AP Photo/Kostas Tsironis
OPINIONS

Αν μπορούσα να πω ένα «ευχαριστώ» στον Παύλο Φύσσα

9 χρόνια πριν, τα «δεν ήξερα τι ψήφιζα», σταμάτησαν να αποτελούν δικαιολογία.

Ήμουν 30 χρονών όταν δολοφονήθηκε ο Φύσσας. Πλέον είμαι μεγαλύτερός του, και κάθε μέρα που περνάει, τον περνάω κι άλλο. Δεν τον ήξερα, ακόμα δεν έχω καταλάβει αν ήταν γνωστός ως rapper ή αν απλά το όνομα Killah P, έλεγε κάτι σε ένα μικρό αφοσιωμένο κοινό μιας σκηνής που αγνοώ.

Εκείνη τη μέρα όλα αυτά ήρθαν δεύτερα. Συμπλήρωσαν την εικόνα του τις επόμενες μέρες, έδωσαν χρώμα και πολιτικό κίνητρο στη δολοφονία, αλλά δεν είχαν καμιά σημασία εκείνο το πρωί που ξυπνήσαμε με την είδηση «Nεοναζί έσφαξε άνθρωπο’»

Για κάποιους άλλους όμως είχε σημασία ότι ήταν Έλληνας. Τράβηξαν γραμμή εκεί. Όπως η αστυνομικός που συνέλαβε τον Ρουπακιά και είπε «ε, όχι και μαχαίρι» μπροστά στους υπόλοιπους κομπάρσους με τα μπλε, έτσι κι αυτοί είπαν «ε, όχι και Έλληνα. Όχι να μαχαιρώσεις κι Έλληνα».

 

Ήταν γνωστοί μας αυτοί που το είπαν, γείτονές μας, συγγενείς μας, άνθρωποι που είχαν καταπιεί το παραμύθι της Χρυσής Αυγής, «του νέου πατριωτικού και αντισυστημικού κόμματος».

Αν ο χρόνος ήταν γραμμικός, αν μπορούσαμε να ταξιδέψουμε μέσα σε ένα δευτερόλεπτο απ’ το ’13 στις εκλογές του 2019, θα αρνούνταν τα πάντα: τη στήριξη, αλλά κυρίως τη συμπάθειά τους προς τους νεοναζί.

Και η συμπάθεια απ’ τη στήριξη είναι πιο ύπουλη. Η στήριξη φάνηκε στις κάλπες, η συμπάθεια φάνηκε στο «ποιος ξέρει τι θα ήταν κι αυτός που σκότωσαν», στο «φασισταράς» του Τζήμερου…

Αλλά σιγά-σιγά άρχισε και αυτή να φθίνει, να εξασθενίζει, να μένει έξω απ’ τα μυαλά των ανθρώπων, ακολουθώντας τους νεοναζί, που έμειναν κι αυτοί έξω απ’ τη Βουλή.

Αν μπορούσαμε να ταξιδέψουμε μέσα σε ένα δευτερόλεπτο απ’ το ’13 στο ’19 και έβλεπαν τα κεντρικά γραφεία της Χρυσής Αυγής να λερώνουν πια το εσωτερικό ενός φορτηγού και όχι ένα κτίριο στη Μεσογείων, θα σοκάρονταν. Ήταν τότε ταν μια είδηση που έπαιξε για δύο λεπτά, άλλο ένα κομμάτι στον επίλογο στο έργο «Το αυγό του φιδιού στην Ελλάδα της Κρίσης. Άνοδος και Πτώση. Κοίτα τι κάνατε».

Για τους χρυσαυγίτες του 2013 και τους υποστηρικτές τους, θα ήταν κάτι το ανεξήγητο.

Έχουν περάσει εννέα χρόνια από εκείνη τη μέρα και όμως η πραγματικότητα έχει μεταβληθεί σε τέτοιο βαθμό, που δυσκολεύεσαι να πιστέψεις αυτό που είχες μπροστά στα μάτια σου εκείνη την περίοδο. Το ξέπλυμα τους στην τηλεόραση, τους τραμπουκισμούς τους στους σταθμούς του ηλεκτρικού, τις μοτοπορείες τους στο κέντρο της Αθήνας, την ανάγκη που προέβαλλε τωρινός βουλευτής της ΝΔ «να σοβαρευτούν», ώστε να μπουν σε κάποιο μελλοντικό κυβερνητικό σχήμα, το lifestyle τους ξέπλυμα σε εφημερίδες και περιοδικά-συντροφιάς σε κομμωτήρια.

Φαίνονται τόσο μακρινά, σε αντίθεση με τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Αυτή μοιάζει σαν να έγινε χθες.

Η επιμονή της μητέρας του, η καταδίκη της ΧΑ, οι εθελεοντές-ήρωες του Golden Dawn Watch που μετέδωσαν ακούραστα όσα έγιναν στις δικαστικές αίθουσες, το μνημείο του Φύσσα στο Κερατσίνι. Όλα σιγά-σιγά ξεχνιούνται, όλοι σιγά-σιγά κάνουν ότι δεν ήξεραν τίποτα, ότι δε συμμετείχαν σε τίποτα. Η δολοφονία του Φύσσα όμως είναι εκεί, στερεώνεται στην κοινή συνείδηση ως εκείνο το αποφασιστικό φύσημα, που έσπρωξε την ιστορία προς άλλη κατεύθυνση.

Τίποτα δεν έγινε μόνο του, αλλά και τίποτα δεν έγινε επειδή το επιδιώξαμε οργανωμένα. Έγινε γιατί κάποιος ένα βράδυ, μετά από έναν αγώνα ποδοσφαίρου δεν το έβαλε στα πόδια, έμεινε για να προστατέψει τους συντρόφους του και να δεχτεί μια μαχαιριά από μια συμμορία «ανθρώπων», που σήμερα κλαίνε και λιποθυμάνε σε κάθε ευκαιρία.

Δεν μπορείς ούτε «ευχαριστώ» να του πεις, δεν μπορείς καν να τον πληροφορήσεις το πόσο άλλαξε τον ρου της ιστορίας η θυσία του. Ίσως κάποτε, ίσως όταν σταματήσω μέρα με τη μέρα να γίνομαι μεγαλύτερος του, να μπορέσω, αλλά ζωή μετά το τέλος δεν υπάρχει κι αυτό το κειμενάκι, μαζί με όλα τα υπόλοιπα κειμενάκια που χαρούμενος βλέπω να γεμίζουν σήμερα το διαδίκτυο, είναι ό, τι περισσότερο μπορώ να του προσφέρω. Μαζί με το αιώνιο «ευχαριστώ» μου.

Το κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικά στις 18 Σεπτεμβρίου του 2019.