ΣΙΝΕΜΑ

Οι 30 πιο υποτιμημένες ταινίες των ’90s

Εκείνες που μίσησαν οι κριτικοί, εκείνες που έφτυσε το κοινό, εκείνες που ξέχασε ο χρόνος. Υπερασπιζόμαστε 30 από αυτές.

Εκείνες που μίσησαν οι κριτικοί, εκείνες που έφτυσε το κοινό, εκείνες που ξέχασε ο χρόνος. Υπερασπιζόμαστε 30 από αυτές.

Υποτιμημένη ταινία- ένας ακραία υποκειμενικός όρος που βάζει πολλά νερά και που γι’αυτό επιχειρούμε εδώ να οριοθετήσουμε, να τον προσεγγίσουμε μέσα από συγκεκριμένες οδούς. Να μιλήσουμε για ταινίες που αντιμετωπίστηκαν εχθρικά από την κριτικής της εποχής τους ή που βυθίστηκαν στο box office αλλά ο χρόνος τους έχει φερθεί καλά. Να μιλήσουμε όμως και για ταινίες που ανεξάρτητα από τους δημιουργούς ή την όποια επιτυχία, μοιάζουν ξεχασμένες από τον χρόνο.

Έτσι, αυτή η λίστα έχει μέσα τα πάντα, από ταινίες δίχως το παραμικρό πολιτιστικό αποτύπωμα, ταινίες των $8 εκατομμυρίων εισπράξεων, ταινίες του 12/100 στο metacritic, μέχρι ταινίες θρυλικών auteurs, ταινίες που διαγωνίστηκαν στις Κάννες, ταινίες που κέρδισαν Όσκαρ. Ταινίες των ’90s για τις οποίες νιώσαμε πως είχαμε κάποια πράγματα να πούμε, και κάποια πράγματα να υπερασπιστούμε. Αυτές είναι μόνο 30 από αυτές.

ΑΥΤΕΣ ΠΟΥ ΜΙΣΗΣΕ Η ΚΡΙΤΙΚΗ

Μάλλον το πρώτο πράγμα που σκέφτεται κανείς ακούγοντας τον όρο “υποτιμημένη” είναι ταινίες που έθαψαν οι κριτικοί, ταινίες που ψάχνεις και δίπλα τους εμφανίζεται το κιτρινισμένο (ή ακόμα χειρότερα, το κόκκινο!) κουτάκι του metacritic, που υποδηλώνει μέτριες προς αρνητικές κριτικές. Αλλά είμαστε εδώ για να τις υπερασπιστούμε.

Showgirls (1995)

Ας μιλήσουμε για παρεξηγημένα αριστουργήματα. Ας μιλήσουμε για την χολιγουντιανή περίοδο του Πολ Βερχόφεν. Το ‘RoboCop’ είναι η πιο ανατριχιαστικά ακριβής απεικόνιση της εποχής μας, 30 χρόνια μπροστά, το ‘Starship Troopers’ είναι μια απίστευτα αστεία και τέρμα γκάζια σάτιρα του φασισμού ως ευπώλητη μαζική ιδεολογία, αλλά το ‘Showgirls’ παραμένει η πιο περίπλοκη υπόθεση όλων. Μια trash όπερα για το trash του αμερικάνικου ονείρου, φτιαγμένη όπως κι η προαναφεθρείσες ταινίες με απόλυτη αφθονία από τα ίδια τα υλικά του κόσμου που σχολιάζει. Ο Βερχόφεν είναι σπουδαίος γιατί μίλησε για έναν κόσμο που σιχαινόταν χωρίς να το κάνει ποτέ ούτε ένα εκατοστό αφ’υψηλού. Αν μη τι άλλο, το έκανε όντας βουτηγμένος μέσα του. Η χολιγουντιανή περίοδος του σκηνοθέτη δεν είναι απλά η αγαπημένη μου της καριέρας του, αλλά και ένα από τα αγαπημένα μου σύνολα φιλμογραφιών του σύγχρονου σινεμά, γενικώς.

A Life Less Ordinary (1997)

Ένα από τα μεγάλα κινηματογραφικά hype των ‘90s στην ανεξάρτητη σινεφιλία ήταν η κοινή πορεία της ανερχόμενης τότε δημιουργικής τριάδας πίσω από το ‘Trainspotting’. Σκηνοθεσία Ντάνι Μπόιλ, σενάριο Τζον Χοτζ, παραγωγή Άντριου ΜακΝτόναλντ, και μετά το καλτ ντεμπούτο ‘Shallow Grave’ και το κλασικό φιλμ του 1996, οι τρεις τους (4 αν συνυπολογίσουμε στην παρέα και τον σταθερό τους πρωταγωνιστή Γιούαν ΜακΓκρέγκορ) όλα τα μάτια ήταν πάνω τους. Εκείνοι τόλμησαν να κάνουν μια ανάλαφρη, quirky δραμεντί για μια περίπτωση απαγωγής και δυο αγγέλους που αποστέλλονται στη Γη για να δουν πώς μπλέκει ο έρωτας σε όλα αυτά. Τρελό καστ με Κάμερον Ντίαζ, Χόλι Χάντερ, Ντελρόι Λίντο και Ίαν Χολμ μαζί με τον ΜακΓκρέγκορ για μια ταινία που είχε το θράσος να μην είναι το ‘Trainspotting 2’.

