ΦΑΓΗΤΟ

«Ψάρι ή κρέας;»

Μια ερώτηση που ξεκινάει την πιο μεγάλη διαμάχη στην ιστορία της παρέας. 

Όταν λέμε ότι ΝΑΙ (!) χρειαζόμαστε μια αλλαγή από το να ψάχνουμε που θα πάμε πάλι για να φάμε έξω, να κάνουμε εγκαίρως κράτηση και να σπαταλήσουμε παραπάνω από την ενέργεια που χρειάζεται για ένα φαγητό, τότε το σπιτικό Παρασκευιάτικο δείπνο μοιάζει με την απόλυτη επιλογή.

Άψογο τελετουργικό, όσο τίποτα στον κόσμο, ακυρώνοντας περίφημα όλους εκείνους που λένε ότι αν δεν βγεις από το σπίτι για να διασκεδάσεις είναι σαν να μην πέρασες καλά. Κι όμως, ακόμα ένα λάθος προ των πυλών είναι εδώ. Γιατί δεν έχει σημασία αν βγήκες. Σημασία έχει αν μπήκες σε Friday mode. Η’ αλλιώς Παρασκευούλα ζάχαρη, Παρασκευούλα μέλι!

«Τι ωραίο παρεάκι είναι αυτό!», αναφωνεί ο Μάνος κι ένα μεγάλο χαμόγελο απλώνεται στο πρόσωπό του, κάθε φορά που μας βλέπει να μαζευόμαστε σαν μικροί μαθητές γύρω από μια vintage, ξύλινη ροτόντα – έτοιμοι να «καταβροχθίσουμε» κάθε νέα γαστρονομική γνώση που σιγοψήνεται στο φούρνο. Το καθιερωμένο, «ιερό», dinner της παρέας κάθε Παρασκευή έχει μια και μόνο μαγική συνταγή. Την ίδια την παρέα. Κι αυτό είναι που του δίνει την ιερότητά του. Σε ένα κόσμο που βασίζεται σε «στιγμιότυπα», παροδικά stories και στιγμιαίους καφέδες, το τραπέζι της Παρασκευής έχει κερδίσει, με το πέρασμα του χρόνου, μερικές φωτεινές, έξτρα ώρες που «τρέχουν» ανεξάρτητες γύρω από τον κύκλο του ρολογιού. Σαν κάθε φορά να ανοίγουμε, στο τέλος της εβδομάδας, μια πόρτα για τη δική μας γαστρονομική «Νάρνια».

Στη μυθική μας χώρα, όλα τα φανταστικά στοιχεία έχουν γεύση. Μου αρέσει να πιστεύω ότι αυτά τα γεύματα είναι κάτι στο οποίο μπορούμε να βασιζόμαστε, κάτι που αξίζει να περιμένουμε, κάτι σαν τον απαράβατο κανόνα μας, το εβδομαδιαίο «μασάζ» της ψυχής. Αλλά ισχύει και το αντίθετο: ένας λόγος που τα αγαπάμε είναι ότι, βαθιά μέσα μας, ξέρουμε ότι δεν θα είναι για πάντα. Τις Παρασκευές, στην ερώτηση τι θα μαγειρέψουμε δεν έχει ιδιαίτερη σκέψη. Ένας λόγος παραπάνω στην απάντηση, όπου θα μαζευτούμε, θα μοιραστούμε, θα γελάσουμε και θα μαλώσουμε με το στάνταρ παρεάκι. Φτάνει που θα νιώσουμε λίγο… σπίτι. Εντάξει, ψέματα λέω. Μας ενδιαφέρει – και μάλιστα πολύ – το τι θα φάμε – εντελώς όμως! Και κάπου εδώ είναι που ξεκινάει η σημερινή διαμάχη, δίχως κανένα τέλος και αδιανόητα debate.

«Τελικά, ψάρι ή κρέας;», τους ρωτάω στο τηλέφωνο.

Ψάρι ο Μάνος, κρέας η Ιωάννα. Ψάρι η Έλενα, κρέας ο Ηλίας. Κι ο κλήρος φυσικά πέφτει σε εμένα, που καλούμαι να ετοιμάσω το αποψινό τραπέζι. Το μόνο που ξέρω (είναι ότι δεν ξέρω τίποτα) και πως τα φρέσκα, ζεστά, στρογγυλά ψωμάκια θέτουν πάντα την έναρξη του γεύματος. Στην κοινή συνομιλία επικρατεί μια τρέλα. Οι μεν έχουν βγάλει τα ψαροντούφεκα και οι δε τα τσιγκέλια και τις σούβλες. ΤΟ ΧΑΟΣ.

