FATHERHOOD

Ήμουν μέσα στη γέννηση του παιδιού μου

Ένας νέος πατέρας περιγράφει πώς βίωσε από απόσταση αναπνοής τον ερχομό του γιου του.

“Ποιο φρούτο θεωρείται ο μεγιστάνας της βιταμίνης C; Ακτινίδιο, μανταρίνι, μπανάνα ή πορτοκάλι;”. Λοιπόν, θα πω ακτινίδιο κι αν είναι σωστό, σημαίνει πως θα πάμε με φυσιολογικό τοκετό και όχι καισαρική. Οι πιθανότητες ήταν 50-50 και όπως σ’ όλα τα ερωτήματα που ξέρω ότι η απάντηση θα έρθει στο μέλλον, έψαχνα να βρω ενδείξεις και σημάδια, τζογάροντας στη σωστή επιλογή ανόητων και ανούσιων τεστ. Άλλοτε το κάνω με πινακίδες αυτοκινήτων (μονά ή ζυγά), άλλοτε με αριθμούς σελίδων ενός βιβλίου.

Το σαλόνι στην υποδοχή του Ρέα ήταν άδειο και μονάχα ένας υπάλληλος της καφετέριας και τα παιχνίδια γνώσεων στις οθόνες των τηλεοράσεων, άλλαζαν τα χρώματα και διατάραζαν την απόλυτη σιγή της αίθουσας. Σκέψου κοντράστ, απ’ τη μια η απόλυτη ηρεμία και 1-2 ορόφους πιο κάτω, γυναίκες θα ανακοίνωναν μέσω ουρλιαχτών ή δυνατών αναστεναγμών την έλευση αγοριών ή κοριτσιών που η ζωή θα τους έδενε για πάντα. Πριν προλάβω να ολοκληρώσω αυτή τη σκέψη, μια οικογένεια 5-6 μελών έφτασε στην αίθουσα σαν πέτρα που πέφτει σε μια γαλήνια θάλασσα. Είχαν μόλις υποδεχθεί το νέο μέλος της φαμίλιας τους και άνοιγαν κουτιά με γλυκιά, συζητώντας αρχικά σε ποιον μοιάζει το νεογέννητο παιδί και ότι όλα πήγαν καλά και εν συνέχεια για πιο πρακτικά ζητήματα της καθημερινότητας όπως το “τι γίνεται στη δουλειά”, “πως περάσατε το Πάσχα”, υποδεικνύοντάς μου πως όλα στη ζωή, όσο σημαντικά κι αν είναι, πάντα κάτι θα βρεθεί να τα προσπεράσει.

Αύριο σε λίγες ώρες, θα είμαι κι εγώ στη θέση τους. Πετριγυρισμένος από συγγενείς και φίλους, να με ρωτούν για τη γέννα και έπειτα για το “πως πάει η δουλειά”. Η σκέψη πως όλα τα πράγματα στην κορύφωσή τους διαρκούν μόνο για έναν συγκεκριμένο χρόνο πάντα με ηρεμεί, όπως και τώρα, με τη διαφορά πως προστέθηκε στο μείγμα και μια ικανοποιητική δόση συγκίνησης. Δεν κράτησε για πολύ όμως, δεν μπορούσε να κρατήσει για πολύ, αφού ο νικητής των σκέψεων ήταν η γυναίκα μου και “τι να κάνει εκεί κάτω που την πήραν”. Ήταν λίγο μετά τις 12, είχε μπει η 10η Μαΐου, η μέρα που θα γεννιόταν ο γιος μου, το πρώτο μας παιδί. Ένιωθα τόσο αμέτοχος και ανενεργός για μια τόσο μεγάλη στιγμή, που δεν ήξερα τι να κάνω για να πάρω τη ρεβάνς.

