ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Το ‘Σεντούκι του Νεκρού’ είναι η κορυφαία περιπέτεια του Jack Sparrow

Κινηματογραφικές ιστορίες σε συνέχειες. Σήμερα πειρατεία, σλάπστικ και αντίσταση κατά της αρχής με το απίθανο "Σεντούκι του Νεκρού".

Στο “Συνεχίζεται” θα ακολουθούμε κινηματογραφικές ιστορίες σε συνέχειες, μέσα από τις πιο διάσημες σειρές ταινιών του σινεμά, καθώς ήρωες και ιδέες αλλάζουν χέρια μέσα από το πέρασμα χρόνων ή και δεκαετιών.

***

Μετά την απρόσμενη και τεράστια επιτυχία της πρώτης ταινίας αυτό που κατά κοινή ομολογία συνέβη μετά είναι το εξής: δύο αναίτιας διάρκειας σίκουελ παραγεμισμένα με πλοκή ακολούθησαν και εντάξει, το πρώτο δεν είναι πολύ καλό αλλά η τριλογία έκλεισε αρκετά ΟΚ.

Έχω να πω πως σε αυτή τη στήλη και αυτό το κείμενο δε θα ανεχθούμε άλλες τέτοιες επιθέσεις και είμαστε εδώ για να υπερασπιστούμε την τιμή του εκπληκτικού μεσαίου κεφαλαίου της τριλογίας, που δεν είναι απλά το καλύτερο των “Πειρατών” αλλά και ένα από τα καλύτερα σκηνοθετημένα μπλοκμπάστερ της τελευταίας 20ετίας.

Την προηγούμενη βδομάδα δώσαμε πάρα πολύ background πάνω στο πώς σχηματίστηκε η ταινία από διάφορα σκόρπια στοιχεία και ιδέες, οπότε τώρα πάμε κατευθείαν στο ψητό. Με την δημιουργική ομάδα ήδη σχηματισμένη και το καστ όλο στις ίδιες θέσεις, η παραγωγή του σίκουελ ξεκινά.

***

«Δεν θες να δεις τους χαρακτήρες να κάνουν το ίδιο πράγμα»

Με την επιτυχία του πρώτου φιλμ ολόφρεσκη το καλοκαίρι του 2003, τον Οκτώβρη εκείνης της χρονιάς άρχισε να ακούγεται πως ο Τζέρι Μπρουκχάιμερ ζύγιζε την ιδέα του να γυριστούν δύο σίκουελ στα καπάκια, το ένα μετά το άλλο, και να κυκλοφορήσουν με λίγους μήνες απόσταση, ακολουθώντας το μοντέλο των ‘Matrix’. Το ‘Matrix Reloaded’ είχε μόλις βγει στις αίθουσες σκοράροντας πάνω από $700 εκατομμύρια σε ένα μπάτζετ της τάξεως των $150 εκατομμυρίων, και ο Μπρουκχάιμερ γνωρίζοντας πως τα σίκουελ των Πειρατών σίγουρα δε θα ήταν πιο φτηνά από την πρώτη ταινία, είδε σε αυτή τη λύση μια καλή προοπτική για την ελαχιστοποίηση του κόστους.

Όλο το κύριο καστ έκανε deals για τα σίκουελ και αυτή η προσέγγιση της μίας ενιαίας τεράστιας παραγωγής σήμαινε πως δεν χρειαζόταν να γίνει πρόγραμμα δύο φορές για να μαζευτούν για δύο ταινίες. Η παραγωγή μπορούσε να γίνει ανεξέλεγκτα μεγάλη. Τα πλοία αυτή τη φορά χτίστηκαν πάνω σε τάνκερ. Τα γυρίσματα κράτησαν σχεδόν ένα χρόνο. Κάθε ιδέα που σκεφτόταν ο Βερμπίνσκι πέρναγε από τα storyboards στην δημιουργία πρακτικά δίχως να υπάρχει φρένο. (Με αποτέλεσμα μερικές από τις καλύτερες σεκάνς δράσης της δεκαετίας, όπως θα δούμε παρακάτω.)