Kingpin (1996)

Αλκοολικός πρώην πρωταθλητής του μπόουλινγκ γίνεται μέντορας ενός νέου ταλέντου που κρατά τη σχέση του με το μπόουλινγκ κρυφή επειδή είναι Άμις, και προσπαθεί να τον πείσει να συμμετάσχουν σε ένα τουρνουά στη Νεβάδα. Η δεύτερη ταινία των Φαρέλι μετά το “Ηλίθιος και Πανηλίθιος” και αμέσως πριν το μεγαλύτερο χιτ της κοινής τους καριέρας, “Κάτι Τρέχει με τη Μαίρη”, επιδεικνύει μια σαφώς πιο ενδιαφέρουσα κατανόηση ή έστω αναγνώριση της αμερικανικής ενδοχώρας από ό,τι το μετέπειτα σόλο “Green Book” του Πίτερ. Και δίνει στον Γούντι Χάρελσον ένα επικό 1-2 για το 1996, ανάμεσα στην ανίερη κωμωδία των Φαρέλι και στην εμπρηστική βιογραφία “Υπόθεση Λάρι Φλιντ” του Μίλος Φόρμαν.

The Stendhal Syndrome (1996)

Από μπαρόκ horror αποκορύφωμα της ‘Όπερα’ του 1987 και μετά ο Αρτζέντο έχει ένα σερί εντελώς άνισο, κι αυτό στην πιο γενναιόδωρη ανάγνωση της φιλμογραφίας του- άλλοι θα χαρακτήριζαν το ‘90s-κι-έπειτα έργο του απλά ως σκουπιδαριό. Θα διαφωνούσα απλώς και μόνο λόγω της ύπαρξης του τουλάχιστον αξιοπρεπέστατου ‘Non ho Sonno’ με τον Μαξ φον Σίντοφ, αλλά σίγουρα ο Ιταλός άρχων του τρόμου ξέπεσε κάπως οριστικά μπαίνοντας στα ‘90s. Με μια πολύ σημαντική εξαίρεση: Στο θρίλερ του ‘96 όπου συνεργάστηκε για δεύτερη φορά με την κόρη του (σε έναν ρόλο ντετέκτιβ που αρχικά προοριζόταν για την Μπρίτζετ Φόντα), βασισμένο σε μια ψυχοσωματική πάθηση που στέλνει τον ασθενή σε ενός είδος fugue state όπου χάνει την επαφή του με το περιβάλλον ως αποτέλεσμα της επαφής με ένα τρομακτικά συγκεντρωμένο όγκο έργων τέχνης. Ο Αρτζέντο θυμάται να το παθαίνει μικρός ανεβαίνοντας τα σκαλιά της Ακρόπολης και χάνοντας έπειτα τους γονείς του για ώρες. Εδώ του προσφέρει ιδανικό καλλιτεχνικό και ψυχολικό περιτύλιγμα για να ακολουθήσει την έρευνα μιας ντετέκτιβ μέχρι και κυριολεκτικά μέσα σε έναν πίνακα της γκαλερί Ουφίτσι στη Φλωρεντία. Η ταινία παρουσιάστηκε πετσοκομμένη στην Ελλάδα και σε αρκετές άλλες χώρες πριν το restoration, αλλά οι χρωματικοί τόνοι του Αρτζέντο, το εφιαλτικής ομορφιάς σκηνικό και το στοιχειωτικό score του Ένιο Μορικόνε δίνουν έτσι κι αλλιώς στην ταινία όλα τα απαραίτητα υλικά.

But I’m a Cheerleader (1999)

Ακολουθώντας την σχηματική αλλά γεμάτη πάθος και δίψα για ανακάλυψη ιστορία μιας κοπέλας σε αναζήτηση της σεξουαλικής της ταυτότητας, το ντεμπούτο της Τζέιμι Μπάμπιτ (μετέπειτα εξαιρετική τηλεοπτική σκηνοθέτης σειρών σαν τα “Gilmore Girls”, “Russian Doll” και “United States of Tara”) ντύνει με εκτυφλωτικά χρώματα ένα σκηνικό conversion therapy Βαθιά Προβληματισμένων Γονιών, ανατρέποντας διαρκώς κάθε υποψία στερεοτύπου. Τα πάντα μοιάζουν αρκετά ειρωνικά όσο και βαθύτατα ειλικρινή, σε ένα άκρως στυλιζαρισμένο μετα-Τζον Γουότερς σύμπαν γεμάτο χιούμορ και γεμάτο πάθος και μελαγχολία. Σε σημαντικό περιφερειακό ρόλο ο ΡουΠολ πολλά χρόνια πριν το “Drag Race”, αλλά στους κεντρικούς ρόλους, Νατάσα Λιόνε (ανέκαθεν καλτ είδωλο), Κλέα Ντιβάλ και Μέλανι Λίνσκι: Ένα ειλικρινά τέλειο καστ σε μια εντελώς παρεξηγημένη στην εποχή της ταινία, χαμένη στο χρόνο.

Event Horizon (1997)

Είναι όντως υποτιμημένο αυτό; Νιώθω πως στο πέρασμα των δεκαετιών αυτό το εφιαλτικό και τρομερά creepy φιλμ τρόμου επιστημονικής φαντασίας, ένα hellraiser giallo στο διάστημα, έχει αποκτήσει μια φήμη στα πλαίσια του “όχι, αυτή είναι η μία καλή ταινία του Πολ Γ.Σ. Άντερσον”, αλλά α) ακόμα κι αυτή η συλλογιστική υποτιμά την ταινία (και τον Άντερσον) και β) το γεγονός παραμένει πως στην εποχή του φιλμ, το industry δεν του είχε φερθεί καθόλου ωραία.

Ravenous (1999)

Και γουέστερν και σασπένς, και πολεμιστές και κανίβαλοι, και κατάμαυρη κωμωδία και υπαρξιακή αγωνία (υπαρξιακή πείνα θα έλεγε κανείς) για το συναρπαστικό και πρακτικά ακατηγοριοποίητο φιλμ της Αντόνια Μπερντ, με Γκάι Πιρς και Ρόμπερτ Καρλάιλ εν μέσω εμπόλεμης κατάστασης σε ορεινό συνοριακό σκηνικό της Αμερικής του 19ου αιώνα. Δεν υπάρχει τίποτα που να μην είναι παράξενο σε αυτή την ταινία, συμπεριλαμβανομένης και της μουσικής των Ντέιμον Άλμπαρν και Μάικλ Νάιμαν, ένα παροξυσμικό φολκ score κάπου ανάμεσα στον εφιάλτη και ένα “κάτσε να σου πω ένα κουφό που θυμήθηκα” mood. Σαν την ταινία δηλαδή.

