© 1990, JOHN MABANGLO/AP
REVIEWS

Το Night Stalker πέφτει στα γνωστά λάθη του true crime

Γιατί το νέο true crime του Netflix πρόδωσε τις ευγενείς του προθέσεις.

Το όνομα του Richard Ramirez δεν ακούγεται στο Night Stalker παρά στα τελευταία δευτερόλεπτα του τρίτου επεισοδίου του. Η νέα true crime μίνι σειρά-ντοκιμαντέρ του Netflix έρχεται από τον Tiller Russell, έναν βετεράνο του true crime που μιλάει τη συγκεκριμένη γλώσσα απ’ όταν δούλευε ακόμη ως τοπικός ρεπόρτερ αστυνομικού ρεπορτάζ, αποφασισμένος εδώ να μη μυθοποιήσει τον Ramirez και τα εγκλήματά του όπως έχει συμβεί στο παρελθόν. Πώς θα το πετύχαινε αυτό;

Στρέφοντας την κάμερα του Night Stalker στους ανθρώπους που τον καταδίωξαν με επιτυχία.

Ο Gil Carrillo και ο Frank Salerno, οι δύο ντετέκτιβ που προσπαθούσαν να εξιχνιάσουν την υπόθεση επί πέντε ψυχοφθόρους μήνες το 1985 στο Λος Άντζελες, λειτουργούν ουσιαστικά ως αφηγητές εκείνης της περιόδου στο ντοκιμαντέρ, μέσα από εξαιρετικά ακριβείς αναμνήσεις από 30 χρόνια πίσω που μοιράζονται με τον Russell.

Ο Salerno είχε ήδη χτίσει τότε την υστεροφημία του λόγω της υπόθεσης του Hillside Strangler – ήταν ο αστυνομικός που θα ανακάλυπτε ότι εκείνοι οι βιασμοί, τα βασανιστήρια και οι δολοφονίες δέκα γυναικών στα τέλη των 1970s, δεν είχαν γίνει από ένα πρόσωπο όπως πίστευε ως τότε η αστυνομία αλλά από δύο διαφορετικούς δράστες που ήταν ξαδέρφια (δύο μόνο από τα εγκλήματα είχαν γίνει από έναν εκ των δύο). Ίσως, αυτή του η πρότερη συνάντηση με το αναπάντεχο έπαιξε ρόλο στη διάθεσή του να ακούσει τον νεότερο Carrillo και τη θεωρία του που έκανε τους ανώτερούς του να γελούν: Ότι δηλαδή οι επιθέσεις, οι βιασμοί, οι φόνοι που είχαν προκύψει στην περιοχή του Λος Άντζελες εκείνους τους μήνες είχαν διαπραχθεί από ένα και μοναδικό άτομο.

Η πρόταση του Carrillo ακουγόταν αδιανόητη γιατί τα θύματα πότε δολοφονούνταν με αγριότητα, πότε αφήνονταν ζωντανά και μπορούσαν να καλέσουν βοήθεια. Άλλες φορές μπορεί να ήταν 6 ετών, άλλοτε 82. Αντιθέτως, με όσα είχαν εκπαιδευτεί να αναλύουν οι αστυνομικοί ως τότε, δε φαινόταν να υπάρχει συνέπεια στο φύλο, την ηλικία, τη φυλή ή την τάξη των θυμάτων. Τα όπλα που χρησιμοποιούνταν ήταν επίσης ποικίλα – από ένα τηλεφωνικό καλώδιο που είχε χρησιμοποιηθεί σε μία απόπειρα, έως και πυροβολισμοί στο πρόσωπο. Όσο για τα προσωπικά στίγματα στον χώρο του εγκλήματος που ψάχνουν πάντα οι profilers, είχαν και αυτά την ασυνέπειά τους. Κάποιες φορές θα άφηνε σατανικά σύμβολα ή μηνύματα στους τοίχους, κάποιες άλλες θα έκανε ένα διάλειμμα για να φάει κάτι από το ψυγείο. Η μοναδική ομοιότητα στη δραστηριότητα του Night Stalker – όπως θα ονομαζόταν τελικά στην πορεία ο Ramirez – ήταν κάποια ξεκλείδωτη πόρτα ή κάποιο παράθυρο. Ο Carrillo όμως είχε αποφασίσει να εμπιστευτεί το ένστικτό του και ευτυχώς δεν άργησε να βρει τον συνάδελφο με επιρροή που θα έκανε το ίδιο.

night stalker ⓒ 1989 AP Photo/Nick Ut

Το timing της επανεστίασης της συγκεκριμένης υπόθεσης από τον δράστη στους αστυνομικούς που τον καταδίωκαν, δεν μπορεί να προσπεραστεί. Είτε στη μυθοπλασία είτε σε άλλα αντίστοιχα ντοκιμαντέρ, η τοποθέτηση της αστυνομίας στο κέντρο των ιστοριών εγκλημάτων, ακούσια ή από πρόθεση, ωραιοποιεί συχνά τις διαδικασίες της αστυνομίας και τείνει να παρουσιάζει αυτομάτως τους αστυνομικούς ως τους καλούς της υπόθεσης. Δεν είναι τυχαίο πως μέσα στον παλμό του Defund the Police, ενός υπο-κινήματος που γεννήθηκε μετά τη δολοφονία του George Floyd μέσα από το Black Lives Matter, έχει γίνει πάρα πολύ συχνά λόγος για τις σειρές που κάνουν “copaganda” – προπαγανδίζουν δηλαδή υπέρ του καλού μπάτσου. Αυτό δεν έχει διαφύγει από τον Russell που είπε στον Guardian ότι «ο τρόπος που προσεγγίζουμε αυτά τα πράγματα δε λειτουργεί πια, είναι καιρός για κάτι καινούριο». «Την ίδια στιγμή όμως», συνέχισε, «υπάρχουν γενναίοι άνθρωποι που κάνουν μία τρομερά δύσκολη, αδύνατη δουλειά, και χρειάζεσαι τον νόμο και την τάξη και την αστυνομία. Αυτά είναι ερωτήματα της εποχής μας με τα οποία παλεύουμε όλοι».

