήσει να δείτε με άλλο μάτι την πρωινή σας διαδρομή με το τρένο. Κατά τον ίδιο τρόπο, είναι δύσκολο να καταλάβουμε πλήρως τον Κρίστοφερ Λι ως Δράκουλα χωρίς να μιλήσουμε για εκείνον τον κοκκινομάλλη Ιρλανδό, τον Άμπραχαμ Στόκερ.

Έτσι… μερικές ρίζες.