Ενώ δημιουργικά, σήμαινε πως οι σεναριογράφοι Τέρι Ρόσιο και Τεντ Έλιοτ μπορούσαν να χτίσουν μια μεγάλη πιο εξεζητημένη πλοκή απλωμένη σε δύο ταινίες παρά να προχωρήσουν στα σίκουελ με μια λογική τύπου Τζέιμς Μποντ. Κατά δήλωση των ίδιων, δεν τους ενδιέφερε να γράψουν “άλλες δύο” περιπέτειες του Τζακ Σπάροου, όσο το να εμβαθύνουν στην ήδη υπάρχουσα μυθολογία του πρώτου φιλμ.

«Σκέφτεσαι τη θάλασσα και υπάρχουν πολλές μεταφυσικές ιστορίες που έχεις ακούσει, αλλά κανείς δεν έχει κάνει αυτές τις ιστορίες ως μέρος μιας μεγαλύτερης περιπέτειας με πειρατές, οπότε υπήρχε ένας πλούτος από θρύλους από τους οποίους μπορούσαμε να αντλήσουμε», εξηγεί ο Τεντ Έλιοτ. Στην πρώτη ταινία, υπάρχει μια ατάκα στην οποία ο Γουίλ μιλά για το ερμάριο του Ντέιβι Τζόουνς, και δεν πήγε χαμένη. «Οπότε αποφασίσαμε να εξερευνήσουμε ποιος είναι ο Ντέιβι Τζόουνς, και έπειτα φέραμε κι άλλον έναν πασίγνωστο θρύλο τον θαλασσών, τον Ιπτάμενο Ολλανδό, και τα συνδυάσαμε».

Έτσι, έφεραν κι άλλα μεταφυσικά στοιχεία ενισχύοντας αυτό που έκανε το πρώτο φιλμ ξεχωριστό. Κι άλλα φαντάσματα, κι άλλα πνεύματα, κι άλλες δοξασίες. Ενώ χρησιμοποίησαν απλές αναφορές του πρώτου φιλμ (από τη σπασμένη πυξίδα του Τζακ μέχρι την αόριστη ύπαρξη του πατέρα του Γουίλ Τέρνερ) για να δημιουργήσουν μια αναμφίβολα περίπλοκη ιστορία με αρχαίες κατάρες, ζωντανούς θρύλους και διαρκώς αντικρουόμενες ηθικές και συμφέροντα. «Στο πρώτο φιλμ η ατραξιόν του πάρκου ήταν η πηγή των ιδεών, αλλά για το δεύτερο και τρίτο φιλμ πήγαμε πίσω στην πρώτη ταινία», έλεγε ο σεναριογράφος Τέρι Ρόσιο.

«Δεν θες να ακολουθήσεις τους ίδιους βηματισμούς με τους χαρακτήρες, δεν θες να τους δεις να κάνουν το ίδιο πράγμα», προσθέτει ο Τεντ Έλιοτ. «Στο πρώτο φιλμ υπήρχε μια ηθική αμφιβολία και θέλαμε να την εξερευνήσουμε. Θέλαμε να βάλουμε τον Τζακ Σπάροου σε μια κατάσταση όπου πρέπει να φέρει εις πέρας κάτι που θέτει τους στόχους του απέναντι σε εκείνους του Γουίλ και της Ελίζαμπεθ». Πράγματι, ενώ η πρώτη ταινία τελειώνει θριαμβευτικά με το ζευγάρι να φιλιέται και να σώζει τον Τζακ, στη θέση του “και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα”, οι σεναριογράφοι σκαρώνουν μια σεναριακή κατάσταση κατά την οποία και τα 3 αυτά μέλη του κεντρικού ηρωικού τριγώνουν, καταλήγουν με τον έναν τρόπο ή τον άλλον να αλληλοπροδίδονται διαρκώς, παραμένοντας ωστόσο μονίμως πιστοί στον βαθύτερο στόχο τους.

