FAST AND FURIOUS

Τα ‘Fast Five’: 11 άψογες franchise ταινίες των 2000s

Το εμπορικό σινεμά πλέον αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από franchise σειρές ταινιών. Αυτό δεν τους απαγορεύει να είναι σπουδαίες.

Αναρωτιέμαι καμιά φορά, πώς θα ήταν αν ο Χίτσκοκ ή ο Τζον Φορντ ή άλλοι σκηνοθέτες αυτού του βεληνεκούς είχαν γεννηθεί σήμερα. Σίγουρα το ταλέντο και το όραμα δεν χάνονται, όμως σε ένα Χόλιγουντ που πλέον, από τις αρχές των 2000s και μετά λειτουργεί σχεδόν αποκλειστικά με όρους ανακύκλωσης ιδεών, ένας δημιουργός θα πρέπει να λειτουργήσει εντός αυτούς του συστήματος. Έστω σε κάποιο βαθμό.

Ο Χίτσκοκ δεν χρειάστηκε ποτέ να γυρίσει το “Saw 3” και ο Φορντ δεν χρειάστηκε ποτέ να αναλάβει το “Fast & Furious 4”, όμως σκέψου πόσοι σημερινοί από τους αναγνωρισμένους ως μεγάλους σκηνοθέτες της εποχής έχουν χρειαστεί να το κάνουν. Ο Φίντσερ ξεκίνησε με το “Alien 3” και έφτασε να ζυγίζει προσφορές για να γυρίσει το “Mission: Impossible 3” σε ένα κενό 5 χρόνων από τη σκηνοθεσία. Αργότερα, εν μέσω της Οσκαρικής περιόδου της καριέρας του, ανέλαβε παραγγελιά. Στο μεταξύ ο Κρίστοφερ Νόλαν γύριζε ολόκληρη υπερηρωική τριλογία. Και οι δύο τελευταίοι βραβευμένοι με Όσκαρ Σκηνοθεσίας έχουν γυρίσει νωρίτερα στις καριέρες τους ο ένας ταινία Χάρι Πότερ κι ο άλλος υπερηρωική μεταφορά της Marvel.

Δεν σημαίνει καλά και ντε πως ένας σημερινός σκηνοθέτης είναι αναγκασμένος να παίξει με franchise όρους, αλλά γίνεται ομολογουμένως όλο και πιο δύσκολο. Ίσως οι auteurs που βγάζουν όλη την καριέρα τους αποκλειστικά με δικές τους original δημιουργίες, να έχουν το προσδόκιμο ζωής του φιλμ: Όταν σταματήσει να γυρίζει ταινίες ο Ταραντίνο, θα είναι παρελθόν.

Ή μπορεί και όχι, αλλά το γεγονός παραμένει: Το εμπορικό σινεμά αποτελείται πλέον αποκλειστικά από franchise, από ριμέικ, από reboot, από σίκουελ, από πρίκουελ, από διασκευές θεματικών πάρκων, παιδικών παιχνιδιών, υπερηρώων και τελοσπάντων ό,τι άλλο αναγνωρίζει ήδη ως brand name ο οποιοσδήποτε κουστουμαρισμένος διευθύνων σύμβουλος του κάθε μεγάλου στούντιο. Όλο και περισσότερο, μοιάζει αδύνατο να ξεφύγεις.

Άρα; Όλο και περισσότερο, μέσα από αυτό ακριβώς το σύστημα, θα βγαίνουν αληθινά καλές ταινίες. Κάποτε θα έμοιαζε αδιανόητο πως μια από τις (αληθινά, ειλικρινά) καλύτερες ταινίες μιας κινηματογραφικής χρονιάς θα μπορούσε να είναι το σίκουελ ενός reboot μιας παμπάλαιας σειράς sci-fi διασκευών ενός ακόμα παλαιότερου βιβλίου(!), όμως κάποτε θα έμοιαζε αδιανόητο πως το Χολιγουντιανό τοπίο θα έφτανε να μοιάζει έτσι:

