ΒΙΒΛΙΟ

Το ‘Κορίτσι της Διπλανής Πόρτας’ έρχεται με την έγκριση του Stephen King

Μια καλή γεύση απ' όσα τρομακτικά σε περιμένουν στο 'Κορίτσι της Διπλανής Πόρτας'.

«Τα μόνα σίγουρα πράγματα στη ζωή είναι ο θάνατος και οι φόροι, λέει το γνωμικό, αλλά εγώ μπορώ να προσθέσω κι ένα τρίτο: Η Disney δεν θα γυρίσει ποτέ ταινία βασισμένη σε μυθιστόρημα του Jack Ketchum».

Τάδε έφη ο Stephen King για το έργο του Jack Ketchum, συγγραφέα που ξεκίνησε με το ‘Off Season’ το 1980 και από τότε έλαβε τέσσερις φορές το Βραβείο Bram Stoker και το 2001 ανακηρύχθηκε Grand Master από το World Horror Convention, δίπλα σε θρύλους του τρόμου όπως ο Clive Barker, ο Ramsey Campbell και ο ίδιος ο King.

Για την παρέα των ατίθασων παιδιών που ανακαλύπτουν τη ζωή στο ‘Κορίτσι της Διπλανής Πόρτας’ σ’ ένα ειδυλλιακό προάστιο των αμερικανικών ’50s, όλα μοιάζουν να κυλούν ρόδινα. Η άφιξη όμως της δεκατετράχρονης Μεγκ, που μαζί με τη μικρότερη αδελφή της έρχεται να μείνει με τη θεία και τα ξαδέλφια της, διαταράσσει δραματικά τις ισορροπίες στο σπίτι και οι συνέπειες για τα δύο κορίτσια είναι εφιαλτικές. Ανήμπορος παρατηρητής και σιωπηρός συμμέτοχος στο έγκλημα ο μικρός Ντέιβιντ, που παρακολουθεί από τη διπλανή πόρτα διχασμένος ανάμεσα στον έρωτα και τη νοσηρότητα. Δεκαετίες αργότερα, η αφήγησή του ξύνει μια πληγή καταδικασμένη να μείνει ανοιχτή για πάντα.

Το PopCode προδημοσιεύει το 1ο κεφάλαιο του βιβλίου από τις εκδόσεις Οξύ, μαζί με την εισαγωγή που έγραψε γι’ αυτό ο King:

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟΥ STEPHEN KING

Ο Jack Ketchum δεν υπάρχει στην πραγματικότητα· δεν είναι παρά το ψευδώνυμο ενός τύπου ονόματι Dallas Meyer. Εννοείται πως δεν θα αποκάλυπτα έτσι εύκολα μια τέτοια πληροφορία αν το μυστικό ήταν καλά κρυμμένο, όμως δεν είναι. Το όνομα Dallas Meyer εμφανίζεται στη σελίδα με τα πνευματικά δικαιώματα όλων των βιβλίων του Ketchum (στα επτά ή οκτώ που έχουν εκδοθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες) και, αν του ζητήσεις αυτόγραφο, θα υπογράψει ως «Ντάλας» (αν και οι αναγνώστες του θα δουν αρκετές φορές το όνομα Jack Ketchum στα δελτία τύπου αυτής της έκδοσης!). Έτσι κι αλλιώς το Jack Ketchum ποτέ δεν μου φάνηκε όνομα που να εμπνέει αυτό που λέμε καλή πίστη. Το αντίθετο μάλιστα. Τζακ Κετς ήταν το όνομα που υιοθετούσαν γενιές και γενιές δημίων στη Βρετανία και η αλήθεια είναι πως στα βιβλία του αμερικανού ομολόγου τους κανείς δεν τη βγάζει καθαρή: η καταπακτή ανοίγει, η θηλιά στον λαιμό σφίγγει πάντα και στο τέλος την πληρώνουν και οι αθώοι.

Τα μόνα σίγουρα πράγματα στη ζωή είναι ο θάνατος και οι φόροι, λέει το γνωμικό, αλλά εγώ μπορώ να προσθέσω κι ένα τρίτο: η Disney δεν θα γυρίσει ποτέ ταινία βασισμένη σε βιβλίο του Jack Ketchum. Στο σύμπαν του Κέτσαμ οι νάνοι είναι κανίβαλοι, οι λύκοι δεν σταματούν ποτέ για να πάρουν μια ανάσα και να ξεφυσήσουν απειλητικά και η πριγκίπισσα καταλήγει δεμένη σ’ ένα δοκάρι μέσα σ’ ένα πυρηνικό καταφύγιο, με μια τρελή να της καίει την κλειτορίδα με το σίδερο.