Ο Τζακ Σπάροου θέλει να απελευθερωθεί από τον Ντέιβι Τζόουνς και είναι διατεθειμένος να θυσιάσει ψυχές για να το κάνει, ανάμεσα στις οποίες και του Γουίλ (αλλά ξέρουμε πως τον συμπαθεί κατά βάθος), ο Γουίλ θέλει να απελευθερώσει τον πατέρα του από τα δεσμά του Ολλανδού κι αυτό τον φέρνει σε μια συμφωνία με τον διάβολο (κι ας αγαπάει την Ελίζαμπεθ), κι η Ελίζαμπεθ, γουέλ, καταλήγει κυριολεκτικά να στέλνει τον Τζακ στον θάνατό του στο φοβερό cliffhanger της ταινίας. Κι όλα αυτά ενώ κεντρικό ρόλο παίζει κι ο Τζέιμς Νόρινγκτον, ένας χαρακτήρας που 9 στους 10 σεναριογράφους θα είχαν ξεφορτωθεί μετά την πρώτη ταινία, αλλά καταλήγει να έχει ένα από τα πιο εντυπωσιακά arcs της τριλογίας.

***

Όλοι οι πειρατές πρέπει να πεθάνουν!!

Όλα ξεκινούν από μια θεματική τόλμη ως προς την συνέχιση του πρώτου φιλμ. Εκεί, ο Τζακ Σπάροου εκπροσωπούσε την σαφώς κάπως απελευθερωμένη και κουλ ιδέα του πειρατή, ενός ανθρώπου που ζει έξω τους κανόνες και τα δεσμά του όποιου κοινωνικού ιστού. Και μάλιστα, το γεγονός πως ο Τζακ δεν είναι στην ουσία ο πρωταγωνιστής της ταινίας, τον απελευθερώνει ακόμα περισσότερο ως χαρακτήρα. Δίχως την ανάγκη να “εξελιχθεί” κατά τον συμβατικό τρόπο, ενσαρκώνει με ακόμα μεγαλύτερη συνέπεια το πειρατικό ιδανικό του μοναχικού περιθωριακού καταφερτζή.

«Ο Τζακ λειτουργεί επειδή δημιουργεί τριβή απέναντι σε πράγματα», εξηγεί ο σκηνοθέτης Γκορ Βερμπίνσκι. «Δεν θες μια Τζακ Σπάροου ταινία. Είναι σα να έχεις ένα μιλκσέικ σκόρδου. Αυτός είναι το μπαχαρικό αλλά χρειάζεσαι πολλούς ευθείς χαρακτήρες [γύρω του]». Συνεχίζει: «Δεν έχει τις ίδιες υποχρεώσεις στην πλοκή με τον τρόπο που άλλοι χαρακτήρες έχουν. Περιφέρεται και κάπως επηρεάζει όλους τους άλλους».

Με το ξεκίνημα όμως του σίκουελ, τα πάντα έχουν ανέβει μερικές σκάλες έντασης. Εδώ το δίπολο ελέγχου-απελευθέρωσης αποτυπώνεται πιο θεσμικά, με την εισαγωγή του κεντρικού villain, τελικά, της τριλογίας, του Λόρδου Κάτλερ Μπέκετ (φανταστικά γλίτσας στο ρόλο ο Τομ Χόλαντερ), αφεντικού στην East India Trading Company η οποία για πάνω από 2 αιώνες δρούσε ανεξέλεγκτα και απάνθρωπα ως εργαλείο ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας και επεκτατικότητας, ελέγχοντας μέσω του εμπορίου την οικονομία και κατ’επέκταση την πολιτική μέχρι και την Ανατολική Ασία.

Όπως κι η αγορά, έτσι και το καθεστώς ελέγχου δεν αυτορυθμίζεται ποτέ φυσικά. Όταν ασκείς έλεγχο, τον χρησιμοποιείς για να ασκήσεις περισσότερο. Κι έτσι η ταινία (ένα φαν, καλοκαιρινό οικογενειακό μπλοκμπάστερ από την Disney) ξεκινά με αποπνικτικές σκηνές θανάτου και επιβολής, κατά τις οποίες κάθε έστω υποψία διασύνδεσης με πειρατές φέρει ως ποινή τον θάνατο, και τα δικαιώματα αρχίζουν το ένα μετά το άλλο να εξαφανίζονται καθώς τα όργανα της τάξης και του νόμου λαμβάνουν ουσιαστικά την ελευθέρας να δρουν ως δικαστές και εκτελεστές. Σε λίγο θα αμφισβητηθεί και το δικαίωμα στο συνέρχεσθαι.

