© Γιώργος Κόφτης
ΤΕΜΠΗ

58 καρφιά στα Τέμπη: Το τραύμα και η ανοιχτή πληγή

Ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη η εξεταστική επιτροπή για τα Τέμπη, ένα καθηλωτικό έργο εμφανίστηκε στο σημείο του δυστυχήματος. Μιλήσαμε με τον δημιουργό του, Γιώργο Κόφτη.

«Είναι καρφιά που δεν πονάνε, είναι καρφιά π’ ανακουφίζουν», έγραφε σε ένα ποίημά του ο Μίλτος Σαχτούρης. Ο αείμνηστος ποιητής αναφερόταν σε λέξεις και έννοιες κοφτερές, που έχουν τη δύναμη να ξυπνήσουν συνειδήσεις. Το ίδιο επιβεβαιώνει το παράδειγμα του έργου που εμφανίστηκε κοντά στο σημείο της σύγκρουσης των τρένων στα Τέμπη και τις τελευταίες ώρες αναπαράγεται κατά ριπάς στο διαδίκτυο και τα social media – πενήντα οκτώ (58) καρφωμένοι στο έδαφος πάσσαλοι σαν «καρφιά μέσα στην καρδιά της Ελλάδας καρφωμένα», όπως γράφτηκε από τον δημιουργό Γιώργο Κόφτη στην αρχική ανάρτηση αυτού του έργου, μέσα από την οποία δήλωνε αμέριστη συμπαράσταση στις οικογένειες των θυμάτων και παρέθετε συνοπτικά το σκεπτικό της παρέμβασης.

Πενήντα επτά καρφιά για τα θύματα τα οποία έχουν ταυτοποιηθεί, συν ένα καρφί «για τους αγνοούμενους, τις οικογένειες των θυμάτων και το τραύμα».

Συγκεκριμένα, η εγκατάσταση υλοποιήθηκε την περασμένη Κυριακή, με αποκλειστική πρωτοβουλία και πόρους του εικαστικού. Από πλευράς Πολιτείας, στο σημείο είχε τοποθετηθεί ένα μικρό εκκλησάκι εις μνήμην των νεκρών, έναν μήνα μετά το πολύνεκρο δυστύχημα.

«Πέρασα το καλοκαίρι και απογοητεύτηκα. Μπροστά από το εκκλησάκι υπήρχε ένας κάδος πεσμένος και τα σκουπίδια είχαν χυθεί στο πάτωμα», μου μεταφέρει ο ίδιος τηλεφωνικά, «θα περίμενε κανείς, τουλάχιστον για ένα τόσο τραγικό περιστατικό, μια παραπάνω ευαισθησία. Αλλά τίποτα. Εικόνες εγκατάλειψης».

Και έτσι, πήρε λίγη παραπάνω δύναμη για να κάνει το έργο, αν και όλα είχαν ξεκινήσει νωρίτερα μέσα του. «Απ’ όταν καταλάγιασε η ένταση από το τραγικό δυστύχημα, το θεώρησα προσωπικό χρέος να κάνω κάτι, πρώτα απ’ όλα για μένα, για την ψυχή μου. Πρώτη φορά ήμασταν όλοι τόσο χαμένοι, σαν να χάσαμε τη γη κάτω από τα πόδια μας». Και αυτό το συλλογικό τραύμα διαπραγματεύεται στην ουσία το έργο του, χωρίς να χρειάζεται ιδιαίτερες επεξηγήσεις. Τα καρφιά, ο ακαριαίος θάνατος, το μαρτύριο του πένθους μιας ολόκληρης κοινωνίας που πάγωσε μπροστά στην εικόνα των εκτροχιασμένων τρένων, τρένων που όλοι μας υπήρξαμε σε κάποια φάση επιβάτες.

Όπως μου εξηγεί, συχνά περνάει από το συγκεκριμένο σημείο μεταξύ Λάρισας και Τεμπών, όποτε χρειάζεται να κατέβει στον Βόλο. Ο Γιώργος Κόφτης μένει μόνιμα στη Θεσσαλονίκη.

Είναι ζωγράφος και δάσκαλος ζωγραφικής (με πτυχίο από τη Σχολή Καλών Τεχνών του Αριστοτελείου), ωστόσο στην προκειμένη περίπτωση ήταν από την αρχή ξεκάθαρο ότι θα προχωρήσει σε installation, μάλιστα το μεγαλύτερο που έχει φιλοτεχνήσει ποτέ. «Ήθελα να είναι κάτι μεγάλο και εμφανές», ένα ξεκάθαρο statement. «Στην αρχή, επεξεργαζόμουν το σενάριο εγκατάστασης λευκών ξύλινων σταυρών, όπως στα στρατιωτικά κοιμητήρια, αλλά κάτι τέτοιο θα ερέθιζε πολύ έντονα το συναίσθημα των ανθρώπων και κατέληξα ότι ήταν πολύ μακάβριο».