Το τηλέφωνο χτύπησε κι αυτή τη ζεστασιά στο “είναι” μου όταν είδα τον αριθμό της, μου θύμισε τις πρώτες (και παντοτινες) μέρες μας

Μου ζήτησε αν θέλω να κατέβω κάτω μαζί της κι ένιωσα σαν τον παίκτη που παίρνει τις τελευταίες οδηγίες απ’ τον προπονητή του λίγο πριν μπει στο ματς, για να το “καθαρίσει”. Δεν θα ήμουν αυτός που θα καθόριζε το αποτέλεσμα, αυτό ήταν αδύνατο, ωστόσο μπορούσα να στρώσω το ρυθμό, να περιορίσω κάθε αντίπαλο και να φέρω ασφάλεια στην ομάδα για να έρθει η πολυπόθητη νίκη.

Κατέβηκα στο -1 και αντικρίζοντας ακόμη μια αίθουσα αναμονής δεν ήξερα αν ήμουν στο σωστό σημείο. Ο χώρος ήταν σαφώς πιο κρύος απ’ τους αναπαυτικούς καναπέδες του καθιστικού, όμως δεν έδωσα πολύ σημασία, γιατί ήξερα πως έτσι κι αλλιώς δεν θα καθόμουν με τις ώρες εκεί μέσα. Ρώτησα έναν στην ηλικία μου καθιστό που κι αυτός ήταν στην ίδια κατάσταση και έψαχνε ευκαιρία για κουβέντα χαλάρωσης, όμως εκμεταλλεύτηκα στη ψύχρα τις πληροφορίες και τον άφησα με την επιθυμία. Πάτησα το κουμπί/κουδούνι, άνοιξε συρταρωτά η πόρτα και με υποδέχτηκε ένας καλοσυνάτος και παράλογα κεφάτος για την ώρα (ήταν λίγο μετά τις 01:00) νοσοκόμος. Δεν ξεπερνούσε το 1,70 και ενώ μου έλεγε στοχευμένα αστείες ατάκες για την όλη κατάσταση προκειμένου να με χαλαρώσει, ταυτόχρονα μου έβαζε την ρόμπα που έχουν στα χειρουργεία. “Η κυρία Μπάτη είναι στο 3”, μου είπε και μέχρι να φτάσω, έπαιζε σε λούπα στο μυαλό του αυτό το “κυρία Μπάτη”, σαν κάτι σημαντικό να έχω κάνει για να πάρει εκείνη τ όνομά μου. Το πιο σημαντικό ωστόσο θα ερχόταν πιο μετά και σ’ αυτό έπρεπε να κάνουμε focus.

Το ματς μόλις ξεκίνησε και χρειαζόταν απόλυτη συγκέντρωση. Περπατώντας προς τον θάλαμο, κοίταξα αριστερά και δεξιά τον χώρο που έμοιαζε πια περισσότερο με νοσοκομείο (οκ λογικό), παρά με ξενοδοχείο όπως τα περισσότερα μέρη εντός του Ρέα. Τα δωμάτια που κάποια γυναίκα γεννούσε εκείνη την ώρα ξεχώριζαν απ’ τα υπόλοιπα λόγω του φωτός που πλημμύριζε τον χώρο, ενώ στα υπόλοιπα υπήρχε χαμηλός φωτισμός, όπως και στο δικό μας. Μόλις την είδα και με είδε, έφυγαν τόνοι αγωνίας από πάνω μας και αφού πήρα μια καρέκλα, έκατσα δίπλα της και μου διηγήθηκε ό,τι είχε συμβεί αυτή τη μια ώρα που ήμασταν χώρια. Της χορήγησαν ένα φάρμακο για να έρθουν σιγά σιγά οι τεχνητοί πόνοι και ο γιατρός με την μαία μ’ είχε διαβεβαιώσει πως θα πάρει αρκετές ώρες για να δράσει, οπότε το καλύτερο και για τους δυο μας ήταν να είμαστε χωριστά για να κοιμηθούμε/ξεκουραστούμε. Είχα κανονίσει να μείνω σε φίλο στο Κουκάκι και κατά τις 04:00 – 05:00 να επιστρέψω, ωστόσο κατάλαβα πόσο ανάγκη είχε ο ένας τον άλλον και καθόμουν αθόρυβα, ίσα για να νιώθει ο ένας την παρουσία του άλλου. Κατά τις 02:00 κι αφού καταλήξαμε πως δεν υπάρχει πιθανότητα να κοιμηθούμε αφού εκείνη αγωνιούσε πως θα κοιμηθώ στην καρέκλα κι εγώ πως θα κοιμηθεί γενικώς, είπαμε να αποχωρήσω και να επιστρέψω στις 04:00.