Έχω ξαναγράψει στο παρελθόν λίγα λόγια για τον Κέτσαμ, σημειώνοντας πως για εμάς που γράφουμε ιστορίες τρόμου, όπως και για τους αναγνώστες μας, δεν είναι απλώς μια καλτ φιγούρα αλλά κάτι σαν ήρωας. Αυτό ισχύει ακόμη όπως ίσχυε και τότε που το έγραψα. Ρεαλιστικά μιλώντας, είναι ό,τι πιο κοντινό στον Clive Barker έχουμε εδώ στην Αμερική… αν και αυτό έχει να κάνει περισσότερο με τη συγγραφική ευαισθησία παρά με τις ιστο­ρίες καθαυτές, αφού ο Κέτσαμ σπανίως ασχολείται με το υπερφυσικό. Αλλά αυτό ελάχιστη σημασία έχει. Εκείνο που μετράει είναι πως δεν υπάρχει συγγραφέας που να τον έχει διαβάσει και να μην έχει επηρεαστεί απ’ αυτόν, ούτε αναγνώστης που να έχει πέσει στα χέρια του ο Κέτσαμ και να τον έχει ξεχάσει. Έχει γίνει κάτι σαν υπόδειγμα, από το πρώτο του κιόλας μυθιστόρημα, τη Νεκρή σεζόν (κάτι σαν τη λογοτεχνική εκδοχή της Νύχτας των ζωντανών νεκρών), κι αυτό επιβεβαιώνεται απόλυτα και στο ‘Κορίτσι της Διπλανής Πόρτας’, το απόλυτο βιβλίο του Ketchum.

Ο συγγραφέας με τον οποίο μοιάζει περισσότερο, στα μάτια μου τουλάχιστον, είναι ο Jim Thompson, ο θρυλικός συγγραφέας αστυνομικών της δεκαετίας του ’40 και του ’50. Όπως και στην περίπτωση του Τόμσον, τα άπαντα του Κέτσαμ έχουν εκδοθεί με μαλακό εξώφυλλο (τουλάχιστον στη χώρα του· στην Αγγλία έχει εκδοθεί μια δυο φορές και σε σκληρόδετο), ως συγγραφέας δεν έχει πλησιάσει καν το στάτους του μπεστσελερίστα, κανείς κριτικός δεν έχει γράψει γι’ αυτόν αν εξαιρέσουμε τα έντυπα που ειδικεύονται στο μυθιστόρημα τρόμου όπως το Cemetery Dance και το Fangoria (κι εκεί ωστόσο ελάχιστα τον καταλαβαίνουν) και είναι σχεδόν παντελώς άγνωστος στο ευρύ αναγνωστικό κοινό. Κι όμως, όπως και στην περίπτωση του Thompson, πρόκειται για έναν εξαιρετικά ενδιαφέροντα συγγραφέα, θηριώδη και ευφυή, με τρομερό ταλέντο κι ένα κατάμαυρο και απεγνωσμένο βλέμμα στα πράγματα. Το έργο του παίρνει σάρκα και οστά μ’ έναν τρόπο που οι περισσότεροι από τους γνωστότερους συναδέλφους του δεν μπορούν καν να πλησιάσουν – κι εδώ αναφέρομαι σε αρκετά ετερόκλητους συγγραφείς όπως ο William Kennedy, ο E.L. Doctorow, ο Norman Mailer. Για την ακρίβεια, από τους αμερικανούς συγγραφείς που εκδίδονται σήμερα, ο μόνος για τον οποίο είμαι απολύτως σίγουρος ότι γράφει καλύτερες και πιο σημαίνουσες ιστορίες από τον Jack Ketchum είναι ο Cormac McCarthy. Μεγάλη κουβέντα για έναν άγνωστο που εκδίδεται σε φθηνό χαρτί, αλλά αυτό που κάνω εγώ εδώ δεν είναι διαφήμιση. Είτε αρέσει είτε όχι (και σε πολλούς απ’ όσους θα διαβάσουν αυτό το βιβλίο σίγουρα δεν θα αρέσει), είναι η αλήθεια. Ο Jack Ketchum είναι σπουδαίος. Και, όπως ίσως θα θυμάστε, ο Cormac MacCarthy ήταν κι αυτός ένας άγνωστος και κυριολεκτικά απένταρος συγγραφέας μέχρι να εκδώσει το Όλα τα όμορφα άλογα, ένα καουμπόικο ρομάντζο που διέφερε αρκετά από τα προηγούμενα βιβλία του.