Σειρές ταινιών, και διασκευές, και σίκουελ, πάντα υπήρχαν, μα ποτέ δε μονοπωλούσαν τη συζήτηση και το δημιουργικό πεδίο κατά αυτό τον απόλυτο, ασφυκτικό τρόπο. Άρα κάποιες φορές, είναι φυσικό επόμενο πως θα συμβεί αυτό: Πως ένα στούντιο θα σχεδιάσει μια ταινία ή μια σειρά ταινιών και θα σηκώσει το τηλέφωνο και θα πει “γεια, Φίλε Σκηνοθέτη, θες να γυρίσει το τρίτο σίκουελ μιας σειράς με αυτοκίνητα που κυνηγιούνται μεταξύ τους;” ή “γεια, Φίλοι Σκηνοθέτες, θέλετε να γυρίσετε μια ταινία που να προμοτάρει τα τουβλάκια Lego;” και καμιά φορά οι Φίλοι Σκηνοθέτες θα πουν ναι, αλλά αντί απλώς να εξαργυρώσουν μια επιταγή κάνοντας τη δουλίτσα τους, θα γυρίσουν μια ταινιάρα που, ειλικρινά, δεν είχε δικαίωμα να είναι ταινιάρα.

Αυτή είναι μια λίστα τέτοιων, μετά-2000s ταινιών.

(Η λογική είναι να υμνηθούν δημιουργοί που προσελήφθησαν για κάτι που, κατά βάση, ήδη υπήρχε και πριν από εκείνους. Τριλογίες όπως “Lord of the Rings” του Πίτερ Τζάκσον, “Ocean’s Eleven” του Στίβεν Σόντερμπεργκ, Dark Knight του Κρίστοφερ Νόλαν, “Spider-man” του Σαμ Ρέιμι δεν συμπεριλήφθηκαν για παραλλαγές αυτού του λόγου: Αποτελούν οράματα ενός δημιουργού τη φορά, ο οποίος υπήρχε εκεί εξαρχής από την πρώτη ταινία, συχνά ύστερα από μεγάλη δίψα να αναλάβει το πρότζεκτ, και όχι ανάθεση τύπου “ποιον έχουμε εύκαιρο στην ατζέντα για να αναλάβει το τάδε σίκουελ”.)

Fast Five

Όποτε προσπαθώ να περιγράψω όλη αυτή την παραπάνω συλλογιστική, το “Fast Five” χρησιμοποιώ ως παράδειγμα. Ο σκηνοθέτης Τζάστιν Λιν (προηγουμένως σκηνοθέτης του “Community”, εν συνεχεία του επερχόμενου 2ου “True Detective”) δεν ήταν καινούριος για το franchise σε αυτό το σημείο, καθώς αυτή θα ήταν η 3η του ταινία υπό τον τίτλο “Fast & Furious”. (Θα γύριζε άλλη μία πριν παραδώσει τα ηνία στον Τζέιμς Γουάν.) Είναι όμως η μακράν καλύτερη, και για την ακρίβεια μια από τις καλύτερες περιπέτειες των 2000s. Η απλή δομή που κατ’ουσίαν επαναλαμβανόταν σε όλα τα φιλμ της σειράς εξελίσσεται σε κάτι που θυμίζει περισσότερο υπερ-heist movie, με το crew του Τορέτο να αναλαμβάνει να φέρει εις πέρας μια απίθανη ληστεία και ο βασικός του ανταγωνιστής να είναι ένας Rock που κάθε του σκηνή στην ταινία μυρίζει μπαρούτι, ανά πάσα στιγμή είναι έτοιμος να εκραγεί. Η απίστευτη 3η πράξη ανεβάζει τα πάντα στο 11 (θέλουμε καταδίωξη στην κορύφωση της ταινίας; ΟΚ εντάξει, αλλά θα σέρνουν ένα χρηματοκιβώτιο) και δεν υπάρχει στιγμή που το έργο δεν είναι ένας τέρμα-γκάζια απολαυστικός συνδυασμός αδρεναλίνης και τεστοστερόνης. Μπορεί να είναι το 5ο φιλμ μιας σειράς που πλέον δεν έμοιαζε σχεδόν καθόλου με την αρχική της εκδοχή, όμως αν το δεις εντελώς μόνο του είναι πολύ απλά μια τρομερή περιπέτεια που ντουμπλάρει κι ως ένα από τα κορυφαία heist movies που έχουμε δει εδώ και πολλά χρόνια.