«Μια ζουμερή μπριζολίτσα νικάει μύδια, στρείδια και τσιπούρες, έλα παιδιά.».

«Βρε το ψαράκι είναι εκλεκτό, χάρη μας κάνει που έρχεται φρέσκο – φρέσκο στο τραπέζι μας. Μας φορτώνει και ωμέγα τρία. Μην είστε μπανάλ.».

«Παιδιά, τα ψαρικά είναι σαλάτα. Κυρίως πιάτο δεν θα ‘χει;».

«Πότε φάγαμε τελευταία φορά ψάρι; Ποτέ. Γιατί το ψαράκι δεν είναι σουβλάκι ρε παιδιά, πώς να το κάνουμε; Το καλομαγειρεμένο ψάρι είναι ιδέα.».

«Τώρα δηλαδή εσείς που θέλετε ψάρι, δεν πεινάτε; Δεν σκέφτεστε δύο-τρεις-πέντε-δέκα μοσχαρίσιες μπριζολίτσες με πατάτες τηγανητές ΟΛΗ ΜΕΡΑ;»

Κλείνω τη συνομιλία και πετάω το κινητό στην άλλη άκρη του τραπεζιού, τρομοκρατημένος. «Αυτοί θα φάνε εμένα στο τέλος», σκέφτομαι. Αρπάζω την επαναχρησιμοποιούμενη τσάντα γενναίου μεγέθους και ξεκινάω για τα Lidl, όπου θα συνδυάσω μαναβική, κρέας, ψάρι και ό,τι άλλο εμπνευστεί ο σεφ μέσα μου.

Ένα ωραιότατο, άψογα σφραγισμένο σε προστατευτική συσκευασία, φρέσκο, ελληνικό φαγκρί μου κλείνει το μάτι. Το φαντάζομαι καλοψημένο με το λεμονάκι, τον άνηθο και το κρεμμυδάκι του και είναι σαν να ακούω ήδη τα «μμμ» των απαιτητικών ψαροφαγάδων. Και πιο δίπλα, στα ψυγεία με τα φρέσκα κρέατα, κάτι ζουμερές μπριζόλες φαίνονται πανέτοιμες να κολυμπήσουν σε παρθένο ελαιόλαδο, μαριναρισμένες με φρέσκια ρίγανη και χοντρό αλάτι. Τοποθετημένες αεροστεγώς σε συσκευασίες που διατηρούν τη φρεσκάδα και την ποιότητα τους, καταφτάνουν απευθείας από Έλληνες παραγωγούς σε όλα τα Lidl! Χοιρινές ή μοσχαρίσιες; Ή μήπως χοιρινές και μοσχαρίσιες; Δεν αντέχω άλλα διλήμματα σήμερα.

Βγαίνω καμαρωτός από το κατάστημα με γεμάτα χέρια και όλα όσα κουβαλώ «υπογράφουν» τη σημερινή συνθήκη ειρήνης με τον πιο γευστικό γραφικό χαρακτήρα. Η ώρα πλησιάζει, το κουδούνι χτυπά, το ‘ποπ’ του μπουκαλιού σημαίνει την εκκίνηση. Το τραπέζι έχει απ’ όλα. Πέντε καλούς φίλους, μπόλικη αγάπη, ένα μπουκάλι γευστικό Ασύρτικο Σαντορίνης για το ψαράκι, αλλά και ένα βελούδινο Ξινόμαυρο για το κρέας από την κάβα των Lidl. Ευγνωμοσύνη, σκέφτομαι, είναι μια λέξη που θα ταίριαζε απόλυτα για τον τόπο που ζούμε. Ας μην το ξεχνάμε αυτό. Ίσως τελικά το να βγαίνεις «μέσα» είναι το νέο έξω. Έχουμε εμπειρία άλλωστε από αυτό. Αλλά όπως όλα τα πράγματα στη ζωή, εξαρτάται από ποια οπτική τα βλέπεις.

Γιατί κάθε Παρασκευιάτικο τραπέζι με την παρέα, αξίζει. Κι αξίζει τα καλύτερα. Βγαίνουμε μέσα λοιπόν, είναι το νέο μου σύνθημα. Λέω να το μοιραστώ με την παρέα. Καλό σας βράδυ και καλό Σαββατοκύριακο!