ΣΙΝΕΜΑ

The Suicide Squad: Η επιστροφή του παραλόγου και της υπερηρωικής διασκέδασης

Η ταινία της εβδομάδας είναι ένα όχι-ακριβώς-σίκουελ του Suicide Squad του 2016, γυρισμένο από τον σκηνοθέτη των Guardians of the Galaxy της Marvel. Το αποτέλεσμα είναι απολαυστικό.

Ένα μάτσο υπερ-εγκληματίες θα πρέπει να ενώσουν τις δυνάμεις τους, υπό τις οδηγίες (παύλα-απειλές) της Amanda Waller (Viola Davis) για να εισβάλουν σε ένα μυστηριώδες εργαστήριο κάπου στη Νότια Αμερική, ώστε να καταστρέψουν κάτι που φαίνεται να απειλεί όλο τον πλανήτη. Ανάμεσά τους η Harley Quinn (Margot Robbie), ο Bloodsport (Idris Elba), ο Peacemaker (John Cena) κι ο King Shark (η φωνή του Sylvester Stallone). Απέναντί τους ένας υπερ-εγκέφαλος κι ένας διαστημικός αστερίας. Όχι, αλήθεια.

Λίγο συνέχεια και λίγο επανεκκίνηση της -σχεδόν!- ομώνυμης περιπέτειας του 2016, αλλά σε κάθε περίπτωση κάτι αρκετά διαφορετικό και εφευρετικό ώστε να δικαιολογεί απόλυτα την ύπαρξή του. Το τότε Suicide Squad του David Ayer παραμένει ένα από τα χειρότερα μοντέρνα μπλοκμπάστερ, ένα νιχιλιστικό πετσόκομμά σεκάνς και επιτηδευμένα κουλ διαλόγων πάνω στους ρυθμούς της πιο προφανούς συλλογής μουσικών κομματιών της δεκαετίας.

To The Suicide Squad κυκλοφορεί στις αίθουσες από την Tanweer.

Το νέο φιλμ κρατά βασικά ό,τι ήθελε από εκείνο, χωρίς πολλές-πολλές περιττές επεξηγήσεις: Tην Margot Robbie ως Harley, 1-2 ακόμα κεντρικούς χαρακτήρες, την Viola Davis ως μοχθηρό εγκέφαλο της επιχείρησης, και το ίδιο το κόνσεπτ, σύμφωνα με το οποίο μια ομάδα επικίνδυνων εγκληματιών συμφωνεί να δουλέψει ως υπερηρωική ομάδα για λογαριασμό της κυβέρνησης των ΗΠΑ με αντάλλαγμα τη μειωμένη ποινή τους. Από εκεί και έπειτα, προσθέτει παλαβά στοιχεία και χαρακτήρες που αρκούν για δύο ταινίες, προσπαθώντας να εκπλήξει τον θεατή όσο -φαινομενικά- και τον εαυτό του.

Το νέο αυτό Suicide Squad λοιπόν, όχι απλώς παρατά όποιον χαρακτήρα δεν λειτουργούσε στο παλιό, αλλά αλλάζει και ταυτότητα. Νέα δημιουργική φωνή είναι αυτή του James Gunn, του σκηνοθέτη των πάντα ιδιοσυγκρασιακών και συχνά υπέροχων Guardians of the Galaxy της Marvel, με προϋπηρεσία στον κόσμο των φτηνών, σοκαριστικών b-movies. Οι ευαισθησίες του είναι εμφανείς σε αυτό το περίεργο αντι-υπερηρωικό φιλμ που μοιάζει σε σημεία να είναι αποτέλεσμα ενός παιχνιδιού «θάρρος ή αλήθεια» που απλά ποτέ δεν σταμάτησε.

Ο φτηνός αυτός νιχιλισμός όλης της μετα-Bush περιόδου του αμερικάνικου εμπορικού σινεμά είναι και πάλι εδώ όμως ο Gunn νοιάζεται πραγματικά για αρκετούς από τους εντελώς παράδοξους χαρακτήρες του ώστε το εγχείρημα να λειτουργεί – τουλάχιστον σε επιφανειακό επίπεδο. Επιπλέον, η απόπειρά του μοιάζει να λοξοκοιτά όχι τόσο προς την εντελώς κυνική φράξια των υπερηρωικών κόμικς που κυριάρχησαν για πολύ μεγάλο διάστημα, αλλά προς την πιο σπάνια (και καλοδεχούμενη) αναρχική, εκεί όπου καμία ιδέα για υπερδυνάμεις δεν είναι κακή, κανένας κανόνας δεν υπερισχύει της παράνοιας, και τα πάντα τείνουν να απομακρύνονται από τους κανόνες.

