ΒΙΒΛΙΟ

Τα (100000) τάπερ του παππού μου

Μία συντάκτρια ευγνωμονεί τον άνθρωπο που δεν την έχει αφήσει ποτέ νηστική (#διπλης).

Σου έχει τύχει ποτέ να είσαι τόσο ευγνώμων σε έναν άνθρωπο που να μην ξέρεις πώς να του το δείξεις; Να ψάχνεις αλλά να αδυνατείς να βρεις τον τρόπο να του εξηγήσεις πόσο σημαντικός είναι για σένα. Και κυρίως, πόσο τυχερός νιώθεις που υπάρχει στη ζωή σου;

Ώρες ώρες όταν σκέφτομαι τον παππού μου, φοβάμαι ακόμα και σε εμένα την ίδια να παραδεχτώ την τύχη μου. Την υπέρμετρη τύχη του να τον έχω στην οικογένειά μου. Την  καθημερινότητά μου. Την ζωή μου. Φοβάμαι σαν το παιδάκι με το δεμένο μπαλόνι στο δεξί του χέρι. Που προτιμά να κατουρηθεί πάνω του παρά να λύσει για λίγο το κορδελάκι του και να πάει τουαλέτα. Και αν φύγει; Και χαθεί; Πώς θα το πιάσουμε από τον ορίζοντα;

Όχι όχι ούτε να το σκέφομαι δεν θέλω. Γιατί μπορεί ένα μπαλόνι να μπορείς να το ξαναγοράσεις. Έναν παππού σαν τον δικό μου όμως, αποκλείεται. Γιατί είναι αναντικατάστατος. Γιατί είναι ανεκτίμητος. 

Και ενώ γράφω, ψάχνοντας ακόμη τον τρόπο να μετουσιώσω σε λέξεις τα παραπάνω και χίλια ακόμα συναισθήματα που νιώθω γι αυτόν τον άνθρωπο, στο -γεμάτο ταραχή- μυαλό μου ήρθε το Up. Μία παραλλαγή του, τέλος πάντων.

Την οθόνη του υπολογιστή μου προσπερνά μία αιωρούμενη από μπαλόνια κουζίνα. Όσο πιο ψηλά ανεβαίνει τόσο πιο ξεκάθαρα φαίνεται ο γκριζομάλλης ψηλόλιγνος κύριος που βρίσκεται στο εσωτερικό της. Βρίσκεται ακριβώς μπροστά από το στρογγυλό ξυλινο τραπέζι της και ανοίγει φύλλο -με μία επιφύλαξη αυτό το τελευταίο, μιας και τα σκαμπανεβάσματα μου χαλάνε λίγο την εικόνα.

(Το σπανάκι μου σπασε τη μύτη οπότε ναι, φύλλο ανοίγει)

Μετά τις πρώτες 100 μέρες, και τα πρώτα 100 όχι μου στην ερώτηση «Έρρικα, θα παραγγείλεις;» τα παιδιά εδώ στη δουλειά πληροφορήθηκαν την ύπαρξη του παππού μου. Τον έμαθαν ως τον άνθρωπο που δεν με αφήνει ποτέ να φύγω από το σπίτι χωρίς ταπεράκι (πώς είναι οι μαμάδες με τις ζακέτες, ε κάτι αντίστοιχο σκέψου και είσαι μέσα). Και μπήκαν και αυτοί, στο γκρουπ των ανθρώπων που θεωρούν τον παππού μου ήρωα. Μεταξύ μας, και εγώ σε αυτό το γκρουπ ανήκω. Αφού είμαι η πρώτη που παραδέχεται ότι δεν είμαι και ο πιο εύκολος άνθρωπος στον κόσμο.