“Έλα και στις 6, δεν θα την πιάσουν νωρίτερα”, με συμβούλεψε μια μαία πριν ανοίξει η πόρτα της αίθουσας τοκετών, αλλά μια ώρα αργότερα το τηλέφωνό διέλυσε το γλάρωμα που ξεκινούσε να με διαπερνά και σε 7 λεπτά ήμουν πάλι εκεί, στο ίδιο σημείο, σε άλλη εντελώς κατάσταση. Το πρόσωπό της είχε αγριέψει και πάλευε με τους πόνους, αυτούς που έφερναν το μαντάτο ότι ο γιος μας ξεκίνησε να έρχεται σιγά σιγά. Ηρεμούσε για κάποια λεπτά και μετά πάλι έπεφτε στη μάχη. Κάθε που σταματούσε ο πόνος, έβλεπα τα μάτια της ταλαιπωρημένα και παράλληλα πεισμωμένα. Μετά από μισή ώρα, ο χρόνος της ηρεμίας μειωνόταν κι εκείνος του πόνου αυξανόταν. Τόσο που με τα νύχια της πότε γράπωνε το σεντόνι και πότε έσφιγγε την παλάμη της στα χερούλια που υπήρχαν δίπλα στο κρεβάτι. Ήμουν τόσο διακοσμητικός εκείνη την ώρα, που το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να την υποστηρίζω ψυχολογικά, να την αγγίζω και να της εκφράζω όλα όσα ένιωθα, ενώ το φυτό του θαυμασμού όλη εκείνη την ώρα είχε γιγαντώσει τις ρίζες του μέσα μου και είχε γίνει ολόκληρο δέντρο. Το πιο ψηλό, πιο πλούσιο και πιο όμορφο δέντρο, στο δάσος του εντός μου.

Μετά από περίπου μια ώρα, της έκαναν επισκληρίδιο και η πρώτη μεγάλη φουρτούνα πέρασε και βρήκε το σκαρί μας χωρίς απώλειες, να απλώνεται πια σε (πιο) ήσυχες θάλασσες

Δεν είχαν περάσει πάνω από 5 λεπτά όταν έφτασε και η μαία μας στην αίθουσα και πρόσθεσε ακόμα μεγαλύτερη ηρεμία, με 2-3 ατάκες, όχι σπουδαίες αλλά αυτές που έπρεπε να πει με την εμπειρία και την ωριμότητά της παρά το νεαρό της ηλικίας της. Τι πράμα κι αυτό με τους ανθρώπους που ζουν πρωτόγνωρα αγχωτικές ή ξένες καταστάσεις; Φτάνουν 1-2 προτάσεις από κάποιον ξένο (ψυχολόγο, γιατρό ή ακόμα και γνωστό) που απλά ξέρει λίγα πράγματα παραπάνω και οι παλμοί επανέρχονται.

