© Photo12/AFP
ΥΠΝΟΣ

Γιατί πρέπει να κοιμόμαστε 8 ώρες κάθε βράδυ

Οι εξελικτικοί ανθρωπολόγοι έχουν μία πολύ πειστική θεωρία για το πώς φτάσαμε να κοιμόμαστε λιγότερο από όλους τους προγόνους μας. Όλα παραδόξως ήταν θέμα ασφάλειας.

Στρες, διαταραχές, αϋπνία. Πόσο ιδανικό ακούγεται το σενάριο ενός γεμάτου οκτάωρου ύπνου, μέσα στους φρενήρεις ρυθμούς που ζούμε; Σύμφωνα με τη μεγαλύτερη έρευνα που έχει γίνει ποτέ πάνω στο κομμάτι του ύπνου, με 40.000 πολίτες απ’ όλο τον κόσμο να συμμετέχουν απαντώντας σε ένα διεξοδικό ερωτηματολόγιο, ο μέσος όρος έχει πέσει κάτω από τις 6,3 ώρες.

Η ευχέρεια στα επιχειρήματα και την προφορική έκφραση ήταν τα κύρια σημεία που υστερούσαν όσοι δεν είχαν ολοκληρώσει 7-8 ώρες στο κρεβάτι, σύμφωνα με τους νευροεπιστήμονες του Ινστιτούτου Brain and Mind στο Western University.

Ωστόσο, ακόμη και το οκτάωρο το οποίο έχει φτάσει να θεωρείται χρυσός αριθμός για τη σωστή, πλήρη ξεκούραση νου και σώματος, αποδεικνύεται λιγοστό μπροστά στις συνήθειες ύπνου που είχαν τα προγενέστερα είδη του ανθρώπου: οι χιμπατζήδες κοιμούνται 9.5 ώρες κάθε μέρα, οι λευκοκέφαλοι ταμαρίνοι φτάνουν τις 13 ώρες, ενώ ένα νυκτόβιο είδος μαϊμούδων είναι περισσότερο κοιμισμένο παρά ξύπνιο – αφού κοιμάται, συνολικά, 17 ώρες τη μέρα.

Πώς φτάσαμε σε αυτό το περίεργο κατόρθωμα μέσα στην πορεία της εξελικτικής διαδικασίας: να κοιμόμαστε τόσες ώρες λιγότερο από τους προγόνους του homo sapiens; «Είναι το παράδοξο του ύπνου στον άνθρωπο», λέει ο David Samson, εξελικτικός ανθρωπολόγος στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο.

Ο ύπνος μεταφέρθηκε από τα δέντρα στο έδαφος

Παραδόξως, ο David Samson δεν πρόσθεσε ακόμη μία δειγματοληπτική έρευνα στη σωρεία επιστημονικών δημοσιεύσεων που εξετάζουν το θέμα ανελλιπώς από τη δεκαετία του ’90 ως σήμερα.

Αντί να εξετάσει και να αναλύσει τα δεδομένα που ισχύουν στις μεγαλουπόλεις, ο Αμερικανός καθηγητής και επιστήμονας θέλησε πρώτα να διαχωρίσει το ζήτημα από τους φρενήρεις ρυθμούς και τις συνήθειες της παγκοσμιοποίησης: το 2015, μαζί με άλλους ερευνητές επισκέφθηκαν κοινότητες που παραμένουν μη βιομηχανοποιημένες – στην Τανζανία, τη Γουατεμάλα και αλλού.

Τα αποτελέσματα που έδειξαν τα ρολόγια-μετρητές δεν απείχαν τελικά από το μέσο όρο του υπόλοιπου πλανήτη: 5,7 με 7,1 ώρες κοιμούνται οι άνθρωποι εκείνων των κοινωνιών, χωρίς να είναι τα άγχη, ούτε οι απαιτήσεις που τους οδηγούν σε αυτή τη συνήθεια.

Τότε τι είναι που ευθύνεται; Για να βρει την απάντηση ο David Samson έκανε ένα γενναίο zoom out στο χρονολόγιο της ιστορίας, πηγαίνοντας χιλιάδες χρόνια πίσω, στους μακρινούς μας προγόνους.

Μηδαμινά είναι, φυσικά, τα στοιχεία που έχουμε στα χέρια μας από την παλαιολιθική εποχή, ωστόσο από τις σπηλαιογραφίες γνωρίζουμε το εξής σημαντικό στοιχείο: Οι χιμπατζήδες συνήθιζαν να κοιμούνται πάνω σε δέντρα, φτιάχνοντας πλατφόρμες τύπου φωλιές, ενώ οι απόγονοί τους που είναι πιο κοντά στο ανθρώπινο είδος, μετέφεραν τον ύπνο τους στο έδαφος.

Πλέον ήταν πιο οργανωμένοι σε ομάδες, οπότε ένιωθαν μεγαλύτερη ασφάλεια – αλλά την ίδια στιγμή παρέμενε ακμαίος ο κίνδυνος των θηρευτών. Οι πρόγονοί μας φαίνεται ότι συνήθιζαν να κοιμούνται με βάρδιες στο έδαφος, οπότε δεν άργησαν να έρθουν και οι αλλαγές στις συνήθειες των επόμενων αιώνων.

Αυτή είναι η «κοινωνική υπόθεση του ύπνου», την οποία δημοσίευσε ο David Samson στο Annual Review of Anthropology το 2021: μια θεωρία που συνδέει άμεσα το αίσθημα ασφάλειας με το είδους του ύπνου στο ανθρώπινο είδος, κατά την εξελικτική διαδικασία.

Με τη μεταφορά του ύπνου από τα δέντρα στο έδαφος, άλλαξε και ο τρόπος που κοιμόντουσαν οι πρόγονοί μας: «πιθανότατα τότε άρχισε να υπάρχει η ευελιξία στον REM ύπνο που παρατηρείται στο ανθρώπινο είδος πλέον», εξήγησε στο The Atlantic ο ανθρωπολόγος.

Τι είναι όμως το REM; Πρόκειται για το στάδιο του ύπνου που είναι βαθύ και χαρακτηρίζεται από έντονα όνειρα, ενώ κατά τη διάρκεια της νύχτας ο εγκέφαλος μπαίνει και βγαίνει από το REM αρκετές φορές. Έτσι, με τους αιώνες, ο ύπνος στο ανθρώπινο είδος γινόταν συντομότερος, αλλά πιο βαθύς, εξού και το γεγονός ότι το επίπεδο της ξεκούρασης παρέμενε ίδιο.