Σε αντίθεση με τον McCarthy, ο Ketchum ελάχιστα ενδιαφέρεται για την πυκνή και λυρική γραφή. Γράφει σε μια επίπεδη αμερικάνικη γλώσσα, όπως έκανε κι ο Jim Thompson, που διανθίζεται μ’ ένα αιχμηρό, υστερικό σχεδόν χιούμορ – κι εδώ σκέφτομαι τον Έντι, τον ατίθασο πιτσιρικά απ’ το Κορίτσι της διπλανής πόρτας, να κατηφορίζει τον δρόμο «γυμνός από τη μέση και πάνω, μ’ ένα μεγάλο ζωντανό μαύρο φίδι ανάμεσα στα δόντια του». Το έργο του Ketchum, όμως, δεν το διαποτίζει το χιούμορ αλλά ο τρόμος. Όπως συνέβαινε και με τον Jim Thompson (βλέπε Οι κλέφτες και Ο δολοφόνος μέσα μου, δύο βιβλία που θα μπορούσαν κάλλιστα να έχουν γραφτεί από τον Κέτσαμ), αυτό που τον συναρπάζει είναι ο υπαρξιακός τρόμος της ζωής, σ’ έναν κόσμο όπου δεν βλέπουμε μόνο μια ψυχωτική γυναίκα να βασανίζει ανελέητα ένα κορίτσι, αλλά κι ολόκληρη τη γειτονιά που συμμετέχει. Έναν κόσμο όπου ακόμα κι ο ήρωας αργεί υπερβολικά πολύ, είναι πολύ αδύναμος και πολύ ανασφαλής για να μπορέσει να κάνει τη διαφορά.

Το Κορίτσι της διπλανής πόρτας δεν είναι μεγάλο σε έκταση, αλλά παραμένει έργο αξιοσημείωτα φιλόδοξο και ευρύ, γεγονός που δεν με εκπλήσσει ιδιαίτερα: με εξαίρεση την ποίηση, το μυθιστόρημα μυστηρίου είναι το μοναδικό γόνιμο είδος καλλιτεχνικής έκφρασης στην Αμερική μετά τον πόλεμο του Βιετνάμ (από καλλιτεχνικής άποψης, δεν ήταν και η καλύτερη εποχή για μας· σε γενικές γραμμές η γενιά μας τα πήγε τόσο άσχημα στην τέχνη όσο και στην πολιτική και στη σεξουαλική της ζωή). Μάλλον είναι ευκολότερο να κάνεις καλή τέχνη όταν ο κόσμος έχει λιγότερο κριτική διάθεση απέναντί σου, κι αυτό ακριβώς συνέβη με το αμερικανικό μυθιστόρημα μυστηρίου από την εποχή του MacTeague του Frank Norris, άλλο ένα βιβλίο που θα μπορούσε να έχει γράψει ο Jack Ketchum (αν και η δική του εκδοχή πιθανότατα δεν θα περιλάμβανε όλους αυτούς τους μακροσκελείς διαλόγους και θα ήταν αρκετά πιο σύντομη…).

Το Κορίτσι της διπλανής πόρτας (τίτλος που προϊδεάζει για ένα νωχελικό, ειδυλλιακό ρομάντζο, βόλτες στο ηλιοβασίλεμα και χορούς στο γυμναστήριο του σχολείου) ξεκινά με αρχετυπικές εικόνες των fifties. Αφηγητής, καταρχήν, είναι ένα νεαρό αγόρι, όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα σε παρόμοιες ιστορίες (σκεφτείτε τον Φύλακα στη σίκαλη, την Κατάπαυση πυρός του John Knowles, το δικό μου Πτώμα), κι η ιστορία ξεκινά (μετά από ένα εισαγωγικό κεφάλαιο που λειτουργεί ως πρόλογος) με μια υπέροχη εικόνα που παραπέμπει πολύ στον Χακ Φιν: ένα ξυπόλυτο αγόρι με κόκκινα μάγουλα, τεντωμένο στον βράχο ενός ποταμού μέσα στο καλοκαιρινό φως του ήλιου, να πιάνει καραβίδες μ’ ένα τενεκεδένιο κουτί. Εκεί τον βρίσκει η Μεγκ – δεκατεσσάρων χρονών, όμορφη, με τα μαλλιά πιασμένα κοτσίδα και, φυσικά, καινούρια στην πόλη. Μαζί με τη μικρότερη αδελφή της, τη Σούζαν, έχουν έρθει να μείνουν με τη Ρουθ, μια χωρισμένη μητέρα που μεγαλώνει τρία αγόρια. Το ένα απ’ αυτά είναι ο καλύτερος φίλος (ασφαλώς) του μικρού Ντέιβιντ και περνούν τα απογεύματά τους μαζί, καθισμένοι αναπαυτικά μπροστά στην τηλεόραση στο σαλόνι της Ρουθ Τσάντλερ, βλέποντας κωμικά σίριαλ όπως το Ο μπαμπάς ξέρει καλύτερα και γουέστερν όπως το Σεγιέν. Ο Ketchum ζωντανεύει τη δεκαετία του ’50 –τη μουσική, τον συντηρητισμό της ζωής στα προάστια, τους φόβους που συμβολίζονται από το πυρηνικό καταφύγιο στο υπόγειο των Τσάντλερ– με μεθοδικότητα και ακρίβεια. Και μετά αρπάζει απ’ τον λαιμό αυτή την ηλίθια μυθολογία του τίποτα και με αφοπλιστική άνεση της αλλάζει τα φώτα.

