Αριστέα Ρέλλου
ΡΕΠΟΡΤΑΖ

6 φοιτητές εξηγούν πώς είναι το πανεπιστήμιο στον καιρό του Zoom

Φοιτητές που πέρασαν φέτος για πρώτη φορά την πόρτα της σχολής τους και ένας καθηγητής εξηγούν στο Oneman τι σημαίνει φοιτητική ζωή όταν αυτή η πόρτα είναι ψηφιακή.

Όλοι το φαντάζονταν διαφορετικά. Είναι εξάλλου μία κατάσταση που το σύστημα σε προετοιμάζει για αυτήν τουλάχιστον 12 χρόνια. Επομένως, κανένας δεν μπορούσε να προβλέψει ότι τα πράγματα θα έρχονταν έτσι το 2020. Όλοι αυτοί οι μαθητές, αυτοί που «είχαν σύστημα», εκείνοι που τα έπαιξαν όλα στην τύχη κι ό,τι βγει, όσοι περίμεναν όσο τίποτα την «επόμενη πίστα», δεν μπορούσαν να υπολογίσουν ότι, τελικά, στην πράξη θα γνώριζαν τη φοιτητική ζωή μέσα από μια κάμερα στο λάπτοπ τους και η δική τους θέση στο «αμφιθέατρο» θα αντιστοιχούσε σε ένα κουτάκι σε μια κλήση Zoom με κλειστή την κάμερα και το μικρόφωνο.

Η απόσταση ενώνει

Οι φετινοί πρωτοετείς φοιτητές, στις καλύτερες των περιπτώσεων πρόλαβαν ξώφαλτσα μερικές εβδομάδες δια ζώσης μαθημάτων πίσω στο φθινόπωρο και στις ρεαλιστικότερες, δεν έχουν πατήσει καν πόδι στο πανεπιστήμιό τους. «Είναι μια περίεργη συνθήκη, νιώθω μετέωρη», εξηγεί η Ηλιάνα Καζακοπούλου, 18 ετών, φοιτήτρια Φιλολογίας στο ΕΚΠΑ. «Αν και απόφοιτος Λυκείου δε θα έλεγα πως βίωσα πραγματικά αυτή τη μετάβαση από “μαθήτρια” σε “φοιτήτρια”, καθώς η καθημερινότητά μου δε διαφέρει παρά ελάχιστα από αυτή του τέλους της Γ’ Λυκείου, που βρισκόμασταν στο πρώτο lockdown», συμπληρώνει η πρωτοετής φοιτήτρια. Και δεν είναι μόνο η έλλειψη αίσθησης μετάβασης σε όλη αυτή την κατάσταση που νιώθουν οι νέοι φοιτητές. «Αισθανόμουν πως με είχαν αδικήσει και πως όλος αυτός ο κόπος που είχα καταβάλει στις Πανελλήνιες ήταν μάταιος», παραδέχεται η Έλλη, 18 ετών, φοιτήτρια Βιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης.

Μπορεί υπό τις παρούσες συνθήκες, «η απόσταση όλους να τους ενώνει», αλλά ακόμα με αυτόν τον κοινό παρονομαστή, η κάθε περίπτωση πρωτοετή φοιτητή διαφέρει. Για παράδειγμα, η Ηλιάνα Καζακοπούλου μπορεί να μένει ακόμη στην πόλη όπου μεγάλωσε με τους γονείς της, όμως για την Έλλη, το ξεκίνημα των σπουδών της σήμανε συγχρόνως τη μετακόμισή της από την Αθήνα στο Ηράκλειο Κρήτης.

Άλλωστε, το απαιτούσαν τα υποχρεωτικά εργαστήρια της σχολής της. Όμως ακόμα και αφού τα δια ζώσης μαθήματα σταμάτησαν, εκείνη δεν επέλεξε τον δρόμο του γυρισμού: «Δεν ήταν τόσο εύκολο, αλλά για μένα ήταν μια ξεκάθαρη απόφαση. Η περίοδος εγκλεισμού είναι από μόνη της μια δύσκολη περίοδος με εντάσεις και ανησυχίες. Έτσι επέλεξα να συνεχίσω να ζω μόνη μου, ώστε να έχω μια σχετική ελευθερία», εξηγεί η φοιτήτρια. Και δεν το μετάνιωσε: «Είναι μια μοναδική εμπειρία που δε θα την άλλαζα με τίποτα καθώς ανακαλύπτω συνεχώς νέες πτυχές του εαυτού μου», λέει.