Τα μεγάλα μεταλλικά καρφιά αποδείχθηκαν πολύ to the point, όπως φάνηκε στο κύμα αναδημοσιεύσεων.

«Το αγκάλιασε τόσο ο κόσμος επειδή αποκάλυψε την πληγή, νομίζω. Μια πληγή που παραμένει ανοιχτή και δεν γίνεται να κλείσει. Και δεν αναφέρομαι βέβαια στο άμεσο πένθος των γονέων και των συγγενών, το οποίο σε καμία περίπτωση δεν είμαι εγώ σε θέση να θίξω. Αλλά στο τραύμα της κοινωνίας, το τραύμα όλων μας. Ακόμη και σήμερα, το σημείο είναι τρομερά φορτισμένο. Είναι μυστήρια η αίσθηση. Πολύ δύσκολο να διαχειριστείς τι συνέβη. Αυτό που με συγκίνησε πάρα πολύ ήταν οι φορτηγατζήδες που περνούσαν όσο τοποθετούσαμε την εγκατάσταση την Κυριακή και μας χαιρετούσαν, κορνάροντας. Έπιαναν από την αρχή το νόημα της παρέμβασης».

Για λόγους σεβασμού, η τοποθέτηση του installation έγινε περίπου 500 μέτρα μακριά από το σημείο της φονικής σύγκρουσης της 28ης Φεβρουαρίου. «Δεν ήθελα σε καμία περίπτωση να παρέμβω με την παρουσία του έργου μου στον θρήνο των ανθρώπων, προς θεού δηλαδή». Μετά τη δημοσίευση του έργου, συνέβη να επικοινωνήσει μια μητέρα θύματος μαζί του, όπως μου αναφέρει. «Μου μίλησε για την κόρη της, ένα κορίτσι 26 χρονών, και εγώ αδυνατούσα να βρω λόγια να απαντήσω».

Τον ρωτάω εάν σκέφτηκε καθόλου να απευθυνθεί στην Πολιτεία για να οργανωθεί καλύτερα η παρέμβαση. Για απάντηση, μου περιγράφει ένα περιστατικό το οποίο συνέβη πριν λίγα χρόνια. «Είχα κάνει απόπειρα με την προηγούμενη δημαρχία της Θεσσαλονίκης – υπήρχε σπόνσορας πρόθυμος να χορηγήσει μεγάλο μάλιστα ποσό για την υλοποίηση μια σειράς street art παρεμβάσεων, εγώ είχα έτοιμο το concept και τα σχέδια, και το μόνο που χρειαζόμασταν ήταν οι άδειες. Και ολιγώρησαν. Δεν ασχολήθηκαν και οι παρεμβάσεις δεν έγιναν ποτέ. Γενικά, στο κομμάτι της δημόσιας τέχνης στη χώρα παραμένουμε ευθυνόφοβοι και πολύ δυσκίνητοι».

Μια ακόμη απόδειξη, το γεγονός ότι οι αρμόδιοι δήμοι Τεμπών και Λάρισας δεν έδειξαν ενδιαφέρον προστασίας της εγκατάστασης που υλοποίησε (με δικά του έξοδα) ο Γιώργος Κόφτης στα Τέμπη, ακόμη και μετά το κύμα αναδημοσιεύσεων και στήριξης που έλαβε. Μέχρι αυτή τη στιγμή, δεν έχει αναγνωριστεί επίσημα ως μνημείο, ούτε υπάρχει σχετική πινακίδα. Πολύ πιθανό να προλάβει να καταστραφεί για παλιοσίδερα.

Τέτοια κατάληξη είχε ένα παλαιότερο έργο του στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ένα mural εις μνήμην του Θεόδωρου Αγγελόπουλου το οποίο σβήστηκε με εντολή της Πρυτανείας. Τον ρωτάω πώς αισθάνεται που το έργο του στα Τέμπη παραμένει σε επισφάλεια. «Το λυπάμαι, είναι πολύ πιθανό να τα πάρουν. Αλλά είναι το προσωρινό της τέχνης. Τουλάχιστον, βλέπω ότι έχει αφήσει το στίγμα του σε διάφορα επίπεδα. Ας πούμε, αυτό που αφουγκράστηκα από συναδέλφους καλλιτέχνες αυτές τις μέρες είναι ότι μπήκαν σε μια διαδικασία ενδοσκόπησης και αυτοκριτικής. Για τον ρόλο της τέχνης. Είναι χρέος μας να βγαίνουμε μπροστά».

Και να καρφώνουμε καρφιά, όπως αυτά που έλεγε ο Σαχτούρης.