Σχετικά: Review, “Fast Five”

Skyfall

Ο πατέρας των σημερινών franchise, που στα 50 του κατάφερε να μοιάζει πιο ανζωογονημένος από ποτέ. Ο λόγος ήταν η πρόσληψη του Σαμ Μέντεζ για τη σκηνοθεσία και, ίσως ακόμα σημαντικότερα, του Ρότζερ Ντίκινς ως διευθυντή φωτογραφίας. Το αποτέλεσμα ήταν μια περιπέτεια που ένωνε το παρόν του ήρωα με την ιστορία του, που ήξερε πότε να κοιτάξει κάτι με σεβασμό και πότε να εισάγει νεωτερισμούς, σε μια ιστορία για το ίδιο το βάρος του παρελθόντος. Είναι μια ταινία που εκ των πραγμάτων απαιτεί context για να λειτουργήσει στην εντέλεια, όμως το σκοτάδι και η μαεστρία στην αφήγηση και στην απεικόνιση της δράσης, το κάνουν ανεκτίμητο σχεδόν ανεξαρτήτως. Ο Μέντεζ μπορεί να έχει γυρίσει το “American Beauty” αλλά το καλύτερο φιλμ της καριέρας του είναι πλέον το 23ο Μποντ. Και θα επιστρέψει και για τη συνέχεια, ύστερα από τον καλλιτεχνικό θρίαμβο αυτής της ταινίας.

Σχετικά: Είναι το “Skyfall” το καλύτερο Μποντ όλων των εποχών;

The Hunger Games: Catching Fire

Σε αντίθεση με τους περισσότερους σκηνοθέτες αυτής της λίστας ο Φράνσις Λώρενς δεν είναι και κανάς καλά κρυμμένος auteur ή καμιά μεγάλη ελπίδα του εμπορικού σινεμά, όμως το γεγονός παραμένει πως γύρισε μια περιπέτεια με στυλ και ταυτότητα, τη μοναδική ίσως αυθεντική ματιά στο δυστοπικό μέλλον όλων των ΥΑ διασκευών που φαντάζει αυθεντική και απειλητική. Ακόμα εντυπωσιακότερα, το έκανε διασκευάζοντας το ξεκάθαρα πιο αδύναμο βιβλίο της τριλογίας. Αναμένουμε με ενδιαφέρον το κλείσιμο.

Σχετικά: Οδηγός επιβίωσης δυστοπικών young adult διασκευών

The Bourne Supremacy

Σαν τον Λιν με τα “F&F” αλλά νωρίτερα, ο Γκρίνγκρας ανέλαβε να σκηνοθετήσει ένα περιπετειώδες franchise όχι από την αρχή αλλά στην πορεία του, επανεκαθορίζοντας τόσο έντονα το οπτικό του στυλ που πλέον θεωρείται δικό του. Η πρώτη ταινία, για τον αμνησιακό πράκτορα Τζέισον Μπορν που προσπαθεί να ανακαλύψει τι του συνέβη και να βρει/καταδιώξει/δείρει/σκοτώσει όσους του έκαναν αυτό που του έκαναν, ήταν μια καλή κατασκοπική περιπέτεια του Νταγκ Λίμαν, όμως ο τρόπος που ο Πολ Γκρίνγκρας (βραβευμένος με Χρυσή Άρκτο στο Φεστιβάλ Βερολίνου για το επιδραστικό “Bloody Sunday” και μετέπειτα υποψήφιος για Όσκαρ Σκηνοθεσίας με το συνταρακτικό “United 93”) εισήγαγε στην στάνταρ κατασκοπική περιπέτεια την αίσθηση ντοκιμαντερίστικης αμεσότητας, ουσιαστικά άλλαξε το είδος. Ίσως η σημαντικότερη στουντιακή περιπέτεια των ‘00s.

