ΦΑΓΗΤΟ

Στο Alati της Σιγκαπούρης θα βρεις την πιο νόστιμη εκδοχή της Ελλάδας

Σαν το γαλατικό χωριό που αντιστεκόταν στον κατακτητή, το Alati, ένα ελληνικό εστιατόριο στην καρδιά της Σιγκαπούρης, κρατάει γερά τις πύλες της γεύσης και της απόλαυσης σε μια πόλη που μοιάζει να μην κλείνει ποτέ τα ρολά.

Το business district της Σινγκαπούρης, αυτής της όμορφης πόλης-κράτος των 5μιση εκατομμυρίων κατοίκων, είναι ένα μέρος που έχει όλα τα στοιχεία μιας πολυσύχναστης και πολύβοης business συνοικίας. Αλλά ταυτόχρονα έχει και εκείνη την απόκοσμη γαλήνη που συναντάς στις μεγαλουπόλεις. Όταν στέκεσαι σε μια γωνιά και κοιτάς τον κόσμο να κινείται γύρω σου με γοργούς ρυθμούς, αδύναμος να τους ακολουθήσεις.

Η Amoy street δεν έχει πολλούς ουρανοξύστες και αμέτρητα κτίρια γραφείων στο μεγαλύτερο κομμάτι της. Έχει κυρίως μικρές επιχειρήσεις, εστιατόρια και σπίτια σε ένα λευκό καμβά που σπάει από πολύχρωμα παράθυρα και όμορφες επιγραφές. Όχι, δεν είναι ένα τουριστικό σημείο αυτό στο οποίο βρίσκεται το Alati Divine Greek Cuisine. Παρότι δίπλα του βρίσκονται μισελενάτα εστιατόρια και bar που αποτελούν από μόνα τους λόγο επίσκεψης της Σιγκαπούρης. Ευτυχώς για τους περιοίκους του εστιατορίου, η αισθητική του ταιριάζει απόλυτα με την συνολική αρμονία της πόλης αυτής. Μιας πόλης που μένει συνειδητά μακριά από την κιτς υπερβολή και τα τερατουργήματα άλλων ανάλογων πόλεων στα βάθη της Ασίας.

Το “γιατί να ανοίξεις ένα ελληνικό εστιατόριο στην Σιγκαπούρη” είναι μία ερώτηση που κλήθηκαν να απαντήσουν πολλές φορές οι Γιάννης Σεμιτέκολο και Γιάννης Μάλλιος πίσω στο 2015 όταν ξεκινούσαν τη δική τους περιπέτεια στην περιοχή. Σχεδόν 5 χρόνια μαθημάτων και εμπειριών αργότερα, μπορούν πλέον να γράψουν οι ίδιοι ένα εγχειρίδιο για το “πώς να ανοίξεις με επιτυχία ένα ελληνικό εστιατόριο οπουδήποτε στον πλανήτη”.

Αλλά δεν είμαστε εδώ για μαθήματα επιχειρηματικότητας. Είμαστε εδώ να μιλήσουμε για γεύση και μάλιστα με ονοματεπώνυμο. Ο Αλμπέρτο Σιμιλλίδης, τον οποίο έχουμε συναντήσει κατά σειρά στα αθηναϊκά Common Secret, Odori Vermuteria di Atene, The Clumsies, Senios αλλά και σε δύο βερολινέζικες κουζίνες, κλείνει σε δύο μήνες τον πρώτο του χρόνο παρουσίας στο τιμόνι του εστιατορίου Alati. Και για εκείνους που τον γνωρίζουν μαγειρικά ή και προσωπικά, η κοινή παραδοχή είναι ότι είναι ένα λαμπρότατο παράδειγμα της νέας γενιάς των Ελλήνων σεφ. Ένας άνθρωπος με τεράστια όρεξη για δουλειά, ανοιχτό μυαλό για προκλήσεις και δημιουργία αλλά και χαρακτήρα που τον έκανε τρομερά αγαπητό σε όποια κουζίνα κι αν βρέθηκε.

Σκοπός της παρουσίας του σε ένα εστιατόριο στην Σινγκαπούρη; Μα φυσικά να δημιουργήσει ελληνικές γεύσεις, ιδανικές για την αγορά της Σιγκαπούρης αλλά και για να πειραματιστεί με όσα θα γνωρίσει εκεί. Μόνο που όταν φτάσαμε να δοκιμάσουμε τον κατάλογο που ετοίμασε για το Alati, γρήγορα αντιληφθήκαμε  ότι το συγκεκριμένο project δεν ανταγωνίζεται απλά τα ελληνικά εστιατόρια του εξωτερικού, όπου κι αν βρίσκονται στον πλανήτη, αλλά θέτει το δικό του ορόσημο ελληνικής δημιουργικής κουζίνας, σαν να βρισκόταν επί ελληνικού εδάφους. Κι αν κρίνουμε από τα τραπέζια αυτού του – κυκλαδίτικης αισθητικής – εστιατορίου, που είναι γεμάτα τόσο το μεσημέρι στο business lunch break όσο και το βράδυ που τα γραφεία αδειάζουν, το πείραμα, τουλάχιστον για την Σιγκαπούρη έχει πετύχει. Ειδικά αν σκεφτείς ότι ο ανταγωνισμός τους σε αυτή τη σχετικά μικρή για πρωτεύουσα είναι περισσότερα από 11.000 εστιατόρια.