Οι πειρατές φυσικά, όπως συμβαίνει διαχρονικά σε όλες τις ίδιες και αντίστοιχες περιπτώσεις και τακτικές, δεν είναι η ουσία ούτε ο αληθινός στόχος, παρά η αφορμή. Ο μπαμπούλας που δείχνει η εξουσία για να μπορεί να λέει «Να, εμείς γι’αυτό το κάνουμε». Στην πραγματικότητα, ο Κάτλερ Μπέκετ αυτό που επιθυμεί είναι ακόμα περισσότερο έλεγχος, που θα επιτευχθεί μέσω της απόκτησης της καρδιάς του Ντέιβι Τζόουνς. Κι άσε τον κόσμο να σφάζεται.

«Αυτό που μας αρέσει στους πειρατές είναι πως αντιπροσωπεύουν την ελευθερία», λέει ο Τεντ Έλιοτ. «Και η East India Company, ως τεράστια πολυεθνική corporation, αντιπροσωπεύει το τέλος της ατομικής ελευθερίας. Ορίζουν τον κόσμο όπως το επιθυμούν, και είναι πολλοί οι άνθρωποι που θα μείνουν απ’έξω. Όσο μεγαλύτερη κυριαρχία έχουν, τόσο λιγότερος χώρος υπάρχει για ανθρώπους σαν τον Τζακ Σπάροου».

Σε αυτή τη βάση, αυτό που επιχειρεί η ταινία είναι πραγματικά φιλόδοξο: Μια πειρατική ιστορία αντίστασης στην ιμπεριαλιστική εξάπλωση, παιγμένη όμως μέσω ηρώων κάθε άλλο παρά αγνούς, ηθικούς και ρωμαλέους. Με πειρατές που έχουν φλερτάρει ή και παραδοθεί σε μεταφυσικές κατάρες, άντρες νικημένους από τη φιλοδοξία τους ή συντετριμμένους από καταδικασμένους έρωτες. Με τη μελαγχολική φιγούρα ενός παγιδευμένου Μπιλ Τέρνερ, για τον οποίο ο Στέλαν Σκάρσγκαρντ αρκεί που περιφέρει τον θλιμμένα σκανδιναβικό εαυτό του. Με έναν γεμάτο άρνηση και θλίψη Ντέιβι Τζόουνς σχεδιασμένο εντυπωσιακά με CGI πλοκάμια για πρόσωπο αλλά και πάλι απολύτως διακριτό ως η φιγούρα και η κάθε έκφραση του Μπιλ Νάι.

Η απόφαση για την κατασκευή ενός 2-parter μεγα-σίκουελ έδωσε στους σεναριογράφους έναν τεράστιο λευκό καμβά και είναι τελικά πολύ υποτιμημένη η δουλειά που έκαναν σε αυτόν. Έφτιαξαν ένα γαϊτανάκι ιστοριών και κινήτρων που διαρκώς συναντώνται και συγκρούονται με κάθε πιθανό τρόπο, διαθέτοντας διαρκώς περιπετειώδη διάθεση και στέρεη ηθική βάση. Και, το αποκορύφωμα: Πακετάροντάς το όλο ως ένα ανεξάντλητα φαν σλάπστικ καρτούν που χτίζει στο ύφος και την αισθητική της πρώτης ταινίας αλλά φτάνοντας στα άκρα του τι μπορείς να κάνεις χορογραφώντας μια περιπέτεια με αληθινούς ανθρώπους.