The Loss of Sexual Innocence (1999)

Ο Μάικ Φίγκις έφερε έναν συννεφιασμένο moody κατεστραμμένο ερωτισμό στο σινεμά των early ‘90ς με αποκορύφωμα το ‘Αφήνοντας το Λας Βέγκας’ πριν ξεφύγει σε έναν άνευ ορίων πειραματισμό 3-4 ετών που βασικά του διέλυσε την καριέρα, με ταινίες σε split screen και αφηγήσεις μέσα από πολλαπλά formats, σε δουλειές σαν το ‘Hotel’, το ‘Miss Julie’ και φυσικά το απίστευτο ‘Timecode’, μια ταινία με τη δράση να εξελίσσεται σε 4 παράλληλα μονοπλάνα. Καταλαβαίνει κανείς εύκολα πως όλο αυτό το διάστημα δεν ευνόησε και πολύ εμπορικά το brand του Φίγκις. Και όλα ξεκίνησαν με αυτό το εντελώς εσωτερικό, μη γραμμικό, συμβολικό, ονειρικό, πιθανώς εν μέρει αυτοβιογραφικό, φιλμ για την σεξουαλική αφύπνιση και το πέρασμα από την αθωότητα, ενός μικρού παιδιού που γίνεται σκηνοθέτης, με την ιστορία των πρωτόπλαστων να παρεμβάλλεται έτσι για το κέφι. Ως έφηβος σινεφίλ είχα λατρέψει αυτή την ταινία. Σήμερα, δεν κατάφερα καν να βρω το τρέιλερ της στο ίντερνετ για να το κάνω embed.

Batman & Robin (1997)

Χάσαμε πρόσφατα τον Τζόελ Σουμάχερ και είδα πολύ κόσμο μαγκωμένο στους αποχαιρετισμούς, σα να θέλανε να φερθούν με σεβασμό αλλά να έχουν και τον ελέφαντα στο δωμάτιο, το γεγονός πως ο Σουμάχερ είχε σκηνοθετήσει το φιλμ που θεωρείται πιθανώς το χειρότερο υπερηρωικό έργο όλων των εποχών. Σίγουρα το πιο καταγέλαστο. Δεν καταλαβαίνω γιατί. Και στεναχωρήθηκα για το όλο μάγκωμα, για το πώς έφυγε ένας άνθρωπος που ήξερε πώς να διασκεδάζει με το κινηματογραφικό του καμπ εκεί που ταίριαζε (κι αν δεν ταίριαζε στις περιπέτειες ενός άντρα που ντύνεται νυχτερίδα και δέρνει έναν τύπο που βγάζει πάγο από τα δάχτυλά του, τότε συγγνώμη, αλλά πού ταιριάζει;). Πρόκειται χωρίς καμία ειρωνεία για την αγαπημένη μου ταινία Μπάτμαν.

ΟΙ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΑΠΟΤΥΧΙΕΣ

Σημαντικοί σκηνοθέτες που προέρχονταν από κάποια μεγάλη επιτυχία, καταφέρνουν να γυρίσουν ιδιοσυγκρασιακές ταινίες με απόλυτο οδηγό το όραμά τους. Και βλέπουν το box office να τους τιμωρεί. Αλλά γιατί πρέπει αυτό να καθορίζει τη φήμη μιας ταινίας; Από την τσέπη μας βγήκε το μπάτζετ; Είμαστε εδώ για να σταθούμε στο πλευρό αυτών των εμπορικά αποτυχημένων φιλμ.

Strange Days (1995)

Η επόμενη ταινία της Κάθριν Μπίγκελοου μετά το διαχρονικά καλτ “Point Break”, έγινε πραγματικότητα χάρη σε μια συμφωνία χρηματοδότησης που πέτυχε ο πρώην άντρας της, Τζέιμς Κάμερον, μετά τον δικό του θρίαμβο του “Εξολοθρευτή 2”. Ο Κάμερον εξασφάλισε χρηματοδότηση για 2 ταινίες ως πακέτο, η μία θα ήταν το δικό του “True Lies” κι η άλλη θα ήταν αυτή, βασισμένη σε μια δική του ιδέα από τα ‘80s την οποία ανέπτυξε μαζί με τη Μπίγκελοου και που τελικά γυρίστηκε ξεπερνώντας κατά πολύ το μπάτζετ, φτάνοντας στα $40 εκατομμύρια και φέρνοντας πίσω ούτε τα 10 από αυτά στο box office. O Κάμερον εστίασε περισσότερο στο ρομάντζο κι η Μπίγκελοου στην κοινωνική αγωνία του όλου sci-fi κατασκευάσματος, και μαζί φτιάχνουν μια ιστορία πάθους, εγκλήματος και εκμετάλλευσης στην αυγή του 21ου αιώνα, εμπνευσμένη εν μέρει από τις εξεγέρσεις του ‘92 στο Λος Άντζελες, με μια παλλόμενη δυστοπική κοινωνία και ανθρώπους που αποζητούν κάποιο αληθινό νιώσιμο, κάποια χειροπιαστή ανάμνηση, ακόμα κι αν δεν είναι δική τους. Είναι σπουδαία ταινία, που γκρεμίστηκε στο box office και μαζί κόντεψε να γκρεμίσει και την καριέρα της Μπίγκελοου.

