ALPHA
ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ

Πώς ο Σασμός κέρδισε τη φετινή τηλεοπτική σεζόν

Η δραματική σειρά βεντέτας και έρωτα του Alpha σαρώνει και σε τηλεθέαση και, το πιο σημαντικό, στις πραγματικές προτιμήσεις του κοινού.

Κάθε φορά που ξεκινάει μια τηλεοπτική σεζόν, αυτό που κάνω είναι να «λουφάζω», να περιμένω, να κρυφακούω και να αφουγκράζομαι. Συγκεκριμένα περιμένω να δω ποια είναι εκείνη η σειρά που θα τρέξει με ενθουσιασμό να δει η γυναίκα μου με το που βρει λίγο χρόνο από το πολύωρο διάβασμα της κόρης μας (πέρυσι, ήταν η Αγγελική).

Εκείνη που προτείνει με ενθουσιασμό η μια 30-40άρα μάνα στην άλλη καθώς περιμένουμε να πάρουμε τα παιδιά μας κάθε μεσημέρι έξω από την πόρτα του σχολείου στον Άλιμο.

Εκείνη το όνομα της οποίας μπερδεύει συνήθως η 75άρα μάνα μου, που μαζεύει τις υπόλοιπες μαυροντυμένες χήρες με περμανάντ από την πολυκατοικία της στην Καλλιθέα για να τη δουν και να τη σχολιάσουν μαζί.

Και, τέλος, εκείνη που κάποια στιγμή, στο άσχετο, θα με ρωτήσει η κόρη μου περί τίνος πρόκειται επειδή άκουσε να μιλάνε για αυτή στο σχολείο οι φίλες της (φέτος είναι το Squid Game του Netflix).

Ένα ανεπίσημο γκάλοπ κοινής γνώμης, που δεν έχει απαραίτητα σχέση με τα νούμερα τηλεθέασης, το οποίο μου έχει αποδείξει ότι είναι σχεδόν αλάνθαστο. Και το οποίο, οφείλω να επισημάνω, ότι δεν έχει απαραίτητα σχέση ούτε με τις προσωπικές μου προτιμήσεις.

Σκέψου ότι, ξεκινώντας η σεζόν και έχοντας πάρει μια τζούρα από όλες τις πρωτοκλασάτες ελληνικές σειρές, πιο τολμηρό, κινηματογραφικό και διαφορετικό μου φάνηκε το Κομάντα και Δράκοι του Mega (το δικό μας Stranger Things), πιο νοσταλγική, ατμοσφαιρική και εθιστική η δεύτερη σεζόν του Τα καλύτερά μας χρόνια της ΕΡΤ (το οποίο δεν μπορώ να σταματήσω/ χορταίνω να το βλέπω) και πιο εμπνευσμένο όσον αφορά το casting το Γη της Ελιάς του Mega. Με τον συνδυασμό Γκερέκου και Κονιόρδου να αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση και αξεπέραστη κίνηση-ματ.

Για τον Σασμό, κάτι που στο μυαλό μου ήταν αρχικά κάτι σαν το προσωπικό project της οικογένειας Τζομπανάκη (ένεκα της συνύπαρξης της Μαρίας με τον γιο της, Ορφέα Αυγουστίδη), δεν είχα αμφιβολία ότι θα τα πάει καλά. Άλλωστε πως θα μπορούσε να μην πάει καλά μια σειρά σχετικά με το πως ο έρωτας μπορεί (;) να νικήσει την Κρητική βεντέτα. Αλλά δε φανταζόμουν ότι θα τα πάει τόσο καλά.

Ότι δηλαδή, 25 επεισόδια μετά, θα έχει εξελιχθεί στην εμβληματική σειρά μυθοπλασίας της σεζόν. Εκείνη που κοντράρει στα ίσα (για την ακρίβεια ξεπερνάει σταθερά) όποιο reality ή talent show (με μοντέλα, με μάγειρες, με τραγουδιστές, με γυναίκες που ψάχνουν να βρουν τον έρωτα) βρεθεί μπροστά του.