Στην οικογένεια του μικρού Ντέιβιντ, κατά πρώτον, ο πατέρας δεν είναι ακριβώς το πρότυπο. Είναι ένας παρορμητικός γυναικάς και ο γάμος του κρέμεται από μια κλωστή, πράγμα που το γνωρίζει και ο Ντέιβιντ. «Ο πατέρας μου είχε πολλές ευκαιρίες για ευκαιριακές σχέσεις και δεν τις έχανε» λέει. «Τις συναντούσε κάθε ώρα της ημέρας». Λεπτή αλλά αιχμηρή ειρωνεία, που μόλις καταλάβεις ότι τσιμπάει λίγο την προσπερνάς αμέσως.

Η Μεγκ και η Σούζαν έχουν ξεβραστεί στο σπίτι των Τσάντλερ εξαιτίας ενός τροχαίου ατυχήματος (κάποια στιγμή κάποιος πρέπει να κάνει μια μελέτη για το Πανταχού Παρόν Τροχαίο και την επίδρασή του στην αμερικανική λογοτεχνία). Στην αρχή όλα δείχνουν πως θα κάνουν καλή παρέα με τα παιδιά της Ρουθ –τον Γούφερ, τον Ντόνι και τον Γουίλι Τζούνιορ– και την ίδια τη Ρουθ, τον τύπο της εξωστρεφούς γυναίκας που τα λέει έξω από τα δόντια, καπνίζει πολύ και δεν ξεχνάει να κεράσει τ’ αγόρια μια μπίρα απ’ το ψυγείο, αρκεί να της υποσχεθούν πως δεν θα το πουν στους δικούς τους.

Οι διάλογοι του Κέτσαμ βγάζουν σπίθες και η ιδιαίτερη φωνή της Ρουθ γρατζουνίζει με τη σκληρή βραχνάδα της το μυαλό του αναγνώστη: «Ένα μάθημα για σας, αγόρια» λέει κάπου. «Να το θυμάστε αυτό. Έχει σημασία. Το μόνο που έχετε να κάνετε με μια γυναίκα είναι να είστε καλοί μαζί της. Κι εκείνη θα σας το ανταποδώσει και με το παραπάνω… Ο Ντέιβι φέρθηκε καλά στη Μεγκ και πήρε μια ζωγραφιά… Τα κορίτσια είναι εύκολα… Τους υπόσχεσαι το κατιτίς τους και τις μισές φορές τις κάνεις ό,τι θες».

Το τέλειο θεραπευτικό περιβάλλον και το τέλειο ενήλικο πρότυπο για τα δύο κορίτσια, θα σκεφτεί κάποιος… μόνο που εδώ έχουμε να κάνουμε με τον Jack Ketchum και ο Jack Ketchum ποτέ δεν το έπαιξε έτσι.

Η Ρουθ, μ’ όλο τον εύθυμο κυνισμό της και τα χαρακτηριστικά της σερβιτόρας με τη χρυσή καρδιά, χάνει την επαφή της με τη λογική και βυθίζεται σε μια κόλαση βίας και παράνοιας. Είναι μια φρικτή αλλά παράξενα καθημερινή «κακιά» – τέλεια επιλογή για την εποχή του Αϊζενχάουερ. Ποτέ δεν μαθαίνουμε τι ακριβώς δεν πάει καλά μαζί της, αλλά δεν είναι τυχαίο πως η συνθηματική φράση που μοιράζεται η Ρουθ με τα παιδιά που περνούν χρόνο στο σπίτι της είναι Μην το πεις πουθενά, μια φράση που μπορεί να συνοψίσει ολόκληρη τη δεκαετία του ’50. Οι πάντες στο βιβλίο την ακολουθούν κατά γράμμα, ώσπου στο τέλος είναι πλέον αργά για να αποτραπούν οι καταστροφικές συνέπειες.