Μερικά από τα καλύτερα στοιχεία του Night Stalker είναι αυτά που επιτρέπουν την ανθρώπινη διάσταση στον Carrillo και τον Salerno. Οι δυο τους δεν μπορούσαν – πολύ κυριολεκτικά – να κοιμηθούν μέχρι να συλληφθεί ο Ramirez, αφιερώνοντας ένα ανυπέρβλητο προσωπικό κεφάλαιο έως το κλείσιμο της υπόθεσης. Όταν ο πρώτος λέει αφοπλιστικά στον φακό πως κατά την πρώτη του ανάκριση με τον δολοφόνο, φοβήθηκε για μία στιγμή πως θα τον έβλεπε να ανυψώνεται από την καρέκλα του σαν δαίμονας, η εικόνα της ψυχικής του κατάστασης γίνεται πολύ χειροπιαστή.

Μία ακόμη ευπρόσδεκτη αλλαγή σε σχέση με άλλα ντοκιμαντέρ του είδους είναι η διάθεση να δοθεί ο λόγος στις οικογένειες των θυμάτων – σε κάποιες περιπτώσεις και σε θύματα που επέζησαν. Αυτό έγινε για να μην πέσουμε εμείς θύματα «στην εκμεταλλευτική φύση του μύθου του Ramirez» σύμφωνα με τον Russell, «μέσω του εμβυθισμού σας στις ιστορίες των ανθρώπων των οποίων οι ζωές επηρεάστηκαν τρομακτικά, δραματικά και αμετάκλητα από τον Ramirez».

 

night stalker ⓒ 1985 AP Photo/Lennox McLendon

Οι προθέσεις είναι ευγενείς. Στη διάρκεια της δίκης του αλλά και αργότερα, ο Ramirez είχε για αρκετούς μετατραπεί σε ένα είδος sex symbol. Τον ροκστάρ των κατά συρροή δολοφόνων. Το φαινόμενο δεν ήταν ξένο, η εμφάνισή του όμως όπως φαινόταν στις φωτογραφίες του είχε μετακινήσει τη γνωστή συζήτηση σε άλλα επίπεδα (η σέξι απεικόνισή του στο American Horror Story δεν ήταν καθόλου τυχαία). Το Night Stalker όμως δε θέλει να του φερθεί ως κάποιο πρίγκιπα του σκότους. Τονίζει την αποκρουστική μυρωδιά και τα σαπισμένα του δόντια, και κάνει μονάχα μία σύντομη αναφορά στους λόγους που μπορεί να οδήγησαν στην ψυχοπάθειά του. Δεν υπάρχει τίποτα κουλ στον Ramirez του ντοκιμαντέρ. Οι προτεραιότητες είναι άλλες.

Ακόμη και έτσι όμως, η σειρά πέφτει σε λάθη που έκαναν και άλλες πριν από αυτή. Η χρήση των φωτογραφιών από τις σκηνές του εγκλήματος αποτελεί τεράστιο μέρος του ντοκιμαντέρ, με την κάμερα να τις παρουσιάζει επίμονα ξανά και ξανά, συχνά συνοδευμένες από αναπαραστάσεις αιματοκυλίσματος σε αργή κίνηση όπως θα δεις σε κάποιο επεισόδιο του Dateline. Η μέθοδος δίνει μία «κίτρινη» χροιά στη σειρά και θολώνει τη διάθεση των δημιουργών της να ξεφύγουν από την υπερδραματοποίηση και τις tabloid τακτικές. Το αντικείμενο είναι από μόνο του τόσο δελεαστικό και η χρονική απόσταση από τα γεγονότα προσφερόταν για μία τόσο πιο νηφάλια αντιμετώπιση, που ως πρότζεκτ μοιάζει με χαμένη ευκαιρία.

Ο Russell παραβλέπει επίσης να εμβαθύνει σε άλλες πλευρές της υπόθεσης που αναφέρονται ως ψιλά γράμματα και παρουσιάζουν από μόνες τους ενδιαφέρον, όπως η έλλειψη συνεργασίας μεταξύ των αρχών από διαφορετικές περιοχές της ευρύτερης πόλης του Λος Άντζελες που εμπόδιζε την εξιχνίαση της υπόθεσης.

Παρά τα ψεγάδια ωστόσο, είναι οι άνθρωποι στο κέντρο του Night Stalker που επιβάλλονται σε αυτά και αφήνουν έναν υπολογίσιμο αντίκτυπο. Οι επιζώντες που μιλούν για τις ιστορίες τους, οι δύο αστυνομικοί που έδωσαν τα πάντα για την υπόθεση, και οι κάτοικοι μιας γειτονιάς που κάποια καυτή μέρα του Αυγούστου βγήκαν από τα σπίτια τους για να καταδιώξουν έναν δολοφόνο που αναζητούσε η αστυνομία. Εάν κοιτούσες από μακριά, θα έλεγες πως βλέπεις γυρίσματα για μία ακόμη ταινία στην πόλη του Λος Άντζελες.