FATHERHOOD

Οι πιο δύσκολες ερωτήσεις που μπορεί να σου κάνει το παιδί σου

Από το 'γιατί πεθαίνουμε' μέχρι 'γιατί κάθε μέρα σχολείο', κάθε απορία είναι εκεί για να απαντηθεί.

Τα παιδιά, ειδικά στην πρώιμη ηλικία, είναι μία δεξαμενή πραγμάτων. Αυτά περιλαμβάνουν ερωτήσεις, ατάκες, κινήσεις, συμπεριφορές. Ποτέ δεν θα είσαι προετοιμασμένος ακόμα κι αν ξέρεις ότι θα έρθει εκείνη η στιγμή. Οι ερωτήσεις για ένα παιδί της ηλικίας των 6.5 ετών είναι μία φυσιολογική αντίδραση. Η ανακάλυψη, η απορία, η πραγματικότητα πίσω από την ερώτηση, ενίοτε η σκληρή πραγματικότητα.

Για παράδειγμα, όταν ο γιος μου με ρώτησε πρώτη φορά «γιατί πεθαίνουν οι άνθρωποι», με αφορμή μία συζήτηση για το γεγονός ότι δεν έχει παππού και γιαγιά από τη δική μου πλευρά (οι γονείς μου έχουν πεθάνει και για ένα παιδί που βλέπει συμμαθητές του να έχουν δύο παππούδες και δύο γιαγιάδες, η ερώτηση έρχεται φυσιολογικά), η απάντηση είναι δύσκολη. Το να πεις το τετριμμένο, ότι βρίσκονται στον ουρανό και έχουν γίνει άγγελοι και σε βλέπουν καθημερινά, μπορεί να φαντάζει μία μπούρδα, μπορεί να είναι πειστικό για αρχή, αλλά η ερώτηση συνεχίζει να αναζητά απάντηση: “Γιατί πεθαίνουμε; Όλοι οι γέροι πεθαίνουν; Εγώ δεν θέλω να πεθάνω”. Το ‘αιώνιο’, δηλαδή, ερώτημα μέσα από το μυαλό ενός πιτσιρικά πρώτης δημοτικού. Τι να του πεις;

Κι αν αυτές είναι οι δύσκολες ερωτήσεις, υπάρχουν και οι άλλες, οι καθημερινές, οι οποίες πάλι σε πιάνουν εξαπίνης. “Μπαμπά, γιατί να πηγαίνω κάθε μέρα στο σχολείο;”. Προσέξτε, η ερώτηση δεν έχει να κάνει με την ουσία του πράγματος, δηλαδή το γιατί να πηγαίνει σχολείο, αλλά γιατί να πηγαίνει καθημερινά. Κι εγώ παιδί μου, την ίδια απορία έχω. Γιατί να πηγαίνω καθημερινά στη δουλειά. Έλα να το πάρω αγκαλιά να κλάψουμε μαζί.

Η σωστή τακτική σε όλα αυτά είναι η ειλικρίνεια. Τα παιδιά είναι παιδιά, αλλά δεν σηκώνουν την κοροϊδία. Θέλουν να μάθουν κι αν δεν πειστούν τότε θα ξαναρωτήσουν. Και το να ωραιοποιείς καταστάσεις δεν είναι το ιδανικό

Επιστροφή στο θέμα του θανάτου, στη δύσκολη ερώτηση. Πέρυσι, Παρασκευή και 13 του Ιούλη, λίγο έλειψε να χάσουμε τον πιτσιρικά. Πνίγηκε με ένα κουφέτο, του έκατσε στο λαιμό, για μερικά λεπτά, ελάχιστα, αλλά ως είθισται σε αυτές τις περιπτώσεις φάνηκαν αιώνας. ‘Εφυγε’ και δεν ερχόταν, τελικά ήρθε μετά τη σωτήρια επέμβαση της μητέρας του. Το περιστατικό το θυμάται, έχει αποτυπωθεί στο μυαλό και τις πρώτες μέρες ρωτούσε επίμονα αν θα πέθαινε. Τώρα πια είναι στην άρνηση όταν επανέρχεται ως συζήτηση το συγκεκριμένο επεισόδιο. Δεν ρωτάει πια, απλά δεν θέλει να ακούει καθόλου για το πώς εκείνη την ημέρα έφτασε μία ανάσα από τον θάνατο. Ρώτησε, έμαθε τι έγινε, κατάλαβε τι θα γινόταν, τέλος. Αντίθετα, στις εύκολες ερωτήσεις, που αφορούν κυρίως το σχολείο, αν και οι απαντήσεις είναι ξεκάθαρες, αποδοχή δεν υπάρχει.

Όρεξη να έχει ο γονιός να ακούει και να απαντάει. Κάθε τι που σε εμάς φαντάζει λογικό, για το παιδί αποτελεί αφορμή για ερώτηση. Γιατί νυχτώνει, γιατί κοιμόμαστε, γιατί το ένα, γιατί το άλλο. Ερωτήσεις που, προφανώς, κάναμε και εμείς στους δικούς μας, μία ατελείωτη δεξαμενή που τελειωμό δεν έχει.

Σκέφτομαι από τώρα την ερώτηση για το σεξ, την οποιαδήποτε, τέλος πάντων, ερώτηση που αφορά τον σεξουαλικό προσανατολισμό. Όχι για το σοκαριστικό του πράγματος, αλλά για το ποια είναι η κατάλληλη απάντηση που θα του λύσει τις απορίες.

Να ξέρετε ότι οι πιο ωραίες κουβέντες με τα παιδιά γίνονται το βραδάκι, λίγο πριν κοιμηθούν. Εκεί που έρχεται η χαλάρωση και ανοίγονται, ρωτάνε. Όχι τις καθημερινές απορίες, ‘γιατί να μη φάω δεύτερο παγωτό’, αλλά τις ουσιαστικές. Μη βαριέστε να απαντάτε. Σε όλες, ειδικά σε αυτές.