Αν ο Γκορ Βερμπίνσκι είχε οπτικοποιήσει εντυπωσιακά όλες τις σκηνές δράσης της πρώτης ταινίας, στα δύο σίκουελ ξεπέρασε τον εαυτό του, αλλά ειδικά αυτό που κατορθώνει στο “Σεντούκι” θα έπρεπε να θεωρείται highlight του μπλοκμπάστερ κινηματογράφου, και όχι να χρειάζεται να το υπερασπιζόμαστε κιόλας! Πάμε λίγο παρακαλώ. Να πέσει το βίντεο.

***

Τροχοί, τριπλές ξιφομαχίες και κλουβιά οστών

Μετά τους πρώτους “Πειρατές” ο Γκορ Βερμπίνσκι συνέχισε την αλλοπρόσαλλη καριέρα του σκηνοθετώντας το ήρεμο δράμα “Weather Man” σε μια προφανή αποστολή να μην έχει σκηνοθετήσει ούτε μία ταινία που να μοιάζει με κάποια άλλη του. Δεν τα πήγε και πολύ καλά εκείνο το φιλμ και προφανώς μετά χαράς επέστρεψε στην οικογένεια των Πειρατών, έχοντας αυτή τη φορά και ένα πολύ μεγαλύτερο πρότζεκτ να διαχειριστεί.

Το έκανε δίχως να κρατηθεί ούτε στο ελάχιστο.

Υπάρχουν τουλάχιστον τρία εκπληκτικά set pieces δράσης διασκορπισμένα μες στην ταινία που λειτουργούν τόσο χάρη στην καρτούν σλάπστικ αισθητική που έχει αναπτύξει ο Βερμπίνσκι ήδη από την πρώτη ταινία, όσο και χάρη στο πόσο προσεκτικά γραμμένη είναι η εσωτερική πλοκή της κάθε μάχης. Αλλά περισσότερο απ’όλα, λειτουργούν χάρη στην τρομερή ματιά του Βερμπίνσκι ως προς την χορογραφία ΚΑΙ την χαρτογράφηση της δράσης.

Η όλη σεκάνς με τα κλουβιά οστών μοιάζει σαν κάτι που έχει ξεφύγει από καρτούν Μπαγκς Μπάνι. Η όλη ιδέα, περιγράφει ο Βερμπίνσκι, προήλθε ακριβώς από αυτή την ελεύθερη αναζήτηση της λογικής “και γιατί να μην γίνει αυτό;;”, όσο περίεργη διαδρομή κι αν γεννούσε πάντα το όποιο “αυτό”. «Υπήρχε μια σκηνή που ήταν μες στα κλουβιά και μετά απλώς αποδρούσαν», θυμάται ο Βερμπίνσκι.

Αλλά δουλεύοντας με τον Τζιμ Μπέρκετ, τον καλλιτέχνη των storyboards στα οποία βασίζεται τεράστιο μέρος της επιτυχίας του φιλμ, άρχισαν να αφμισβητούν τα πάντα. «Γιατί πρέπει να φύγουν από τα κλουβιά; Γιατί να μην δραπετεύσουν αλλά να πρέπει να κουβαλήσουν τα κλουβιά μαζί τους; Δεν μπορούν να βγουν έξω». Κάπως έτσι πήγε το σκεπτικό. «Κι εκεί σκεφτήκαμε το κρέμασμα και μετά τις κινήσεις κούνιας στον γκρεμό, και το να μην βγαίνουν αλλά να πρέπει να σηκώσουν τα κλουβιά τους στα χέρια και να τρέξουν μαζί τους και να κυλήσουν μέσα σε αυτά».

Η άλλη φανταστική σκηνή είναι στην παραλία με την τριπλή ξιφομαχία, άκρως αντιπροσωπευτική αυτής ακριβώς της τριγωνικής δραματουργίας που περιγράψαμε νωρίτερα στο κείμενο. Είναι ενδιαφέρον και αστείο, με τους καρτούν πειρατές να κλέβουν το σεντούκι και την Ελίζαμπεθ να μην τους αντέχει όλους. Και το όλο πράγμα να βρίσκεται στην καρδιά μιας τεράστιας πολυ-σεκάνς δράσης όπου τα πάντα διαρκώς αλλάζουν χέρια και όλοι οι χαρακτήρες αναγκάζονται να αλλάξουν συμμαχίες και στόχους.