Babe: Pig in the City (1998)

Ο Τζορτζ Μίλερ θέλοντας να αποδείξει πως ήταν εκείνος η αληθινή δημιουργική δύναμη πίσω από το ορίτζιναλ “Babe”, πλάθει ένα εφιαλτικό σίκουελ βυθισμένο στην αστική δυσφορία, ένα θαυμαστό αντικείμενο στυλιζαρισμένης αναρχίας που μοιάζει σαν κάτι που ξεκάθαρα είδε σε όνειρο πυρετού και που με έναν περίεργο τρόπο καταλήγει πολύ πιο συγγενικό στο “Fury Road” από ό,τι στο ίδιο το πρώτο “Babe”. Η ταινία απέτυχε παταγωδώς, ο Μίλερ θα αφοσιωνόταν μετά στο παιδικό animation των “Happy Feet” πριν επιστρέψει στον κόσμο του “Mad Max”, και όσο για το πρώτο “Babe”, με τον σκηνοθέτη εκείνης της ταινίας ακομα δεν μιλιούνται. Είναι φυσικά, και τα δύο αριστουργήματα.

Beloved (1998)

Τα ‘90s του Τζόναθαν Ντέμι, ενός εκ των αγαπημένων μου σκηνοθετών, τον έφεραν στο απόγειο της οσκαρικού τύπου αναγνώρισης. Ανέκαθεν οι ηθοποιοί του αναδεικνύονταν μέσα από τους μεστούς ρόλους και τη βαθιά ουμανιστική του ματιά- σε 3 από τις 4 ταινίες που γύρισε στα ‘80s, ηθοποιοί κέρδισαν ή προτάθηκαν για Όσκαρ. Όμως το ‘91 η ‘Σιωπή των Αμνών’ έγινε ο πιο απρόσμενα σαρωτικός οσκαρικός παίχτης όλων των εποχών ακολουθούμενη από τη ‘Φιλαδέλφεια’ λίγα χρόνια που ουσιαστικά θεμελίωσε το θρύλο του Τομ Χανκς δίνοντάς του το πρώτο του Όσκαρ. Αυτό το μαγικό σερί θα έληγε απότομα με το φιλόδοξο και τολμηρό ‘Beloved’, μια διασκευή ψυχολογικού τρόμου από το ομώνυμο βιβλίο της Τόνι Μόρισον που αποτέλεσε λευκή επιταγή όχι μόνο για τον Ντέμι αλλά και για την ίδια την Όπρα Γουίνφρεϊ η οποία εξάλλου και προσέλαβε τον σκηνοθέτη για το έργο. Η ιστορία εστιάζει σε μια πρώην σκλάβο αμέσως μετά τον Εμφύλιο, και τα παντός είδους φαντάσματα που την επισκέπτονται και την καταλαμβάνουν καθώς το παρελθόν δεν πρόκειται ποτέ να θαφτεί. Είναι μια τολμηρή ταινία γεμάτη επιλογές, δεν υπάρχει σκηνή ή πλάνο που να μην είναι Μια Κάποια Επιλογή. Ακόμα κι αν δεν είναι στις καλύτερες δουλειές του Ντέμι, είναι ένα ντε φάκτο υποτιμημένο φιλμ, κάπως ξεχασμένο ως παράξενο, ημι-αποτυχημένο κομμάτι φιλμικής ιστορίας “από τον σκηνοθέτη της ‘Σιωπής των Αμνών’, κουφό ε”. Κόστισε 80 εκατομμύρια, απόσβεσε κάπου τα 20 από αυτά αλλά του αξίζει να μην ξεχαστεί.

The Game (1997)

Ό,τι κι αν ακολουθούσε το ‘Seven’ θα ήταν καταδικασμένο να συγκρίνεται με εκείνη την ταινία και την επιτυχία της, πόσο μάλλον από τη στιγμή που ο Φίντσερ πήγε κι έστησε μια υπαρξιακή φάρσα που μοιάζει με χαρά να τραβά το χαλί κάτω από τα πόδια του θεατή αμφισβητώντας μονίμως την ίδια της την κατασκευή. Μια ταινία που εκτιμάται και ανατιμάται διαρκώς μέχρι και σήμερα, αλλά που εξαρχής υπήρξε αποτυχία στο box office (και χωρίς καν να διαθέτει κάποια άμεση ισχυρή υποστήριξη από την κριτική) και παραμένει ως σήμερα -και λογικά για πάντα- η μικρότερη εισπρακτική επιτυχία της καριέρας του Φίντσερ.

ΤΑΙΝΙΕΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ

Πολύ συχνά μια ταινία πολύ απλά δεν επιβιώνει από το πέρασμα του χρόνου. Δεν είναι τίποτα, συμβαίνουν αυτά, ο χρόνος έτσι κι αλλιώς θα έρθει για όλους μας. Απλά είναι κρίμα. Αυτές οι ταινίες άξιζαν να συζητιούνται περισσότερο και να συναντώνται συχνότερα ως αναφορές στις προτιμήσεις μας.

Joe Versus the Volcano (1990)

Αν σας έλεγα ότι υπάρχει μια αριστουργηματική ταινία με τον Τομ Χανκς και την Μεγκ Ράιαν, αλλά όχι αυτή που σκέφτεστε, ούτε κι άλλη που σκεφτήκατε τώρα (που έτσι κι αλλιώς δεν είναι αριστούργημα). Είναι μία τρίτη, πριν από αυτές τις δύο για την ακρίβεια, ένα τρομερά ιδιοσυγκρασιακό ψυχογραφικό ταξίδι για έναν άντρα πηγμένο στην απρόσωπη καθημερινότητα της corporate ζωής που, μαθαίνοντας πως πεθαίνει από μια πολύ σπάνια αρρώστια, αποδέχεται μια οικονομική προσφορά με τον όρο πως θα πάει να ριχτεί στο ηφαίστειο ενός νησιού στον Ειρηνικό για να ικανοποιηθούν οι ιθαγενείς. Στη διαδρομή γνωρίζει τη Μεγκ Ράιαν όχι μία αλλά τρεις φορές, ως τρεις διαφορετικές γυναίκες, επειδή κάποιες φορές απλά στην αρχή δεν είσαι έτοιμος. Ένα απίστευτο ταξίδι από τη μια μορφή tribal εμμονής σε κάποιον αόρατο, αχόρταγο, απάνθρωπο θεό, ως την άλλη- κι απλά στη διαδρομή, ένας άνθρωπος βρίσκει το νόημα της ζωής που χάνει. Μια φανταστική ταινία που δεν ταιριάζει σε καμία απλή περιγραφή, από τον μετέπειτα σκηνοθέτη του ‘Doubt’ και ήδη βραβευμένο με Όσκαρ σεναριογράφο του ‘Moonstruck’.

