ΑΓΙΟΣ ΒΑΛΕΝΤΙΝΟΣ

Η Δέσποινα και ο Μύρωνας είναι 35 χρόνια ερωτευμένοι

Μια ιστορία αγάπης που ξεκίνησε σε ένα φροντιστήριο στον Πειραιά και μας θυμίζει πως οι μεγάλοι έρωτες βρίσκονται δίπλα μας και όχι στην οθόνη του σινεμά.

«Τι θες να σας μαγειρέψω αύριο που θα έρθετε;», ήταν το πρώτο πράγμα που με ρώτησε η κυρία Δέσποινα όταν την πήρα τηλέφωνο για να κανονίσουμε τις λεπτομέρειες της συνέντευξης, γιατί πάνω απ’ όλα είναι οικοδέσποινα και από το σπίτι της κανείς δε φεύγει νηστικός.

Ομολογώ πως μετρούσα τις ώρες μέχρι να περάσω το κατώφλι του σπιτιού της, κυρίως επειδή ήθελα να ακούσω εκείνη και τον κύριο Μύρωνα να μιλάνε για τον έρωτά τους, που εδώ και 35 χρόνια απλά δυναμώνει μέρα με τη μέρα, αλλά και επειδή ήξερα ότι στο τέλος της κουβέντας μας θα μας περίμενε ένα στρωμένο τραπέζι γεμάτο νοστιμιές από τα χέρια της.

Το σπίτι της Δέσποινας Παγκαδάκη και του Μύρωνα Μαραγκίδη έχει μια τεράστια βεράντα με υπέροχη θέα προς τη θάλασσα. «Εκεί μαζευόμαστε το καλοκαίρι με τους φίλους μας. Η Δέσποινα μαγειρεύει καταπληκτικά», θα πει κάποια στιγμή ο κύριος Μύρωνας, αφού έχουμε κάτσει στο τραπέζι και τρώμε με λαιμαργία το χειροποίητο ψωμί από χαρούπι που έχει φτιάξει η σύζυγός του.

Λίγο πριν μας είχε εκμυστηρευτεί πως την ερωτεύτηκε όταν την είδε κάποια στιγμή να χορεύει. «Γνωριζόμασταν χρόνια και βγαίναμε ανά διαστήματα, εκείνη την ώρα που την είδα να χορεύει όμως κατάλαβα ότι θέλω να περάσω τη ζωή μου μαζί της. Δεν ξέρω γιατί, απλά το κατάλαβα».

Η Δέσποινα και ο Μύρωνας γνωρίστηκαν όταν ήταν ακόμα μαθητές λυκείου σε ένα φροντιστήριο στον Πειραιά. Εκείνη ήταν 15 και αυτός 18. Μέχρι εκείνο το βράδυ που η Δέσποινα χόρεψε και ο Μύρωνας την ερωτεύτηκε σφόδρα μεσολάβησαν γύρω στα 7 χρόνια. Οι δύο τους έβγαιναν πού και πού και όπως ομολογεί ο Μύρωνας, ο οποίος σύμφωνα με τα λεγόμενα της συντρόφου του ήταν μεγάλος γόης, πάντα τη σκεφτόταν. Για εκείνη τα πράγματα ήταν λίγο πιο ξεκάθαρα από την αρχή.

«Την ώρα που έβγαινα από το φροντιστήριο, έμπαινε ένα τσούρμο αγόρια και εγώ είδα το δικό μου αγόρι. Είχε σγουρό κατάξανθο μαλλί και ήταν σαν άγγελος. Έπαθα σοκ όταν τον είδα. Είχα μάθει ποιες ώρες είχε μάθημα και πήγαινα για να τον δω. Περνούσα ατέλειωτες ώρες σε εκείνο το φροντιστήριο. Έλιωνα», θα πει η κυρία Δέσποινα και όσο εξιστορεί την ιστορία του έρωτά της, ο Μύρωνας την κοιτά με τα ίδια μάτια που την είδε και εκείνο το βράδυ των γενεθλίων της όταν χόρευε.