Ο Gunn -ακόμα κι έτσι- υπηρετεί φυσικά μια δραματουργική φόρμα υπερβολικά δοκιμασμένη για να μπορέσει να φτάσει τα ντανταϊστικά επίπεδα ενός -ας πούμε- Doom Patrol του Grant Morrison, και τελικά η ταινία καταλήγει μια σειρά από δίχως αληθινή ουσία εκπλήξεις. Εξάλλου δεν είναι εύκολη η ισορροπία ανάμεσα σε αυτές τις δύο φαινομενικά αντίρροπές τάσεις που τον ελκύουν.

Από τη μία, η ιδέα πως τίποτα δεν είναι ασφαλές, τίποτα δεν είναι ιερό. Μέλη εκρήγνυνται, χαρακτήρες γίνονται χαλκομανία και η αφήγηση διαρκώς μετατοπίζεται παιχνιδιάρικα. Από την άλλη, μια συναισθηματική έγνοια για τους κεντρικούς ήρωες, τις διαδρομές, τις ιστορίες τους. Πώς μπορείς να νοιάζεσαι όταν θες να το παίζεις κουλ αδιαφορία; Πώς μπορείς να είσαι κουλ όταν νοιάζεσαι τόσο πολύ; Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος (κρατώντας μια φαινομενική λευκή επιταγή από τη Warner να προσεγγίσει το υλικό του με πραγματικά ό,τι τρόπο επιθυμεί) το προσπαθεί εντυπωσιακά, φτάνει αρκετά κοντά, έστω κι αν τελικά οι λιγότερο ενδιαφέρουσες στιγμές τις ταινίες είναι αυτές που χαρακτήρες εξηγούν τα δραματικά arcs τους.

Όμως ακόμα κι αυτό, είναι τελικά κάτι. Γιατί πράγματι, καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής του, το φιλμ δε σταματά να κρύβει εκπλήξεις. Ποτέ δεν είσαι σίγουρος πού θα οδηγηθεί η πλοκή, ή ποιος αντι-ήρωας θα δει επόμενος τα μυαλά του στον αέρα, ή με τι ευρηματικό τρόπο θα ξεκάνει η ταινία τον επόμενο υπερ-Expendable της, ή τι οπτικό τρικ ή meta κλείσιμο του ματιού θα χρησιμοποιηθεί από την αφήγηση για να μη μας αφήσει να βαρεθούμε. Η ταινία κοιτάζει διαρκώς τον εαυτό της και άλλοτε μοιάζει ένα τσικ υπερβολικά ικανοποιημένη αλλά συνήθως διασκεδάζει ή εκπλήσσεται ακόμα κι η ίδια: Η πρώτη εξάλλου εκτεταμένη σεκάνς ακολουθεί μια καταστροφική επιχείρηση μέσα από την έκπληκτη ματιά του Michael Rooker, που μοιάζει κι αυτός σαστισμένος όσο και το κοινό.

Αργότερα, δύο ήρωες επιδίδονται σε επίδειξη δύναμης καθιστώντας ένα ξεπάστρεμα εχθρών(;) ως εγωμανή κόντρα. Κι αν αυτό σε μια λιγότερο καλά κατασκευασμένη ταινία θα ήταν το αποκορύφωμα της κουλ αποστασιοποίησης, εδώ επιστρέφει υπό μία έννοια, με τρόπο αναπάντεχο στο endgame της ιστορίας.

Ακόμα κι αν το σύνολο μπορεί να μην σημαίνει πολλά πράγματα, δεν υπάρχει καμία απολύτως στιγμή όπου αυτό το Suicide Squad δεν κάνει τα πάντα για να περάσεις καλά, δοκιμάζοντας διαρκώς ιδέες, τη μία μετά την άλλη.

Είναι διασκεδαστικό (με έναν όχι επιτηδευμένα Marvel-ικό τρόπο, για αλλαγή), είναι ευρηματικό και αστείο, και δεν κάνει κοιλιά ούτε καν στην συνήθως ανυπόφορη τρίτη πράξη αυτών των υπερηρωικών κατασκευασμάτων. Την αποστολή του την κερδίζει, και με ευκολία.

*To The Suicide Squad κυκλοφορεί στις αίθουσες από την Tanweer. Αναλυτικά όλες οι νέες ταινίες στις αίθουσες, στο News247.