The Last Seduction (1994)

Αναφέραμε αλλού στο κείμενο τον Μάικ Φίγκις, έναν από τους κατεξοχήν σκηνοθέτες που έμειναν για πάντα κλειδωμένοι σε μια ανάμνηση των ‘90s, κι ο Τζον Νταλ είναι ένας ακόμα από αυτή την κατηγορία. Αποκλειστικά τηλεοπτικός σκηνοθέτης πλέον εδώ και κάπου 15 χρόνια μετά την πλήρη αποτυχία 2-3 ταινιών που γύρισε στις αρχές των ‘00s, είχε όμως ξεκινήσει με ένα φοβερό σερί καλτ b-movie νουάρ διαμαντιών στα ‘90s: το ‘Kill Me Again’ με τον Βαλ Κίλμερ, το ‘Red Rock West’ με τον Νίκολας Κέιτζ (που βρισκόταν και σε ένα πρώιμο draft αυτής της της λίστας) και αυτό εδώ το σαγηνευτικό παιχνίδι ερωτισμού, ελέγχου και εξαπάτησης με την Λίντα Φιορεντίνο φυγά σε κωμόπολη με τα λεφτά που έκλεψαν μαζί με τον άντρα της, καθώς εκείνος την κυνηγά λυσσαλέα για να τα πάρει πίσω. Πανέξυπνο, απολαυστικό και ατμοσφαιρικό, με αληθινή αίσθηση πόθου, εκμετάλλευσης και κινδύνου, και με την Φιορεντίνο στο απόγειο της -πολύ, πολύ, ΠΟΛΥ πιο σύντομης από ό,τι έπρεπε- καριέρας της.

Winterschläfer (1997)

To είχα δει μαζί με όλη τη φιλμογραφία του Τομ Τίκβερ όταν του είχαν κάνει ρετροσπεκτίβα οι Νύχτες Πρεμιέρας με τον ίδιο καλεσμένο. Η παντελώς ξεχασμένη από τον χρόνο δεύτερη ταινία του, μετά το πολύ ενδιαφέρον ντεμπούτο του “Η Φονική Μαρία” και πριν φυσικά το σουξέ που θα καθόριζε την καριέρα του, “Τρέξε Λόλα, Τρέξε”. Μια χαμηλών τόνων ιστορία εκδίκησης και πόνου σε μια μικρή ορεινή πόλη όπου ένας άντρας ψάχνει να ξεσπάσει για το ατύχημα που κόστισε τη ζωή στην κόρη του, η ταινία επιδεικνύει τα χαρακτηριστικά ευρείας ματιάς και ανθρωποκεντρικού κοινωνικού λυρισμού που θα συναντούσαμε αργότερα στο έργο του Γερμανού σκηνοθέτη, καθώς θα αναλάμβανε να πραγματοποιήσει ένα ατελές έργο του Κισλόφσκι (“Heaven”) και θα συνεργαζόταν σε δύο πρότζεκτ με τις Γουατσόφσκι (“Cloud Atlas” και “Sense8”). Τι περίεργη καριέρα πάντως- τώρα θέλω να το “Babylon Berlin” του, για να μην πω και το “Ολόγραμμα για τον Βασιλιά”.

Revenge (1990)

Μα δείτε εδώ πράγμα:

Ο Τόνι Σκοτ κάνει το επόμενο βήμα του μετά το ‘Top Gun’, μια ταινία που κυριολεκτικά άλλαξε το πρόσωπο του σύγχρονου Χόλιγουντ, και παραδίδει ένα στυλιζαρισμένα νεο-γουέστερν θρίλερ εκδίκησης θρησκευτικών συμβολισμών που στάζει πόθο, με τον Κέβιν Κόστνερ αγέρωχο prop, τη Μάντλιν Στόου να λιώνει την κάμερα και τον Άντονι Κουίν σίχαμα πάμπλουτο crime boss. Κανείς δεν ασχολήθηκε τότε, κανείς δεν ασχολείται τώρα. Τόνι Σκοτ, λείπεις.

Presumed Innocent (1990)

Κάποτε το θυμάμαι σε τίμιο rotation στην τηλεόραση αλλά νιώθω πως μετά το 2000 κάπου εξαφανίστηκε πλήρως στο πέρασμα του χρόνου και πλέον έπαψε να υπάρχει. Χάρισον Φορντ σε ρόλο δημόσιου κατήγορου που βρίσκεται ο ίδιος κατηγορούμενος για το φόνο μιας συναδέλφου του (Γκρέτα Σκάκι, κυριαρχεί στην ταινία μέσα μόνο από φλάσμπακς) και καθόλη τη διάρκεια του φιλμ τα πάντα τυλίγονται κάτω από ένα πέπλο ηθικής αβεβαιότητας υπό την γεμάτη σιγουριά καθοδήγηση του Άλαν Πάκουλα σε σενάριο και σκηνοθεσία. Η σύζυγος του Φορντ είναι η Μπόνι Μπεντέλια του “Die Hard” και ο συνήγορος υπεράσπισης ο αξέχαστος Ραούλ Τζούλια. Ένα συγκλονιστικά “θυμάσαι τότε στα early ‘90s” καστ σε μια ταινία τόσο αψεγάδιαστα κατασκευασμένη που δεν υπάρχει περίπτωση να μην την δεις αν την πετύχεις ποτέ στην τηλεόραση- το πρόβλημα είναι πως δεν υπάρχει πια τηλεόραση. Απαιτώ αναβίωση.

