Evening Standard/Getty Images
ΠΟΤΟ

Ο Tennessee Williams λάτρευε τα cocktails περισσότερο και από τα έργα του

Η ζωή του διάσημου συγγραφέα ήταν γεμάτη με ταξίδια και αλκοόλ. 

Το 1940, ο φημισμένος θεατρικός συγγραφέας Tennessee Williams βρισκόταν στο ξενοδοχείο Hotel Costa Verde στο Ακαπούλκο του Μεξικού. Όταν τον ενημέρωσαν ότι η προκαταβολή  από το Theatre Guild ότι τα πνευματικά δικαιώματα για το έργο του Battle of Angels είχαν καθυστερήσει, βρέθηκε σε πανικό. Τα χρήματα «καθυστέρησαν μυστηριωδώς και χάθηκαν μέσα σε άλλα γράμματα που έπρεπε να έχουν έρθει», έγραψε αργότερα ο Williams στα απομνημονεύματά του, με τον τίτλο Memoirs.

Τότε είναι που ο Williams ξεκίνησε να δουλεύει πάνω στο θεατρικό έργο Stairs to the Roof. Το Hotel Costa Verde στο οποίο διέμενε ήταν γεμάτο από Ναζί και πρόσφυγες πολέμου, κάτι το οποίο τον ενέπνευσε για να γράψει μια μικρή ιστορία που αποτέλεσε τη βάση για το φημισμένο έργο του 1959, Night of the Iguana. «Μεξικάνικα αγόρια έπιασαν ένα ιγκουάνα και το κρέμασαν από τη βεράντα, με σκοπό να παχύνει για να έχουν περισσότερο φαγητό. Το αξιοσημείωτο είναι ότι κανείς δεν το ελευθέρωσε ποτέ», παραδέχτηκε στην αυτοβιογραφία του. Μέχρι να φτάσει η επιταγή με την προκαταβολή είχε αρκετό χρόνο στη διάθεσή του, και όταν δεν έγραφε, τον περνούσε στο μπαρ απολαμβάνοντας Rum n’ Coco.

«Είναι ένα longdrink βγαλμένο από τα όνειρά, το πιο απολαυστικό ποτό που έχω απολαύσει ποτέ». Ο Williams και ένας συγγραφέας φίλος του πέρναγαν τις βραδιές τους σε αιώρες πίνοντας Rum n’ Coco «μέχρι που τα αστέρια του Σταυρού του Νότου… άρχισαν να τρέχουν τρελά σαν τις πυγολαμπίδες που παγιδεύονται σε μπουκάλι».

Μία παρόμοια σκηνή λαμβάνει χώρα στο έργο του Night of the Iguana. Ο πρωταγωνιστής του έργου μαθαίνει από τον διευθυντή του ξενοδοχείου ότι η πίστωση στον λογαριασμό του έχει εξαντληθεί, οπότε εκείνο το βράδυ αυτός και ο φίλος του «ήπιαν παραπάνω από το συνηθισμένο Rum n’ Coco, ένα ποτό που παρασκευάζεται σε ένα κέλυφος καρύδας κόβοντας το ένα άκρο με μία ματσέτα και περιέχει ανάμειξη του χυμού της καρύδας μαζί με ρούμι, λίγο χυμό λεμονιού, λίγο ζάχαρη και λίγο σπασμένο πάγο».

Αυτή η σκηνή, με μικρές παραλλαγές μπορεί να τη βρει κανείς σε πολλά έργα του Williams, όπως στο βραβευμένο A Streetcar Named Desire και στο Cat on a Hot Tin Roof. Πολλά από τα πιο διάσημα έργα του περιλαμβάνουν πολύ ποτό και μέσα αναλύονται εκτενώς οι επιπτώσεις του στις ανθρώπινες σχέσεις και αλληλεπιδράσεις. Είναι άλλωστε γνωστό ότι ο Williams βασίστηκε στις προσωπικές του εμπειρίες για να εμπλουτίσει τα έργα του και του άρεσε αρκετά να πίνει, μερικές φορές σε υπερβολικό βαθμό. 

Η αγάπη του για το αλκοόλ είναι και ο λόγος που λάτρεψε τη Νέα Ορλεάνη και τον πνευματικό πολιτισμό της. Ο Williams, ο οποίος γεννήθηκε πριν από 110 χρόνια τέτοιο μήνα -συγκεκριμένα στις 26 Μαρτίου του 1911-, έζησε για αρκετό καιρό στη Νέα Ορλεάνη. Το φθινόπωρο του 1947, ενώ εργαζόταν πάνω στο αριστούργημά του Streetcar, για το οποίο θα κέρδιζε αργότερα το βραβείο Πούλιτζερ, «απέκτησα ένα από τα ωραιότερα διαμερίσματα που έχω κατοικήσει ποτέ… κοντά στη γωνία του Αγίου Πέτρου και της Βασιλικής» στη Γαλλική Συνοικία όπως έγραψε στα απομνημονεύματα του.