Στο τέλος, ο Ketchum ενδιαφέρεται λιγότερο για τη Ρουθ και περισσότερο για τα παιδιά – όχι μόνο για τους μικρούς Τσάντλερ και τον Ντέιβιντ, αλλά για όλους τους άλλους που μπαινοβγαίνουν στο υπόγειο των Τσάντλερ, όσο η Μεγκ οδηγείται αργά και βασανιστικά προς τον θάνατο. Ο Ketchum νοιάζεται για τον Έντι και την Ντενίζ, τον Τόνι, τον Κένι, τον Γκλεν και όλη την αργόστροφη νεανική συμμορία της δεκαετίας του ’50, αγόρια με κοντοκουρεμένο μαλλί στρωμένο με κερί και γόνατα χτυπημένα από το μπέιζμπολ. Κάποιοι, όπως ο Ντέιβιντ, δεν κάνουν πολλά περισσότερα από το να βλέπουν. Κάποιοι άλλοι καταλήγουν να συμμετέχουν, φτάνοντας στο σημείο να χαράξουν με καυτές βελόνες τις λέξεις ΓΑΜΙΕΜΑΙ και ΓΑΜΗΣΕ ΜΕ στην κοιλιά της Μεγκ. Πηγαίνουν… έρχονται… βλέπουν τηλεόραση… πίνουν κόκα κόλες και τρώνε τοστ με φυστικοβούτυρο… και κανείς τους δεν μιλάει. Κανείς τους δεν βάζει ένα τέλος σε όσα εκτυλίσσονται στο καταφύγιο. Το σενάριο είναι εφιαλτικό, μια διασταύρωση των Ευτυχισμένων ημερών με το Κουρδιστό πορτοκάλι και του Συλλέκτη με τη Ζωή και τους έρωτες του Ντόμπι Γκίλις. Και πείθει όχι τόσο εξαιτίας της τέλειας αναπαράστασης των προα­στίων από τον Κέτσαμ, αλλά επειδή, κόντρα στη θέλησή μας, αναγκαζόμαστε να πιστέψουμε πως, με τον σωστό συνδυασμό αποξενωμένων παιδιών, ενός ενήλικα που επιβλέπει τον τρόμο και, πάνω απ’ όλα, με την προσθήκη της κατάλληλης ατμόσφαιρας που επιβάλλει να «κοιτάς τη δουλειά σου», το σενάριο αυτό δεν είναι διόλου απίθανο. Μιλάμε για την ίδια εποχή, εξάλλου, που σ’ έναν παράδρομο της Νέας Υόρκης μια γυναίκα ονόματι Κίτι Τζενοβέζε, που μαχαιρώθηκε μέχρι θανάτου μέσα σε διάστημα αρκετών ωρών, ούρλιαζε συνεχώς για βοήθεια και δεν ήταν λίγοι όσοι είδαν τι συνέβαινε, χωρίς κανείς τους να κάνει κάτι για να το σταματήσει. Κανείς δεν φώναξε καν την αστυνομία.

Το σύνθημά τους ήταν Μην το πεις πουθενά. Πόση να είναι άραγε η πραγματική απόσταση από το μην το πεις πουθενά μέχρι το ας βοηθήσουμε;

Ο Ντέιβιντ, ο αφηγητής, είναι ο μοναδικός «έντιμος» χαρακτήρας του βιβλίου και ως τέτοιος μάλλον έχει δίκιο να κατηγορεί τον εαυτό του για το τελικό ολοκαύτωμα στο υπόγειο της Ρουθ Τσάντλερ. Η εντιμότητα αποτελεί ευθύνη όσο και υπαρξιακή κατάσταση και ως ο μοναδικός από τους παρόντες που συναισθάνεται ότι αυτό που συμβαίνει είναι κακό, είναι πολύ περισσότερο υπαίτιος από τα ηθικώς απόντα παιδιά που καίνε, χαράζουν και κακοποιούν σεξουαλικά το κορίτσι της διπλανής πόρτας. Ο Ντέιβιντ δεν συμμετέχει σε τίποτα απ’ όλα αυτά, ούτε όμως λέει στους γονείς του τι συμβαίνει στο σπίτι των Τσάντλερ ούτε το αναφέρει στην αστυνομία. Ένα κομμάτι του μάλιστα θέλει να συμμετέχει. Κι εμείς νιώθουμε μεν μια ικανοποίηση όταν τελικά ο Ντέιβι παρεμβαίνει –αυτή είναι και η μοναδική ηλιαχτίδα που μας επιτρέπει ο Ketchum–, αλλά συγχρόνως τον μισούμε που δεν το έκανε νωρίτερα.