Βέβαια, δεν κατάφεραν απαραίτητα όλοι οι νέοι σπουδαστές φέτος να μετακομίσουν στην πόλη όπου πέρασαν. Τέτοια είναι και η περίπτωση της Γεωργίας Αγγελή, 18 ετών, που σπουδάζει Ιατρική στα Ιωάννινα, όπου βρέθηκε μόλις για δυο μέρες. Πρακτικά, δεν έφυγε ποτέ από την Αθήνα και το πατρικό της καθώς συνεχίζει να παρακολουθεί τα μαθήματά της εξ αποστάσεως, μιας και νοίκιασε σπίτι μόλις για ένα μήνα όταν βγήκαν οι βάσεις, αλλά με τις πανδημικές εξελίξεις, δεν πήγε τελικά ποτέ στην πόλη των σπουδών της. Ευελπιστεί, πάντως, να καταφέρει να πάει στα Γιάννενα από τη νέα ακαδημαϊκή χρονιά.

Προβλήματα σύνδεσης

Πρωτοετείς φοιτητές, πάντως, δεν είναι μόνο οι προσφάτως «ψημένοι» από τις Πανελλήνιες απόφοιτοι Λυκείου, αλλά και όσοι ξεκίνησαν φέτος τις μεταπτυχιακές σπουδές τους, συχνά σε άλλη πόλη ή και άλλη χώρα. Ο Χρήστος Κουμαραδιός, 26 ετών, είδε το ξεκίνημά του στο αγγλόφωνο ΜΠΣ Film & Television Studies του Τμήματος Κινηματογράφου του ΑΠΘ, ως μια ευκαιρία για μια καινούργια αρχή, σε δικό του σπίτι, μιας και τα προπτυχιακά του χρόνια τα πέρασε στην πόλη του και το πατρικό του. Και η μετάβασή του στη Θεσσαλονίκη έγινε πλήρως συνειδητά, ακόμα κι αν γνώριζε πως δύσκολα θα γίνονταν φέτος μαθήματα από κοντά.

Πάντως, το τμήμα του έχει ούτως ή άλλως τόσο σπουδαστές όσο και καθηγητές από άλλες πόλεις αλλά και χώρες, πολλοί από τους οποίους δεν κατάφεραν να βρεθούν στη Θεσσαλονίκη φέτος, ενώ άλλοι που ξεκίνησαν γι’ αυτήν, όπως καθηγήτριά του που διέμενε στο Δουβλίνο, κατάφερε να φτάσει μόνο μέχρι το αεροδρόμιο, όπου και την υποχρέωσαν να γυρίσει πίσω. Σε κάθε περίπτωση, για να μη νομίζουμε πως με την Covid-19 τα έχουμε δει όλα, ο Χρήστος Κουμαραδιός, κοντοστάθηκε και στην εντυπωσιακή περίπτωση συμφοιτητή του από το Αζερμπαϊτζάν, που κατά τη διάρκεια του 1ου εξαμήνου η χώρα του βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση και παρακολουθούσε τα μαθήματά του από ένα καταφύγιο, με πολύ κακή σύνδεση στο ίντερνετ.

Τελικά, για να χρησιμοποιήσουμε και τα απλά, λιτά και απέριττα λόγια της Γεωργίας Αγγελή, κατά γενική ομολογία η μετάβαση στο νέο αυτό κεφάλαιο, για τους περισσότερους φοιτητές, ήταν «με μία λέξη: ξενέρα». Για όσο διαρκεί αυτή η κατάσταση, παραδέχεται πως δεν μπορεί να νιώσει πραγματικά φοιτήτρια. Ούτε να αισθανθεί σίγουρη για την επιλογή της. «Δεν ήμουν σίγουρη για τη σχολή, οπότε τώρα δεν μπορώ να καταλάβω αν δε μου αρέσει όντως ή δε μου αρέσει επειδή είναι διαδικτυακά τα μαθήματα και θα ένιωθα το ίδιο για οποιαδήποτε σχολή», παραδέχεται ειλικρινά.