«Δούλευα από νωρίς το πρωί μέχρι νωρίς το απόγευμα και, στη συνέχεια, ξεπερνούσα όλες τις δυσκολίες της δημιουργικότητας μου στη γωνία ενός μπαρ που ονομάζεται Victor και για να αναζωογονηθώ έπινα ένα θαυμάσιο ποτό που ονομάζεται Brandy Alexander, που ήταν η σπεσιαλιτέ του μπαρ. Πάντα διάλεγα το If I Didn’t Care των Ink Spots να παίζει στο jukebox ενώ έπινα το Alexander».

Σήμερα, το Victor’s είναι πλέον το Chartres Room (601 Chartres Street). Το Brandy Alexander, το οποίο είναι ένα κρεμώδες aperitif ποτό, φτιαγμένο από κονιάκ (ή μπράντυ), creme de cacao και κρέμα γάλακτος, πιθανότατα δημιουργήθηκε στη Νέα Υόρκη γύρω στο 1910 και ταξίδεψε στα μπαρ για δεκαετίες. Ένα άλλο αγαπημένο cocktail του Williams που το απολάμβανε στη Νέα Ορλεάνη, ήταν το αθάνατο Sazerac, το οποίο έπινε στο Carousel Lounge στο λόμπι του Hotel Monteleone.

Για το Sazerac έχουμε μιλήσει ξανά και αποτελεί ένα classic που διεκδικεί τον τίτλο του παλαιότερου cocktail στην ιστορία. Τα συστατικά του περιέχουν Peychaud’s Bitters και αυτό από μόνο του αποτελεί μια σύμπτωση για την πορεία της ζωής του Williams. Κάποια στιγμή στη ζωή του είχε αγοράσει μια κατοικία στην οδό 727 Toulouse (τώρα μέρος του ιστορικού ξενοδοχείου Maison de Ville), στο οποίο είχε ζήσει ο φαρμακοποιός Creole, Antoine Amedée Peychaud, και  δημιουργός της επωνυμίας bitters, που είναι όπως είπαμε απαραίτητο συστατικό για τη δημιουργία ενός Sazerac.

Όπως πολλοί άλλοι συγγραφείς, ιδίως οι F. Scott Fitzgerald και Ernest Hemingway, ο Williams ήταν επίσης λάτρης του Daiquiri. Το διάσημο cocktail έκανε την εμφάνισή του στο έργο που έγραψε ο Williams το 1958 με τίτλο Last Summer και παίχτηκε στους κινηματογράφους το 1959 με πρωταγωνιστές την Elizabeth Taylor, την Katharine Hepburn και τον Montgomery Clift.

Η μοναδική φορά που συναντήθηκαν Williams και ο Hemingway ήταν στο θρυλικό μπαρ της Αβάνας, Floridita όπου σίγουρα απόλαυσαν αρκετά Daiquiris Papa Doble. Στο Memoirs, σημειώνει ότι ο Hemingway «δεν θα μπορούσε να ήταν πιο γοητευτικός. Ήταν ακριβώς το αντίθετο από αυτό που περίμενα … ένας πολύ ανδρικός, σούπερ-macho τύπος, πολύ εκφοβιστικός και χονδροειδής λόγος. Αντίθετα, ο Hemingway με εντυπωσίασε ως κύριος που φαινόταν να έχει μια πολύ συγκινητική ντροπαλή ποιότητα».

Όμως, από όλα τα ποτά του Williams, η πραγματική του μούσα ήταν το Dry Martini (double dry, για να είμαστε ακριβείς). Ο μακροχρόνιος συνεργάτης του, σκηνοθέτης Ελία Καζάν, υπενθύμισε ότι «η δουλειά είναι αυτή που κράτησε τον Tennessee Williams. Η ρουτίνα του κάθε πρωί ήταν συγκεκριμένη και τίποτα δεν μπορούσε να την αλλάξει. Σηκωνόταν, σιωπηλός και απόμακρος από όποιον τυχαίνει να είναι μαζί του, ντυνόταν με ένα μπουρνούζι, έφτιαχνε ένα double dry martini, έβαζε ένα τσιγάρο στο στόμα του και καθόταν στη γραφομηχανή του. Έτσι ήταν η ζωή για τον Tennessee Williams».

Πολλές φορές το Martini θα βοηθούσε τον Williams να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες των αεροπορικών ταξιδιών. Κατά τη διάρκεια μιας πτήσης το 1954, έγραψε στα Memoirs του ότι είχε προετοιμαστεί με δυόμισι Martinis, τόσο πριν όσο και μετά την πτήση. Αυτή η δεύτερη δόση, που ελήφθη στο μπαρ του αεροδρομίου μετά την προσγείωση, του έδωσε «μια ευχάριστη διαδρομή στο ξενοδοχείο, ευχαριστώντας τον Θεό σε κάθε ίντσα του δρόμου».