Η γευστική δοκιμή δεν έγινε δυστυχώς στο ίδιο το Alati αλλά στο σπίτι του Αλμπέρτο Σιμιλλίδη στην Αθήνα, σε μία σύντομη επίσκεψή του στη χώρα μας προ κορωνοϊού. Παρέα με εκλεκτούς φίλους γευσιγνώστες, δημοσιογράφους και λάτρεις της γεύσης, δοκιμάσαμε 6 με 7 πιάτα από τον κατάλογο του εστιατορίου. Κάθε ένα και μια μικρή ιστορία για το πώς οι ελληνικές γεύσεις μπορούν όχι απλά να σταθούν αλλά και να πρωταγωνιστήσουν σε οποιαδήποτε χώρα.

Δίπλα σε λαλάγγια, ελιές και νόστιμα dip, ήρθε το πρώτο πιάτο, το οποίο φώναζε από μακριά “καλοκαίρι”. Μια νόστιμη, τραγανή και ζουμερή κροκέτα τυριού πάνω σε καρπούζι και σάλτσα δυόσμου. Ιδανικός συνδυασμός κάθε εποχή, αγαπημένη γεύση που φέρνει αναμνήσεις από ελληνικό καλοκαίρι αλλά με έναν πολύ εκλεπτυσμένο και εστιατορικό τρόπο.

Στην συνέχεια δοκιμάσαμε τη δική τους εκδοχή για “καμμένα λαχανικά” με πρωταγωνιστή το κουνουπίδι που φοριέται πολύ φέτος αλλά και καλοψημένα ζουμερά κομμάτια χαλούμι. Με την τάση αυτή του καψίματος να υπηρετείται σωστά σε μια μορφή σαλάτας, ελαφριάς και δροσερής λόγω dressing και συνάμα ενδιαφέρουσας χάρη στο ελαφρύ κάψιμο των λαχανικών.

Δροσερή και πολύ ευχάριστη στο στόμα ήταν και αυτή η εκδοχή της Αθηναϊκής που δοκιμάσαμε με δύο διαφορετικά ψάρια, το λαυράκι και το μυλοκόπι, να πρωταγωνιστούν.

Και σε αυτό το σημείο ήρθε η ώρα για ένα μικρό σημαντικό διάλειμμα. Γιατί ασχέτως γεύσης και τελικού αποτελέσματος, η πρώτη είδηση που ανέβασε το Alati στα μάτια μας από νωρίς, ήταν το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των πρώτων υλών που χρησιμοποιούν στο εστιατόριο, όπως φυσικά και τα ψαρικά, ταξιδεύουν από την Ελλάδα μέχρι την Σιγκαπούρη για να φτάσουν στα χέρια του Αλμπέρτο και της ομάδας του και να καταλήξουν σε πιάτα.

Κι είναι αυτή η μικρή αλλά τόσο σημαντική λεπτομέρεια που κάνει μια τεράστια διαφορά σε ό,τι κι αν τρως και θέλει να αποδώσει μια γεύση του τόπου μας. Η αγορά της Σιγκαπούρης και η στρατηγική της θέση στο χάρτη, επιτρέπουν στους ιδιοκτήτες να κάνουν αυτό το θαρραλέο και δύσκολο βήμα. Γιατί όποιος νομίζει ότι είναι απλό να ταξιδέψεις πρώτη ύλη στην άλλη άκρη της υφηλίου, είναι μάλλον τρελός.

Αλλά είχε έρθει η ώρα για ένα από τα highlights. Μια πραγματικά πεντανόστιμη λαδένια, με σωστό ψήσιμο και καψάλισμα, υπέροχα υλικά αλλά και σκουμπρί στην κορυφή να ολοκληρώνει τη γεύση. Ένα πιάτο που θα συνόδευες με κάποιο απόσταγμα τσίπουρου ή λευκό κρασί ξανά και ξανά σε κάθε γεύμα.

Μόνο που μετά τη λαδένια, η συνέχεια ήταν ακόμα καλύτερη. Ναι, είναι κλισέ να έχεις σουβλάκι σε ένα ελληνικό εστιατόριο στο εξωτερικό αλλά αυτή η εκδοχή τις νικά όλες. Μια λεπτή χειροποίητη πίτα γεμάτη δροσερά λαχανικά και ευρηματική σως, έκρυβε μέσα της καλομαγειρεμένα και ζουμερά κομμάτια από χταπόδι τα οποία εναλάσσονταν στο στόμα με μοσχάρι wagyu. Σε έναν πραγματικά μοναδικό συνδυασμό που νιώθεις ότι πήγαν χαμένα τα χρόνια πριν να τον γνωρίσεις.

Ο αποχαιρετισμός έγινε πάνω από κομμάτια ζουμερής πορτοκαλόπιτας με παγωτό αλλά και πάνω από μία πεντανόστιμη lemon πάβλοβα.

Κι έτσι για λίγο ζηλέψαμε που δεν είχε στηθεί το αντίστοιχο τραπέζι στην Σιγκαπούρη. Όχι απλά για να είμαστε εκεί αλλά για να δούμε τον Αλμπέρτο να φορά την ποδιά στην κουζίνα που βρίσκεται καθημερινά, να πιούμε ένα απόσταγμα παρέα με τον Γιάννη Σεμιτέκολο που ζει μόνιμα εκεί, εδώ και τρία χρόνια, αλλά και να περπατήσουμε βράδυ την Amoy street, αναλογιζόμενοι πόση Ελλάδα μπορεί να χωρά αυτό το μικρό στενό στην άλλη άκρη της γης.