Όλοι περίμεναν τα πράγματα αλλιώς. «Σίγουρα δεν ήταν αυτό που είχα χτίσει στο μυαλό μου και ανυπομονούσα να συμβεί», επιβεβαιώνει και η Αθηνά Κ.Π., 19 ετών, πρωτοετής του Εικαστικού Τμήματος της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών. Ενώ, τι να πει και η Αναστασία Βαϊτσοπούλου, 27 ετών, που περίμενε 5 ολόκληρα χρόνια για να περάσει την πόρτα του διατμηματικού μεταπτυχιακού της «Φύλο, Κοινωνία, Πολιτική» του Παντείου Πανεπιστημίου.

Το πρόβλημα με την τηλεκπαίδευση

Και με τα ίδια τα μαθήματα και την αποδοτικότητά τους, τι γίνεται; Σε έρευνα που διεξήχθη τον Νοέμβριο του 2020, ανάμεσα σε 305 φοιτητές από όλη τη χώρα, αυτοί υποστήριξαν σε ποσοστό 54% πως το μοντέλο τηλεκπαίδευσης παράγει χειρότερους επιστήμονες από το προηγούμενο «πατροπαράδοτο» σύστημα. Τον ίδιο προβληματισμό για τον ιατρικό κλάδο που έχει επιλέξει φαίνεται να έχει και η Γεωργία Αγγελή, η οποία μάλιστα, με την παρούσα κατάσταση, χάνει εργαστήρια που δε θα αντικατασταθούν: «Σε κάποια μαθήματα απλά χάθηκαν τα εργαστήρια και σε άλλα τα αντικατέστησαν με διαλέξεις. Μάλιστα, όλα αυτά τα εργαστήρια, που έχουμε σχεδόν σε κάθε μάθημα στην ιατρική, δεν θα γίνουν πχ. τον Σεπτέμβρη ή κάποιο επόμενο εξάμηνο, είτε επειδη δε χωράνε στο πρόγραμμα είτε για λόγους οικονομικούς. Το συγκεκριμένο θέμα είναι πολύ σοβαρό, αν σκεφτείτε ότι, για παράδειγμα στην σχολή μας, έχουμε μόνο 2 Ανατομίες. Συνεπώς, τη μισή ανατομία του ανθρώπου, εμείς την έχουμε δει μόνο σε φωτογραφίες. Αυτό προφανώς θα επηρεάσει όλους τους μελλοντικούς κλινικούς γιατρούς», λέει με πικρία.

Όπως είναι λογικό και επόμενο, τα πιο «δημοφιλή» ανασταλτικά στοιχεία της τηλεκπαίδευσης ανάμεσα στους φοιτητές είναι η κακή σύνδεση, η δυσκολία συγκέντρωσης τόσες ώρες σε μια οθόνη, αλλά και η ίδια η μεταδοτικότητα. «Σαν ραδιοφωνική εκπομπή», φαίνεται το τηλε-μάθημα στη Γεωργία Αγγελή. «Οι παραδόσεις ίσως να έγιναν πιο στεγνές. Μέσα από μια οθόνη, δεν μπορείς να περάσεις το ίδιο εύκολα τις σκέψεις, τις αντιδράσεις και τους πιθανούς ενδοιασμούς σου στις υπόλοιπες συμμετέχουσες. Νομίζω έδρασε αποθαρρυντικά η online διαδικασία σε αυτό το κομμάτι», εξηγεί η Αναστασία Βαϊτσοπούλου.

Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε σχολής έρχονται να προσθέσουν έξτρα δυσκολίες, όπως αποδεικνύεται και από την Αθηνά Κ.Π. που έχει επιλέξει σπουδές αρκετά πρακτικής φύσεως: «Η δουλειά που κάνουμε στα εργαστήρια αφορά έργα (ζωγραφικά, γλυπτικά κλπ.), τα οποία καλούμαστε να φωτογραφίσουμε και να παρουσιάσουμε την ώρα της τηλεδιάσκεψης μέσω share screen. Αυτό αποτελεί πρόβλημα, αφού τίποτα δεν είναι το ίδιο σε μια φωτογραφία με τη πραγματικότητα, πόσω μάλλον ένα έργο τέτοιου είδους. Τα χρώματα, για παράδειγμα, δείχνουν εντελώς διαφορετικά στη φωτογραφία, και οι “ποιότητες” ίσως που υπάρχουν πάνω στο έργο να μη φαίνονται καν. Έπειτα, ο καθηγητής που καλείται να τα αξιολογήσει, μπορεί να σε βοηθήσει μέχρι ένα σημείο με βάση αυτό που βλέπει», σημειώνει η νεαρή σπουδάστρια, που έχει μετατρέψει, όπως και οι συμφοιτητές της, το ίδιο το δωμάτιό της σε εργαστήριο ζωγραφικής.

