ΠΟΤΟ

Η διαχρονική αξία της μπάρας

Ένας δημοσιογράφος του ΟΝΕΜΑΝ γράφει για την διαχρονικότητα και την ιδιαιτερότητα του σημαντικότερου σημείου σε ένα μπαρ.

Αυτές οι γραμμές γράφονται με το laptop να κάθεται μετέωρο στην μικροσκοπική μπάρα του ιστορικότερου μαγαζιού της Αθήνας. Δεν έχει σημασία το όνομά του, σημασία έχει ότι διαθέτει μια μπάρα αυθεντική, γνήσια, από αυτές που έχουν αρχίσει να χάνονται από την πόλη. Η μπάρα για πολλούς είναι απλά ένα μέρος να ακουμπήσουν το ποτό τους, άντε και τον αγκώνα τους. Εδώ θα αναλύσουμε πως στην ουσία η μπάρα είναι μια παραμόρφωση του ντιβανιού ενός ψυχολόγου.

 

Εντάξει, OK, έχει το κατάλληλο ύψος, έχεις την αμέριστη προσοχή του μπάρμαν και έχει και εκείνο να βάζεις τα πόδια σου που δεν ξέρω πως το λένε. Δεν είναι όμως αυτά τα επιφανειακά που κάνουν την μπάρα ξεχωριστή. Θυμάμαι όταν είχα πάει πρώτη φορά, έφηβος ακόμα, στο Galaxy είχα πάθει σοκ. Άντε πάλι η ίδια διευκρίνιση. Όχι στο Galaxy του Hilton, στο Galaxy στην στοά της Σταδίου που μπαίνεις μέσα και ζέχνει απλή, ατόφια μπαρίλα (αν ο νους σου πήγε στα μακαρόνια είσαι εκτός θέματος, πήγαινε σε άλλη ενότητα).

Που λες, μπαίνω στο Galaxy και βλέπω μόνο σκαμπό και μια μακρόστενη μπάρα. Τότε δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί δεν υπήρχε ούτε ένα τραπέζι. Μου είχαν κάνει και άλλα πράγματα εντύπωση, όπως ότι πολλοί άνθρωποι είχαν έρθει μόνοι τους. Κι αυτό το κατάλαβα μετά από χρόνια. Βέβαια αυτό που δεν κατάλαβα ποτέ είναι πως μπορούσε ο κύριος Γιάννης πίσω από την μπάρα να συνομιλεί ταυτόχρονα και με τους έξι θαμώνες που είχαν αγκαλιάσει αυτό το θεϊκό κομμάτι δέρματος που “γλείφει” την άκρη της μπάρας.

 

Από τότε πήγα πολλές φορές στο Galaxy. Πήγα πολλές φορές σε bar. Σχεδόν όλες έκατσα στην μπάρα. Αυτό το σημείο έχει κάτι το μαγικό. Μπορεί από την πλάτη σου να περάσει όλο το μπαρ αλλά εσύ έχεις βυθιστεί σε αυτόν τον μικρόκοσμό του όπου δεν σκέφτεσαι πολλά αλλά έχεις μια αίσθηση σα χαμένος στο διάστημα. Μπορεί να είναι και από τα ποτά που βάζει ο μπαρμαν ή τα σφηνάκια που κερνιέστε ο ένας με τον άλλον. Συνήθως όμως είσαι σε μια διαφορετική κατάσταση από το υπόλοιπο μαγαζί. Είσαι το κεντρικότερο αόρατο σημείο του μαγαζιού.

 

Στην μπάρα μπορείς να κάτσεις μόνος σου. Από το απόγευμα να πάρεις την εφημερίδα και να πιεις τον καφέ σου. Μπορείς όμως και το βράδυ μετά την δουλειά, να βγάλεις το σακάκι, να το κρεμάσεις και απλά να ζητήσεις ένα dry martini, shaken, not stirred. Θα μου πεις αυτό το ζήταγε ο James Bond, ναι αλλά πόσες φορές πήγε μόνος του και έκατσε σε μια μπάρα, θα σου πω. Τι περισσότερες, απαντάω μόνος μου. Δεν θα σε παρεξηγήσει κανένας αν κάτσεις μόνος σου, σε αντίθεση με το τραπέζι, όπου -ειδικά το βράδυ- μοιάζει λίγο μίζερο το να είσαι σαν την καλαμιά. Στην μπάρα πάντα υπάρχουν τριγύρω ομοιοπαθούντες, κι αν έχουν φύγει κι αυτοί πάντα υπάρχει ο μπαρμαν.