Miami Blues (1990)

Υπάρχει μια άλλη καλτ ταινία του Τζορτζ Άρμιταζ στα ‘90s που λαμβάνει περισσότερη αναγνώριση και μεγαλύτερο μερίδιο μιας “ρε θυμάσαι ΕΚΕΙΝΗ την απίθανη ταινία” αγάπης από μικρό μερίδιο του κοινού, το “Grosse Pointe Blank” με τον Τζον Κιούζακ και τη Μίνι Ντράιβερ. Είναι ψιλο-άγνωστη, αλλά υπάρχει. Το “Miami Blues” (σε παραγωγή Τζόναθαν Ντέμι μάλιστα) νιώθω πως είναι, εντελώς αδίκως, πλήρως ανύπαρκτο. Μια μαύρα κωμική αστυνομική περιπέτεια γυρισμένη στα χρώματα μιας δροσερής γρανίτας ως επίστρωση βίας και εμμονής, με Άλεκ Μπόλντουιν και Τζένιφερ Τζέισον Λι πρωταγωνιστικό δίδυμο δίδυμο κάπου ανάμεσα στην γλύκα και την ωμότητα.

Soldier (1998)

Κι αν σας έλεγα ότι υπάρχει κάτι σαν σίκουελ στον κόσμο του ‘Blade Runner’ γραμμένο από τον σεναριογράφο εκείνης της ταινίας και σκηνοθετημένο από τον δημιουργό του ‘Event Horizon’ που λέγαμε και παραπάνω; Με τον Κερτ Ράσελ στον ρόλο ενός στρατιώτη που δεν αποδέχεται πλέον τις εντολές του κι έρχεται αντιμέτωπος με μια πραγματική πολεμική μηχανή; Θα μου λέγατε “φύγε από δω ρε καημένε”, αλλά η ταινία πράγματι υπάρχει, δεν την φαντάστηκα στο κεφάλι μου, αν και είναι σίγουρα κάτι που θα φανταζόμουν εγώ μες στο κεφάλι μου.

ΑΥΤΗ ΜΕ ΤΟ ΟΣΚΑΡ ΚΑΛΥΤΕΡΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ

Μπορεί μια ταινία που έχει κερδίσει το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας να είναι υποτιμημένη και να χρειάζεται υπεράσπιση; Δεν έχουμε τίποτα καλύτερο να κάνουμε;; Η απάντηση είναι πως ναι, μπορεί, και όχι, δεν έχουμε.

Shakespeare in Love (1998)

Ναι. Η ταινία που κέρδισε το Όσκαρ από τη “Διάσωση του Στρατιώτη Ράιαν” και καταδικάστηκε σε μια υστεροφημία πάντα μπλεγμένη με εκείνο το φιλμ και με μια ανάγκη υπεράσπισης της ελαφρότητας και του quirk ως καλλιτεχνικές αξίες. Δεν πειράζει όμως που η ταινία δεν είναι σκληρή και άγρια και ωμή και *υψώνει φρύδι* μια κατάβαση στο έρεβος της ανθρώπινης κόλασης. Κάποιες φορές ακόμα κι οι Σαίξπηρ είναι απατεώνες, ακόμα κι οι Σαίξπηρ χαλαρώνουν, ακόμα κι οι Σαίξπηρ ερωτεύονται. Και επίσης, μου πήρε χρόνια να το αποδεχθώ αλλά το Όσκαρ της Γκουίνεθ Πάλτροου; Μπράβο της και άξιο κιόλας.

Η Γκουίνεθ Πάλτροου κέρδισε Όσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου για το "Shakespeare in Love" του Τζον Μάντεν (1998)

ΜΕΓΑΛΟΙ ΣΚΗΝΟΘΕΤΕΣ, ΥΠΟΤΙΜΗΜΕΝΑ ΕΡΓΑ

Κάποιες φορές μια ταινία ούτε άσχημα τα πάει στα ταμεία, και στην κριτική αρέσει, και στον κόσμο, και βραβεία μπορεί να παίρνει, και γενικώς όλα καλά. Όμως μες στο σύνολο έργου ενός σκηνοθέτη, μπορεί συχνά να μοιάζει σαν αποπαίδι, παρατημένη. Πιθανότατα παρεξηγημένη. Ή απλά, κάπως ξεχασμένη. Εμείς όμως θυμόμαστε.

Carne Trémula (1997)

Ένα φανταστικό ερωτικό δράμα δια χειρός Αλμοδόβαρ με τον Χαβιέ Μπαρδέμ στον πρωταγωνιστικό ρόλο, που ήρθε αμέσως πριν την τεράστια επιτυχία του “Όλα για τη Μητέρα μου” που σημάδεψε ανεξίτηλα την καριέρα του Ισπανού σκηνοθέτη. Η “Σάρκα” ήταν ίσως η πιο ευθέως δραματική ταινία του ως τότε και αναμφίβολα υπήρξε προπομπός μιας σταδιακής υφολογικής στροφής του Πέδρο. Αν γύριζε αυτή την ταινία σήμερα θα ήταν υποψήφια για 6 Όσκαρ.

The Butcher Boy (1997)

Κι ο Νιλ Τζόρνταν περήφανα πάει στην κατηγορία σκηνοθετών παγιδευμένων στα ‘90s, έστω κι αν έχει καταφέρει να κάνει αξιοσημείωτα πραγματάκια και έκτοτε. Τα μεγάλα του χιτ ήταν τότε με αποκορύφωμα φυσικά το “Παιχνίδι των Λυγμών”. Ανάμεσα σε δύο πολύ υψηλού προφίλ ‘90s ταινίες του, το “Μάικλ Κόλινς, ο Επαναστάτης” με τον Λίαμ Νίσον και το αξέχαστο “Τέλος μιας Σχέσης” με Τζούλιαν Μουρ και Ρέιφ Φάινς, ο Τζόρνταν σκηνοθέτησε ένα πολύ χαμηλού βεληνεκούς, θαυμάσια κατάμαυρο φιλμ ενηλικίωσης για την Ιρλανδία των ‘60s. Θυμάμαι να κάνει το ένα sold out μετά το άλλο στις Νύχτες Πρεμιέρας, κι αυτή ήταν η τελευταία φορά που άκουσε κανείς οτιδήποτε για αυτή την εξαιρετική, και την πιο ενδιαφέρουσα ως προς το ύφος, ταινία της φιλμογραφίας του σκηνοθέτη.