Σχετικά: Οι πιο αγωνιώδεις σκηνές που έχει γυρίσει ο Πολ Γκρίνγκρας

Harry Potter and the Prisoner of Azkaban

Οι δύο πρώτες ταινίες Χάρι Πότερ ήταν ικανή, συμπαθής οικογενειακή διασκέδαση μέσα από τον φακό του Κρις Κολόμπους, αλλά ήταν η αναπάντεχη κίνηση της πρόσληψης του Αλφόνσο Κουαρόν για την τρίτη ταινία που άλλαξε τη μοίρα της σειράς (και του σκηνοθέτη, πιθανώς). Το “Prisoner of Azkaban” έτσι κι αλλιώς αντλεί από ένα βιβλίο πυκνό σε χαρακτήρες, ιστορία και συναίσθημα, αλλά είναι το λεπτό άγγιγμα του Κουαρόν που το απογειώνει. Παραμένει απόλυτα πιστός στην ιστορία όμως της δίνει κινηματογραφικό παλμό, ζεστασιά και χαρακτήρα που επί Κολόμπους απουσίαζε, ανεβάζοντας έτσι το franchise από το επαγγελματικότερο cosplay όλων των εποχών σε μια σειρά που ως το τέλος της διαδρομής της, έφτασε να είναι πολύ καλύτερη, κινηματογραφικά, από όσο είχε ανάγκη να είναι. Όσο για τον ίδιο τον Κουαρόν, θα εξαργύρωνε αυτό το καλλιτεχνικά και εμπορικά πετυχημένο φλερτ του με το mainstream για να γυρίσει το επικό “Children of Men” (που του ενίσχυσε το καλλιτεχνικό του credibility εις το άπειρο), και στη συνέχεια να πάρει όσο χρόνο του χρειαζόταν ώστε να τελειοποιήσει το όραμά του για το “Gravity”, που του χάρισε επιτέλους και Όσκαρ Σκηνοθεσίας.

Σχετικά: Η αψεγάδιαστη καριέρα του Αλφόνσο Κουαρόν

The Avengers

Μιλώντας για ταινίες που άλλαξαν τα πάντα, να το “Avengers”. Το οποίο ήρθε ως κορύφωση των πρώτων χρόνων χαλαρού σχεδιασμού ενός ενιαίου σύμπαντος ταινιών από τους ανθρώπους της Marvel, οι οποίοι όταν είδαν πως το πράγμα είχε αρχίσει να ρολάρει, πήραν τηλέφωνο τον Τζος Γουήντον (της “Buffy” και των “Astonishing X-Men”) και του έδωσαν υπερήρωες, του έδωσαν όλους τους υπερήρωες, και του είπαν “τερμάτισέ το” κι εκείνος έφτιαξε δύο ώρες τόσο αμόλυντου υπερηρωικού fun, όμοιο του οποίου είναι απλά αδύνατον να μπορέσουμε να δούμε ποτέ ξανά στο σινεμά για μια πλειάδα λόγων. Το 40λεπτο αδιάκοπης δράσης στη Νέα Υόρκη, που περιλαμβάνει κι εκείνο το συνεχές πλάνο που πηρά από ήρωα σε ήρωα, είναι ο λόγος που υπήρξαν ποτέ υπερήρωες στη μεγάλη οθόνη. Έχει βγάλει κι άλλες καλές ταινίες η Marvel, ειδικά στη 2η φάση, και σίγουρα και το “Avengers: Age of Ultron” θα είναι αποστομωτικό, όμως το “Avengers”, έτσι όπως εμφανίστηκε, ήταν απλά κάτι άλλο.

