© Clem Onojeghuo / Unsplash
ΒΙΒΛΙΟ

To πρόβλημα με την αυτοέκδοση στην Ελλάδα

Ήταν πάντα μία αρκετά διαδεδομένη τακτική. Γιγαντώθηκε στα χρόνια της Ελληνικής Κρίσης όταν ακόμα και γνωστοί εκδοτικοί μπήκαν στο «κόλπο». Τώρα πια, κάθε μήνα εκδίδονται δεκάδες τέτοια βιβλία. Είναι τελικά ευχή ή κατάρα;

Το να σου δώσουν να διαβάσεις ένα χειρόγραφο για να πεις την άποψή σου δεν είναι το πιο εύκολο πράγμα στη Γη. Και αν δε σου αρέσει; Έτσι, όταν πριν κάποια χρόνια ο συνταξιούχος πατέρας ενός φίλου με παρακάλεσε να ρίξω μία ματιά στα δεκάδες ποιήματα -άλλα σκωπτικά, άλλα σατυρικά, άλλα ερωτικά- που είχε γράψει κατά καιρούς, τα χρειάστηκα. Ο ιδρώτας που με έλουσε ήταν κρύος. Όπως έγραψα και πιο πριν: «και αν δε σου αρέσει;».

Τελικά, υπήρξαν τουλάχιστον πέντε ποιήματα-ευχάριστη έκπληξη. Όχι, βέβαια, ότι ήταν επαγγελματικού επιπέδου (αν και στην Ελλάδα η ποίηση μόνο επάγγελμα δεν είναι), στέκονταν όμως μία χαρά ως ερασιτεχνική προσπάθεια. Τα πράγματα άλλωστε ήταν ξεκάθαρα εξαρχής: τις συλλογές ποιημάτων θα τις έστηνε και τύπωνε ένας φίλος-γραφίστας. Δεν υπήρχε, με άλλα λόγια, κάποιος εκδότης από πίσω που μυρίστηκε εύκολο χρήμα

Αντίστοιχα, δεν υπήρχαν υπερβολικές βλέψεις για λογοτεχνική καριέρα από πλευράς του συγγραφέα, ούτε ελπίδες ότι ξαφνικά οι εκδοτικοί θα ασχοληθούν με ένα «χαμένο ταλέντο»· ο κύριος Βασίλης ήθελε πολύ απλά να δει τα ποιήματά του τυπωμένα και στη συνέχεια να τα στείλει σε φίλους και συγγενείς. Μέχρι εκεί και τίποτα περισσότερο. (Το ότι, βέβαια, δεν ήθελε να ακολουθήσει τις καλοπροαίρετες γραφιστικές συμβουλές που του δίναμε είναι ένα πρώτο δείγμα για το πόσο στραβά μπορούν να πάνε τα πράγματα με την αυτοέκδοση).

Το παράδειγμα το οποίο μόλις χρησιμοποίησα είναι η καλή περίπτωση. Όταν, δηλαδή, υπάρχει γνώθι σ’ αυτόν. Δεν είναι όμως η πιο συνηθισμένη. Σε μεγάλο βαθμό η αυτοέκδοση στην Ελλάδα, ή πιο σωστά στη μικρή αγορά της Ελλάδας, πηγαίνει πακέτο μαζί με πολλές απορρίψεις από εκδοτικούς. Κουβαλά ένα τρομερό πείσμα κόντρα σε όλους και σε όλα· κάποιες, πολύ λίγες φορές κατά την άποψή μου, έχει δίκιο.

Κάπου εδώ είναι το οξύμωρο: την ίδια στιγμή που ειρωνευόμαστε την αυτοέκδοση, ξεχνάμε ότι η Χριστουγεννιάτικη Ιστορία του Καρόλου Ντίκενς και ο πρώτος τόμος από το Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο του Marcel Proust ανήκουν και τα δύο σε αυτήν την κατηγορία.

Μα, αυτά είναι βιβλία που γράφτηκαν πάνω από 100 χρόνια πριν, θα σημειώσει κάποιος. Σύμφωνοι. Υπάρχει, λοιπόν, ένα καλύτερο παράδειγμα: η Amanda Hocking ξεκίνησε να εκδίδει τις εύπεπτες ιστορίες της με βαμπίρ τον Απρίλιο του 2010 και σε λιγότερο από έναν χρόνο είχε κάνει 2 εκ. πωλήσεις. Σήμερα, έχει στο βιογραφικό της πάνω από 30 βιβλία και έναν φανατικά αφοσιωμένο κοινό. Και δεν είναι μόνο αυτή – υπάρχουν πολλές τέτοιες περιπτώσεις στις λίστες με τα best sellers.

Είναι, λοιπόν, δίκαιο να καταδικάζουμε τις αυτοεκδόσεις; Όχι, ή τουλάχιστον όχι συλλήβδην. Άλλωστε, ποτέ δε φταίει το μέσο αλλά ο τρόπος που το χρησιμοποιούμε εμείς οι άνθρωποι. Υπάρχει, όμως, λόγος να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί, μιας και πολύ συχνά ακροβατεί με τα όρια της κοροϊδίας.

Εκεί έξω, στη μικρή ελληνική εκδοτική αγορά, η αυτοέκδοση πολλές φορές είναι απλά το κόλπο κάποιων μικρών ή μεγαλύτερων εκδοτών για εύκολο χρήμα. Το να είσαι ξεκάθαρος απέναντί σε έναν επίδοξο (ή πιθανόν και καταξιωμένο) συγγραφέα σχετικά με τις υπηρεσίες αυτοέκδοσης που προσφέρεις είναι απόλυτα θεμιτό. Αναλαμβάνεις δηλαδή επί πληρωμή να επιμεληθείς, να τυπώσεις, να διανείμεις το βιβλίο του – ακόμα και αν πρόκειται για κάποιο τερατώδες και κακογραμμένο ανοσιούργημα.

Ειλικρινά, δεν το λέω ειρωνικά: αυτό είναι ΟΚ, αρκεί όλες οι πλευρές να είναι ενήμερες για το deal. Τι συμβαίνει όμως όταν φουσκώνεις τον εγωισμό και την αυταρέσκεια ενός επίδοξου συγγραφέα ενώ γνωρίζεις πως το χειρόγραφο δε θα έπρεπε να τυπωθεί ποτέ και για κανέναν λόγο; Άλλωστε, είναι κάτι που είδαμε να γιγαντώνεται σε μία εποχή που κανείς δε θα περίμενε να γιγαντωθεί: η ανάγκη για έκφραση την περίοδο της Ελληνικής Κρίσης, σε συνδυασμό με τις δυσκολίες τις οποίες αντιμετώπιζαν πολλοί εκδοτικοί, οδήγησε σε μία έξαρση του φαινομένου.

Μήπως αυτή η τακτική δεν είναι τίποτα περισσότερο από, για να το θέσω πολύ λαϊκά, «διπλάρωμα» με σκοπό να φας τα λεφτά ενός ανυποψίαστου -πολλές φορές- θύματος; Σίγουρα, όλοι πρέπει να κάνουμε κάτι για να επιβιώσουμε, απλά είναι λίγο άσχημο να επιβιώνουμε εις βάρος των άλλων. Είναι άσχημο πράγμα να παίζεις με τα συναισθήματα των άλλων και ακόμα χειρότερο να εκμεταλλεύεσαι το «ψώνιο» τους.

Όχι, βέβαια, ότι όλες οι αυτοεκδόσεις που βλέπουμε να κυκλοφορούν είναι αυτή η περίπτωση. Αλλά αρκετές, ναι, είναι ακριβώς αυτό.