 

Εκεί έχεις κάτσει άπειρες φορές με τους φίλους σου και έχετε αναλύσει μέχρι και το γιατί πήρε κόκκινη ο Μπέκαμ στο παγκόσμιο ή πως βαράει τα φάουλ ο Κριστιάνος. Βέβαια αυτές οι συζητήσεις γίνονται μια φορά, τις περισσότερες συζητάτε για γυναίκες, γυναίκες, γυναίκες, δουλειές και λίγο γυναίκες. Οι άτιμες πάντα κάπου κολλάνε αλλά μην τους το πεις. Εκεί έχεις κλάψει όταν έφαγες χυλόπιτα, εκεί βάρεσες το χέρι σου όταν απολύθηκες, εκεί τσακώθηκες με τον φίλο σου, εκεί γέλασες μέχρι δακρύων από την μα-βλακεία που έκανε ο κολλητός σου. Κάπου εκεί, ανάμεσα σε γέλια και δάκρυα, πετάχτηκε και ο μπάρμαν και κέρασε μια γύρα σφηνάκια που χρωστούσε από πριν.

 

Όπως στην “Πτώση” του τελευταίου -με την σειρά που τους ανέφερα- όπου ο Ζαν-Μπατίστ Κλάμανς αγαπάει σε σημείο λατρείας τα μπαρ και τις μπάρες στο Άμστερνταμ με αγαπημένη του εκείνη στο μαγαζί με το όνομα “Μέξικο σιτι”. Αυτό είναι το μέρος που ξεδιπλώνει μέσα από την δικιά του ιστορία, ταμπεραμέντο και θεωρίες ζωής. Εκεί, στην μπάρα, είναι που ο καθένας ξεδιπλώνει τον εαυτό του και ακούει τους άλλους εαυτούς τριγύρω. Και σε αυτό το μικροπεριβάλλον που στήνεται καθημερινά, σχεδόν ποτέ δεν έχει σημασία αν τον γνωρίζεις τον διπλανό σου ή όχι. Περισσότερο σημασία έχει αν θες να μιλήσεις ή όχι.

Κι όμως τέτοια μπαρ, με τέτοιες μπάρες έχουν αρχίσει να εξαφανίζονται. Και ας μην γελιόμαστε, την μπάρα δεν την κάνει ούτε το ξύλο, ούτε το σουβέρ, ούτε το δέρμα στην άκρη -άσχετο αν είναι μια μαγεία όταν το έχει. Την μπάρα την κάνει ο μπάρμαν και στις μέρες μας όλο και λιγότεροι είναι εκείνοι που θα μετατρέψουν την μπάρα σε ένα όρθιο ντιβάνι για όποιον επιθυμεί να κάτσει. Το πρόβλημα είναι ότι όταν βρίσκεις τέτοια μαγαζιά, ελοχεύει ο κίνδυνος να τα ανακαλύψουν οι λάθος άνθρωποι. Όχι λάθος για το μαγαζί. Αυτό δεν υπάρχει σχεδόν ποτέ. Λάθος για σένα που εκεί έχεις δημιουργήσει τον χώρο σου.

(φωτό: Manteau Stam/Culinary Backstreets)

Τέτοιες μπάρες έχουν το Au Revoir, το Galaxy, ο Ιπποπόταμος στο κέντρο, ο Λώρας στην Μαβίλη, το Αμερικάνικο στον Πειραιά ή το Witzwort στον Άλιμο και κάθε μικρό και ζεστό μπαρ της γειτονιάς που μαζεύει χρόνια τους ίδιους και τους ίδιους αλλά οι ιστορίες που ακούς είναι πάντα διαφορετικές και ατέλειωτες.

Ιστορίες που μόνο σε μια μπάρα θα ακούσεις και μόνο σε μια μπάρα θα πεις.