Αν ωστόσο το μίσος ήταν το μόνο πράγμα που νιώθαμε για τον απερίσκεπτο αφηγητή, το Κορίτσι της διπλανής πόρτας θα αποτύγχανε να ισορροπήσει πάνω στο λεπτό σχοινί της ηθικής, όπως συμβαίνει με το American Psycho του Bret Easton Ellis. Αλλά ο Ντέιβιντ, ο πιο αληθινός χαρακτήρας του Ketchum, απέχει πολύ από την πορνογραφική εξαχρείωση του Έλις και η περιπλοκότητά του δίνει σ’ αυτό το βιβλίο ένα βάθος που ίσως να απουσιάζει από τα προηγούμενα μυθιστορήματά του. Νιώθουμε οίκτο για τον Ντέιβιντ, κατανοούμε την αρχική του απροθυμία να στραφεί ενάντια στη Ρουθ Τσάντλερ –που φέρεται στα παιδιά σαν σε ανθρώπους και όχι σαν κινούμενες οχλήσεις–, κατανοούμε ακόμα και τη μοιραία ανικανότητά του να συλλάβει εντελώς την πραγματικότητα όσων συμβαίνουν.

«Άλλες φορές πάλι έμοιαζε περισσότερο με κάποιες ταινίες που βγήκαν αργότερα τη δεκαετία του ’60» λέει ο Ντέιβιντ. «Ξέ­νες ταινίες, κυρίως, που είχαν σαν κυρίαρχο συναίσθημα το πέρασμα σε μια συναρπαστική, πυκνή και υπνωτική διάσταση μιας αδιόρατης ψευδαίσθησης, με πολλές στρώσεις νοήματος που στο τέλος κατέληγαν στην παντελή έλλειψη του νοήματος και ηθοποιούς με ανέκφραστα πρόσωπα που κινούνταν παθητικά μέσα σε σουρεαλιστικά και εφιαλτικά τοπία, άδειοι από συναισθήματα, χαμένοι».

Για μένα, η μεγάλη αξία του Κοριτσιού της διπλανής πόρτας έγκειται στο γεγονός ότι στο τέλος δέχτηκα τον Ντέιβιντ σαν μέρος της κοσμοθεωρίας μου, τόσο αδιαπραγμάτευτα –και με την ίδια ίσως απροθυμία– όσο τον Λου Φορντ, τον παρανοϊκό σερίφη που ταξιδεύει στις σελίδες του Δολοφόνου μέσα μου του Τζιμ Τόμσον χτυπώντας, σκοτώνοντας και γελώντας.

Αν και φυσικά ο Ντέιβιντ είναι πολύ πιο έντιμος από τον Λου Φορντ.

Κι αυτό είναι που τον κάνει τόσο τραγικό σαν χαρακτήρα.

Το Κορίτσι της διπλανής πόρτας δεν συγκρίνεται με το χαζό μελόδραμα του Αργού χορού στο Σένταρ Μπεντ, ούτε με τα ακίνδυνα ηρωικά καμώματα του Βροχοποιού κι ίσως αυτός να ’ναι και ο λόγος που ο Ketchum είναι άγνωστος στους ανθρώπους που τα αναγνώσματά τους περιορίζονται στη λίστα με τα μπεστ σέλερ των New York Times. Νομίζω πάντως πως, σε επίπεδο λογοτεχνικών εμπειριών, θα ήμασταν φτωχότεροι χωρίς αυτόν. Είναι ένας γνήσιος εικονοκλάστης, ένας συγγραφέας πραγματικά καλός, ένας από τους λίγους εκτός του «εκλεκτού κύκλου» που ο λόγος τους μετράει πραγματικά. Το έργο του Jim Thomson ανατυπωνόταν και διαβαζόταν συνεχώς, όταν τα έργα πολλών συγγρα­φέων του «εκλεκτού κύκλου» της δικής του εποχής ξεχνιούνταν και σταματούσαν να τυπώνονται. Είναι σχεδόν βέβαιο πως το ίδιο θα συμβεί και με τον Jack Ketchum… μόνο που θα μ’ άρεσε να το δω να συμβαίνει πριν πεθάνει. Η έκδοση που κρατάτε στα χέρια σας –και είναι σίγουρο πως θα προκαλέσει το ενδιαφέρον καθώς και ποικίλα σχόλια– είναι ένα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση.

Μπάνγκορ, Μέιν

24 Ιουνίου 1995

1Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Νομίζεις ότι ξέρεις τι θα πει πόνος;

Πες το στη δεύτερη γυναίκα μου. Αυτή ξέρει. Ή έτσι νομίζει.

Λέει πως όταν ήταν δεκαεννιά είκοσι χρονών μπήκε ανάμεσα σε δυο γάτες που τσακώνονταν –τη δική της κι ενός γείτονα– και η μία απ’ τις δύο της όρμησε, ανέβηκε πάνω της λες κι ήταν δέντρο, της άνοιξε στα μπούτια, στο στήθος και στο στομάχι πληγές που φαίνονται μέχρι και σήμερα και την τρόμαξε τόσο πολύ, που έπεσε πάνω στο παλιό έπιπλο της μάνας της, έσπασε την καλύτερη πιατέλα της κι έκανε ένα σκίσιμο δεκαπέντε πόντους στα πλευρά, την ώρα που η γάτα κατέβαινε από πάνω της δαγκώνοντας, φωνάζοντας και γρατζουνίζοντας. Τριά­ντα έξι ράμματα μου έλεγε ότι έκανε, νομίζω. Κι έναν πυρετό που κράτησε για μέρες.