Η ένταση των πόνων έφερε κούραση και κατά τις 05:00 κατάφερε να κοιμηθεί λίγο, για να είναι ξεκούραστη πριν το δεύτερο (κρίσιμο) ημίχρονο. Ανάμεσα στα ξυπνήματα, λέγαμε άσχετα πράγματα, γελούσαμε και χαλαρώναμε με την μουσική που έπαιζαν στα ηχεία της αίθουσας. Λίγο μετά τις 06:00 και ενώ η μαία και ο γιατρός έφυγαν για λίγο, τον ήχο απ’ τους παλμούς του παιδιού μέσα στην κοιλιά (aka καρδιοτοκογράφος), ήρθε να καλύψει το αγαπημένο της τραγούδι. Τα πιατίνα του Pettersen μαρτύρησαν τη συγκινησιακή στιγμή που θα ακολουθήσει και το “Majesty” από τους Madrugada μας βρήκε με μάτια υγρά να χαμογελάμε και να γυρνάμε το χρόνο λίγο πίσω στο live που είχαμε δει πριν λίγες εβδομάδες. Και τώρα εδώ, να περιμένουμε τον μεγαλειότατο, το πιο μεγάλο κατόρθωμα που έχουμε κάνει στη ζωή μας.

Η πόρτα ανοίγει συρτά και η μαία επιστρέφει μαζί με το γιατρό. “Θα σπάσουμε τα νερά”, μας είπαν με τέτοια χαλαρότητα, που μας παρέσυρε κι εμάς και πριν το πολυσκεφτούμε, η διαδικασία είχε ήδη γίνει. “Άλλο ένα βήμα πιο κοντά”, σκέφτηκα και εκείνη τη στιγμή αναλογίστηκα πως όπως συνήθως στη ζωή, ποτέ κανένα γεγονός δεν είναι τόσο βαρύ και ασήκωτο όσο πριν το βιώσεις. Ένιωθα τόσο ανάλαφρος και ευτυχισμένος εκεί μαζί της, που χαμογελούσα μόνος μου με τις ίδιες σκέψεις που πριν ένα 24ώρο μου ανέβαζαν παλμούς αγωνίας και έφτιαχναν υποθετικά (αγχωτικά) σενάρια. Την ίδια ώρα, εκείνη είχε παραδοθεί στον πιο γλυκό ύπνο. Στον τελευταίο ύπνο που έκανε χωρίς να κουβαλά το βαρύ και σπουδαίο τίτλο της μητέρας. Οι επόμενες ώρες ήταν κρίσιμες και συνάμα ήρεμες για κάποιον αλλόκοτο λόγο.

Είχε πια ξημερώσει και έφτασαν οι πρώτοι συγγενείς στην αίθουσα αναμονής. Αγουροξυπνημένοι και διψασμένοι να ακούσουν τα νέα, αλλά ούτε που πρόλαβα να τους πω πάνω από 3-4 προτάσεις μαζεμένες

Πάντα η σκέψη πως πρέπει να είμαι μέσα, έστω κι αν εκείνη κοιμάται γαλήνια, κυριαρχούσε απ’ τον πρώτο γύρο και είχε βγάλει νοκ άουτ, οποιεσδήποτε άλλες κοινωνικές συναναστροφές.

“Δηλαδή μπορεί να γεννήσουμε και το μεσημέρι;”, ρωτάω την μαία λίγο μετά τις 08:00 και η άμεση και καταφατική της απάντηση, είχε δημιουργήσει ήδη στο μυαλό μου ένα πρόγραμμα για να αντέξω όλες εκείνες τις ώρες που θα έρθουν. Τρία λεπτά αργότερα, βλέπω στο σεντόνι λίγο αίμα και με διαβεβαιώνουν πως είναι κάτι συνηθισμένο, οπότε προχωράμε κανονικά. “Γύρνα απ’ την άλλη. Μην κοιτάς. Θα την αλλάξουμε”, με συμβούλεψαν κι ενώ συνήθως όποτε έβρισκα ευκαιρία έκλεβα και την κοιτούσα, αυτή τη φορά είπα να πάω με το γράμμα του νόμου. Στάθηκα μπροστά στην συρτή πόρτα που στο πάνω της μέρος είχε ένα τζάμι και χάζευα απέναντι στην γραμματεία της αίθουσας, μαίες, νοσοκόμες και γιατρούς όλων των ηλικιών να μιλάνε για τα καθημερινά θέματα και προσπαθούσα να υπολογίσω πόσα περίπου παιδιά να ξενεγεννούν κάθε μέρα άραγε. Ένα ακόμη παιδί θα είναι το δικό μας, σε λίγες ώρες κάποιος άλλος θα γίνει πατέρας και μάνα στο ίδιο δωμάτιο και κανείς πια δεν θα θυμάται πως περάσαμε. Αυτή τη μηδενιστική σκέψη διαδέχτηκε η φωνή της μαίας που μ’ έκπληξη και κάπως ανεβασμένη ένταση είπε: “γεννάμε”. “Τι; Πως γεννάμε; Πριν 5 λεπτά λέγαμε ότι μπορεί να γεννήσουμε το μεσημέρι.”