Truly, Madly, Deeply (1991)

Όχι απλά μια εντελώς ξεχασμένη τηλεταινία του πολυβραβευμένου Άντονι Μινγκέλα, αλλά ούτε καν το διασημότερο “Truly Madly Deeply” των ‘90s: Αυτό είναι το cheesy κομμάτι των “μόνο τα παιδιά των ‘90s” Savage Garden. Η ταινία όμως είναι υπέροχη, ένα μεταφυσικό ρομάντζο για μια γυναίκα που επανενώνεται με τον αδικοχαμένο εραστή της όταν εκείνος επιστρέφει ως φάντασμα. Στον ρόλο είναι φανταστικός ο Άλαν Ρίκμαν, ενώ ο Μινγκέλα χάρη στην αποδοχή αυτού του τηλε-φιλμ θα ξεκινούσε μια κινηματογραφική καριέρα που πριν το τέλος της δεκαετίας θα είχε φέρει ως καρπούς τον “Άγγλο Ασθενή” και τον “Ταλαντούχο Κύριο Ρίπλεϊ”, δύο από τις διασημότερες ταινίες της δεκαετίας, καταδικάζοντας για πάντα το “Truly, Madly, Deeply” στην αφάνεια.

The Addiction (1995)

Ο Έιμπελ Φεράρα σκηνοθετεί τη Λίλι Τέιλορ σε ασπρόμαυρο σε μια ταινία μετά βίας 80 λεπτών, περισσότερο έδεσμα παρά οτιδήποτε άλλο. Για μια φοιτήτρια φιλοσοφίας που ύστερα από μια ατυχή συνάντηση ένα βράδυ γίνεται βαμπίρ και τώρα έχει μπροστά της όλη την αιωνιότητα για να τεστάρει στην πράξη τις φιλοσοφικές ιδέες και αγωνίες για τις οποίες ως τώρα διάβαζε στη θεωρία. Μια πανέμορφη άσκηση ηθικής και μια από τις πιο ξεχωριστές βαμπιροταινίες των τελευταίων δεκαετιών.

Ronin (1998)

Είχε μπόλικο β’ διαλογής σκουπίδι η τελευταία δεκαετία της καριέρας του σπουδαίου Τζον Φρανκενχάιμερ (η τελευταία του ταινία ήταν το “Reindeer Games” με τον Μπεν Άφλεκ, το ‘96 γύρισε εκείνο το σάπιο ριμέικ της “Νήσου του δρος Μορώ”) κι ενώ μπορεί ποτέ ξανά να μην έφτασε το ύψος των ‘60s αριστουργημάτων του (“Seconds”, “Manchurian Candidate”, “Επτά Ημέρες του Μαϊου”) υπάρχει εκεί προς το τέλος θαμμένο ένα τιμιότατο διαμαντάκι για μισθοφόρους ξεκομμένους από αφεντικά ενάντια σε όλους, με ορεξάτο Ρόμπερτ ΝτεΝίρο να ηγείται ένα εξωφρενικά ‘90s καστ (με Ζαν Ρενώ, Σον Μπιν, Νατάσα ΜακΈλον) και με μερικές από τις ωραιότερες καταδιώξεις του ‘90s action σινεμά.

Huo Zhe (1994)

Μεγάλο καλλιτεχνικό σουξέ στην εποχή του, με την Γκονγκ Λι στο ρόλο γυναίκας που ζει την οικογένειά της στη διάρκεια μιας δύσκολης περιόδου δεκαετιών στην Κίνα από τα ‘40s ως τα ‘70s. Όμως στο πέρασμα των χρόνων συνέβη κάτι περίεργο: Ο σκηνοθέτης Ζανγκ Γιμού πρώτα γύρισε ένα άκρως πετυχημένο δραματικό double feature το ‘99 με τα “Ούτε ένας Λιγότερος” και “Ο Δρόμος για το Σπίτι” κλείνοντας τα ‘90s με έναν μικρό επανακαθορισμό της τεχνοτροπίας του, πριν την μεταβάλλει ριζικά με τον “Ήρωα” και τα “Ιπτάμενα Στιλέτα” λίγα χρόνια αργότερα, εξελισσόμενος σε έναν δημιουργό εικαστικά μεγαλεπίβολων επών, από την τελετή έναρξης της Ολυμπιάδας του Πεκίνου μέχρι την πρόσφατη “Σκιά”. Αυτό αφήνει εκείνες τις πρώιμες συνεργασίες με την Γκονγκ Λι ως μια περίεργη παραδοξότητα, μια σειρά από πετυχημένα και πολυβραβευμένα έργα που μοιάζουν κάπως σαν ορφανά από σκηνοθέτη. Νιώθω πως κανείς πια δεν μιλάει για αυτή την ταινία, και είναι κρίμα.