Η δεύτερη γυναίκα μου λέει ότι αυτό είναι πόνος.

Δεν ξέρει τίποτα αυτή η γυναίκα.

***

Η Έβελιν, η πρώτη μου γυναίκα, έχει φτάσει μάλλον πιο κοντά.

Υπάρχει μια εικόνα που τη στοιχειώνει.

Οδηγεί ένα νοικιασμένο Volvo σ’ έναν γλιστερό απ’ τη βροχή αυτοκινητόδρομο ένα ζεστό καλοκαιρινό πρωινό, με τον σύντροφό της δίπλα της, και οδηγεί αργά και προσεκτικά επειδή ξέρει πόσο ύπουλη είναι η βροχή στο ζεστό οδόστρωμα, όταν ένα Volks­wagen την προσπερνά μπαίνοντας στη λωρίδα της με χειρόφρενο. Ο πίσω προφυλακτήρας με πινακίδα που γράφει «Ζήσε ελεύθερος ή πέθανε» πετάγεται και χτυπά τη μάσκα της, σχεδόν ανεπαίσθητα. Η βροχή αναλαμβάνει όλα τα υπόλοιπα. Το Volvo χάνει την ισορροπία του, στρίβει απότομα, πέφτει σ’ ένα ανάχωμα κι εκείνη με τον σύντροφό της τινάζονται ξαφνικά στον αέρα και περιστρέφονται αβαρείς και το πάνω γίνεται κάτω και μετά πάνω και μετά πάλι κάτω. Κάποια στιγμή ο ώμος της σπάει στο τιμόνι και ο καρπός της στον εσωτερικό καθρέφτη.

Το αναποδογύρισμα σταματάει κι εκείνη κοιτάζει το πεντάλ του γκαζιού πάνω απ’ το κεφάλι της. Ψάχνει τον σύντροφό της αλλά δεν είναι πια εκεί, έχει εξαφανιστεί σαν από θαύμα. Βρίσκει την πόρτα απ’ την πλευρά του οδηγού και την ανοίγει, σέρνεται έξω στο βρεγμένο γρασίδι, σηκώνεται όρθια και κοιτάζει γύρω της μες στη βροχή. Αυτή είναι η εικόνα που τη στοιχειώνει: ένας άντρας κείτεται σαν σακί από αίμα, γδαρμένος και σκισμένος ολόκληρος, μπροστά στο αυτοκίνητο μέσα σε αμέτρητα κόκκινα θρύψαλα σπασμένου γυαλιού.

***

Αυτό το σακί είναι ο σύντροφός της.

Κι αυτός είναι ο λόγος που έχει φτάσει πιο κοντά. Ακόμα κι αν αρνείται αυτό που ξέρει – ακόμα κι αν κοιμάται τα βράδια.

Γιατί ξέρει ότι πόνος δεν είναι μόνο το τρομαγμένο κορμί της που διαμαρτύρεται για την οδυνηρή εισβολή στη σάρκα.

Ο πόνος μπορεί να πηγαίνει από έξω προς τα μέσα.

Θέλω να πω ότι κάποιες φορές πόνος είναι αυτό που βλέπεις. Πόνος στην πιο σκληρή και αγνή μορφή του. Χωρίς να σου τον αμβλύνουν τα ναρκωτικά, ο ύπνος, το σοκ ή το κώμα.

Τον βλέπεις και τον εμπεδώνεις. Και μετά γίνεστε ένα.

Γίνεσαι ξενιστής ενός μεγάλου λευκού σκουληκιού που σε σιγοτρώει, μεγαλώνει μέσα σου και σου γεμίζει τα σπλάχνα, ώσπου τελικά βήχεις ένα πρωί και βλέπεις να βγαίνει το τυφλό, λευκό κεφάλι ενός πράγματος που γλιστρά στο στόμα σου σαν δεύτερη γλώσσα.

Όχι, οι γυναίκες μου δεν ξέρουν τίποτα γι’ αυτό. Δεν το υποψιάζονται. Αν και η Έβελιν έχει φτάσει κοντά.

Εγώ όμως ξέρω.

Πιστέψτε με που σας λέω.

Ξέρω εδώ και πάρα πολύ καιρό.