Όσο κι αν αυτό το σύστημα διδασκαλίας μοιάζει το ίδιο καινούργιο σε φοιτητές και καθηγητές, δεν ισχύει ακριβώς το ίδιο και για τον Γιάννη Σκαρπέλο, Καθηγητή του Τμήματος Επικοινωνίας, Μέσων & Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου, που έχει επίσης διδάξει για 15 χρόνια στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο εξ αποστάσεως. Δεν είναι όμως μια κατάσταση το ίδιο εύκολη στο «συμβατικό» πανεπιστήμιο, με μεγαλύτερη συχνότητα μαθημάτων από το Ανοιχτό, αυτή που βιώνεται φέτος και είναι πολλοί οι παράγοντες που πρέπει να συνυπολογιστούν σε όλο αυτό, όπως εξηγεί κι ο ίδιος: «Το πρώτο ζητούμενο είναι να μη μένουν κενά στην παράδοση. Και αυτό γιατί οι φοιτητές δυσκολεύονται να μιλήσουν, να ρωτήσουν, να εκφράσουν απορίες. Η ελκυστικότητα είναι το δεύτερο, αν θέλω να ελπίζω πως δε θα φύγουν πριν συμπληρωθούν οι τρεις ώρες. Μόνο που “ελκυστικό” εδώ σημαίνει πως η παρουσίαση πρέπει να είναι “συναρπαστική”, να έχει αμεσότητα (που δεν έχει), να είναι πολυμεσική και κάποια στιγμή να βρει την ισορροπία ανάμεσα στην ένταση και τη χαλάρωση, με στιγμές ξεκούρασης για να καθαρίσει το μυαλό και με κίνητρα για συμμετοχή. Κυρίως, όμως, καθώς δε βλέπεις τους φοιτητές σου, δεν έχεις τη δυνατότητα να αντιληφθείς τι έχει αποτέλεσμα και τι όχι. Αυτή είναι η μεγαλύτερη δυσκολία».

Κι όσον αφορά τους πρωτοετείς, σημειώνει πως έχουν προσαρμοστεί στα μαθήματα αλλά όχι και στο Πανεπιστήμιο: «Θέλουμε να αφήσουν πίσω τους το Λύκειο. Να ξεχάσουν την έκθεση. Να μάθουν να σκέφτονται κριτικά, αντισυμβατικά, χωρίς έτοιμες συνταγές. Αυτά δεν μπορείς να τα πετύχεις εξ αποστάσεως», καταλήγει αφοπλιστικά.

Εξ αποστάσεως, πάλι, δεν μπορείς να κάνεις κινηματογράφο, που είναι και το αντικείμενο σπουδών του Χρήστου Κουμαραδιού, ένα τομέας φύσει ομαδικός, με τη θέση του ίδιου μέσα σε αυτόν να βλέπει να επηρεάζεται και πέρα από τις παραδόσεις των μαθημάτων: «Η επικοινωνία είναι κάτι πολύ φυσικό, ειδικά για όποιον θέλει να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο, επειδή το σινεμά είναι εξ ορισμού μία ομαδική δουλειά. Οπότε, αν κάτι ματαιώθηκε σε μένα προσωπικά ήταν ότι ευελπιστούσα πως μέσω αυτού του προγράμματος θα μπορέσω να δημιουργήσω ένα νέο κύκλο που θα μπορούσε κιόλας να μετατραπεί σε μια συνεργατική καλλιτεχνική ομάδα». Ευτυχώς, βέβαια, έχει προσπαθήσει να το κάνει αυτό, στον επιτρεπτό βαθμό, με δύο συμφοιτητές του.