Σχετικά: Αφιέρωμα στο “Avengers”

Mission: Impossible 3

Υπήρχε ο καιρός που αν έπρεπε να βάλω μια ταινία του Έιμπραμς σε αυτή τη λίστα θα ήταν το “Star Trek”, αλλά είναι εν τέλει τόσο προφανές πως το χρησιμοποίησε ως οντισιόν για το “Star Wars” που είναι κάπως ενοχλητικό, και αντιβαίνει στη λογική του άρθρου. (Παραμένει πολύ καλή ταινία, αλλά για κάποια άλλη λίστα.) Αντιθέτως, το “Mission: Impossible 3”, που ήταν και το ντεμπούτο του Τζέι Τζέι στη μεγάλη οθόνη, αποκάλυψε στον κόσμο πόσο μεγάλη αγάπη έτρεφε για τα βασικά μοτίβα της κλασικής σειράς. Πολύ απλά, ο Έιμπραμς ανέλαβε ένα franchise δίχως την παραμικρή συνέπεια ή χαρακτήρα (όποιες κι αν είναι οι απόψεις του καθενός για τις δύο πρώτες ταινίες, το βέβαιο είναι πως ούτε μεταξύ τους έχουν στυλιστική συνάφεια, ούτε με “Mission: Impossible” μοιάζουν) και το έκανε να θυμίζει αυτό του οποίου το όνομα φέρει. Ο Ήθαν Χαντ για πρώτη φορά είχε ομάδα, ο κακός για πρώτη φορά ήταν τρομακτικός (Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν και δεν είμαι καλά), και τα εφετζίδικα γκατζετάκια για πρώτη φορά είχαν τόσο διαρκή και εφευρετική παρουσία. Η φήμη της ταινίας θα είναι διαχρονικά πληγωμένη χάρη στα τότε προβλήματα του Τομ Κρουζ που χοροπήδαγε σε καναπέδες στην Όπρα, αλλά αυτό ουδεμία σχέση (πρέπει να) έχει με την ίδια την ταινία, η οποία είναι το καλύτερο επεισόδιο στην ιστορία των “Επικίνδυνων Αποστολών”, κι αυτό το λέω ως απόλυτο κοπλιμέντο.

Σχετικά: Η πρώτη συνάντηση με τον Τζέι Τζέι Έιμπραμς

Universal Soldier: Day of Reckoning

Έχω υπάρξει στο παρελθόν αναλυτικότατος ως προς το γιατί λατρεύω αυτό το βιντεοσίκουελ. Ο Τζον Χάιαμς στη δεύτερή του απόπειρα στο σύμπαν των UniSol, κάνει κάτι που περισσότερο ως υπερ-σινεφιλική άσκηση ύφους μπορεί να εκληφθεί παρά ως 5ο σίκουελ ενός ξεπερασμένου franchise. Απλά μαγεία. Τον πήραν για να γυρίσει ένα DTV σίκουελ, κι έφτιαξε αυτό. Αυτοί οι άνθρωποι κάνουν τον κόσμο πιο ενδιαφέροντα.

Σχετικά: Ξενύχτησα βλέποντας τον 6ο Παγκόσμιο Στρατιώτη

X2: X-Men United

Εδώ ακροβατούμε στα όρια των κανόνων που θέσαμε για τη λίστα, αλλά αξίζει το ρίσκο. Γιατί μπορεί, σε αντίθεση με όλες τις προηγούμενες περιπτώσεις, ο Μπράιαν Σίνγκερ να μην ήρθε στην πορεία και να ήταν εκεί από την πρώτη ταινία του franchise, όμως κατά δήλωσή του, δεν έτρεφε την παραμικρή αγάπη ή εκτίμηση για το είδος. Θεωρούσε πως οι υπερήρωες ήταν κάτι κατώτερο από αυτόν ως σκηνοθέτη- τι ειρωνία λοιπόν που χάρη στην δική του πρώτη ταινία, το υπερηρωικό genre έφτασε σήμερα εκεί που είναι. Ωστόσο, γνωστά πράγματα αυτά, είναι η 2η της σειράς που παραμένει το golden standard του τι σημαίνει X-Men στη μεγάλη οθόνη. Σήμερα ο Σίνγκερ είναι πια ο πατέρας των μεταλλαγμένων, έχοντας επιστρέψει στο franchise για να το πάρει ξανά υπό την καθοδήγησή του. Κάποτε δεν ήθελε να τους ξέρει, όμως προσέγγισε το υλικό με τέτοιο τρόπο που έφτασε να αποτελεί συνώνυμό του.

