ΚΑΦΕΣ

Εσένα πως αλλάζει η μέρα σου;

Πέντε δημοσιογράφοι του Oneman σερβίρουν ελληνικό καφέ και αναλύουν γιατί τους αλλάζει την ημέρα τους στην πρώτη γουλιά.

Ελληνικός καφές. Δυο λέξεις που έχουμε συνδέσει με το πρωινό ξύπνημα. Ένα απολαυστικό άρωμα που μας ξυπνάει αναμνήσεις και κατέχει μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά μας. Ο Λουμίδης Παπαγάλος, που υπάρχει εδώ και 100 χρόνια σε κάθε ελληνικό σπίτι, έχει καταφέρει να συνδέσει το παρελθόν, με το παρόν και να ενώσει γενιές και ανθρώπους, καταστάσεις και στιγμές.

Αυτή η αυθεντικότητα μιας κούπας ελληνικού καφέ είναι ικανή να σμίξει παρέες, να χαρίσει θετική διάθεση, να κάνει ανθρώπους να ανοιχτούν και να μοιραστούν όλα τα εύκολα, αλλά και τα δύσκολα κομμάτια της ζωής τους.

Γι’ αυτή την κούπα ενός ελληνικού καφέ μιλήσαμε κι εμείς. Βάλε έναν ‘Λουμίδη Παπαγάλο‘ να ζεσταίνεται στο μπρίκι και κάτσε να στα πούμε.

Το καλύτερο ξεκίνημα της ημέρας για τη Νίκη Μπάκουλη

Καλά τα trends, ακόμα καλύτερη η καφεΐνη -για να μπορούμε να λειτουργούμε ως άνθρωποι-, αλλά σαν τον ελληνικό καφέ δεν έχει. Literally.. Παλιότερα δεν ήθελα να ακούσω για ελληνικό καφέ και αλλά όταν ήπια την πρώτη γουλιά από τον ελληνικό που μόλις μου είχε ετοιμάσει η φίλη μου, αμέσως θυμήθηκα τα καλοκαίρια των παιδικών μου χρόνων, στο σπίτι των συγγενών μου στην Κατερίνη, όπου καθημερινά ξυπνούσα με το άρωμα του ελληνικού καφέ -το οποίο ‘ταξίδευε’ από το γκαζάκι της θείας στην κουζίνα και ‘γέμιζε’ όλο το σπίτι. Ίσως και να παραμένει ο μόνος τρόπος που με ξυπνούσαν και δεν με ενοχλούσε, με τη μυρωδιά να γίνεται στο μυαλό μου, ένα με τη λέξη ‘οικογένεια’. Και ‘σπίτι’.

Έτσι νιώθω ακόμα, όταν πηγαίνω διακοπές με φίλους που ξεκινούν τη μέρα τους με μια κούπα ελληνικό καφέ. Μόλις εισβάλλει το άρωμα στο χώρο, ξέρω πως έχει μόλις ξεκινήσει μια ωραία μέρα. Με την ευκαιρία, επειδή μένω μόνη, θα το εκτιμούσα να βρεθεί μηχάνημα που να ρυθμίζεται, ώστε να με ξυπνάει με έναν ελληνικό κάθε πρωί -ευχαριστώ.

Η φράση του πατέρα του που δεν ξεχνάει ο Γιάννης Δημητρέλλος

Να σου πω ότι μεγάλωσα πίνοντας ελληνικό καφέ; Ψέματα θα είναι. Όμως οι πρώτες μου όμορφες αναμνήσεις από καφέ έχουν για πρωταγωνιστή τον πατέρα μου, να έχει ξυπνήσει από τις 7 το πρωί, για να ντυθεί (μέσα σε 10 λεπτά) και ύστερα να φτιάξει την καφέ του, πάντα Λουμίδης Παπαγάλος, σκέτος, με δύο γερές κουταλιές της σούπας να σχηματίζουν χαντάκι μέσα στο μπρίκι. “Μα πώς το πίνεις αυτό το πράγμα;” ήταν η επωδός μου καθώς τα δημητριακά κολυμπούσαν στο πρωινό μου γάλα. “Είσαι μικρός ακόμα, θα καταλάβεις” με καθησύχαζε γελώντας.

Περίπου 15 χρόνια αργότερα, έβλεπα το ξημέρωμα στο Μονπελιέ, στη Νότια Γαλλία, με ένα θεσπέσιο άρωμα να με παίρνει από τη μύτη και να με σέρνει στο κουζινάκι της φοιτήτριας που είχα ερωτευτεί. Ήταν ένας ελληνικός, βαρύς, με μισή κουταλιά ζάχαρη. Περίπου 20 χρόνια αργότερα, στο Λέστερ, λίγο πριν την ορκωμοσία του μεταπτυχιακού μου, μέσα σ’ ένα ελληνικό βαρύ, έριχνα όλη την βροχή και τον μαύρο ουρανότης Αγγλίας, με το χαμόγελο του νικητή, με τα ίδια λόγια του πατέρα μου να έρχονται ξανά στο μυαλό. Κάτι κατάλαβα.