Ζοοm, το νέο φοιτητικό στέκι

Κι επειδή την ανάγκη για ανθρώπινη επαφή και την αίσθηση της ομάδας, δεν μπορεί να την κάνει πέρα κανένα Zoom, η Αναστασία Βαϊτσοπούλου έχει να αφηγηθεί μια δυνατή διαδικτυακή στιγμή: «Θυμάμαι πολύ έντονα ότι μια από τις παραδόσεις της Φεμινιστικής Θεωρίας, που σχολιάζαμε κάθε φορά την επικαιρότητα στην αρχή του μαθήματος, έπεφτε σε εκείνες τις ημέρες ακραίας αστυνομοκρατίας και καταστολής και ήμασταν όλα φουρτουνιασμένα μέσα μας. Τότε, μια συμμετέχουσα έκανε την αρχή κι έδειξε τη σοκολάτα της, λέγοντας πως αυτός είναι ο τρόπος της να τα βγάζει πέρα μέσα στη μέρα. Ξαφνικά, όλα μας σηκώσαμε τις σοκολάτες που είχαμε δίπλα μας και τις δείξαμε στην κάμερα, σε μια σπουδαία ένωση με την ομάδα κι ένα συγκινητικό συγχρονισμό σε καιρούς καραντίνας που μας έχουν απομείνει λίγα αποθέματα ενέργειας και συναισθηματικών αντοχών. Ωστόσο, είχαμε το ένα το άλλο, τις σοκολάτες και το γέλιο μας».

Αρκούν, βέβαια, τα γέλια, όταν αυτά μεταφέρονται μέσα από 0 και 1; Μπορούν τα Zoom και τα τσατ να γίνουν πραγματικά φοιτητικά στέκια; Σαφώς και όχι, όπως μπορούν να συμφωνήσουν ομόφωνα όλοι οι συμμετέχοντες αυτού του ρεπορτάζ. Άλλοι στάθηκαν τυχεροί μέσα στην ατυχία τους και πέρασαν μαζί με φίλους τους στη σχολή τους, όπως συνέβη στην περίπτωση της Αθηνάς Κ.Π., άλλοι πρόλαβαν από τα λίγα δια ζώσης μαθήματα να κάνουν κάποιες φιλίες, όπως η Έλλη, αλλά όλοι ανυπομονούν για την επόμενη μέρα, όπως μπορεί να επισφραγίσει και η Ηλιάνα Καζακοπούλου: «Επιτέλους, θέλω κι εγώ να γνωρίσω αυτούς τους “νέους ορίζοντες” που ανοίγονται μετά τη σχολική ζωή, για τους οποίους όλοι μιλούν!», λέει ενθουσιωδώς.

Για την ώρα, η συμβατική λύση μοιράζεται κάπου ανάμεσα σε ομαδικά chat και Zoom και μικρές (αλλά σχεδόν μεμονωμένες) αποδράσεις φοιτητών (αλλά και καθηγητών) ανά ομάδες, σε ανοιχτούς χώρους. Κι ο καθένας έχει να παρατηρήσει διαφορετικά πράγματα μέσα σε όλη αυτή τη συνθήκη. Ο Χρήστος Κουμαραδιός βλέπει μια περιορισμένη έως και μηδαμινή διάθεση για συναναστροφή από τους συμφοιτητές του που προέρχονταν έτσι κι αλλιώς από τη Θεσσαλονίκη. Η Έλλη, μέσα από αυτό, έμαθε και κάτι για τον εαυτό της: «Να μη μένω στην πρώτη εικόνα που σχηματίζω για κάποιον, να δίνω σε όλους μια δεύτερη ευκαιρία. Αυτό ήταν πιστεύω και εκείνο που με απελευθέρωσε συναισθηματικά και μπόρεσα να δεθώ με τόσο διαφορετικούς ανθρώπους».

Όλα αυτά αποδεικνύουν εκείνο που ισχύει λιγότερο ή περισσότερο για όλους μας γενικά αλλά ακόμα περισσότερο ειδικά, στην τροχιά που έχουμε μπει τον τελευταίο έναν χρόνο. Πως όλες τις κοινές καταστάσεις τις βιώνουμε όλοι μαζί και μόνοι. Κι ο καθένας κάνει στο τέλος τον δικό του απολογισμό. Το μόνο σίγουρο, πάντως, είναι πως όλοι οι φοιτητές που ως τώρα έχουν γνωρίσει τη σχολή τους από μακριά, θα θέλουν σε λίγα χρόνια να λένε «τα φοιτητικά τα χρόνια δεν τ’ αλλάζω με τίποτα».

Ιllustration: Αριστέα Ρέλλου