***

Προσπαθώ να σκέφτομαι ότι ήμασταν όλοι μας παιδιά όταν συνέβησαν αυτά τα πράγματα, μικρά παιδιά με γούνινα σκουφάκια, για όνομα του Θεού, αδιαμόρφωτα ακόμα. Μου είναι δύσκολο να πιστέψω πως ό,τι είμαι σήμερα είναι αυτό που ήμουν και τότε, αλλά κρυμμένο τώρα και μεταμφιεσμένο. Στα παιδιά δίνονται δεύτερες ευκαιρίες. Μ’ αρέσει να σκέφτομαι ότι εκμεταλλεύτηκα τη δική μου.

Αν και μετά από δύο διαζύγια, το ένα χειρότερο από τ’ άλλο, το σκουλήκι είναι πάλι έτοιμο να βγει έξω.

Μ’ αρέσει να θυμάμαι ακόμη πώς ήταν η δεκαετία του ’50, μια περίοδος παράξενης καταπίεσης, όλο μυστικά και υστερία. Σκέφτομαι τον Τζο Μακάρθι, αν και δεν θυμάμαι ν’ ασχολούμαι τότε ιδιαίτερα μαζί του, με εξαίρεση την απορία μου για το γεγονός ότι ο πατέρας μου γύριζε σπίτι απ’ τη δουλειά τρέχοντας, για να προλάβει τις ακροάσεις της επιτροπής στην τηλεόραση. Σκέφτομαι και τον Ψυχρό Πόλεμο. Τις αντιαεροπορικές ασκήσεις στο υπόγειο του σχολείου και τα φιλμάκια που βλέπαμε για τις πυρηνικές δοκιμές: κούκλες από βιτρίνες πολυκαταστημάτων να ανατινάσσονται σκάζοντας μέσα σε προκάτ σαλόνια, να καίγονται και να λιώνουν. Τα τεύχη του Playboy και του Man’s Action κρυμμένα σε κηρόχαρτο δίπλα στο ρυάκι, τόσο μουχλιασμένα μετά από ένα διάστημα που σιχαινόσουν και να τ’ αγγίξεις ακόμα. Σκέφτομαι τον αιδεσιμότατο Ντιτζ της Λουθηρανικής Εκκλησίας της Χάριτος να αποκηρύσσει τον Έλβις όταν ήμουν δέκα χρονών και το κοινό να ξεφεύγει στα ροκ ’ν’ ρολ σόου του Άλαν Φριντ1 στο Paramount Theatre.

Λέω στον εαυτό μου ότι κάτι περίεργο συνέβαινε, ότι σ’ όλη την Αμερική κάτι έβραζε κι ήταν έτοιμο να εκραγεί. Και πως συνέβαινε παντού, όχι μόνο στο σπίτι της Ρουθ αλλά παντού.

Και μερικές φορές αυτό το κάνει ευκολότερο.

Εκείνο που κάναμε, δηλαδή.

***

Σήμερα είμαι σαράντα ενός. Γεννήθηκα το 1946, δεκαεφτά μήνες από την ημέρα που πετάξαμε τη Βόμβα στη Χιροσίμα.

Ο Ματίς είχε μόλις κλείσει τα ογδόντα.

Βγάζω εκατόν πενήντα χιλιάρικα τον χρόνο, βαρώντας υπερωρίες στη Γουόλ Στριτ. Δύο γάμοι, κανένα παιδί. Ένα σπίτι στο Ράι της Νέας Υόρκης κι ένα εταιρικό διαμέρισμα στο κέντρο. Στα περισσότερα μέρη πηγαίνω με λιμουζίνα, αν και στο Ράι οδηγώ μια μπλε Mercedes.

Ίσως να φταίει ότι παντρεύομαι πάλι. Η γυναίκα που αγαπάω δεν γνωρίζει τίποτα για όσα γράφω εδώ –ούτε οι προηγούμενες γνώριζαν– και δεν ξέρω στ’ αλήθεια αν θα κάτσω ποτέ να της τα πω. Και γιατί να το κάνω, άλλωστε; Είμαι ένας επιτυχημένος, ήπιος, γενναιόδωρος, σωστός και ευγενικός σύντροφος.

Και όλη μου η ζωή είναι ένα λάθος μετά το καλοκαίρι του 1958, όταν η Ρουθ, ο Ντόνι, ο Γουίλι και όλοι εμείς οι υπόλοιποι γνωρίσαμε τη Μεγκ Λάφλιν και την αδελφή της, τη Σούζαν.

ΔΙΑΒΑΣΕ ΑΚΟΜΗ:

Πώς το 2017 έγινε η χρονιά του Stephen King
Οι δέκα καλύτερες διασκευές Stephen King
Τα 20 καλύτερα βιβλία τρόμου