Οι παλμοί επιτάχυναν απότομα και πριν προλάβω να βάλω σε σειρά τις σκέψεις μου, το δωμάτιο είχε γεμίσει με τον γιατρό και μαίες. Άπαντες στέκοταν δίπλα στη γυναίκα μου και ένας μεγάλος προβολέας που πήρε θέση μάχης, έκανε το δωμάτιο εξωφρενικά φωτεινό. Τα φώτα είχαν πέσει πάνω στους μεγάλους πρωταγωνιστές, σ’ εκείνη και σ’ εκείνον που ερχόταν. Οι δυο τους μπήκαν στον τελευταίο και κρίσιμο γύρο και έδειξαν πως θα φτιάξουν πολύ δυνατό/ταιριαστό δίδυμο. “Σπρώξε. Μην βγάζεις αέρα απ’ τη μύτη, σπρώξε προς τα κάτω”, ένα μακρύσυρτο επιφώνημα ανείπωτης δύναμης ήταν η απάντηση κάθε τόσο στις απαιτήσεις του προσωπικού. “Πάμε καρδιά μου, λίγο ακόμα έμεινε”, το πιο αληθινό που μπορούσα να της πω την ώρα που την άγγιζα όπως ποτέ άλλοτε σ’ όποιο σημείο του κορμιού της ήταν λιγότερο απασχολημένο. Μα όλο της το είναι είχε παραδοθεί εκείνη την ώρα στο πιο μεγάλο θαύμα της ζωής και της ανθρώπινης ύπαρξης. Ένα γαλάζιο σεντόνι είχε σκεπάσει τα πόδια της και είχε καλύψει το μέρος που θα έφερνε μια νέα ζωή στον κόσμο. Παρά τις συστάσεις όλων των φίλων και γνωστών, να αποφεύγω να βλέπω πράγματα που μπορεί να μείνουν στο μυαλό μου και να μ’ επηρεάσουν στο μέλλον, προσπαθούσα να “κλέψω” και να καταλάβω πόσο κοντά στη μεγάλη στιγμή βρισκόμασταν.  “Κάτσε κάτω”, μου είπε ο γιατρός και οι μαίες, αλλά ούτε που τους άκουσα, μέχρι τη στιγμή που για να με πείσουν έβαλαν τα μεγάλα μέσα: “αν πέσεις κάτω δεν θα ασχολούμαστε μαζί σου” και σκέφτηκα πως ναι οκ μια χαρά είμαι, αλλά δεν είναι καιρός για ταρζανιλίκια.

Κάθε λεπτό, τα αποφασιστικά σπρωξίματα και η προσπάθεια της αυξανόταν, μέχρι που μια μαια ήρθε από πάνω της και της πίεσε επίμονα την κοιλιά με τον αγκώνα, ενώ ο γιατρός της έδινε οδηγίες