«Οι ξιφομαχίες είναι κάπως εγγενώς βαρετές και δεν ξέρω πώς να κάνω μια ξιφομαχία καλύτερη από ό,τι έχω δει σε 100 άλλες ταινίες», παραδέχεται ο Βερμπίνσκι. «Αλλά όταν την βάζεις σε ένα τροχό, μπορείς να κάνεις παραλλαγές πάνω στο όλο πράγμα». Αναφέρεται ίσως στο απόλυτο highlight της ταινίας, μια σκηνή μάχης διαρκείας όπου ο Γουίλ, ο Τζακ και ο Νόρινγκτον βρίσκονται εναλλάξ μέσα σε ένα τροχό ξιφομαχώντας ενώ κυλάει ανεξέλεγκτα.

«Μετά πρέπει να εξελίξεις και να χτίσεις τη δράση ώστε να κορυφώνεται διαρκώς», λέει ο σκηνοθέτη. «Το να σκηνοθετείς όλο αυτό το πράγμα ήταν πιθανώς το δυσκολότερο [κομμάτι της ταινίας] επειδή κάθε πλάνο πρέπει να είναι τόσο συγκεκριμένο. Είχαμε γερανούς 180 ποδιών και κλουβιά οστών να κρέμονται και έπρεπε να είναι ηθοποιοί μέσα και υπήρχαν όλα τα ζητήματα ασφαλείας. Αλλά ο τροχός ήταν μια διαδικασία πολύ δυσκίνητη ως προς το “πώς βάζουμε τις κάμερες εκεί μέσα;”. Οι ηθοποιοί το μίσησαν, απλά μισούσαν το να είναι εκεί μέσα».

Τι είναι ο πόνος μπροστά στην τέχνη φυσικά. Αλλά πέρα από το όλο πρακτικό του ζητήματος, είναι εντυπωσιακά σχεδιασμένες σκηνές, μια πάντα σημαντική υπενθύμιση του πώς ακόμα και σε μεγάλου μπάτζετ οικογενειακά υπερθεάματα, η δράση οφείλει να έχει αισθητική, να έχει σενάριο, και να έχει σκηνοθετική σιγουριά στην χαρτογράφησή της. (Όχι πως έχει τρελή σημασία, αλλά η ταινία τιμήθηκε για αυτό το κομμάτι της. Κέρδισε Όσκαρ εφέ ενώ προτάθηκε για άλλα 3 τεχνικά.)

Μιλώντας για τη φύση της συνεργασίας του με τους σεναριογράφους, ο Βερμπίνσκι λέει πως θα δώσει μια ανάλυση της σκηνής και οι Έλιοτ και Ρόσιο θα γράψουν αναλυτικά και καθαρά ό,τι συμβαίνει, καθώς και τους χαρακτήρες και τους διαλόγους τους. «Το διασκεδαστικό κομμάτι είναι πως οι σεναριογράφοι θα πουν, “Και τότε ξεκινάει μια τριπλή ξιφομαχία και είναι μια φοβερή τριπλή ξιφομαχία”. Είναι κάπως σαν το “Η Ρώμη καίγεται”. Δεν περιγράφουν τη δράση». Εκεί αναλαμβάνει αυτός με τους φοβερούς storyboard συνεργάτες του.

«Σχεδιάζεις αυτά τα πράγματα σε μια χαρτοπετσέτο στο εστιατόριο και μετά φτιάχνεις τα storyboards ή τα μικρά thumbnails και προσπαθείς να τα εξηγήσεις στους παραγωγούς και το συνεργείο και σε κοιτάνε σα να είσαι παρανοϊκός», λέει ο Βερμπίνσκι.

Το μόνο παρανοϊκό στο “Σεντούκι του Νεκρού” είναι το πόσο εντυπωσιακά κατασκευασμένο είναι.

***

Την επόμενη βδομάδα: Η αρχική τριλογία των “Πειρατών της Καραϊβικής” ολοκληρώνεται με το δεύτερο μέρος του υπερφιλόδοξου αυτού πρότζεκτ, και την ταινία “At World’s End”.