Οι παιδικές αναμνήσεις του Σταύρου Καραΐνδρου

Ο ελληνικός καφές είναι οι παιδικές αναμνήσεις στις πρωινές επισκέψεις του παππού. Η μυρωδιά της ετοιμασίας όταν χτυπούσε το κουδούνι για επίσκεψη, το τελετουργικό του σερβιρίσματος και η απόλαυσή του όταν έφτανε στο τραπέζι. “Για να μη σου χύνεται ο καφές όταν τον κουβαλάς, να μην τον κοιτάζεις”, ήταν ένα από τα tip που έλεγε στον πιτσιρικά εαυτό μου. Εγώ αυτό το πράγμα δεν θα το πιώ ποτέ έλεγα, αλλά πάντα έμοιαζε σαν ηδονή να βλέπω τον παππού να τον απολαμβάνει λες και είχε θησαυρό μπροστά του. Το ρούφηγμα, αυτό το “ααααα” της ικανοποίησης μετά την πρώτη γουλιά και το βλέμμα γεμάτο ικανοποίηση.

Η αλήθεια είναι ότι ο ελληνικός είναι ένας καφές που θα το αφηνα κουβαλάει ‘σχετίζεται’ μία διαδικασία. Δεν είναι απλώς καφές, είναι ο ελληνικός, τα αρώματά του, η γεύση του, είναι ο ‘βασιλιάς’ των υπόλοιπων και πάντα αυτός που προσωπικά με ξυπνάει το πρωί και ανοίγει το μάτι. Πίνω σχεδόν κάθε μέρα, διαψεύδοντας τον εαυτό μου.. Το ‘ααααα’ της πρώτης γουλιάς έρχεται αυθόρμητα όπως αυθόρμητα εξοπλίζεται το ντουλάπι με σακουλάκια με ‘Λουμίδης Παπαγάλος‘.

Η ιστορία του Πάνου Κοκκίνη

Έχω ένα τεράστιο πρόβλημα όσον αφορά τον καφέ. Τον πίνω μόνο παγωμένο και κάτασπρο από το γάλα, είτε μιλάμε για κατακαλόκαιρο ή για βαρυχειμωνιά. Χωρίς εξαιρέσεις σου λέω. Ψέματα. Με μια μοναδική εξαίρεση. Τον ελληνικό καφέ (σκέτο, πάντα σκέτο), συνοδεία ενός ποτηριού παγωμένου νερού !Κάπου στην Κρήτη, κάπου στα Ζαγοροχώρια ή κάπου στα Πετράλωνα από τον κύριο Μπάμπη και τέλος στο αγαπημένο μου καφενείο.

Γιατί ο ελληνικός καφές είναι κάτι που μου φέρνει, ήδη από την πρώτη γουλιά, την ανάμνηση του πατέρα μου. Και αυτό είναι κάτι το οποίο, με την σειρά μου, θέλω να περάσω και στην κόρη μου. Η τελετουργία του να φτιάχνεις ελληνικό καφέ μαζί με το παιδί σου και να μετράς τις φουσκάλες, είναι κάτι αφάνταστα ελληνικό, διαχρονικό και αυθεντικό.

Όλα άλλαξαν όταν έμαθε να φτιάχνει ελληνικό καφέ ο Γιάννης Μπαϊρακτάρης

Με έχουν αποκαλέσει μέχρι και περίεργο κάποιοι φίλοι, όταν με άκουγαν κατακαλόκαιρο να παραγγέλνω ελληνικό καφέ. Δεν μπορώ να εξηγήσω το γιατί, αλλά για μένα αυτή η γεύση και το άρωμα του Λουμίδη Παπαγάλου, νομίζω πως δεν έχει εποχή. Εδώ που τα λέμε πάντως, είχα ανέκαθεν ένα μεγάλο πρόβλημα. Ενώ τον απολάμβανα έξω, δεν μπορούσα ποτέ να τον φτιάξω μόνος μου στο σπίτι.

Μέχρι που μπήκα φαντάρος, και μαντέψτε. Ανέλαβα το ΚΨΜ του στρατοπέδου και από το πουθενά έφτιαχνα καμιά 50αριά ελληνικούς καφέδες την ημέρα. Με τις σωστές φουσκάλες, με το κατάλληλο κράτημα και την ιδανική φωτιά στο γκαζάκι. Ακόμη και ο τρόπος που έπεφτε ο Λουμίδης Παπαγάλος από το μπρίκι στην κούπα έγινε ιεροτελεστία. Τέτοια που ακόμη και σήμερα τον ετοιμάζω καθημερινά στο σπίτι, αλλιώς δεν ξεκινάει καλά η ημέρα μου.