Σχετικά: Οι ταινίες X-Men στη σειρά

The Lego Movie

Κι εδώ ψιλοκλέβουμε γιατί το “Lego Movie” δεν είναι σίκουελ, είναι πρώτη ταινία σε υποψήφιο franchise, αλλά συγχωρήστε με γιατί είναι μια ταινία για τα τουβλάκια Lego. Είναι όπως εκείνη η ελληνική ταινία της Lacta που είχε βγει πέρσι, πώς το λένε, συνέβη επειδή κάποιος αναρωτήθηκε πώς αλλιώς μπορεί να προμοταριστεί ένα προϊόν και κάποιος άλλος είπε “χέι, ας κάνουμε μια ταινία!” Αυτό δεν είναι βάση στην οποία χτίζεται η σπουδαία τέχνη, και δε λέω πως το “Lego Movie” είναι σπουδαία τέχνη, μα είναι αρκετά. Ακριβώς επειδή κάποιος το σκέφτηκε ως μεγάλης διάρκειας διαφημιστικό, με μπόνους δυνατότητα ατελείωτου franchise (ναι, ήδη έχουν ανακοινωθεί 3 ταινία- ένα σίκουελ και δύο spin-off), και οι σκηνοθέτες που ανέλαβαν να το φέρουν εις πέραν έκριναν πως θα πουν μέσα από αυτό μια ευφυέστατη αλληγορική ιστορία περί επανάστασης, αντικομφορμισμού, της αξίας του να σκέφτεσαι πέρα από κανόνες, την ανάγκη σπασίματος των αλυσίδων της (πατρο)παράδοσης, και το θρίαμβο του διαφορετικού. Οι Φιλ Λορνς και Κρις Μίλερ που το γύρισαν, υπήρξαν παρεμφερώς εφευρετικοί και στο έτερο franchise που ανέλαβαν, το “21 Jump Street” (το οποίο μετέτρεψαν σε έναν απολαυστικό μετα-σχολιασμό του ίδιου του Χόλιγουντ), ανάγοντας εαυτούς σε κάτι σαν auteurs της δημιουργικής σκέψης εντός των franchise πλαισίων του συστήματος.

Τώρα που το σκέφτομαι, αντί να κάνω όλη αυτή την εισαγωγή στο θέμα θα μπορούσα να έχω πει “οι Λορντ-Μίλερ και άλλοι 10 σαν αυτούς”.

Σχετικά: Review, “The Lego Movie”

Dawn of the Planet of the Apes

Το πιο πρόσφατο όλων. Αυτό όπου το υστερικό camp μεγαλείο μιας στρατιάς πιθήκων που ουρλιάζουν καβαλώντας άλογα και κραδαίνοντας αυτόματα πολυβόλα, συναντάται δίπλα στα μοτίβα μιας πατροπαράδοτης πολεμικής ταινίας ή μιας ταινίας με καουμπόηδες και ινδιάνους ή μιας μεσσιανικής παραβολής για το ρόλο του σωτήρα σε έναν κόσμο όπου ο ανθρώπινος παράγοντας είναι καταδικασμένος να μας οδηγεί πάντα στην Πτώση. Ο Ματ Ριβς του “Cloverfield”, του “Let Me In” και του “Felicity” (ό,τι. νά’ναι.) αναλαμβάνει τα ηνία του reboot franchise της κλασικής σειράς ταινιών και το απογειώνει.

Σχετικά: Review, “Dawn of the Planet of the Apes”