Crooklyn (1994)

Μέρος μιας άτυπης σειράς ταινιών στα ξεκινήματα της καριέρας του Σπάικ Λι για τη ζωή στην γειτονιά Μπέντφορντ-Στίβεσαντ του Μπρούκλιν, το συγκεκριμένο φιλμ ποτέ δεν προκάλεσε τις αντιδράσεις και τις συζητήσεις αντίστοιχα με το “Do the Right Thing” και επίσης δεν είναι και εξίσου σπουδαία ταινία. Παραμένει όμως ένας τρομερά τρυφερό και προσωπικο πορτρέτο μιας οικογένειας που απλώς προσπαθεί να λειτουργήσει υπό αντίξοες συνθήκες, με τον Λι να μην σταματά να πειραματίζεται με τα χρώματα και τα φορμάτ αφήγησης παρά τους γενικώς χαμηλούς τόνους του όλου εγχειρήματος. Άλφρε Γούνταρντ και Ντέλροϊ Λίντο πάντα σπουδαίοι στους κεντρικούς ρόλους, για ένα φιλμ διαφορετικής ευαισθησίας που το αφήνει, μοιραία, πιο πίσω από άλλα πολύ πιο ευπώλητα έργα του σκηνοθέτη.

Lorenzo’s Oil (1992)

Δεν υπάρχει ταινία της φιλμογραφίας του Τζορτζ Μίλερ που να είναι ακριβώς αυτό που νομίζεις ότι είναι, και ενώ φιλμ σαν το “Fury Road” ή το “Babe: Pin in the City” ή τις “Μάγισσες του Ίστγουικ” έχουν κατακτήσει τη θέση του στο πάνθεον, κάτι σαν το “Lorenzo’s Oil” αντιμετωπίζεται ακόμα με καχυποψία. Το καταλαβαίνω: Μοιάζει στα χαρτιά με κλαφτερό δραματάκι β’ διαλογής, για ένα ζευγάρι γονιών (Σούζαν Σαράντον, Νικ Νόλτε, φανταστικοί κι οι δύο) που αποφασίζουν να λύσουν μόνοι τους ιατρικό μυστήριο της σπάνιας ασθένειας του γιου του όμως ο Μίλερ το μετατρέπει σε έναν εφιαλτικό πίνακα όπου τα πάντα μοιάζουν με οράματα από το τέλος του κόσμου- συνεπές με όλη του την φιλμογραφία. Είναι καρτουνίστικο, είναι συναισθηματικό, αλλά είναι πάνω απ’όλα για την αγωνία και τον εφιάλτη της ίδιας της διαδικασίας μπροστά στο χάος. Από όλες τις υποτιμημένες ταινίες αυτής της λίστας, ετούτη είναι ίσως η πιο απρόσμενη ως καλλιτεχνικό αποτέλεσμα.

Η ΠΙΟ ΥΠΟΤΙΜΗΜΕΝΗ ΤΑΙΝΙΑ ΤΩΝ ’90s

Πώς ξεχωρίζεις την πιο υποτιμημένη ταινία μιας ολόκληρης δεκαετίας όταν τα κριτήρια είναι τόσα πολλά και ακραία υποκειμενικά; Θα έπρεπε να είναι μια ταινία που είχε αντιμετωπιστεί εχθρικά από την κριτική στην εποχή της. Θα έπρεπε να έχει αποτύχει οικτρά στο box office. Θα έπρεπε να αποτελεί παρεξηγημένο στοιχείο στη φιλμογραφία ενός μεγάλου σκηνοθέτη. Θα έπρεπε πιθανώς, να αποτελεί “ξεχασμένο” κεφάλαιο ακόμα και στο όποιο πλαίσιο αναγνωρισιμότητάς της. Θα έπρεπε, τελικά, εκτός από όλα τα προηγούμενα, να αποτελεί και αριστούργημα ώστε να αξίζει μια τέτοια αναγνώριση. Είναι δυνατόν να υπάρχει μια τέτοια ταινία;

Twin Peaks: Fire Walk with Me (1992)

Στην φαινομενικά ήσυχη πόλη του Τουίν Πικς, η νεαρή Λόρα Πάλμερ πρόκειται να συναντήσει μια σκληρή μοίρα καθώς ένας υπερφυσικός δολοφόνος βρίσκεται ανεξέλεγκτος. Σε αυτή την ταινία πρίκουελ μιας εκ των διασημότερων σειρών όλων των εποχών, ο Ντέιβιντ Λιντς γυρνάει πίσω για να αποδομήσει την ίδια του τη σειρά μέσα από ένα παραλήρημα ναρκωτικών, απόγνωσης και σεξουαλικού τρόμου. To φιλμ-τόλμημα θα έρθει αντιμέτωπο με εχθρικές κριτικές και με την αδιαφορία του κοινού, καθώς και με γιούχες στο Φεστιβάλ Καννών όπου προβλήθηκε πρώτη φορά, όμως στο πέρασμα των δεκαετιών βρίσκει τη θέση του ανάμεσα στα μεγάλα έργα του Λιντς. Βοηθάει σίγουρα η απόσταση, γιατί ο Λιντς πάντα δημιουργούσε πράγματα εκτός χρόνου.

Η Χρυσή Εποχή της τηλεόρασης γεννήθηκε και μεγαλούργησε πάνω σε ένα λόφο από ενοχές, σε εγκληματικά μυστικά πάνω στα οποία αντιήρωες έχτισαν εθιστικές αφηγήσεις για να γουστάρουμε όλοι μαζί παρέα, θεατές και αφηγητές. Αλλά πότε τόλμησε κανείς να γυρίσει πίσω στο σημείο μηδέν για να μας δείξει την ιστορία από την ανάποδη; Ποιος θα είχε τα κότσια και την τρέλα για μια τέτοια αφηγηματική αυτοκτονία;

Στο ‘Fire Walk With Me’ ο Λιντς ανταλλάζει τα quirks με πόνο και απόγνωση, ο Άντζελο Μπανταλαμέντι ανταλλάζει τα γουστόζικα finger snaps με ένα score από την κόλαση, οι στυλιζαρισμένες αποχρώσεις δίνουν τη θέση τους σε οράματα τρόμου και υστερίας. Στην καρδιά όλων η ιστορία μιας κοπέλας-θύμα, επιτέλους μέσα από τα δικά της μάτια, μια επίπονη διαδρομή προς έναν αναπόφευκτο εφιάλτη που διανύουμε όλοι μαζί.