“Πάμε μια ακόμη δυνατή και τελειώσαμε”, ακολούθησε ένα αγκομαχητό νίκης, παύση 2 δευτερολέπτων και ένα κλάμα. Ούτε δικό της, ούτε δικό μου. Κοιταχτήκαμε τόσο βαθιά μέσα στα μάτια, με ανακούφιση, αγάπη και αγαλλίαση και άρχισαν ταυτόχρονα να κυλούν τα δάκρυα σαν ποτάμι που έδιωχνε την παλιά ζωή και έφερνε χαρά. Ο γιατρός άφησε το κοκκινισμένο και ελαφρώς μελανιασμένο βρέφος αμέσως στην αγκαλιά της, ενώ την ίδια στιγμή μου έδωσε ένα μεγάλο χειρουργικό ψαλίδι για να κόψω τον ομφάλιο λώρο. Αιφνιδιάστηκα, γιατί δεν το είχαμε συζητήσει, αλλά χωρίς να το πολυσκεφτώ το έκανα και ένιωσα μετά από τόσες ώρες κι εγώ συμμέτοχος σ’ ένα τόσο μεγάλο γεγονός. Στο γεγονός της ζωής μας.

Η εικόνα με τους δυο τους αγκαλιά φυλακίστηκε ισόβια στο μυαλό μου και το κλάμα του μωρού είχε πλέον συντροφιά τα δικά μας. Κλαίγαμε και οι τρεις μας τόσο ταυτόχρονα και τόσο αρμονικά, που νόμιζα πως δεν έχω ακούσει πιο ταιριαστή και ευτυχισμένη μελωδία. Εκείνος ήταν ο μαέστρος μας κι εμείς τα συνοδευτικά όργανα, που έφτιαχναν ένα ολοκληρωμένο τραγούδι γνωριμίας και έρωτα. Ήταν 10 Μαΐου 2019, ώρα 08:50 και αυτή η στιγμή δεν ξέρω αν θα είναι η πιο ευτυχισμένη που θα μας προσφέρει ο μικρός στις ζωές μας, αλλά ξέρω πως δεν θα τη ξεχάσω ποτέ.

Οι γιατροί μου ζήτησαν να βγω απ’ την αίθουσα και στα πρώτα βήματα ως μπαμπάς, ένιωθα σαν να έχω κατακτήσει την πιο ψηλή κορυφή του κόσμου. Άνοιξα την πόρτα και περπατούσα με το βλέμμα στο άπειρο και το μυαλό να ταξιδεύει λίγες στιγμές πριν. Τις σκέψεις σταμάτησαν η εναλλαγή απ’ το φως του προβολέα σ’ εκείνο του ήλιου και της ημέρας, αλλά και οι αγκαλιές και τα φιλιά των συγγενών. Η πρώτη που βρέθηκε μπροστά μου ήταν η μητέρα μου και η αλήθεια είναι πως δεν θα μπορούσε να είναι κάποια άλλος. Πάντα εκείνη ήταν εκεί στις πιο δύσκολες και ωραίες στιγμές της ζωής μου. “Τώρα, θα ‘χω άλλη μητέρα να προσέχω και να νοιάζομαι. Εκείνη του παιδιού μου. Τώρα από γιος έγινα πατέρας”, σκέφτηκα, και ο κύκλος της ζωής έσκασε μπροστά μου σαν ήλιος φωτεινός και καθαρός.

Όλα ήταν λαμπερά εκείνη την μέρα. Πήγαμε στο καφέ του μαιευτηρίου ενθουσιασμένοι και χαρούμενοι. Κέρασα όσους φίλους και συγγενείς ήταν δίπλα μου στη μέρα της ζωής μου και μιλούσα ακατάπαυστα και στο repeat για το θαύμα που ‘χα ζήσει πριν λίγες ώρες. Ο σερβιτόρος ερχόταν και έφευγε όπως και οι δικοί μας που μας επισκέφτηκαν. Όταν εξαντλήσαμε πια το θέμα της έλευσης του νέου (και πιο σημαντικού) μας μέλους, η κουβέντα συνεχίστηκε για απλά θέματα της ημέρας. Γύρισα μηχανικά το βλέμμα μου στην οθόνη και χωρίς να προλάβω να δω την ερώτηση του κουίζ, ξεχώρισα μόνο μια λέξη: “Ακτινίδιο”.