Σχεδόν γελάω μόνη μου (ακόμη και τώρα που το γράφω) κάθε -μα κάθε- βράδυ που μπαίνω σπίτι του και πριν καν προλάβω να τον ρωτήσω τι κάνει, με προλαβαίνει ρωτώντας με απελπισμένα: «Τι φαΐ να σου φτιάξω αύριο». Πάντοτε γκρινιάζει ότι δεν ξέρει τι να μαγειρέψει και πάντοτε βρίσκει το καλύτερο. Και σημειωτέον, ο παππούς μου παρότι αποκαλεί εαυτόν ως τον «προσωπικό μου σεφ», δεν μαγειρεύει μόνο για μένα. Μαγειρεύει για εκείνον και τη γιαγιά μου (ένας όροφος). Για την οικογένεια του θείου μου (δεύτερος όροφος). Για τη δική μου οικογένεια (τρίτος όροφος). Η διαφορά είναι ότι για εμένα όχι να το παινευτώ, αλλά φτιάχνει ειδικό πιάτο.

 

Και επειδή σε ακούω να το κρυφοκουτσομπολεύεις,  θα το γράψω να σε βγάλω από τη δύσκολη θέση: Ναι, με έχει φοβερά καλο(κακο)μαθημένη.

Παρ’ ολίγον να το ξεχάσω: Ο παππούς μου δεν είναι επαγγελματίας σεφ. Λογιστής είναι. Απλώς έχει υπάρξει τόσο δραστήριος στη ζωή του που καμία σύνταξη και κανένα γήρας δεν θα μπορούσαν να τον μετατρέψουν στον τύπο που «λιώνει» μπροστά από την τηλεόραση περιμένοντας την Κυριακή που θα δει τα εγγόνια του.

Και τηλεόραση βλέπει. Μάλιστα κάποτε έβλεπε σχεδόν φανατικά εκπομπές μαγειρικής και όλοι τον κοροϊδεύαμε φωνάζοντάς τον Μαμαλάκη, ωστόσο τώρα τελευταία που ανακαλύψαμε τη συνδρομητική, άλλαξε προτιμήσεις. Και αντί να φτιάξει κάτι από την Πολίτικη Κουζίνα αρκείται στο να την δει.

Και τα εγγόνια του τα βλέπει (και με το παραπάνω). Τα πηγαινοφέρνει στα σχολεία, τα φροντιστήρια, τα καράτε και τα μπάσκετ τους. Ενίοτε τα διαβάζει κιόλας.

Παράλληλα όμως, κάνει άλλα 800 πράγματα. Κάπου εδώ στριμώχνω ένα: «Γι αυτό τον θαυμάζω γιατί δεν τα παρατάει ούτε επαναπαύεται» και συνεχίζω το πρόγραμμά μου γιατί όπως κατάλαβες οι εκφράσεις συναισθημάτων δεν είναι και το φόρτε μου.

Ας επιστρέψουμε όμως στο ταπεράκι που έκανε τόσο διάσημο τον παππού μου στο γραφείο. Ή μάλλον, στο ταπεράκι που τον καθιστά όλα αυτά τα χρόνια αναπόσπαστο κομμάτι της ευτυχίας μου. Σε εκείνο δηλαδή το ταπεράκι που πέρα από σαλάτα, ρύζι, πατατούλες, μπιφτέκι, γεμιστά, σταματάω-γιατί-πείνασα-κοτόπουλο, έχει και ενδιαφέρον. Όλα αυτά τα χρόνια, ο παππούς μου είναι για μένα η ζωντανή απόδειξη ότι κάποιος νοιάζεται για μένα. Καθημερινά. Του αρκεί να με φροντίζει και να με βλέπει χαρούμενη.

Φυσικά γνωρίζω ότι έχεις και εσύ έναν τέτοιο άνθρωπο στα πέριξ της ζωής σου. Δεν νιώθω μοναδική στο είδος. Ωστόσο, όταν ανοίγω το ταπεράκι με τη σπανακόπιτα, δεν μπορώ να σου κρυφτώ: Νιώθω ένα τσικ σημαντική. Σαν να έχω στο δεξί μου χέρι δεμένο ένα μπαλόνι.