«Έβαλα μια φίλη μου που είχε σχέση με τον φίλο του να κανονίσει να βγούμε. Πήγαμε στο Αλεξάνδρειο για καφέ. Εγώ μαγκωμένη, αυτός δε μου έδινε σημασία. Είχε βέβαια ρωτήσει τη φίλη μου αν θέλω να τον φιλήσω. Μάλιστα όταν με φίλησε, ήρθε ο σερβιτόρος και μας έκανε παρατήρηση. Τα ψιλοφτιάξαμε, αλλά ο κύριος ήθελε να αλωνίζει κι εγώ έλιωνα. Κλάματα, κακό».

«Ακόμα και σήμερα, περιμένω πώς και πώς να περάσει η μέρα για να γυρίσω το βράδυ σπίτι» λέει ο κύριος Μύρωνας.

Από την ημέρα που οι δύο τους παντρεύτηκαν έχουν περάσει 35 χρόνια, αλλά όταν τους δει κάποιος μαζί καταλαβαίνει ότι στον γάμο τους ο έρωτας είναι ακόμα πρωταγωνιστής.

«Ακόμα και σήμερα, περιμένω πώς και πώς να περάσει η μέρα για να γυρίσω το βράδυ σπίτι», λέει ο κύριος Μύρωνας, για να συμπληρώσει η κυρία Δέσποινα πως, «Πέρασα πολύ ωραία ζωή με τον Μύρωνα, γιατί είναι ένας άνδρας που αγαπάει το γυναικείο φύλο και φροντίζει τις γυναίκες, με πρώτη και καλύτερη την κόρη του. Μου έχει δείξει όλα αυτά τα χρόνια μεγάλη αδυναμία και αυτό εξαφάνιζε τα όποια σύννεφα μπορεί να είχαμε στον γάμο μας. Όταν υπάρχει αγάπη, έρωτας και καλή ζωή, τα σύννεφα φεύγουν».

Κι ενώ σε όλη τη συνέντευξη η κυρία Δέσποινα είναι χείμαρρος, υπάρχει κάτι το οποίο λένε σχεδόν με ένα στόμα και ίσως είναι το μυστικό που τους κρατά 35 χρόνια ερωτευμένους. «Δεν είχαμε εξωγενείς παράγοντες στον γάμο μας. Δεν αφήναμε κανέναν να μας επηρεάσει, ούτε φίλους, ούτε γονείς, ούτε συγγενείς. Κάναμε αυτό που θέλαμε εμείς».

«Είναι το άλλο μου μισό», θα πει η κυρία Δέσποινα.

«Σε έναν γάμο εγώ θεωρώ και πολύ βασικό στοιχείο την εκτίμηση», λέει ο κύριος Μύρωνας και ακούγεται σαν να θέλει να δώσει μια πολύ χρήσιμη συμβουλή προς τους νεότερους. «Πρέπει να εκτιμάς τον σύντροφο σου, γιατί αλλιώς χαλάνε και όλα τα άλλα».

Καθ΄ όλη τη διάρκεια της κουβέντας μας οι ματιές που αντάλλαζαν θα μπορούσαν να κάνουν και τους πιο κυνικούς και δύσπιστους να πιστέψουν στον έρωτα. Όχι αυτόν που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε στον κινηματογράφο και τις σειρές, αλλά εκείνον που μάλλον κρύβεται στο διπλανό διαμέρισμα ή που μπορεί να τρώει στο διπλανό τραπέζι. Εκείνος ο έρωτας που δε χρειάζεται φανφάρες και που μπορεί και ανθίζει στις πιο απλές στιγμές της καθημερινότητας.

«Είναι το άλλο μου μισό», θα πει η κυρία Δέσποινα. «Όταν στις αρχές της πανδημίας αρρώστησε σοβαρά και δεν ξέραμε τι είναι, εμένα χάθηκε ο κόσμος μου όλος. Δεν ξέρω τελικά αν είναι και τόσο καλό αυτό το δέσιμο, αλλά είμαστε μαζί από παιδιά. Υπάρχει η αγάπη, αλλά και η φλόγα μας καίει ακόμα δυνατά».