Για να είμαι εντελώς ειλικρινής εμένα μου αρκεί που φέτος η μυθοπλασία έχει βρει πάλι ένα παλιό, καλό εαυτό που ενδεχομένως ποτέ πριν να είχε.  Αν και κρατάω μια πισινή για το τι θα γίνει όταν εμφανιστεί ξανά στις οθόνες μας το Survivor, ο πρωταθλητής στη δική του κατηγορία.

Μου είναι δηλαδή σχετικά αδιάφορο αν είναι ο Σασμός, η Ελιά, οι Άγριες Μέλισσες ή οτιδήποτε άλλο στην πρώτη θέση. Αρκεί να ΜΗΝ είναι reality ή talent show.  Αρκεί να ξέρω ότι γίνονται και σχεδιάζονται ταυτόχρονα καλές, ποιοτικές, Έτερος Εγώ επιπέδου δουλειές. Περιμένοντας με χαρά να δω, όπως όλοι μας φαντάζομαι, ποια θα είναι εκείνη η ελληνική σειρά που θα μπορέσει να κάνει το step up και να μπει στο ρόστερ του Netflix.

Έχοντας πει αυτό οφείλω να παραδεχθώ ότι ο Σασμός (βλέπε το «φίλιωμα», τo «φτιάξιμο», το «σιάξιμο», το άτυπο εθιμοτυπικό τελετουργικό για το τέλος μιας βεντέτας) είναι άκρως καλοφτιαγμένος και συναρπαστικός.

Ξεκινώντας από τις εξαιρετικές ερμηνείες της -δεσποτικής καπετάνισσας- Μαρίας Τζομπανάκη που μας κάνει να συνειδητοποιούμε το εύρος της και το πόσο μας έλειψε, του -ερωτοχτυπημένου- Ορφέα Αυγουστίδη και της -δικής του Ιουλιέτας- Χριστίνας Χειλά-Φαμέλη.

Και συνεχίζοντας με τις σταθερές αξίες που αποτελούν ο Δημήτρης Λάλος, ο Τάσος Νούσιας και ο -αστυνομικός διευθυντής εδώ- Δημήτρης Ήμελλος.

Με ειδική μνεία στις παλιές μας γνώριμες (Μαριλίτα Λαμπροπούλου) και τις νέες αγαπημένες μας (Ευγενία Σαμαρά και Δανάη Παππά) που έρχονται και προσθέτουν λίγο παραπάνω λάμψη και φωτογένεια στο project.

Μια -βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα- διαχρονική ιστορία για έναν ατέρμονο κύκλο αίματος ανάμεσα σε δυο οικογένειες στα ορεινά χωριά του Ρεθύμνου. Με τη μνήμη των νεκρών που ζητά εκδίκηση να έρχεται σε σύγκρουση με το πάθος των τωρινών που θέλουν απλώς την ευκαιρία να ζήσουν τη δική τους ζωής.

Μια υπερπαραγωγή με γυρίσματα στα πιο ωραία σημεία της Κρήτης, προσεγμένη παραγωγή (βλέπε πως τα κουστούμια έρχονται και κουμπώνουν μια χαρά σε κάθε χαρακτήρα ή πως οι προφορές ακούγονται αυθεντικές) και προσεγμένο casting που μοιάζει να έγινε με αποκλειστικό γνώμονα ποιος ταιριάζει καλύτερα στο χαρακτήρα και όχι ποιος έχει το μεγαλύτερο όνομα ή τις καλύτερες διασυνδέσεις. Κάτι που μόνο δεδομένο δεν το λες.

Τι μένει για το τέλος; Ένα customized εύγε στον Ορφέα Αυγουστίδη, που πραγματικά δεν τον θυμάμαι ποτέ πριν να έχει υπάρξει τόσο μεστός, λιτός και οργανικός. Και μια ευχή η σειρά να μην ξεχειλώσει. Γιατί την επιτυχία όλη τη διεκδικούν, αλλά το βάρος της ελάχιστοι το αντέχουν.